Εκτύπωση του άρθρου

Λάγιος, ο ονειροπόλος κυνικός

Ο πρόσφατος θάνατος του 47χρονου Hλία Λάγιου δεν προκαλεί μόνο τη λύπη για την απώλεια ενός πολύ αξιόλογου ποιητή, αλλά και γεννά - τουλάχιστον στον γράφοντα - το δυσάρεστο αίσθημα ότι ο θάνατος του Λάγιου θα δώσει το σήμα της εκκίνησης αφενός για τη μυθοποίηση του βίου του, αφετέρου για την παρερμηνεία του έργου του.
   Στη βάση της αδιευκρίνιστης αιτίας του θανάτου του Ηλία Λάγιου (ατύχημα, όπως καταγράφηκε στις εφημερίδες, ή αυτοκτονία;) και με την υπαινικτική ή ευθεία προβολή ορισμένων ακραίων επιλογών της ζωής του ως παραδειγματικών στάσεων ποιητικού βίου, θα στηριχθεί η μυθοποιητική εικόνα του «καταραμένου» ποιητή. Συνεπώς, και το ποιητικό έργο του θα κριθεί ως γνήσιο και σημαντικό, επειδή ήταν η σχεδόν φυσική απόρροια του καταραμένου βίου. Όπως κάθε κοινωνικός χώρος, έτσι και ο κριτικός και ποιητικός μικρόκοσμος έχει ανάγκη τα αναπαλλοτρίωτα είδωλά του, επειδή προσπορίζεται τα οφέλη της προβολής τους. Οι νεκροί και ιδίως όσοι, όπως ο Λάγιος, στη διάρκεια της ζωής τους δοκίμασαν τα όρια της σύγκρουσής τους με την πραγματικότητα, είναι οι εύκολοι στόχοι μιας τέτοιας διαδικασίας.
   H οφειλόμενη λοιπόν δικαίωση της μνήμης του Λάγιου (γεννήθηκε στην Άρτα το 1958) έγκειται κυρίως στην ψύχραιμη αποτίμηση του ποιητικού έργου του. Στα 16 ποιητικά βιβλία του, από το Πρόοδοι εν προόδω (1981) μέχρι το Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (2004) (ο ίδιος ονόμαζε τα βιβλία αυτά «πράξεις»), καθώς και στα 4 βιβλία «συμπράξεις», όπου τα κείμενά του συνεκδίδονται με εκείνα φίλων του, το ειδοποιό γνώρισμα του έργου του είναι οι πρωτεϊκές μεταμορφώσεις της ποιητικής γραφής, βασισμένες στη σπάνια ικανότητα του Λάγιου να αφομοιώνει και να εγκλιματίζει στον ποιητικό του λόγο το ύφος και τα θέματα παλαιότερων ποιητικών και άλλου είδους κειμένων.

Ανασύνθεση

Το βιβλίο Ασκήσεις (Ι-ΙΧ) (1984) του Αλέξη Φωκά (ψευδώνυμο του Λάγιου) παρουσιάζει την πιο ευρεία δυνατή γκάμα μορφολογικών επιλογών, από το ποιητικό αφήγημα, το πεζό ποίημα και το verset μέχρι τον ελεύθερο στίχο και τον δεκαπεντασύλλαβο, όπου οι μορφές συντονίζονται με την άσκηση σε λιγότερο ή περισσότερο δάνειο ύφος. Στα επόμενα βιβλία (Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν [1990], Συνεστίασις [1991] και Το βιβλίο της Μαριάννας [1993]) η παρωδία, το παστίς και η μίμηση ύφους ειδικεύονται στην αντιγραφή παραδοσιακών μετρικών σχημάτων. Στη συνέχεια, η στέρεη ποιητική παιδεία και η πλούσια μορφωτική παρακαταθήκη του επέτρεψαν στον Λάγιο, μέσω της λειτουργικής ανασύνθεσης εκφραστικών στοιχείων της παραδοσιακής αλλά και της νεωτερικής ποίησης, να επιτύχει το βασικό αποτέλεσμα της παρωδίας.
   H απήχηση της μορφής και η αφομοίωση θεματικών και υφολογικών δανείων από γνωστά ποιήματα του Σολωμού, του Πολυλά, του Μαβίλη, του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Βάρναλη, του Εγγονόπουλου, του Σινόπουλου, της Βακαλό, του Βαγενά και πολλών άλλων, ανατρέπουν τον ιδεαλισμό και το ηθικό-αξιακό φορτίο των παλαιών ποιημάτων και ανασημασιοδοτούν τα νεώτερα ποιήματα. Ανασυνθέτοντας γλωσσικές εκφάνσεις, θέματα και μορφές από το ασταθές μωσαϊκό της προηγούμενής του λογοτεχνίας, ο Λάγιος αναδεικνύει την ποιητική γραφή του στο ηδονικό αποτύπωμα της ανάγνωσης και την κάνει ειρωνική απότιση φόρου τιμής στην παλαιότερη λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, παλαιά και σύγχρονη.
   Μάλιστα ο Λάγιος θεωρητικοποιεί αυτή την αναγνωστική-δημιουργική σχέση μαζί της, καθώς σε επιγραφή ποιήματός του γράφει: «Ένας άνθρωπος αρνούμενος να απαλλοτριώση την υπόστασίν του, να υπάρξη ως άλλο τι πλην ως αναγνώστης. Το να γράφης είναι την σήμερον, η εσχάτη, η πλέον ηρωική, η μόνη δυνατή πράξις αναγνώσεως. Προς τούτο και έγραψα...» (Το βιβλίο της Μαριάννας).

Επίτευγμα

Μέσα από μια τέτοια τακτική, η ποίηση του Λάγιου λειτουργεί και ως μεταμοντέρνο επίτευγμα, ιδίως όταν ο ποιητής καταργεί τα όρια μεταξύ υψηλής και λαϊκής κουλτούρας, αφιερώνοντας κείμενά του σε μορφές όπως ο Μικρός Ήρως ή ο Κόναν ο Βάρβαρος. H ποίησή του είναι ταυτόχρονα σοβαρά παιγνιώδης, καθώς αντιδρά ειρωνικά στη σοβαροφάνεια σύγχρονων και συνομηλίκων του ποιητών, και παιγνιωδώς σοβαρή, όταν παρωδεί με εξαίρετο τρόπο στην Έρημη γη (1984 και 1996) το The Waste Land του Eliot.

ΑΞΕΔΙΑΛΥΤΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΣ KAI ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ

H αναγνωστική-ανασυνθετική σχέση του Λάγιου με την παλαιότερη ποίηση είναι το εξωτερικό ή και το εξόφθαλμο γνώρισμά της. Στο βάθος αυτής της σχέσης ό,τι ζωογονεί την ποίησή του είναι ο δραματικός βιωματικός και υπαρξιακός πυρήνας ο οποίος αναδείχθηκε ιδίως στα τελευταία βιβλία του. Κυρίως στα βιβλία του Πράξη υποταγής (2000) και Φεβρουάριος 2001 (2002), ο άνθρωπος και ο ποιητής Λάγιος ανάλωσε αλλά και στερέωσε την πυρετώδη ποιητική γραφή του στον βωμό της έκφρασης ενός βιωματικού υλικού, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται σχεδόν πάντα ο βαθιά ερωτευμένος, διαψευσμένος, απογοητευμένος ή συντετριμμένος, ασταθής ή και ανερμάτιστος εαυτός του.
   Στις καλύτερες στιγμές αυτών των βιβλίων ο Λάγιος έγραψε συγκλονιστικά ποιήματα όπου το θεματικό υλικό, δηλαδή ο σπαραγμένος ψυχισμός του και το δραματικό και λυρικό ποιητικό ρήμα του συντονίζονται αρμονικά. Γι' αυτό είναι τουλάχιστον μεροληπτική η τάση ορισμένων κριτικών να διαβάζουν την ποίηση του Λάγιου ως κοινωνική ή και, πιο συγκεκριμένα, αριστερή. Το υπαρξιακό και το κοινωνικό στοιχείο, που εκδηλώνεται κυρίως με τη ρομαντική διάθεση μιας αναρχίζουσας ανατρεπτικότητας, συνυπάρχουν αξεδιάλυτα στην ποίησή του. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο ό,τι συνδέει βαθύτερα τον Λάγιο με τον γενάρχη των Ελλήνων «καταραμένων» ποιητών, τον K. Γ. Καρυωτάκη, είναι ότι ο πικρά αυτοσαρκαζόμενος Λάγιος στις καλύτερες στιγμές του κατόρθωσε να γεφυρώσει το ρήγμα ανάμεσα στα καρυωτακικά Ελεγεία και τις Σάτιρες, το ρήγμα ανάμεσα στην αφηρημένη έκφραση του ονειροπόλου ρομαντικού και τον εμπράγματο σαρκασμό του απελπισμένου ή και κυνικού ρεαλιστή. Στην Πράξη υποταγής ο Λάγιος ομολόγησε: «Γράφω την ιστορία του θανάτου μου». Συνάμα ο ίδιος φαίνεται να είχε προγνώσει το τέλος, αλλά και την αντοχή της ποίησής του στο ποίημα «Βροχηδόν» της ίδιας συλλογής: «Ο θάνατος ο πιο ακριβός μου φίλος / θα 'ρθη να μεταλάβη την φωνή μου».

Ευριπίδης Γαραντούδης
ΤΑ ΝΕΑ, 19/11/2005


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Φεβρουαρίου 2006