Εκτύπωση του άρθρου

ΘΑΛΕΙΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ




Το μπωντλαιρικό spleen  στην μεσοπολεμική ποίηση                 

                   J’ai plus de souvenirs que si j’avais mille ans…  (Baudelaire,Spleen III)

 

Η ελληνική μεσοπολεμική ποίηση, μετά την μικρασιατική καταστροφή χάνει την λειτουργία του πνευματικού ταγού της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, οι νέοι δημιουργοί, χαμένοι μέσα στις ταβέρνες και τα χαμαιτυπεία της πρωτευούσης, αναζητούν νέους δρόμους, για να γίνουν οι  υμνητές της παρακμής της εποχής τους. Στην περίοδο αυτή, η γαλλική ποίηση και κυρίως ο Baudelaire γίνεται για τους Έλληνες δημιουργούς μια μαγική πηγή έμπνευσης.  Η επαφή με την μπωντλαιρική ποίηση οδηγεί σε μια γόνιμη καλλιτεχνική ώσμωση, δημιουργώντας νέα θεματικά μοτίβα.

Ανάμεσα τους, το περίφημο μπωντλαιρικό spleen, που περνά στην ελληνική ποίηση, είτε μέσα από ποιητικές μεταφράσεις, είτε μέσα από πρωτότυπα ποιήματα, με εμφανή βέβαια την μπωντλαιρική επίδραση. Η  αγγλική λέξη spleen (προερχόμενη από την αρχαιοελληνική σπλην) χρησιμοποιήθηκε  ήδη από τον 18ο αιώνα, από συγγραφείς όπως ο Blackmore,  για να δηλώσει υστερικά και υποχονδριακά συμπτώματα.Ακόμα, χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους ρομαντικούς, που ακολουθώντας τον προσφιλή τους «αγγλισμό», χρησιμοποίησαν έναν αγγλικό όρο για να ορίσουν το πνεύμα δυσφορίας της εποχής τους.

Όμως, στoέργο του Baudelaire, η έννοια αυτή φτάνει σ’ ένα όριο: γίνεται ένα από τα θεματικά κέντρα της ποίησής του, μαζί με άλλες έννοιες, όπως η ανία, η κακοδαιμονία, η πλήξη. Όπως παρατηρεί η Ανιέ Βερλέ η χρήση του spleen αποτελεί  μια «εμβληματική μετατόπιση για να ορίσει όχι το θάνατο αλλά την οδύνη, την παραίτηση του έμπλεου αγωνίας πνεύματος, το πασκαλικό αίσθημα ενός οντολογικού κακού». [1] Το spleen δίνει τον τίτλο της πρώτης ενότητας των Fleurs du Mal (Spleen et Ιdeal),αλλά και σε τέσσερα αυτοτελή ποιήματα μέσα στην ενότητα.

Η εικονοποιία της μελαγχολίας

Αυτό που αποτελεί πρωτοπορία στην ποίηση του Baudelaire δεν είναι η παρουσία του spleen,αλλά η εικονοποιία με την οποία χτίζει το θέμα του. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Jean Starobinski[2], ο Baudelaire δεν μένει στην κλασική εικονοποιία της παράδοσης για την μελαγχολία. Συγκεκριμένα, η μελαγχολία συνήθως παρουσιάζεται στα ποιητικά έργα ως μια γριά γυναίκα ή μέσα από φυσικά φαινόμενα όπως η βροχή και ο αέρας. Ο Baudelaire χρησιμοποιεί αυτήν την παράδοση αλλά την εξελίσσει σε αρκετά ποιήματά του, όπως  τα  «spleen II» και το «spleen III», όπου περνά σε μια σημαντική καινοτομία : παρουσιάζει την μελαγχολία ως καθρέφτη. Για την ακρίβεια, το ποιητικό υποκείμενο  γίνεται το ίδιο καθρέφτης μέσα από τον οποίο αισθητοποιείται η μελαγχολία, γίνεται η προσωποποίηση  και η εκκοσμίκευση του άυλου spleen.Η  καταστροφή αυτή που προκαλεί το spleen δίνεται μέσα από μια σειρά αντιθέσεις στο  «spleen II» (roi riche/impuissant, jeune/très vieux, cruel/malade jeune /squelette,). Αντίθετα, στο «spleen ΙΙI» ,βλέπουμε τις παράδοξες εικόνες  του ανθρώπου-νεκροταφείου (Je suis un cimetière abhorré de la lune), και του ανθρώπου boudoir (Je suis un vieux boudoir plein de roses fanées).

Τα ελληνικά έργα

Ας δούμε λοιπόν πώς αφομοιώνεται αυτό το μοτίβο από τρεις έλληνες μεσοπολεμικούς ποιητές : τους νέο-συμβολιστές Καρυωτάκη και Ουράνη αλλά και τον «μπωντλαιρικό ταξιδευτή»[3] της ελληνικής ποίησης, τον Νίκο Καββαδία.Τα έργα που θα εξεταστούν εδώ είναι τα εξής :

Α) Η συλλογή του  Κ. Ουράνη Spleen. Γραμμένη στα 1912 , αποτελούμενη από 14 άτιτλα, αυτοτελή ποιήματα, μεταφέρει όλο το εφιαλτικό κλίμα των Fleurs du Mal.

B) Η έμμετρη μετάφραση του «Spleen» από τον Κ Καρυωτάκη, η οποία περιλαμβάνεται στην συλλογή του ποιητή Ελεγεία και Σάτιρες του 1927. Η μετάφραση του Καρυωτάκη, έχει αρκετές λεξιλογικές αποκλίσεις από το πρωτότυπο και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί μια απλή «μεταγλώττιση» του ποιήματος, αλλά στην ουσία ένα νέο αυτόνομο ποίημα που απηχεί την μπωντλαιρική εικονοποιία. [4]

Γ) Το ποίημα  «Καφάρ»  του Ν. Καββαδία .Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μαραμπού, δεν κυκλοφόρησε όμως στην αρχική έκδοση του 1933, αλλά προστέθηκε στη δεύτερη έκδοση (1947), μαζί με τα ποιήματα  «Coaliers» και «Μαύρη λίστα».Το ποίημα, αν και δεν χρησιμοποιεί στον τίτλο του την μπωντλαιρική λέξη spleen ,χρησιμοποιεί ωστόσο μια γαλλικής προέλευσης λέξη, ίσως ακριβώς για να δείξει την σχέση του με τον Γάλλο ποιητή.

Το πιο πρωτότυπο και εντυπωσιακό στοιχείο της ποιητικής μαεστρίας του Baudelaire είναι πως η μελαγχολία πάντα μένει στους τίτλους των ποιημάτων του και δεν εκφράζεται μέσα στα ποιήματα, παρά μόνο ως σκιά, ως καθρέφτισμα. Ο τσακισμένος από την μελαγχολία άνθρωπος, ο «mélancolique»,όπως τον ονομάζει ο Starobinski,  είναι η αυταπόδεικτη παρουσία του spleen που δεν εκφράζεται αλλά είναι οιονεί παρόν.

Το ίδιο μοτίβο βλέπουμε και στα ελληνικά ποιήματα. Η μελαγχολία  εμφανίζεται μέσα από το πρόσωπο του «mélancolique». Όμως δεν πρόκειται για μια απλή θεματική ταύτιση, αλλά για μια ολόκληρη εικονοποιία με συγκεκριμένα δομικά στοιχεία  και εκφραστικά μέσα που περνούν από την μπωντλαιρική πηγή στα ελληνικά ποιήματα.

Τα σχήματα λόγου που κυριαρχούν είναι η παρομοίωση, η αντίθεση, και οι παράδοξες εικόνες  όπως και στα ποιήματα του Baudelaire. Και ας δούμε κάποια παραδείγματα :

Αντιθέσεις

[…]  Riche, mais impuissant,
jeune et pourtant très vieux
                               (Baudelaire, Spleen II)


[…]Πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο[….]
                               (μετάφραση Καρυωτάκη)

Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να `χεις των αναχωρήσεων τη μανία
                               (Καββαδίας, Καφάρ )


Παρομοιώσεις


Je suis comme le roi d'un pays pluvieux,
                                (Baudelaire, Spleen II)

Μοιάζει η ζωή μου μ’ έκταση μαύρων νερών, τελμάτων
Ακίνητων, γιομάτων βούρλα λασπωμένα κι έντομα
                                (Ουράνης, Spleen ΙΙ)

Μοιάζει η ζωή μου ολάκερη μια νύχτα βροχερή
που αργοπερνάει και χάνεται βουβή σα λιτανεία
                                 (Ουράνης, Spleen VII)

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή
χώρα,
                                 (Καρυωτάκης, Spleen)

Μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα
                                  (Καββαδίας,  Καφάρ)


Παράδοξες εικόνες

Je suis un cimetière abhorré de la lune
                                    (Baudelaire, spleen-III )


Η καρδιά μου ένας τάφος που τις νύχτες ανοίγει
για να κλείσει όσα αργήσανε να μου έρθουνε όνειρά μου.
                                     (Ουράνης, Spleen)

Γίνεται μνήμα τα βαρύ
κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο
σέρνεται σκελετός

                                       (Καρυωτάκης, Spleen)


Θεματική ανάλυση

Για να στοιχειοθετήσουμε τον τύπο του mélancolique, θα πρέπει να δούμε τα ιδιαίτερα μοτίβα μέσα από τα οποία εικονοποιείται το συγκεκριμένο θέμα, που το διαφοροποιούν και του δίνουν την υπόσταση του. Ας δούμε αυτά τα επιμέρους μοτίβα μέσα στα ποιήματα:

E.1.Η ανία

Βασικό στοιχείο του "spleen" είναι η αδικαιολόγητη ανία, η έλλειψη ενδιαφέροντος για την ζωή που περνά, η αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει και τίποτα πια δεν έχει ενδιαφέρον. Όπως παρατηρεί η Ανιέ Βερλέ : «Η πλήξη, καρπός θλιβερής αγωνίας  είναι αυτή που φυλακίζει ζωντανό τον άνθρωπο, που σκοτεινιάζει τη μέρα του ουρανού, που αναγγέλλει το χειμώνα της ψυχής, μεταβάλλει τη ζωντανή ύλη σε γρανιτένιο όγκο».[5]  Σε όλα τα ποιήματα η ανία αυτή δίνεται μέσα από ρηματικούς τύπους (Baudelaire : s’ennuie/ Καρυωτάκης:την ανία του να διώξει ματαιοπονεί/ Ουράνης : Εβαρέθηκα πια ! /Καββαδίας : μες στα ποστάλια πλήττεις) που ακριβώς αναδεικνύουν την αίσθηση του τελεολογικού κενού του ποιητικού υποκειμένου.

E.2. Η αρρώστια και ο θάνατος

Το "spleen" παρομοιάζεται με μια αρρώστια ή και με τον ίδιο τον θάνατο.  (Baudelaire: Je suis un cimetière /son lit fleur delisé se transforme en tombeau/  ce jeune squelette/ Ουράνης: η καρδιά μου ένας τάφος που τις νύχτες ανοίγει/ Καρυωτάκης: γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός).

Το ποιητικό υποκείμενο, που παρασύρεται και κατακερματίζεται από το άφατο spleen δεν μπορεί να κατανοήσει αυτό το αφόρητο ψυχικό άλγος που το διαλύει, και έτσι προσπαθεί να το ταυτίσει με ό,τι του είναι γνωστό : τον πόνο της αρρώστιας και το τέλος του θανάτου. Ξαφνικά, αναίτια, βυθίζεται σ’ αυτό το υπαρξιακό κενό που τον κάνει να χάνει την επαφή του με τον κόσμο, αδρανοποιείται και μετεωρίζεται ανάμεσα στην ύπαρξη και τη μη ύπαρξη, ανάμεσα στην ενεργή ζωή και το υπαρξιακό τέλος που φέρνει το spleen.

Μάλιστα. όπως παρατηρεί και πάλι η Ανιέ Βερλέ : «το spleen είναι πιο επώδυνο από το θάνατο γιατί αποτελεί δοκιμασία του Χρόνου που μόνο οι αισθητικές απολαύσεις οι τεχνητοί παράδεισοι και  η μέθη μπορούν να ευφράνουν». Ακριβώς αυτό το στοιχείο το βλέπουμε στην τελευταία στροφή του «Καφάρ»: το αφόρητο spleen νικά το ποιητικό υποκείμενο, που σκέφτεται ως λύση τον θάνατο ή τους τεχνητούς παραδείσους των ναρκωτικών : (Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά/κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη/πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,/ μα τελευταία τα’ χουν κι αυτά πολύ νοθέψει.).

E.3. Η διάσταση με τον κόσμο 

Βασικό στοιχείο της εικονοποιίας του mélancolique είναι κατά τη γνώμη μου η έμφαση στο ποιητικό εγώ, στην οντολογική μοναξιά και μοναδικότητα του ποιητικού υποκειμένου. Πράγματι, έντονα είναι στα ποιήματα που εξετάζουμε η παρουσία του ποιητικού υποκειμένου που φαίνεται να εκφράζει τα προσωπικά του συναισθήματα, την δικιά του υπαρξιακή αγωνία. Δεν βλέπουμε στα ποιήματα που μας απασχολούν καθόλου την παρουσία του άλλου, του συν-άνθρωπου που θα μπορούσε να δώσει μια λύση στο υπαρξιακό κενό. Όπου εμφανίζεται ένα άλλο πρόσωπο, αυτό παρουσιάζεται ως μια εξωτερική φωνή του μακρινού κόσμου που δεν μπορεί να αγγίξει το ποιητικό υποκείμενο, δεν μπορεί να το επαναφέρει στον πραγματικό κόσμο, να τον βγάλει από την δίνη του spleen. 

Baudelaire: Rien ne peut l’egayer,ni gibier,ni faucon/Ni son peuple mourant en face de balcon.

Καρυωτάκης: Τίποτα δεν φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου/Ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’έτοιμες να πουν/αν το θελήσει πως πολύ τον αγαπούν/ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι/ούτε ο λαός προστρέχοντας, όταν η πόρτα ανοίγει.

Ουράνης:Το κενόν όλο του άπειρου στην ψυχή μου το έχω/κι ούτε Εσύ κι ούτε ο πόνος μου δεν μπορούν να το φράξουν./είμαι κάτι σαν κύμα μες σ’απέραντο πέλαγο/και ποτές δεν του γράφτηκε σ’ακρογιάλι να φτάσει.

Καββαδίας: Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή/κι’ οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι/έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη/και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

Βλέπουμε λοιπόν στην εικονοποίια του mélacolique την τόσο χαρακτηριστηριστική μπωντλαιρική ανία, την αίσθηση πως το ποιητικό υποκείμενο δεν βρίσκεται σε διάδραση με τους γύρω του. Τίποτα δεν  μοιάζει ικανό να τον ανασύρει από το υπαρξιακό του κενό, τον δικό του προσωπικό άδειο κόσμο.

Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ζ.Π. Σαρτρ: « Η έμφυτη στάση του Μπωντλαίρ είναι στάση ανθρώπου σκυμμένου. Σκυμμένου στον εαυτό του, σαν τον Νάρκισσο. [….] Προσχήματα, καθρεφτίσματα, οθόνες, τ’αντικείμενα δεν μετρούν ποτέ γι’αυτά τα ίδια και δεν έχουν άλλη αποστολή από το να του δίνουν την ευκαιρία να αυτοπαρατηρείται όταν τα βλέπει. Υπάρχει μια πρωταρχική απόσταση ανάμεσα στον Μπωντλαίρ και τον κόσμο, που δεν είναι ίδια με την δική μας. Ανάμεσα στα αντικείμενα και σ’ εκείνον παρεμβάλλεται πάντα μια διαφάνεια λίγο νοτισμένη, πολύ μυρωμένη, σαν τρέμουλο ζεστού ανέμου, το καλοκαίρι.»[6]

Αυτή ακριβώς η διάσταση νομίζω ότι είναι το μεγαλύτερο κληροδότημα του Baudelaire στην ελληνική ποίηση, περισσότερο από τα σχήματα λόγου και την εικονοπλασία.  Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Φώτος Πολίτης πολύ πριν και πολύ μακριά από τον Sartre είχε χαρακτηρίσει ολόκληρη τη γενιά του 20 ως «μια γενιά ναρκισσευόμενων ατόμων, στην οποία καθρεφτίζεται ολόκληρη η λογική συνέπεια της φρικώδους παρακμής». [7]  Βλέπουμε λοιπόν ότι το ναρκισιστικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο στοιχείο της μπωντλαιρικής ποίησης που περνά και στην ελληνική: μάλιστα έχουμε εδώ μια παραμόρφωση αυτού του στοιχείου: η αυτοπαρατήρηση του νάρκισου μετατρέπεται από αυτοθαυμασμό σε αυτολύπηση και από εγωκεντρική αγάπη σε αυτοκαταστροφή και συνείδηση του ανέφικτου της κοσμικής επικοινωνίας. Ο ποιητής –mélancolique που εξετάζουμε έχει χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα : Είτε πρόκειται για την πραγματική απομόνωση ενός γεννημένου ναυτικού από τον κόσμο της στεριάς (Καββαδίας), είτε για την συναισθηματική απομόνωση ενός νέου που νιώθει παράτερος στην εποχή του (Καρυωτάκης) είτε για την βαθιά υπαρξιακή, σχεδόν ηθελημένη απομόνωση του  Ουράνη, το ποιητικό υποκείμενο πάντα βρίσκεται σε διάσταση με τον έξω κόσμο, σκυμμένο πάνω από τα δικά του συναισθήματα, προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο, που θα’ναι πάλι, μοναχική.

Ο νέος ποιητής

Είδαμε λοιπόν ένα νέο ποιητικό τύπο στην μεσοπολεμική μας ποίηση, μέσα από την επίδραση του Baudelaire: όχι πια ένας ποιητής μύστης- όπως ο Σικελιανός, ούτε ένας ποιητής ταγός όπως ο Βάρναλης, αλλά ένας ποιητής "mélancolique", που "κάνει τον πόνο του αρπα", καθώς προστάζει ο Καρυωτάκης. Ο "melancolique" δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα είδωλο,μια εκκοσμίκευση του άυλου "spleen". To "spleen" μπορεί να νοηθεί εδώ είτε ως προσωπική κατάρρευση,είτε ως συλλογική παρακμή,σίγουρα πάντως ως μια αρνητική δύναμη που απομονώνει τον καλλιτέχνη και τον οδηγεί σ'έναν "ποιητικό αυτισμό". Αν ο καλλιτέχνης καταφέρνει τελικά να εκφράσει την κοινωνία του, το κάνει ασυνείδητα,καθώς αντί για διαμορφωτής της κοινωνίας έχει γίνει η εκπεφρασμένη απόδειξη της παρακμής της.

Θάλεια Θεμιστοκλέους


[1] Ανιέ Βερλέ «Spleen,μια εκκοσμικευμένη ματαιότητα» [μετ. Μαρίνα Νάσου] Διαβάζω, τ.448 , Αθήνα 2004 σ.79-82
[2] Starobinski ,La melancolie au miroir.Τrois lectures au Baudelaire, Julliard, Paris 1990, σ.16
[3] Έτσι ονομάζει τον Καββαδία ο Τάσος Κόρφης για να δείξει την επιρροή που δέχτηκε ο ποιητής από τον Baudelaire.βλ. αναλυτικότερα Τ.Κόρφης, Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Κέδρος, Αθήνα 1978. σ.13
[4] Ο Καρυωτάκης γενικότερα μεταπλάθει τα ποιήματα που μεταφράζει. Για τις ποιητικές μεταφράσεις του, δες αναλυτικά : Ζήσιμος Λορεντζάτος, Οι μεταφράσεις του Κ.Γ. Καρυωτάκη, εκδ.Το Ροδακιό, Αθήνα 1994 σ.70
[5] Ανιέ Βερλέ, «Spleen, Μια εκκοσμικευμένη αθωότητα», ο.π.σ.80.
6]  Απόσπασμα από τον «Μπωντλαιρ» του Ζ.Π. Σαρτρ στο: Charles Baudelaire, Τα άνθη του κακού [μετ. Δέσπω Καρούζου, έκδ. δίγλωσση] εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1990 σ. CXXXI
[7] Bλ αναλυτικά: Χ.Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2001.σ.152

 




Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Αυγούστου 2013