Εκτύπωση του άρθρου

 

Αν η ποίηση είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα μορφή –η μορφή που παίρνει ο λόγος για να μιλήσει για τα ίδια πάντα θέματα– τότε η μελέτη της εξελικτικής της πορείας θα πρέπει να εστιάσει σε αυτό προκειμένου να αναδείξει τις διάφορες μεταβάσεις και τη σημασία τους. Δύο φαίνεται πως υπήρξαν οι οριακές στιγμές κατά τις οποίες η ποίηση επιχείρησε να απαλλαγεί από ένα συγκεκριμένο σχήμα για να δοκιμαστεί σε κάτι νέο, σε ένα καινούργιο καλούπι που προέκυψε βέβαια από το παλιό, διαφοροποιήθηκε όμως από αυτό και, μάλιστα, σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αποτελεί την ανατροπή και το αντίθετό του. Πρόκειται, βασικά, για τη μετάβαση από τον παραδοσιακό στον ελεύθερο στίχο, που σφράγισε την ποίηση του 20ου αιώνα, και, αργότερα, τη μετάβαση από τον ελεύθερο στίχο στο πεζό ποίημα, που αποτέλεσε μιαν αναπάντεχη στροφή η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, θόλωσε σημαντικά το όριο ανάμεσα στα δύο παραδοσιακά διαχωρισμένα μεταξύ τους είδη: την ποίηση και την πεζογραφία.

Η συζήτηση σχετικά με τους λόγους στους οποίους οφείλεται αυτή η πρόσφατη μετατόπιση είναι μεγάλη και μπορεί να επεκταθεί και σε περιοχές πέραν της τέχνης. Εάν, ωστόσο, θελήσει να παραμένει κανείς εντός των ορίων της τελευταίας –που είναι και το πιο σωστό– θα μπορούσε, σε πρώτη φάση, να επισημάνει το εύλογο και το λογικοφανές: έχοντας εξαντλήσει τα δημιουργικά όρια του ελεύθερου στίχου και αναζητώντας νέα «δοχεία» για τη διοχέτευση της ποιητικής ιδέας, ο ποιητής έσπασε για μια ακόμα φορά την παράδοση και μπήκε σε ένα άλλο λογοτεχνικό σώμα. Δανείστηκε και φόρεσε ένα άλλο ένδυμα που, κατά βάση, αποτελούσε το αντίπαλον δέος της τέχνης του, την πεζογραφία. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για το αποτέλεσμα της βούλησης του δημιουργού να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί σε έναν αντιποιητικό ή εξωποιητικό λογοτεχνικό τρόπο και να ανανεώσει έτσι την τέχνη του και τα εκφραστικά της μέσα.

Θα μπορούσε, λοιπόν, να μείνει κανείς εκεί και να ερμηνεύσει την κίνηση αυτή υπό το πρίσμα της κατάρρευσης των ειδολογικών ορίων και της ευκολότερης μετατόπισης καθενός από τα επιμέρους είδη στο έδαφος των άλλων –και μάλιστα με ιδιαίτερη προθυμία και ευκολία. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι αυτό συνέβη σε τόσο μεγάλο βαθμό μονάχα με την ποίηση, οφείλουμε να αποπειραθούμε και μια ακόμα εξήγηση. Μια ερμηνεία που θα βλέπει στην τέχνη αυτή τη δύναμη να εισέρχεται σε κάθε γωνιά του λογοτεχνικού τοπίου και να τη μεταμορφώνει. Ή, καλύτερα, να εμψυχώνει ακόμα και ό, τι μοιάζει ανοίκειο και ξένο με αυτή. Μια επικύρωση της κατακτητικής ή έστω της πολιορκητικής της ικανότητας, της δυνατότητάς της να ενώνεται με όλα τα «σώματα» και να τους μεταγγίζει την πνοή της.

Σημαίνει άραγε αυτό ότι θα δούμε αργότερα τον ειδολογικό υπότιτλο «ποιήματα», σε συνθέσεις θεατρικού-διαλογικού χαρακτήρα; Σε κείμενα φιλοσοφικού προβληματισμού και προσανατολισμού; Σε δημιουργίες με επιστολικό χαρακτήρα και χαρακτηριστικά; Σε παραμυθιακού τύπου αφηγήσεις; Σε κείμενα με επικαιρικό περιεχόμενο; Σε ημερολογιακές σημειώσεις; Σε κάθε είδους λογοτεχνική δημιουργία που έχει στόχο τη μετάδοση μιας καθαρά αισθητικής και αισθητηριακής εμπειρίας; Μια πρόχειρη περιήγηση στο νεότερο και σύγχρονο συγγραφικό γίγνεσθαι αποδεικνύει, προς μεγάλη μας έκπληξη, ότι πολλά από αυτά έχουν ήδη συμβεί ή αρχίζουν να συμβαίνουν. Απόδειξη ότι η ποίηση μπορεί να εισέρχεται και να ζωογονεί κάθε έκφραση και έκφανση του λόγου και, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάθε έκφραση και έκφανση της ζωής, της πραγματικότητας, της ανθρώπινης αλήθειας. Γιατί η ποίηση είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα πνεύμα, διάθεση, ατμόσφαιρα, ψυχή.

Ευσταθία Δήμου

 

 

Η ιταλική ποίηση, μία από τις πλουσιότερες και πιο επιδραστικές λογοτεχνίες του ευρωπαϊκού χώρου, εδράζεται πάνω σε μια μακρά γλωσσική παράδοση. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ποιητών της διαχρονικά είναι πως ποτέ δεν απομακρύνονται ριζικά από την παράδοσή τους: κάποτε αποκλίνουν λιγότερο ή περισσότερο από κάποια στοιχεία της, άλλοτε πειραματίζονται και δέχονται επιδράσεις από ξένες λογοτεχνίες κι άλλοτε επιμένουν σε μορφές και θέματα που απηχούν άμεσα τη γνώση του ιταλικού λυρικού, φιλοδοξώντας να αποτελέσουν συνέχεια αυτού.

Δεν θα προσπαθήσω εδώ  να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο τα θεμελιώδη κείμενα της ιταλικής παράδοσης «καθρεπτίζονται» στο έργο των σύγχρονων Ιταλών ποιητών, αφού αυτό θα απαιτούσε να γραφτεί μια ολόκληρη μελέτη. Θα προσπαθήσω όμως εν συνόψει να ταξινομήσω, όσο είναι δυνατόν, κάποιες από τις βασικότερες τάσεις της σύγχρονης ιταλικής ποίησης.

Θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τη σύγχρονη ιταλική ποίηση σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

  1. Ποιήματα που, έστω και με πολλές διαφορές μεταξύ τους, συνομιλούν και ανανεώνουν την ιταλική ποιητική παράδοση του 20ού αιώνα, με επιδράσεις από τους Ungaretti, Montale, Sereni και Luzi μέχρι τους νεότερους Milo De Angelis, Cesare Viviani, Umberto Fiori και Valerio Magrelli.  
  2. Ποιήματα που χαρακτηρίζονται έντονα από μια γραφή η οποία αξιοποιεί στοιχεία πεζολογίας και αφηγηματικότητας, εγείροντας έναν προβληματισμό για τη ρευστότητα των ειδολογικών διακρίσεων στη σύγχρονη λογοτεχνία.
  3. Ποιήματα που χαρακτηρίζονται από προφορικότητα και από έναν στόχο «αναπαραστατικό», αφού συχνά γράφονται για να «παρασταθούν» ενώπιον ενός κοινού, εμπλέκοντας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό το στοιχείο της διακαλλιτεχνικότητας (θέατρο, μουσική κ.ά.).

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια άλλη κατηγορία: εκείνη των ποιημάτων που χρησιμοποιούν οπτικά, γραφικά, φωτογραφικά στοιχεία, συνδυάζοντάς τα με το κείμενο.

Το βέβαιο είναι πως οι νεότερες γενιές ποιητριών και ποιητών δεν ομοφωνούν επί ζητημάτων που άπτονται της ποιητικής γλώσσας, της τεχνικής, των προβληματισμών που θέτει η ποίηση. Έτσι, για παράδειγμα, οι ποιητές της επιτέλεσης κρίνουν συχνά τους ποιητές που συνομιλούν με την παράδοση του ερμητισμού ή και με παλιότερα κείμενα της ιταλικής ποίησης «απαρχαιωμένους». Οι ποιητές που συνομιλούν με την παράδοση, από την πλευρά τους, πολλές φορές επικρίνουν κείμενα των άλλων τάσεων για ευκολία ή εν γένει για εύκολο εντυπωσιασμό και επιφανειακό χειρισμό των εργαλείων της ποιητικής γλώσσας, που θέτει το ίδιο το κείμενο σε δεύτερη μοίρα.    

Φυσικά, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε πως οι παραπάνω διακρίσεις είναι πάντα εφικτές, αφού υπάρχουν πολλοί ποιητές που αξιοποιούν και συνθέτουν στη γραφή τους χαρακτηριστικά διαφορετικών τάσεων. Ο κριτικός λογοτεχνίας Paolo Giovannetti εξηγεί το φαινόμενο αυτής της πολυποίκιλης και ρευστής κατάστασης υποστηρίζοντας πως από την «επανάσταση» του ελεύθερου στίχου και εξής η τέχνη είναι λογικό να τείνει προς τον πολλαπλασιασμό των τρόπων και των τεχνικών.

Στη γενιά εκείνων που γεννήθηκαν μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του ’60 και της δεκαετίας του ’80 και αξιοποιούν με ενδιαφέροντα τρόπο την ιταλική παράδοση θα άξιζε να επισημάνουμε ενδεικτικά τους: Guido Mazzoni, Massimo Gezzi, Giovanna Marmo, Maria Grazia Calandrone, Tommaso Di Dio, Andrea De Alberti, Giovanna Frene, Carmen Gallo, Vito Bonito, Franca Mancinelli. Μια καλή εικόνα δίνει σχετικά η ανθολογία σε επιμέλεια Giancarlo Alfano και Andrea Cortellessa Parola Plurale (Luca Sossella Editore, 2005).

Ο ποιητής και περφόρμερ Lello Voce, από την πλευρά του, μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους εισηγητές της slam poetry στην Ιταλία, με τη διοργάνωση αντίστοιχου φεστιβάλ για πρώτη φορά το 2002.  Πολλές αντιπαραθέσεις έχουν προκύψει γύρω από τη slam poetry στην Ιταλία: οι πολέμιοί της υποστηρίζουν ότι ευνοούνται συχνά μέθοδοι που τείνουν περισσότερο προς τους εντυπωσιασμούς των μαζικών θεαμάτων, χωρίς να αξιοποιούνται επαρκώς οι τεχνικές και οι μέθοδοι που ορίζουν διαχρονικά την ποίηση. Οι υποστηρικτές της, από την άλλη, θεωρούν παραπλανητικό να επικεντρώνεται η προσοχή του κοινού στο διαγωνιστικό κομμάτι και υποστηρίζουν πως η σημασία της slam poetry έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη δυνατότητά που δίνεται να δημιουργηθούν ζωντανές κοινότητες δημιουργών και κοινού, ενώ συγχρόνως, ως καλλιτεχνικό φαινόμενο, όλη η τάση βρίσκεται σε συνεχή διαμόρφωση και εξέλιξη.

Άλλοι συγγραφείς και κριτικοί, όπως ο φιλόλογος Roberto Batisti, αμφισβητεί τη διάκριση μεταξύ αυτής της νέας προφορικής ποίησης και των πιο παραδοσιακών μορφών ποιητικού λόγου, θεωρώντας επικίνδυνο να τίθενται διχοτομίες που αρνούνται τη συνύπαρξη γραπτού και προφορικού λόγου, η οποία υπάρχει από τότε που δημιουργήθηκε το αλφάβητο. Εξάλλου, επισημαίνει, ακόμη και η σιωπηρή ανάγνωση εμπλέκει τη φροντίδα του ποιητή για τη μουσικότητα και τον ρυθμό του στίχου. Και αντιστρόφως, όπως δηλώνει ο ποιητής Bernardo Pacini, ένα κείμενο προφορικής ποίησης πρέπει να υποβάλλεται στη «δοκιμή της σιωπηλής ανάγνωσης της», όπως κάθε ποίημα.

Σε κάθε περίπτωση, η ιταλική ποίηση, παρά τις επιμέρους πειραματικές τάσεις, φαίνεται να ξεχωρίζει (όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας αλλά και διεθνώς) μέσα από τις πιο φωτισμένες σύγχρονες μορφές της, που ακολουθούν και αναπτύσσουν δημιουργικά την παράδοση του 20ού αι. και τελικά ισορροπούν μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας, όπως είναι η Antonella Anedda, η Federica Saini Fasanotti, η Vivian Lamarque, αλλά και οι νεότερες Alessia Giovanna Matrisciano, Maria Consiglia Alvino, Viola Vocich.

Βιβλιογραφία

Paolo Giovannetti, La poesia italiana degli anni Duemila - Un percorso di lettura, Roma, Carocci, 2017

Giancarlo Alfano, Andrea Cortellessa (επιμ.), Parola Plurale, Luca Sossella Editore, 2005          

Luca Vaglio, “La mappa della poesia italiana: lirici, performer e sperimentatori”, Gli Stati Generali, 8/2017

Αννα Γρίβα

 

 

 … και κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι  τη νιώθει, αν δεν νιώσει την αλληλεγγύη αυτή.»*  Γ. Σεφέρης

 

Από τις αρχές του 1920, η ελληνική ποίηση εμφανίζει μια εκφραστική στροφή από την παραδοσιακή ποίηση στη νεωτερικότητα του μοντερνισμού. Η ελευθερία της γραφής και του στίχου, η διάλυση της μορφής, η ακύρωση της  ομοιοκαταληξίας , η πολυσημία, οι πειραματισμοί είναι πρωτεύοντα χαρακτηριστικά της. Ωστόσο η φόρμα της καθιερώνεται από την ονομαζόμενη «Γενιά του Τριάντα». Το 1931, ο Σεφέρης δημοσιεύει την πρώτη του συλλογή με τον τίτλο «Στροφή». Αλλαγή!

Γραμματολογικά, η νεοελληνική ποίηση του 20ου αιώνα διακρίνεται σε δεκαετίες. Αρχίζει με την ανανεωτική γενιά του ’20, συνεχίζει με την πρωτοπόρα του ’30, την πολιτικοποιημένη του ’40, την υπαρξιακή του ’50, τη μελοποιημένη του ’60. Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’70 αλλά και του ’80, οι ποιητές δεν δημιουργούν πλέον ομάδες με κοινά γνωρίσματα. Αναζητούν ιδιωτικά νέους εκφραστικούς τρόπους που προβάλλουν την προσωπική τους διαδρομή και ποιότητα.

Μετά τη γενιά του ’80, «γενιά του ιδιωτικού οράματος» όπως χαρακτηρίστηκε, δεν εμφανίζονται νέα ρεύματα και ιδεολογίες. Σύγχρονες ποιητικές συλλογές κυκλοφορούν συχνά από τον εκδοτικό χώρο, όπως κι από το Διαδίκτυο που προσφέρεται και στον ποιητικό κόσμο. Ατομικοί ποιητικοί πειραματισμοί διαφοροποιούν συχνά τη μορφή της ποίησης, αλλά δεν δημιουργούν κατηγορίες. Απομονωμένη από τον κοινό χώρο, η ποίηση περιορίζεται στην υποκειμενική πραγματικότητα του ποιητή.

Ωστόσο και στις μέρες μας, οι εκδότες συνεχίζουν να παρουσιάζουν έντυπες ποιητικές συλλογές σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και ποιητριών. Όμως,  νέα ποιητικά στοιχεία δεν φαίνεται να επισημαίνουν τη σύγχρονη γραφή τους. Διατηρούν την υποκειμενική πραγματικότητα του κλειστού χώρου, τον υπερρεαλισμό, τον γλωσσοκεντρισμό, την underground και beat έκφραση, αλλά δεν εκφέρουν ανανεωτικό λόγο. Ενώ η ίδια η ποίηση διαφεύγει ήδη από την ιστορία της γραφής προς νέες κατευθύνσεις.

Σημείο τομής, η μετατροπή της ποιητικής λέξης  σε οπτική εικόνα οθόνης του διαδικτυακού χώρου. Ο Παγκόσμιος Ιστός προσφέρεται πλέον ανοικτός και στην ποίηση. Προβάλλει ήδη ανά τον κόσμο έργα ποιητών και ποιητικές συλλογές, ανέξοδα. Φέρνει τους ποιητές σε επικοινωνία με άλλους ποιητές από διαφορετικές χώρες και κουλτούρα, όπως και με το μεγάλο διαδικτυακό κοινό. Διεισδύει ποιητικά και στο νεαρό κόσμο των κοινωνικών δικτύων και… Δεν σταματάει.

Σε αντίθεση με τη δομή  της έντυπης ποίησης, η ηλεκτρονική ποιητική γραφή είναι ψηφιακή. Ως ποιητική έμπνευση εκφράζεται, κυκλοφορεί και αναπαράγεται σε ψηφιακό περιβάλλον με εικόνα και ήχο. Για να λειτουργήσει, προϋποθέτει τις αντίστοιχες γνώσεις ποιητή και αναγνώστη. Χαρακτηριστικά της είναι η αποδυνάμωση τη λέξης, ενώ αποτελεί πλέον είδος οπτικού και ηχητικού στοιχείου. Παράλληλα, η απλοποίηση και συντομία του λόγου, ενόσω απευθύνεται στο ευρύ κοινό.

Συγχρόνως, ο υπολογιστής γίνεται και διαδραστικό μέσο. Προσφέρει τη δυνατότητα στους αναγνώστες ενός ποιήματος να επεμβαίνουν, αλλάζοντας το κείμενο του ή συνεχίζοντας το με δικό τους λόγο. Έτσι, το αρχικό ποίημα εξελίσσεται σε «συγγραφή» τυχαία μεν, αλλά αποδεκτή ως είδος. Έτσι καταργείται η άλλοτε  σημασία του επώνυμου δημιουργού ποιητή, υπερ του «δημοκρατικού κειμένου». Η απομάκρυνση από την παραδοσιακή ποίηση εκφράζει τη μεταμοντέρνα ψηφιακή  θέση.

Μιλάμε ακόμα σήμερα για ποιητική γραφή, αλλά ποια. Η ψηφιακή εποχή μας τείνει να την επαναπροσδιορίσει στον δικό της ηλεκτρονικό χώρο σε συνδυασμό με εικόνες, ήχους και κίνηση... Γεγονός  είναι ότι χρειαζόταν ένας νέος ποιητικός λόγος στον σύγχρονο κόσμο μας.  Άραγε είναι αυτός;  Οι προβλέψεις αναφέρονται σε ποιητικούς μελλοντικούς προγραμματισμούς συνεργασίας, σε νέα διεπιστημονικά μέσα, στη συνέχεια μιας ελεύθερης διαδρομής στον ηλεκτρονικό χώρο της εικόνας…

« … Αλλά η αλήθεια είναι ότι η τέχνη υπάρχει και ζει με άπειρα  γυρίσματα, μετατοπίσματα και ξαναρχίσματα. Και τούτο φυσικά δεν σημαίνει ότι η τέχνη προοδεύει ή υποχωρεί…. σημαίνει όμως ότι η τέχνη διατηρείται ζωντανή και ότι, όπου δεν ακούεται αυτός ο παλμός, η τέχνη πάει να ξεψυχήσει…»**  Γ. Σεφέρης

Η ποίηση ήταν και συνεχίζει να είναι μια ιδιαίτερη μορφή έκφρασης. Το  κάλεσμα της παραμένει πάντα ενεργό προς όλους, λόγω της ελευθερίας που την χαρακτηρίζει. Το ζήτημα είναι δικό μας. Να μη χάνουμε  τα ίχνη της στις νέες κατευθύνσεις της.

                           ……………………………………….

Σημείωση * Διάλογος πάνω στην ποίηση σ.91 - ** Μονόλογος πάνω στην ποίηση σ.133: Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, ΔΟΚΙΜΕΣ, Γ’ Έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ 1974.

Μάρω Παπαδημητρίου

 

 

 

Ναι, νέες τάσεις στην Ποίηση. Δηλαδή; Δηλαδή, μόδα είναι και θα περάσει, μόλις μια νεότερη «νέα τάση» θα βγει με ύφος να διεκδικήσει την αλλαγή στα πράγματα, την επανατοποθέτηση σε νέα βάση, τη νέα ώθηση στην Ποίηση. Άμμες δε γ’ εσόμεμεθα πολλώ κάρρονες, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο  αυτό που παραλάβαμε θα το παραδώσουμε καλύτερο. Με σύχρονους όρους όμως σημαίνει είμαστε νέοι και ωραίοι, πιο ωραίοι από σας και κομίζουμε.... «γλαύκα» στην Αθήνα...   Δηλαδή, κουκουβάγιες ή χρήμα; Κουκουβάγιες, ναι, χρήμα όχι, απλώς κάνουμε τη φιγούρα μας. Όμως οι παλιοί ήξεραν γράμματα. Δεν φώναξαν τον παππού τους να του δείξοιυν τα αμπέλια του, αλλά πήγαν στον παππού τους και τον ρώτησαν ποια είναι τα αμπέλια του. Και οι παππούδες -Ομηρος, Τραγικοί, Λυρικοί, και όλη η μακρά σειρά από τη μια γενιά στην άλλη- έφτασαν στους σημερινούς απογόνους τους,  τους οπαδούς των «νέων τάσεων». Όσο απομακρύνεται το ποτάμι από την πηγή διακλαδίζεται σε πολλά μικρά ποταμάκια, ξεφτίδια δηλαδή.

Αυτοί που φιλοδοξούσαν να γίνουν κάρρονες, καλύτεροι, ΄είχαν μελετήσει παππούδες, μαστόρους, αμπέλια, αμπελουργούς, κρασιά και βαρέλια και σκέφτηκαν: αλλάζουμε αυτό ή εκείνο, το οποίο στη γενιά του παππού δεν υπήρχε; Να δώσουμε νέα όψη στην  παραγωγή; Ναι, έτσι πρέπει να σκέφτηκαν και έτσι να προέκυψε το δικό τους νέο έργο, με τη νέα τάση στον παλιό αμπελώνα του παππού∙ ήτοι όλα βαφτισμένα στην παράδοση. Παραλαμβάνω από τους παλαιότερους και παραδίδω στους νεότερους.

Καμιά επανάσταση δεν υφίσταται αν δεν υπάρχει η παράδοση που πάνω της θα πατήσει για να πάει πιο πέρα.  Δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω...  είπε και αρχαίος Αρχιμήδης του οποίου χρησιμοποιούμε το ρητό αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε οι «νεοτασικοί» τη σημασία του. Σ’ αυτό που υπάρχει πατάω για να το πάω πιο πέρα, να φέρω το δικό μου χελιδόνι να κελαηδήσει την Άνοιξη.

Η άνοιξη κι αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι, μας λέει ο Ελύτης αλλά και αυτό το απομνημονεύσαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τι εννοεί.

Για να πάμε λίγο παρακάτω, ο Γιώργος Σεφέρης υποστηρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να βάλει όρια στην Τέχνη  και να την διατάξει να μην τα ξεπεράσει. Η Ποίηση  –Τέχνη του λόγου και αυτή- δεν μπορεί να διαταχθεί να κάνει ετούτο κι εκείνο. Κι όμως η καλή ποίηση μετατοπίζεται, κρατάει ό,τι είναι χρήσιμο και λειτουργεί, και πάει πάρα πέρα. Βέβαια κάθε τι νέο φέρνει αντίδραση μέχρι να ξεπεραστεί και αυτό από το επόμενο νέο. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις τέχνες.

Αν οι παλαιότεροι ποιητές ήταν δεσμευμένοι με το καλούπι –ρίμα τετράστιχα, τρίστιχα, ποικιλία στις ομοιοκαταληξίες και άλλα- οι νεότεροι, παραβλέποντας τα πάντα, κάνουν ό,τι θέλουν. Έτσι όμως φθάσαμε στο σημείο να  λέμε μια κοινοτοπία σε πεζό λόγο, να μεταφέρουμε το δελτίο ειδήσεων σε στίχους ή να συμμετέχουμε σε κάποια κοινή θλίψη, χωρίς να έχουμε νιώσει τίποτα στην ψυχή, απλώς παίρνουμε την αφορμή και γράφουμε ένα σύνθεμα και αυτό το λέμε  ποίημα. Μα αυτό δεν είναι καν το πρώτο σκαλί

 Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο/ πρέπει με το δικαίωμα σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.

Στον τομέα της Μουσικής π.χ. ήταν πολύ ρηξικέλευθο το βήμα προς την ατόναλ και προξένησε μεγάλη αντίδραση , όπως ο μοντέρνος στίχος στην Ποίηση. Όμως και η ατόναλ μουσική, όπως και η μοντέρνα ποίηση έδωσαν αριστουργήματα. Δεν είναι της ώρας να θυμίσω πόσοι μεγάλοι μουσουργοί έχουν στο έργο τους ενσωματωμένους λαϊκούς παραδοσιακούς στίχους και πόσοι μοντέρνοι ροκάδες κρύβουν μέσα τους έναν Χέντελ  ή Μπετόβεν  ή Μότσαρτ που δεν το βάζει ο νους μας.

Επομένως, ας ακούμε τους πολίτες, τους νομοθέτες, ας μάθουμε τους κανόνες, τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας –ποιητικής, δηλαδή-  για να ξέρουμε πότε θα τον παραβιάζουμε, χωρίς να κινδυνεύουμε να σκοτωθούμε. Υπάρχουν κριτές στων ιδεών την πόλη και κριτές είναι και οι γέροντες σοφοί και οι αναγνώστες... Ο λαός, ως γνωστόν,  διαθέτει την αίσθηση του ρυθμού που έχει ένα ποίημα, ένα τραγούδι. 

Η τραγική Φραγκογιαννού που είχε κάνει τα πάθη της τραγούδια και η επίσης τραγική γριά Λούκαινα, που έψελνε  και μοιρολογούσε όλη μέρα, έκαναν με τον τρόπο τους ποίηση.

         Ω γλυκύ μου εαρ, πού έδυ σου το κάλλος ...

Λέτε να μην το ήξερε αυτό ο Γιάννης Ρίτσος όταν έφτιαχνε τον στίχο

     Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω ;

Ή να μην είχε διαβάσει Επιτάφιο του Θουκυδίδη και ελληνική ιστορία ο Ελύτης όταν έγραφε:

Δεν είχαν πίσω τους αυτοί θειο μπουρλοτιέρη πατέρα γεμιτζή
Μάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή  μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Χορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου

Πόσα επίπεδα μνήμης και ευαισθησίας κρύβουν αυτοί οι στίχοι, πόση γνώση, πόση μελέτη και πόση ευθύνη σε ό,τι παρέλαβαν οι νεότερες γενιές από τις παλαιότερες. Αλλά και στα πιο καθημερινά, ένας παραδοσιακός ποιητής θα έλεγε πως το πιο ωραίο ποίημα που άκουσε ήταν το νανούρισμα της μητέρας του ή μια στιγμή ευτυχίας ήταν όταν  άκουσε την κόρη του περιβολάρη τους να τραγουδά. Οι νέες κοπέλες στον αργαλειό τραγουδούσαν υφαίνοντας και  προσμένοντας  τον καλό τους και η αραβωνιαστικά ένα καράβι. Γενικώς οι άνθρωποι, είτε λόγω παθών είτε λόγω ευχάριστων γεγονότων, τραγουδούσαν. Τραγούδι και ποίημα πάνε μαζί. Αυτοί, λοιπόν, οι πρώτοι αγνοώντας κανόνες και οδηγίες τραγουδούσαν όπως ένιωθαν και όχι για να προβληθούν. Συχνά μάλιστα το θεωρούσαν ανάρμοστο να προβάλλονται κι έτσι έχουμε πολλά και ποιήματα και τραγούδια τα οποία λέμε ότι τα δημιούργησε ο «λαός». Και αυτό που δημιούργησε ο λαός έβγαινε μέσα από την καρδιά του. Είχε αλήθεια. Είχε ειλικρίνεια. Ήταν η ανάγκη για έκφραση και όχι η έκφραση για προβολή. Ο ποιητής ήταν ο ίδιος και στρατιώτης και αμπελουργός και doctus και πρώτα πρώτα είχε ταλέντο και δύναμη να δημιουργεί από τα ψυχικά του αποταμιεύματα, προσθέτοντας και αυτός την πινελιά του. Ένα παλίμψηστο είναι η Τέχνη.

Όταν μαζεύτηκαν οι  σοφοί σε κύκλο γύρω από τη φωτιά και πήραν την απόφαση: θα κάνουμε αυτό...ήταν για να προφυλάξουν τα ιερά τους.  Και κυρίως όταν ο άνθρωπος που είχε νου και γνώριζε ότι ο κόσμος δεν τελειώνει εκεί που τελειώνει η στάνη του και αμπελοχώραφό του, όταν δηλαδή, κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό, αναρωτήθηκε  ποιος είμαι, τι είμαι, πού πάω- «ποιος, αλήθεια, είμαι γω και πού πάω», όπως μας έψελνε ο επαναστάτης της νιότης μας Διονύσης Σαββόπουλος,  για να μπει στων Ιδεών την Πόλη, μπήκαν κανόνες. Μετρούσαν τα λόγια, μετρούσαν τις λέξεις, τα βήματα, τις ανάσες,  ρυθμίζοντας  στο τικ-τακ της καρδιάς τους με το  τικ-τακ του ρολογιού του ποιήματος και του σύμπαντος.

   Ο κόσμος είναι απλός, είπε ο Σεφέρης και το θαύμα κυκλοφορεί στις φλέβες του ανθρώπου.

Έτσι είναι και η αληθινή Ποίηση, ή την έχεις στις φλέβες σου ή όχι. Μοιάζει με το ξυράφι του Όκαμ. Πάει παράλληλα με το μεγάλο ποτάμι, το ποτάμι της ζωής και υπερπηδά τα εμπόδια που βρίσκει ή  ελίσσεται ανάμεσα στη δροσερή χλόη, τα πυκνά δάση, τις αμμουδερές παραλίες,  τις απέραντες ερήμους. Μόνο που αυτός ο απλός κόσμος, η Φύση, γενικώς, που ύμνησαν όλοι οι σοφοί, μελέτησαν και μελετούν οι επιστήμονες, τραγουδούν και υμνούν οι ποιητές, έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης...

Πρέπει να ομολογήσουμε πως η Ποίηση δεν γεννιέται εν κενώ. Γεννιέται μέσα στον κόσμο και επειδή τα πράγματα αλλάζουν και σε κάθε εποχή εμφανίζονται νέα, όλα πέφτουν στη μεγάλη χοάνη, όλα αλέθονται και από το στενό στόμιο βγαίνει η ουσία. Είναι οι συνθήκες που την γεννούν, αλλά οι ποιητές που τη διαμορφώνουν. Τρεις είναι οι αρχαίοι τραγικοί που διέσωσαν οι αιώνες. Δεν θα ήταν καμιά εκατοντάδα ακόμα γύρω τους που τους έφαγε το σκοτάδι;;;

Και οι ποιητές βαδίζοντας στα ήδη γνωστά βήματα, επιχειρούν  την παρέκβαση και παρέκκλιση, κάνοντάς τα δικά τους. Έτσι το καλούπι αποκτά μια ευλυγισία και προσαρμόζεται στις ανάγκες.

Τα μεγάλα κινήματα, ο Ρομαντισμός του 19ου αιώνα, ας πάρουμε ένα παράδειγμα, δεν έπαψε ως ιδέα ποτέ. Ως μορφή μόνο άλλαξε. Και μια και το έφερε η περίσταση, ας το επαναλάβουμε: Ρομαντισμός, πέρα από τις συναισθηματικές αναφωνήσεις, τα μελαγχολικά δειλινά, την «αφηρημάδα» μπροστά σε ένα φεγγάρι,  τους αναστεναγμούς και τους καημούς από τους αδιέξοδους έρωτες και την προδοσία ή τη θλίψη για ένα κενό μέσα μας - αυτά υπήρχαν πάντα και δεν εξαρτώνται από τα ρεύματα- Ρομαντισμός είναι η θυσία για την Αγάπη, για την Πατρίδα, για τη Δικαιοσύνη, για την Ελευθερία, για τα ίσα δικαιώματα. Ρομαντικός είναι ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι, ο Ουγκώ στα οδοφράγματα στο Παρίσι, ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ο Κάλβος στις Ωδές του, αλλά και ο Κολοκοτρώνης στο ταμπούρι του και όλοι εκείνοι που ξεσηκώθηκαν με το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος. Αν δεν νιώσεις τι πραγματικά  σημαίνουν αυτές οι δυο λέξεις με την καρδιά σου, όχι με το μυαλό σου, τότε δεν έχεις καταλάβει τι θα πει ρομαντικός και ρομαντισμός. Ρομαντικός είναι Χριστός, ο Τσε Γκεβάρα, ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, και όλοι εκείνοι στο καβαφικό ποίημα που «Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει /όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)/ πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,/ κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Ρομαντικός είναι αυτός που επιλέγει τη Θυσία και το Χρέος και όχι την εκ του ασφαλούς αναγνώριση της ιδιότητας του ποιητή.

Ρομαντικός είναι ο Μπετόβεν που κοπανάει το πιάνο, σαν να θέλει να το σπάσει, για να υποστηρίξει την ιδέα της Ελευθερίας και σκίζει την αφιέρωση της Ηρωικής του στον Ναπολέοντα.

Δεν έχει να κάνει με τη μορφή ο Ρομαντισμός –βεβαίως έχει  μερικές πομπώδεις εκφράσεις-   αλλά η ουσία του είναι τα ιδεώδη. Βέβαια,  θα επικαλεστεί κάποιος τον Μαλλαρμέ  που είπε πως «η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες,γίνεται με λέξεις». Ναι, αλλά σίγουρα εννοούσε πως θα πρέπει να ξέρεις ποιες λέξεις να διαλέξεις. Όμως για να το ξέρεις αυτό πρέπει να είσαι ποιητής και να νιώσεις τις λέξεις που θα εκφράσουν τις ιδέες σου για να γίνουν ποίημα. Οι  σκόρπιες λέξεις είναι πλανήτες σε διαφορετικές διαδρομές που δεν συναντήθηκαν ποτέ.

Ο Σεφέρης έλεγε πως μερικοί νομίζουν ότι η Ποίηση είναι «στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική». Τα στιχάκια τα γράφει ο στιχοπλόκος, αλλά ο στιχοπλόκος δεν είναι ποιητής. ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ Ποιητές επειδή μας αρέσει η Ποίηση και η βόλτα  στα καλλιτεχνικά καφενεία, γιατί τότε θα είμασταν όλοι ποιητές. Η Ποίηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και πρέπει, δυστυχώς,  να το επαναλάβω. Ποίηση λανθασμένη δεν γίνεται, λέει ο Ελύτης, αλλά και ποιητής αγράμματος, πάλι, δεν γίνεται. Για να μπει ο νέος ποιητής στον χορό,  για να χορέψει Διθύραμβο,  θα πρέπει να ξέρει τα βήματα, δηλαδή να έχει διαβάσει ό,τι έχει ήδη πάρει θέση στη βιβλιογραφία και να κάνει κι αυτός τη φιγούρα του... Να ξέρει γράμματα.

Για ρίξτε μια ματιά καλή στο ακόλουθο σύνθεμα του Γεωργίου Βιζυηνού και δείτε πόσο πλούσιο διακείμενο έχει, πόσο σωστά ακολουθεί τη φόρμα, πόσο δυναμικά υπηρετεί τον στόχο του: να θίξει τους ψευτοποιητές.  Πρόκειται για ένα σύνθεμα με  εφτά δωδεκάστιχες στροφές, όπου σαν νέος Φρανσουά Βιγιόν, με το πνεύμα της προβηγκιανής μπαλάντας, κάνει πνεύμα με ποίηση, αν και η ποιητική του ιδιότητα στην Ιστορία της Λογοτεχνίας έχει παραμείνει σαν υποσημείωση. Παραθέτω μόνο την πρώτη στροφή και ο ενδιαφερόμενος θα βρει στο διαδίκτυο και τις υπόλοιπες, εφόσον τον κεντρίσει η «νέα τάση» του:

 Ο ΝΕΟΣ  ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ  ΕΝ  ΑΘΗΝΑΙΣ

Μὰ τοῦ Παρνασσοῦ τὰς κίσσας /καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου,
κ᾿ ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,/ ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου!
Δόξαν ἐπαιτῶν καὶ κλέος,/ σύρω ἐκ τετριμμένης πήρας,
τροβαδοῦρος κ᾿ ἐγὼ νέος,/λείψανον θραυσθείσης λύρας
καὶ σᾶς ψάλλω καθαρά: /τραλαλά, τραλαλαρά,
«ἄραις μάραις / κουκουνάραις».

Θα μπορούσαμε άνετα εδώ να αναγνωρίσουμε τις καρυωτακικές  «Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», ή το «Όλοι μαζί», αλλά γιατί όχι και τον Μάνο Λοΐζο με την «κουτσή κιθάρα» του. Θα έλεγα πως αυτός ο ποιητής του τέλους του 19ου αιώνα, ο Γεώργιος Βιζυηνός,  είναι όχι μόνο  πολύ εύστοχος σ’ αυτό που κρίνει και φυσικά τον εαυτό του, αλλά είναι και ωραίος και σύγχρονος εκατόν τόσα χρόνια μετά, περισσότερο  από οποιονδήποτε των νέων τάσεων σήμερα, 2024, που δεν τολμά να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αναρωτηθεί: Είμαι εγώ ποιητής;

Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα μπήκε και ο Μοντερνισμός στην Ελλάδα. Τι αλλάζει; Η μορφή. Αποδέσμευση από τον ασφυκτικό κλοιό της παράδοσης και ελευθερία: δώστε χώρο στην ανάσα... Όλα αυτά που προαναφέραμε σαν καλούπι ο μοντερνισμός τα κατάργησε. Ο υπερρεαλισμός με χίλιες δυο τροποποιήσεις τα άλλαξε όλα και όλοι πιάστηκαν  από την ουρά του βαφτίζοντας ποίημα τις  «ἄραις μάραις / κουκουνάραις» τους.

Τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της Ποίησης θεωρήθηκαν στενός κορσές που δεν την άφηναν να ανασάνει ή, με αντρική ενδυματολογική ορολογία ήταν κολάρο, γραβάτες, παπιγιόν και εφαρμοστό γιλέκο.  Οι τότε  «νέες τάσεις» τα πέταξαν όλα και όλοι «ντύθηκαν» χαλαρά.  Οι   κορσέδες με τις μπανέλες και τα λουριά και ο σφιχτός κότσος έφυγαν. Τα φορέματα στένεψαν και τα μαλλιά έγιναν μια χίμαιρα λυμμένη στην πλάτη ή κομμένα αλά γκαρσόν∙ αγορίστικα δηλαδή.  Σε παλαιότερα χρόνια μόνο οι άσεμνες δεν φορούσαν κορσέ και οι τρελές είχαν λυμένα τα μαλλιά, ασορτί με τα μυαλά.

Οι άντρες είπαμε τι κατάργησαν: ό,τι τους έσφιγγε. Κι έτσι οι εραστές του μοντερνισμού, σαν αποχαλινωμένα άλογα, επιδόθηκαν στο νέο είδος. Δεν κατάλαβαν όμως πού πάει το πράγμα κι έτσι οι μεν σοβαροί ποιητές έκαναν ποιήματα με κρυμμένες στα σπλάχνα τους τις ιδέες τους και τα μέτρα και τα σταθμά του παλιού, κι άλλοι πάλι έκαναν τις άραις μάραις κουκουνάραις τους.

Επειδή βεβαίως πάντα θα υπάρχουν οι σοβαροί και πάντα θα υπάρχουν και ασπαζόμενοι κάθε τι νέο ως πιο καλό, μη γνωρίζοντας οι αδαείς τι πράττουν, βαφτίζουν ποιήματα ό,τι γράφουν, σνομπάροντας βεβαίως τους παλαιότερους, τους οποίους δεν γνωρίζουν, παρά μόνο κατ’ όνομα και ούτε.

Και έφτασα περιμετρικώς εκεί που ήθελα να φτάσω εξ αρχής. Και το «εξ αρχής» σημαίνει πως μαθαίνω την αλφαβήτα μιας γλώσσας αρχίζοντας από το Άλφα και όχι μπαίνοντας σε όποιο βαγόνι του συρμού στάθηκε μπροστά μου... το Κάππα ή το Χ ή το Ψ ή το  Ω.

Σήμερα, όπως δείχνουν τα πράγματα, η ποίηση  έχει γίνει υπαρξιακή, οικολογική και κοινωνιολογική. Μα, πάντα τέτοια ήταν συν πατριωτική και οπωσδήποτε ερωτική. Από μορφή, άλλος μιμείται την παράδοση αλλά παρεμβαίνει με διάθεση αλλαγής ή για να ειρωνευτεί, άλλος  αφήνεται συνειρμικά στο πάει του,  όπως το ένιωθε ο Σκαρίμπας, ελεύθερα, χωρίς καλούπι, άλλος επιλέγει τον ωμό ρεαλισμό και, όπως ενημερώνομαι, καμαρώνει γι’ αυτόν, άλλος εκφράζει τη βαρεμάρα του, κι άλλος μεταφέρει μια διάθεση Spleen από την εποχή του Μπωντλέρ την οποία μετέφεραν στην Ελλάδα ο Κώστας Ουράνης και ο Κώστας Καρυωτάκης.

Έγραφε ο Σεφέρης: «Συλλογίζομαι τον Καβάφη, καθώς προσέχω τη χαμηλή τούτη χώρα (την Αίγυπτο). Τέτοια είναι η ποίησή του· πεζή… Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πώς δούλεψε ο Καβάφης … είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μιαν τέτοιαν αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού που τόσο καλά έδωσε στην ποίησή του» (Μέρες Δ΄ Δευτέρα, 16 Ιουνίου 1941, σελ. 101).

Και ένα παράδειγμα επικυρωτικό της θεωρίας, το ποίημα «Μονοτονία»:

Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη,
απαράλλακτη ακολουθεί.
Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι
 —οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφήνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

Αυτά ο Καβάφης στα 1898, 1908. Ωστόσο γράφει και κάτι άλλο και για την περίπτωσή μας για να προλάβει το λάθος. Είναι το ποίημα «Όσο μπορείς»:

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Αυτό το έγραψε στα 1913. Φυσικά απευθύνεται και στον νέο ποιητή.

Σήμερα, επειδή η ζωή είναι μονότονη, επειδή δεν υπάρχει τίποτα για να πιστέψεις, επειδή απέτυχες στο έρωτα, επειδή δεν έχεις να πληρώσεις τη ΔΕΗ, γράφεις το πρόβλημά σου και νομίζεις πως είσαι ποιητής και αυτό που έγραψες είναι ποίημα. Είναι; Μα η Ποίηση δεν είναι ο Οικονομικός του Ξενοφώντος.

Ακόμα κι αν σήμερα με την τεχνητή νοημοσύνη δίναμε στον υπολογιστή μας δέκα λέξεις και ζητούσαμε ένα ποίημα, το ποίημα θα το έφτιαχναν οι δέκα λέξεις που εμείς δώσαμε. Εμείς πάλι θα είμασταν από πίσω. Σαν να λέμε εμείς με την παιδεία μας, το  ταλέντο μας και τον  Διόνυσό μας! 

Κοντεύει να συμπληρωθεί εκατονταετία  από τον καιρό που έκανε την εμφάνισή του ο κομήτης «Γενιά του τριάντα» και αρκετοί πιάστηκαν  απ’ την ουρά του (κομήτη) ή μιμήθηκαν (τη Γενιά). Η συγκεκριμένη γενιά έχει ποιητές τιμημένους με βραβεία, δύο μάλιστα με Νόμπελ,  και πολλούς άλλους πολύ καλούς που τιμούν την ιδιότητά τους. Κάποιους όμως νεότερους,  τους πλάκωσε η βαριά σκιά της, άλλους, οι πολιτικές καταστάσεις, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, η επταετία, η  μεταπολίτευση, κάποιοι γέρασαν στα λατομεία της Σικελίας και δεν ξεχνούν την ήττα, άλλους τους έφαγαν τα σκυλιά,  οι εκτοπισμένοι, οι εξόριστοι, οι σπουδαίοι  και οι σημερινοί, οι contemporain  και χορτάτοι  δεν έχουν να πουν τίποτε άλλο, παρά να αναμασάνε την παλιά εκείνη αρρώστια τους. Μια γκρίνια για να φαίνεται πως υπάρχουν

Κι ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει ότι δεν επέθανε

λέει ο Σολωμός...

Για το τι είναι Ποίηση έχουν γραφτεί πολλά , αλλά ο ορισμός ο οριστικός ακόμα εκκρεμεί.  Ωστόσο, υπάρχει σαν τον αόρατο αρχάγγελο. Ή τον νιώθεις να φτερουγίζει ή όχι.

Και κάθε μέρα φυτρώνουν ποιητές κι άλλοι, κι άλλοι και όλοι μας ενημερώνουν για πράγματα που δεν μας αφορούν, πουλούν αξίες που κανείς δεν αγοράζει,  ή μάλλον δεν πουλούν τίποτε γιατί το να γίνεις ποιητής σημαίνει πως έχεις κάτι να πουλήσεις που ενδιαφέρει τον αγοραστή. Αν δεν έχεις να πεις τίποτα, τι ποίηση θα γράψεις; Nothing comes from nothing.

Κι έτσι έχουμε τους κακούς  ποιητές που τρέφονται από τα γεγονότα από την  επικαιρότητα, κοιτάζουν στην τηλεόραση το δελτίο ειδήσεων και εμπνέονται μέσα στην ασφάλεια του καναπέ τους - ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου - συγκινούνται από δεύτερο χέρι με τα θεάματα. Αίματα, σφαγές, πόλεμοι, σκοτωμοί. Όμως δεν αρκεί να τα βλέπεις∙  πρέπει το αίμα να στάζει μέσα στο ποίημα λέει ο ποιητής και η μυρωδιά του  να σου μπουκώνει τα ρουθούνια.

Τα όρια καταργήθηκαν αλλά υφίστανται αόρατα. Ο καθείς  και τα όπλα του και οι άοπλοι επίσης∙ ο καθείς, ο κανείς, ο κανένας...

Μια Λυκειάρχης μου Κρητικιά έλεγε: Αυτά τα χείλη έχω μ’ αυτά φιλώ και επίσης έλεγε: για των πολλώ την όρεξη κρέας στο καπηλειό δεν απομένει...  πράγμα που σημαίνει, αφού υπάρχει ζήτηση ο χασάπης θα πουλήσει και τον κατιμά...

Ήγουν, ανάλογα με τις εποχές, τις μόδες  και τα συμφραζόμενα προσωπικά και κοινωνικά έχουμε και «δημιουργούς». Η εποχή καρποφορεί και με χυμώδεις καρπούς και με τα φλούδια τους και με τα κουκούτσια τους... 

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Κάθε απόπειρα κατάταξης στη λογοτεχνία τείνει να είναι δύσκολη, εάν δεν υπάρχει μια απαραίτητη χρονική απόσταση ανάμεσα στον παρατηρητή και το αντικείμενο της παρατήρησής του. Πέραν της χρονικής απόστασης είναι, επίσης, σημαντικό η οπτική να είναι αρκετά ευρεία ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει όλα τα έργα της προς εξέταση περιόδου. Παρά τις παραπάνω δυσκολίες, εκτιμώ πως μπορεί να γίνει λόγος για ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, ως προς το θέμα και τη μορφολογία, μεταξύ σύγχρονων ποιητικών φωνών, λαμβάνοντας υπ' όψη, φυσικά, πως πρόκειται για ένα άρθρο γνώμης και όχι ένα επιστημονικό κείμενο. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί πως όποιες απόψεις ή παρατηρήσεις διατυπώνονται στο παρόν άρθρο έχουν να κάνουν με συλλογές που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία χρόνια (όπως δηλώνει και ο υπότιτλος), από ποιητικά υποκείμενα που καταθέτουν τα πρώτα (ή από τα πρώτα) δείγματα γραφής τους.

Με αυτό το σκεπτικό αναφέρω ενδεικτικά κάποια ονόματα με βάση συλλογές που διάβασα και ξεχώρισα ως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα των παρατηρήσεών μου.

Η πρόσφατη ποιητική παραγωγή μοιάζει να κινείται θεματολογικά γύρω από τους άξονες του κοινωνικού προβληματισμού και των έμφυλων ταυτοτήτων. Οι ποιητικές φωνές εστιάζουν στις προκλήσεις και τα ερεθίσματα που βιώνουν ως μέλη μιας κοινωνίας θραυσματικής και ενίοτε αδιέξοδης, συνδιαλέγονται με την έμφυλη καταπίεση και προτάσουν προσωπικές ιστορίες μέσω των οποίων δίνουν φωνή και στους ανθρώπους που αναζητούν να εκφράσουν τις ίδιες αγωνίες και τα ίδια τραύματα. Επίσης, αναζητούν γόνιμους τρόπους να εντάξουν το ατομικό βίωμα στη συλλογική εμπειρία, υπάρχει μια συνειδητή προσπάθεια η ποιητική κατάθεση να μην είναι ένα κρυπτικό προσωπικό αφήγημα το οποίο είναι αδύνατο να αποκρυπτογραφηθεί, αλλά αντίθετα ένας συνδετικός κρίκος με τον αναγνώστη που θα λειτουργήσει σαν αφετηρία για ένα σύγχρονο, οικουμενικό σχόλιο. Ο χρονικός ορίζοντας, επίσης, μοιάζει να είναι βραχυπρόθεσμος. Οι νεότερες ποιητικές φωνές αναζητούν λύσεις στα τωρινά τους αδιέξοδα και καταγράφουν τις προκλήσεις της καθημερινότητάς τους με έναν μοντέρνο τρόπο που είναι ικανός να μιλήσει την γλώσσα της εποχής τους. Την ίδια στιγμή δεν λείπει ο διάλογος με τις προηγούμενες ποιητικές γενιές, καθιστώντας έτσι σαφή όχι μόνο την επιρροή που αυτές έχουν ασκήσει αλλά και τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνονται από τους σύγχρονους.

Σε επίπεδο τεχνικής αν και εντοπίζεται η χρήση μακροπερίοδου λόγου, ο οποίος αρκετές φορές μοιάζει με πρόζα, πολλές ποιητικές φωνές επιλέγουν να δουλέψουν με ποιήματα μικρότερης έκτασης. Είναι σημαντικό στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης να αναλογιστούμε το αντίκτυπο που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην ποίηση που γράφουν οι νεότεροι σήμερα. Συχνά περνάνε από τις οθόνες μας ποιήματα ολιγόστιχα και ενίοτε "συνθηματικής" μορφής. Έχει άραγε επηρεάσει ο ακρωτηριασμός της προσοχής μας από το διαδίκτυο όχι μόνο τον τρόπο που διαβάζουμε αλλά και αυτόν που γράφουμε; Ένα ερώτημα που αξίζει να τεθεί.

Συνεχίζοντας, αρκετές ποιητικές φωνές αντλούν έμπνευση από τη μυθολογία και τα θρησκευτικά κείμενα και κάνουν χρήση αποφθεγματικών φράσεων από τη λόγια παραγωγή.

Ταυτόχρονα, δεν λείπει το γλωσσικό παιχνίδι και η αναζήτηση της λεκτικής έκπληξης, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να γίνεται αυτοσκοπός. Το χιούμορ από την άλλη, είτε ως λεπτή ειρωνεία είτε ως ευθύς εμπαιγμός αποδεικνύεται σημαντικό εργαλείο αποδόμησης μιας κοινώς βιωμένης πραγματικότητας αλλά και φιλτραρίσματος του τραύματος.

Έχοντας όλα αυτά κατά νου, παρουσιάζω πέντε ποιητικές συλλογές στις οποίες εντοπίζονται τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η Νίκη Χαλκιαδάκη στις "Μικρές Κανίβαλες" (Μανδραγόρας, 2022) συνθέτει έναν ποιητικό χώρο όπου πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχουν η εικόνα της μητέρας και των κοριτσιών της ενώ ο προβληματισμός της μοιάζει να κινείται γύρω από την διαμόρφωση μιας προσωπικής γυναικείας ταυτότητας και την ερμηνεία των παιδικών βιωμάτων. Γράφει στο "Τρυφερότης",

"σ'αυτή τη φωτογραφία που με κρατάς αγκαλιά μαμά // σ'αυτή που είμαι μικρή, πολύ μικρή και πηχτή και πρόστυχη // σαν κρόκος αυγού [..] που με κοιτάς σαν να μην ξέρεις τι να με κάνεις [..]

Δεν είμαστε σαν αυτές τις ζωγραφιές στην εκκλησία; // Όχι σαν όλες // σαν αυτές τις Χριστοπαναγίες".

Την ίδια στιγμή σε αρκετά ποιήματα της συλλογής στήνει ένα γλωσσικό παιχνίδι που αποσκοπεί στο κοινωνικό σχόλιο: "τω πατρί είναι και δεν είναι δοτική // εξαρτάται δηλαδή από το ίδιο τω πατρί [..] κλίνεται αυτό το βάρβαρο πράγμα;" ("Της πτώσης"), ή "[..] Μια λύση είναι να μείνουμε προφορικοί // ημείς και υμείς // έτσι για να μπερδευόμαστε // να νομίζουμε πως θα είχαμε σωθεί αν ήμεθα οι άλλοι" ("Κλιτική αναμέτρηση").

Ο Βαλάντης Μάστορας στην πρώτη του συλλογή "Η μοναξιά περίστροφα" (Ενύπνιο, 2023), έντονα επηρεασμένος από την τεχνική του Γιάννη Στίγκα παρουσιάζει μια γραφή συνθηματική, (με τη θετική έννοια), με στίχους αρκετά δυνατούς και ανεξάρτητους για να μπορούν να σταθούν αυθύπαρκτοι, αλλά ταυτόχρονα με έντονο κοινωνικό προβληματισμό:

"έχει μια στρόφιγγα ο οδυρμός // που όλο την πιλατεύω // αν την ανοίξω ίσως πνιγούμε // αν πάλι όχι, τότε σίγουρα" (αυτόνομο απόσπασμα), ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει "Έτσι όπως γίναμε τελικά, // το υπάρχω // γράφεται καλύτερα με όμικρον // (λόγω ανελέητου μηδενός)[..]" ("Για τους βιβλιογράφους του μέλλοντος") ενώ δεν λείπει η μπαρουτοκαπνισμένη ματιά προς ένα μέλλον το οποίο οφείλει να δημιουργηθεί με κόπο και αγώνα: "Όλη αυτή η προσπάθεια για ύψη και τελικά // μας έκανε προσωπική υπόθεση ο κατήφορος [..] Ο όλεθρος μας ψάχνει. [..] Ας έρθει αν θέλει να τον τινάξουμε // δεν υπάρχει // ούτε μια νάρκη στην απόγνωσή μας ανενεργή" ("Βαθιά στο βάσανο ενεδρεύουν σεισμοί").

Η Ελένη Αθανασίου στις δύο ποιητικές συλλογές της "Τεφροδόχος σε ένα φεστιβάλ techno" (Θράκα, 2021) και "Φταίνε τα πεύκα" (Ενύπνιο, 2023) επιλέγει ποιήματα μικρότερης έκτασης στα οποία μοιάζει να δίνει έμφαση στη γρήγορη εναλλαγή των εικόνων και στην ισορροπία ανάμεσα στην ειρωνεία και το θράσος απέναντι στο αναμενόμενο, εργαλεία τα οποία χρησιμοποιεί για να αποδομήσει τις καταστάσεις τις οποίες θέλει να εξετάσει στα συστατικά τους στοιχεία. Γράφει στο "Όλα τα ιερά μας" ("Τεφροδόχος σε ένα φεστιβάλ techno"):

"Κοιτάζω την παρανυχίδα // στον δείκτη // του αριστερού χεριού της [..] παίρνει την πέτσα // τη μασά σαν τσίχλα // και τη φτύνει // κάτω από το εδώλιο // στην Επίδαυρο. // Όλα τα ιερά μας βεβηλώθηκαν".

Στο "Φταίνε τα πεύκα" γράφει ένα ποίημα που θεωρώ χαρακτηριστικό δείγμα γραφής της

"τα δάχτυλά μου // στην κιμαδομηχανή // και το ποίημα // τυλιγμένο για το σπίτι" ("Αν γινόμουν δωρητής").

Αρκετά ποιήματα έχουν ξένους τίτλους ή αποσπάσματα, ενώ δεν λείπουν οι αναφορές σε άλλα έργα όπως στον "Κρόνο που τρώει τον γιο του", του Φρανθίσκο Γκόγια (ποίημα "Πλανητάριο") και στη "Φούγκα του θανάτου", του Πάουλ Τσέλαν (ποίημα "Η μύτη του ποιητή").

Ο Σπύρος Χαιρέτης στη συλλογή του "ο γοργόνος και άλλα πλάσματα" παρουσιάζει ένα μοντέρνο δείγμα γραφής με θέματολογία την queer ταυτότητα, την καταπίεση της ελληνικής οικογένειας αλλά και κοινωνικά στερεότυπα και διακρίσεις. Οπλισμένος με χιούμορ και σύγχρονες αναφορές καταγράφει στιγμιότυπα τα οποία καταφέρνει να αναγάγει από ατομικά σε συλλογικά, διατηρώντας το προσβάσιμο της γραφής του. Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στην γλώσσα και τις αναφορές του Χαιρέτη, όπως στίχοι οι οποίοι είναι γραμμένοι με διακριτή διαγραφή (strikethrough) παραπέμποντας σε μύχιες σκέψεις, εναλλακτικές οπτικές ή προδομένες ελπίδες

("[..] ω μίλα ολόφωτε άγγελε // φύλακα του ασυνειδήτου // και σωτήρα της ψυχής μου // πάνε δυο συνεδρίες και ακόμα να ακούσω τη φωνή σου", "[Συνεδρία II], 2."), το ηχητικό παιχνίδι με το όνομα της εφαρμογής γνωριμιών Romeo στο ποίημα "Τα κάλαντα των single millennials (σε ρυθμό jingle bells)" ή η αποδόμηση της λέξης "χοντρός" στο "X [Συνεδρία XXX]" ("χοντ-Ρος, χOn-τρος, hot-vρos hon-trosch"). Η συλλογή του Χαιρέτη είναι ένα σπάνιο δείγμα ξεκάθαρου κοινωνικού και έμφυλου προτάγματος που δεν θυσιάζει στιγμή την ποιητικότητα της γραφής. Είναι ιδιαίτερα πετυχημένος ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί το χιούμορ για να μεταφέρει τη μοναξιά ή την αποξένωση ακόμα και όταν τα σώματα και οι άνθρωποι μοιάζουν να συνυπάρχουν.

Ο Βασίλης Μόσχος στη συλλογή "γιουνικ" (Θράκα, 2023) καταθέτει ένα δείγμα μακροπερίοδου ποιητικού λόγου με έντονο κοινωνικό προβληματισμό αλλά και σαφή διάθεση εξέργεσης απέναντι στην εκφραστική φόρμα. Με τον τίτλο της συλλογής να είναι ένα λεκτικό παιχνίδι (κατά δήλωση του δημιουργού στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών της 20ης ΔΕΘΒ) ανάμεσα στο unique (μοναδικό) και το eunuch (ευνούχος), ο Μόσχος γράφει για την αντίδραση και τον αγώνα απέναντι στην αδικία, την καταπίεση αλλά και τη σεμνοτυφία.

Στο ποίημα "Γραμμάτιο" γράφει για τη νέα γενιά που νιώθει εγκλωβισμένη από ένα σύστημα που όχι μόνο δεν τη στήριξε, αλλά την παγίδευσε, και που ωστόσο εκείνη παλεύει να κρατηθεί ζωντανή ("[..]

που άσπρισαν στα είκοσι κιρσούς στα εικοδισύο // δισκοπάθεια στα εικοσπέντε // αντάλλαξαν δώρο μ'ένσημα // δανείστηκαν // για το νοίκι για το ρεύμα για το νησί // για μια μπύρα στο σχόλασμα // για τον εξαντλημένο Κάρβερ // πέντε ευρώ δεύτερο χέρι σε μια υπόγα [..] σ'αυτά τα παιδιά οφείλουμε να γράψουμε // τα καλύτερα βιβλία μας"), ενώ στο ποίημα "όχι άλλη ερωτική ποίηση" προτάσει το δικό του δείγμα ερωτικής ποίησης σε αντιδιαστολή με τα υπάρχοντα "[..] κάποιοι έχουν // δικαίωμα να κοιμηθούν άλλοι να καυλώσουν // μυστικοί πράκτορες και πληρωμένοι δολοφόνοι // παρακολουθουν το γαμήσι έτοιμοι να χιμήξουν αν // υπερβούμε τα εσκαμμένα με πνίγει την δένω με // γυρνάει ανάσκελα και με παίρνει στο στόμα της [..]". Ο Μόσχος θέτει έναν προβληματισμό τόσο για την κοινωνία όσο και για τη λειτουργία της ποίησης εντός της και με καθημερινή γλώσσα και μοντέρνο λόγο καταθέτει τις απόψεις του και για τα δύο, "Δε φέρεται καλά η ποίηση // τελευταία ποζάρει σαν κυρία // με τ' αρχαία λούσα της πάνω σ' ανάκλιντρα ανάξιων // μαστόρων κι αποζητά κενόσπουδες τιμές [..]" ("Φέρσιμο").

Τα παραπάνω θεματολογικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά που εξετάστηκαν ακροθιγώς δεν συνθέτουν σε καμία περίπτωση μια πλήρη εικόνα, ωστόσο προσθέτουν στον συνεχή διάλογο για τις σύγχρονες τάσεις στην ποίηση.

Καταλήγοντας, τα ποιητικά υποκείμενα αισθάνονται την ανάγκη να δηλώσουν άμεσα και με σαφήνεια τα αδιέξοδα, τις προκλήσεις και τις καταπιέσεις που βιώνουν τα ίδια και η γενιά τους. Αισθάνονται άνεση να παρουσιάσουν αντισυμβατικά δείγματα γραφής και αναζητούν τον μίτο μιας κοινωνίας και ενός μέλλοντος που αντιλαμβάνονται (και) ως λαβύρινθο.__

Σπύρος Γούλας

 

.

 

 

 

 


 

 

 

 

 

.

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Οκτωβρίου 2024