Εκτύπωση του άρθρου
 ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ

Η μπάλα και τα φίδια
 
 
Ξύπνησα με φίδια τυλιγμένα σαν περιδέραια στο λαιμό μου.
Φίδια ζεστά και απαλά σαν μεταξωτά πολύχρωμα μαντίλια.
Φοβήθηκα. Τραβήχτηκα πίσω κι έβαλα τις φωνές.
Είδα τα μάτια τους. Πολλά μάτια που κοιτούσαν παράξενα.
 «Δεν τα θέλω εγώ τα βλέμματά σας και τα υποκριτικά
χάδια. Ετοιμάζομαι να πεθάνω. Δεν χρειάζομαι βοήθεια σ’
αυτό» είπα. Τα φίδια κατσούφιασαν. Επέμεναν πως είναι
φίλοι και κληρονόμοι μου.
«Πάρτε ό,τι θέλετε και φύγετε αμέσως» είπα εγώ. Κι αυτά,
Μη βρίσκοντας τίποτα το αξιόλογο, απογοητεύτηκαν.
Πριν φύγουν, μ’ έσφιξαν δυνατά σα να μ´ αποχαιρετούσαν.
Το κεφάλι μου κόπηκε κι έπεσε κάτω. Κύλησε  προς τα έξω
από την ανοιχτή πόρτα κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες
κάνοντας μικρά μικρά γκελ σαν μια συνηθισμένη μπάλα
από κείνες με τις οποίες παίζουν τα παιδιά στο δρόμο.
 
Θυμήθηκα τον καιρό που μέναμε σε μονοκατοικία με κήπο.
Συχνά, μια τέτοια μπάλα, με δυνατή κλωτσιά από το δρόμο
έπεφτε με βία στην αυλή μας.
Μπορούσε να χτυπήσει κάποιον από μας, ή να τραυματίσει
την αισθητική των λουλουδιών της αυλής μας.
Και σα να μην έφτανε αυτό, τα παιδιά χτυπούσαν το
κουδούνι και μας ανησυχούσαν ζητώντας τη μπάλα τους.
«Άνοιξε Νικόλα μου και δώσε στα παιδιά τη μπάλα. Μην τα
μαλώσεις σε παρακαλώ. Παιδιά είναι!» έλεγε η μητέρα στον
πεθαμένο άνδρα της.
Ο πατέρας που είχε ήδη πεθάνει από καιρό σε νεαρή ηλικία,
δεν απαντούσε.
Η μητέρα φώναζε και ξαναφώναζε. Τα παιδιά χτυπούσαν
ξανά  το κουδούνι.
Εγώ έκανα πως κοιμόμουν και δεν πήγαινα ν’ ανοίξω.
Έβγαινα πιο ύστερα, στα κρυφά, και πετούσα τη μπάλα στον
κάδο των σκουπιδιών.
 
Τώρα, το κεφάλι μου έγινε μπάλα και τρέχει να βρει τα
παιδιά, για να πληρώσει κάποιο χρέος μου απέναντί τους.

Ρούλα Κακλαμανάκη

Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Σεπτεμβρίου 2008