Εκτύπωση του άρθρου

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΟΙΝΑ

 

Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Κάπου περνούσε μια φωνή
Φιλολογική επιμέλεια-Επιλεγόμενα Νίκου Σαραντάκου
Εκδόσεις Ερατώ

Οι εποχές κρίσης, όπως είναι αυτή που διανύουμε, εκτός από τα αυτονόητα δυσάρεστα, παρέχουν ταυτοχρόνως και την σπάνια ευκαιρία για εκκαθαρίσεις και επαναπροσδιορισμούς. Έτσι, η οικονομική κρίση που επηρεάζει μοιραία και την βιβλιαγορά, αναδεικνύει, θέλοντας και μη, την πολιτισμική εκείνη κρίση που όλοι βλέπαμε εκτεθειμένη στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και στις λίστες των ευπωλήτων, τα οποία φιλοξενούνταν στις σελίδες εντύπων ευρείας κυκλοφορίας. Είναι ώρα, λοιπόν, να διακριθούν τα πρόβατα από τα ερίφια, συμπαρασύροντας το πενιχρό βαλάντιο του βιβλιόφιλου και φιλαναγνώστη προς αγορές που, για να μιλήσουμε με τους όρους που έχουν επιβληθεί εσχάτως στην ελληνική γλώσσα, επιβεβαιώνουν το valueformoney

            Αυτό ακριβώς φαίνεται να ισχύει για τη νουβέλα Κάπου περνούσε μια φωνή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, σε φιλολογική επιμέλεια και εκτενή επιλεγόμενα του Νίκου Σαραντάκου, που εξέδωσαν οι εκδόσεις Ερατώ κατά το τρέχον έτος. Κατ’αρχάς το όνομα του ίδιου του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στο τιμόνι του σκάφους που μας μεταφέρει στις συνοικίες «της παλιάς, ρομαντικής Αθήνας»[1] του 1915, όπου τοποθετείται ο χρόνος της αφήγησης, αποτελεί εγγύηση για ασφαλή επιλογή: ο αισθαντικός ποιητής του μεσοπολέμου, που, αν και θεωρούμενος ένας από τους ήσσονες, αγαπήθηκε ιδιαιτέρως από το κοινό, διαβάστηκε, μελετήθηκε και μελετάται από ειδικούς, που μελοποιήθηκε, που έγινε λογοτεχνικός, αλλά και κινηματογραφικός ήρωας, αποκαλύπτει, όσο τον ανακαλύπτει κανείς, ένα πολυσχιδές ταλέντο. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, ο ποιητής Λαπαθιώτης υπέκυψε στη γοητεία του πεζού λόγου: τα πολυάριθμα διηγήματά του, τα πεζά του ποιήματα, καθώς και το εκδοθέν μυθιστόρημά του Το τάμα της Ανθούλας επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές· ακόμη περισσότερο αυτό συμβαίνει με το αυτοβιογραφικό του κείμενο που, λίγο πριν από το τραγικό τέλος του Λαπαθιώτη, μετατρέπει την ζωή του σε αξιόλογη τέχνη.[2] Οι πολυάριθμοι στοχασμοί, οι βιβλιοκρισίες, τα κριτικά άρθρα κι οι μελέτες του συγγραφέα προστίθενται στον πλούσιο κατάλογο των πεζολογικών κειμένων του Λαπαθιώτη.

            Είναι, λοιπόν, δώρο για το κοινό κάθε νέα έκδοση που φέρνει στο φως μια ακόμη πτυχή ενός συγγραφέα ο οποίος, βάσει των επιταγών του αισθητισμού, επιδίωξε, απέχοντας συστηματικά από κάθε βιοποριστική μέριμνα, να θεραπεύσει με κάθε τρόπο την Τέχνη. Γι’αυτό, εξάλλου, στο λογοτεχνικό έργο του Λαπαθιώτη είναι εμφανής η απρόσκοπτη μείξη κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης, παραπέμποντας στις αρχές του ρομαντισμού: η μουσική διαπλέκεται με την εικόνα και μαζί συναντούν τον λόγο, που με τη σειρά του συναιρεί την ποίηση με την πρόζα. Όπως συμβαίνει, δηλαδή, και στη νουβέλα Κάπου περνούσε μια φωνή, της οποίας ο τίτλος είναι δηλωτικός  της μουσικότητας που διαπνέει ολόκληρο το κείμενο. Το «βαθύτατα παθητικό τραγούδι» που εγκαινιάζει το κείμενο, συνενώνει τις φωνές ενός γοητευτικού «κόρου», που απαρτίζεται από λαϊκούς άνδρες: προεξάρχων είναι ο Σωτήρης ο τσαγκάρης, με μια φωνή «γλυκιά και δροσερή, σα να’ταν ασημένια», στο «σεγκόντο» ακούγεται ο Σπύρος ο υδραυλικός, πιο πίσω ο Αλέκος ο αραμπατζής κι ο Βαγγέλης το γερό ναυτάκι. Η τραγική πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Ρηνιώ η καπελού, σεμνό κι εργατικό κορίτσι, συστήνεται στον αναγνώστη επίσης δια της φωνής της, που έχει έναν τόνο «γλυκομίλητο, μειλίχιο, παιδιακίσιον», με κάτι το δειλό, το διακριτικά συνεσταλμένο, απαλύνοντας με την χαμηλόφωνη ευγένειά της τη στιβαρότητα της ανδρικής χορωδίας· αλλά και η υπόκρουση στους δρόμους που διαμορφώνουν το σκηνικό της ιστορίας μοιάζει μουσικότατη: οι πατημασιές των περαστικών ακούγονται «σα ρυθμικό τραγούδι μακρινό». Η μουσική αυτή σύνθεση επενδύει ηχητικά μια σειρά από αστικές εικόνες που στεφανώνει υποβλητικά το σεληνόφως, χαρακτηριστικό μοτίβο της λαπαθιωτικής ποίησης: το «πελώριο φεγγάρι κι υπερφυσικό» μοιάζει με «μήνυμα θανάσιμο», όταν «πράσινο, μεγάλο, πελιδνό» προεξαγγέλλει την τραγωδία που εξαρχής γνωρίζει ο αναγνώστης. Τα γεγονότα ξετυλίγονται αναδρομικά, ανηφορίζοντας τον «μοιραίο Γολγοθά» που προσδιορίζεται από σαφείς οδοδείκτες: η οδός Ερατοσθένους με το τραμ του Παγκρατίου, το καφενεδάκι-καπηλειό του κυρ-Χρήστου, η οδός Αγίου Μάρκου με το γυναικολόι το «συναγμένο γύρω στις αυλόπορτες και θρονιασμένο, μέχρι τα μεσάνυχτα, στα πεζοδρόμια μπροστά σε κάθε σπίτι»,  το Βατραχονήσι με τα σοκάκια του, αλλά και τα πολύβουα Ζάππειο, Σύνταγμα κι η οδός Ερμού, είναι λίγοι μόνον σταθμοί μιας διαδρομής που ξεκινά από την άχαρη ζωή της Ρηνούλας μέσα στην κατήφεια του δωρικού σπιτιού της, φθάνει ως τον ανανταπόδοτο έρωτα για τον Σωτήρη και καταλήγει στο «αργό κι απροσδιόριστο σβήσιμό» της από τη «μυστική» αρρώστια στο τέλος της τραγωδίας.

            Η δημοσίευση του έργου μάλλον όψιμα, το 1940, υποδηλώνει ενδεχομένως την νέα επεξεργασία του από τον, ούτως ή άλλως, τελειομανή της μορφής και λεπτουργό Λαπαθιώτη και δικαιολογεί, άλλωστε, την ευδιάκριτη ωριμότητα της γραφής του. Καίρια, υποβλητική, μουσική (με μετρικούς θύλακες που παραπέμπουν στους ρυθμούς της έμμετρης ποίησης του Λαπαθιώτη), γλαφυρή η γραφή του έργου επιτυγχάνει κορυφώσεις που αποκαλύπτουν μεγάλο συγγραφικό ταλέντο και τη διεισδυτική παρατηρητικότητα του αληθινού καλλιτέχνη: οι μικροκαβγάδες ή το ζεϊμπέκικο του λαϊκού καφενείου, το πανδαιμόνιο στους αθηναϊκούς δρόμους ανήμερα του Ευαγγελισμού, οι φωτιές του Κλείδωνα και, κυρίως, η σκηνή στο Νεκροταφείο με τον κουτσό φύλακα-Χάρο να προφητεύει το αμετάκλητο είναι σκηνές που δύσκολα μπορεί να ξεχάσει ο αναγνώστης της νουβέλας. Από την άλλη, ο λανθάνων ερωτισμός, κυρίως ο ομοφυλικός, που διαποτίζει τις σελίδες του έργου, διαφοροποιεί με την υπαινικτικότητα και ατμοσφαιρικότητά του το έργο από ένα γλυκανάλατο ρομάντζο, σαν κι εκείνα που κοσμούσαν τις σελίδες λαϊκών εντύπων της εποχής. Η διαχρονικότητα του έργου, που δικαιολογεί και την πρόσφατη έκδοσή του, οφείλεται σε όλες τις παραπάνω αρετές, καθώς και στη «μοντέρνα» γραφή του, που διαπλέκει τα είδη και συναιρεί το λόγο της λογοτεχνίας με τον μη λογοτεχνικό λόγο των αστικών δρόμων: η ποίηση συναντά τον πεζό λόγο, η αφήγηση τον ζωντανό διάλογο των λαϊκών ανθρώπων, ο μυθιστορηματικός λόγος τον επιστολικό.

            Η σοβαρότητα και ποιότητα του εκδοτικού αυτού εγχειρήματος πιστοποιείται τόσο από την κομψή εμφάνιση του τόμου, όσο και από την προσεγμένη δουλειά του επιμελητή του, Νίκου Σαραντάκου. Ο σεβασμός στο πρωτότυπο κείμενο, τα εύστοχα σχόλια, αλλά κυρίως το πολύτιμο για κάθε αναγνώστη του Λαπαθιώτη πολυσέλιδο χρονολόγιο, προϊόν μακρόχρονης κι επισταμένης έρευνας του επιμελητή, αποδεικνύουν πως το έργο του Λαπαθιώτη έπεσε, αυτή τη φορά, σε κατάλληλα χέρια.

Κατερίνα Δ. Σχοινά    



[1] Οι χαρακτήρες σε εισαγωγικά προέρχονται από το ίδιο το κείμενο του Λαπαθιώτη. Στην πρώτη του δημοσίευση το έργο έφερε τον επίτιτλο «Εικόνες μιας Αθήνας περασμένης».

[2] Πρόκειται για το αυτοβιογραφικό κείμενο του Λαπαθιώτη, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Μπουκέτο το 1940. Σε φιλολογική επιμέλεια Γ.Παπακώστα, το πλήρες κείμενο εκδόθηκε το 1986 (Στιγμή) και 2009 (Κέδρος), με τον τίτλο Η ζωή μου. Απόπειρα συνοπτικής βιογραφίας.  


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Οκτωβρίου 2011