Εκτύπωση του άρθρου

 

Ναι, νέες τάσεις στην Ποίηση. Δηλαδή; Δηλαδή, μόδα είναι και θα περάσει, μόλις μια νεότερη «νέα τάση» θα βγει με ύφος να διεκδικήσει την αλλαγή στα πράγματα, την επανατοποθέτηση σε νέα βάση, τη νέα ώθηση στην Ποίηση. Άμμες δε γ’ εσόμεμεθα πολλώ κάρρονες, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο  αυτό που παραλάβαμε θα το παραδώσουμε καλύτερο. Με σύχρονους όρους όμως σημαίνει είμαστε νέοι και ωραίοι, πιο ωραίοι από σας και κομίζουμε.... «γλαύκα» στην Αθήνα...   Δηλαδή, κουκουβάγιες ή χρήμα; Κουκουβάγιες, ναι, χρήμα όχι, απλώς κάνουμε τη φιγούρα μας. Όμως οι παλιοί ήξεραν γράμματα. Δεν φώναξαν τον παππού τους να του δείξοιυν τα αμπέλια του, αλλά πήγαν στον παππού τους και τον ρώτησαν ποια είναι τα αμπέλια του. Και οι παππούδες -Ομηρος, Τραγικοί, Λυρικοί, και όλη η μακρά σειρά από τη μια γενιά στην άλλη- έφτασαν στους σημερινούς απογόνους τους,  τους οπαδούς των «νέων τάσεων». Όσο απομακρύνεται το ποτάμι από την πηγή διακλαδίζεται σε πολλά μικρά ποταμάκια, ξεφτίδια δηλαδή.

Αυτοί που φιλοδοξούσαν να γίνουν κάρρονες, καλύτεροι, ΄είχαν μελετήσει παππούδες, μαστόρους, αμπέλια, αμπελουργούς, κρασιά και βαρέλια και σκέφτηκαν: αλλάζουμε αυτό ή εκείνο, το οποίο στη γενιά του παππού δεν υπήρχε; Να δώσουμε νέα όψη στην  παραγωγή; Ναι, έτσι πρέπει να σκέφτηκαν και έτσι να προέκυψε το δικό τους νέο έργο, με τη νέα τάση στον παλιό αμπελώνα του παππού∙ ήτοι όλα βαφτισμένα στην παράδοση. Παραλαμβάνω από τους παλαιότερους και παραδίδω στους νεότερους.

Καμιά επανάσταση δεν υφίσταται αν δεν υπάρχει η παράδοση που πάνω της θα πατήσει για να πάει πιο πέρα.  Δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω...  είπε και αρχαίος Αρχιμήδης του οποίου χρησιμοποιούμε το ρητό αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε οι «νεοτασικοί» τη σημασία του. Σ’ αυτό που υπάρχει πατάω για να το πάω πιο πέρα, να φέρω το δικό μου χελιδόνι να κελαηδήσει την Άνοιξη.

Η άνοιξη κι αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι, μας λέει ο Ελύτης αλλά και αυτό το απομνημονεύσαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τι εννοεί.

Για να πάμε λίγο παρακάτω, ο Γιώργος Σεφέρης υποστηρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να βάλει όρια στην Τέχνη  και να την διατάξει να μην τα ξεπεράσει. Η Ποίηση  –Τέχνη του λόγου και αυτή- δεν μπορεί να διαταχθεί να κάνει ετούτο κι εκείνο. Κι όμως η καλή ποίηση μετατοπίζεται, κρατάει ό,τι είναι χρήσιμο και λειτουργεί, και πάει πάρα πέρα. Βέβαια κάθε τι νέο φέρνει αντίδραση μέχρι να ξεπεραστεί και αυτό από το επόμενο νέο. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις τέχνες.

Αν οι παλαιότεροι ποιητές ήταν δεσμευμένοι με το καλούπι –ρίμα τετράστιχα, τρίστιχα, ποικιλία στις ομοιοκαταληξίες και άλλα- οι νεότεροι, παραβλέποντας τα πάντα, κάνουν ό,τι θέλουν. Έτσι όμως φθάσαμε στο σημείο να  λέμε μια κοινοτοπία σε πεζό λόγο, να μεταφέρουμε το δελτίο ειδήσεων σε στίχους ή να συμμετέχουμε σε κάποια κοινή θλίψη, χωρίς να έχουμε νιώσει τίποτα στην ψυχή, απλώς παίρνουμε την αφορμή και γράφουμε ένα σύνθεμα και αυτό το λέμε  ποίημα. Μα αυτό δεν είναι καν το πρώτο σκαλί

 Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο/ πρέπει με το δικαίωμα σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.

Στον τομέα της Μουσικής π.χ. ήταν πολύ ρηξικέλευθο το βήμα προς την ατόναλ και προξένησε μεγάλη αντίδραση , όπως ο μοντέρνος στίχος στην Ποίηση. Όμως και η ατόναλ μουσική, όπως και η μοντέρνα ποίηση έδωσαν αριστουργήματα. Δεν είναι της ώρας να θυμίσω πόσοι μεγάλοι μουσουργοί έχουν στο έργο τους ενσωματωμένους λαϊκούς παραδοσιακούς στίχους και πόσοι μοντέρνοι ροκάδες κρύβουν μέσα τους έναν Χέντελ  ή Μπετόβεν  ή Μότσαρτ που δεν το βάζει ο νους μας.

Επομένως, ας ακούμε τους πολίτες, τους νομοθέτες, ας μάθουμε τους κανόνες, τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας –ποιητικής, δηλαδή-  για να ξέρουμε πότε θα τον παραβιάζουμε, χωρίς να κινδυνεύουμε να σκοτωθούμε. Υπάρχουν κριτές στων ιδεών την πόλη και κριτές είναι και οι γέροντες σοφοί και οι αναγνώστες... Ο λαός, ως γνωστόν,  διαθέτει την αίσθηση του ρυθμού που έχει ένα ποίημα, ένα τραγούδι. 

Η τραγική Φραγκογιαννού που είχε κάνει τα πάθη της τραγούδια και η επίσης τραγική γριά Λούκαινα, που έψελνε  και μοιρολογούσε όλη μέρα, έκαναν με τον τρόπο τους ποίηση.

         Ω γλυκύ μου εαρ, πού έδυ σου το κάλλος ...

Λέτε να μην το ήξερε αυτό ο Γιάννης Ρίτσος όταν έφτιαχνε τον στίχο

     Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω ;

Ή να μην είχε διαβάσει Επιτάφιο του Θουκυδίδη και ελληνική ιστορία ο Ελύτης όταν έγραφε:

Δεν είχαν πίσω τους αυτοί θειο μπουρλοτιέρη πατέρα γεμιτζή
Μάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή  μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Χορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου

Πόσα επίπεδα μνήμης και ευαισθησίας κρύβουν αυτοί οι στίχοι, πόση γνώση, πόση μελέτη και πόση ευθύνη σε ό,τι παρέλαβαν οι νεότερες γενιές από τις παλαιότερες. Αλλά και στα πιο καθημερινά, ένας παραδοσιακός ποιητής θα έλεγε πως το πιο ωραίο ποίημα που άκουσε ήταν το νανούρισμα της μητέρας του ή μια στιγμή ευτυχίας ήταν όταν  άκουσε την κόρη του περιβολάρη τους να τραγουδά. Οι νέες κοπέλες στον αργαλειό τραγουδούσαν υφαίνοντας και  προσμένοντας  τον καλό τους και η αραβωνιαστικά ένα καράβι. Γενικώς οι άνθρωποι, είτε λόγω παθών είτε λόγω ευχάριστων γεγονότων, τραγουδούσαν. Τραγούδι και ποίημα πάνε μαζί. Αυτοί, λοιπόν, οι πρώτοι αγνοώντας κανόνες και οδηγίες τραγουδούσαν όπως ένιωθαν και όχι για να προβληθούν. Συχνά μάλιστα το θεωρούσαν ανάρμοστο να προβάλλονται κι έτσι έχουμε πολλά και ποιήματα και τραγούδια τα οποία λέμε ότι τα δημιούργησε ο «λαός». Και αυτό που δημιούργησε ο λαός έβγαινε μέσα από την καρδιά του. Είχε αλήθεια. Είχε ειλικρίνεια. Ήταν η ανάγκη για έκφραση και όχι η έκφραση για προβολή. Ο ποιητής ήταν ο ίδιος και στρατιώτης και αμπελουργός και doctus και πρώτα πρώτα είχε ταλέντο και δύναμη να δημιουργεί από τα ψυχικά του αποταμιεύματα, προσθέτοντας και αυτός την πινελιά του. Ένα παλίμψηστο είναι η Τέχνη.

Όταν μαζεύτηκαν οι  σοφοί σε κύκλο γύρω από τη φωτιά και πήραν την απόφαση: θα κάνουμε αυτό...ήταν για να προφυλάξουν τα ιερά τους.  Και κυρίως όταν ο άνθρωπος που είχε νου και γνώριζε ότι ο κόσμος δεν τελειώνει εκεί που τελειώνει η στάνη του και αμπελοχώραφό του, όταν δηλαδή, κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό, αναρωτήθηκε  ποιος είμαι, τι είμαι, πού πάω- «ποιος, αλήθεια, είμαι γω και πού πάω», όπως μας έψελνε ο επαναστάτης της νιότης μας Διονύσης Σαββόπουλος,  για να μπει στων Ιδεών την Πόλη, μπήκαν κανόνες. Μετρούσαν τα λόγια, μετρούσαν τις λέξεις, τα βήματα, τις ανάσες,  ρυθμίζοντας  στο τικ-τακ της καρδιάς τους με το  τικ-τακ του ρολογιού του ποιήματος και του σύμπαντος.

   Ο κόσμος είναι απλός, είπε ο Σεφέρης και το θαύμα κυκλοφορεί στις φλέβες του ανθρώπου.

Έτσι είναι και η αληθινή Ποίηση, ή την έχεις στις φλέβες σου ή όχι. Μοιάζει με το ξυράφι του Όκαμ. Πάει παράλληλα με το μεγάλο ποτάμι, το ποτάμι της ζωής και υπερπηδά τα εμπόδια που βρίσκει ή  ελίσσεται ανάμεσα στη δροσερή χλόη, τα πυκνά δάση, τις αμμουδερές παραλίες,  τις απέραντες ερήμους. Μόνο που αυτός ο απλός κόσμος, η Φύση, γενικώς, που ύμνησαν όλοι οι σοφοί, μελέτησαν και μελετούν οι επιστήμονες, τραγουδούν και υμνούν οι ποιητές, έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης...

Πρέπει να ομολογήσουμε πως η Ποίηση δεν γεννιέται εν κενώ. Γεννιέται μέσα στον κόσμο και επειδή τα πράγματα αλλάζουν και σε κάθε εποχή εμφανίζονται νέα, όλα πέφτουν στη μεγάλη χοάνη, όλα αλέθονται και από το στενό στόμιο βγαίνει η ουσία. Είναι οι συνθήκες που την γεννούν, αλλά οι ποιητές που τη διαμορφώνουν. Τρεις είναι οι αρχαίοι τραγικοί που διέσωσαν οι αιώνες. Δεν θα ήταν καμιά εκατοντάδα ακόμα γύρω τους που τους έφαγε το σκοτάδι;;;

Και οι ποιητές βαδίζοντας στα ήδη γνωστά βήματα, επιχειρούν  την παρέκβαση και παρέκκλιση, κάνοντάς τα δικά τους. Έτσι το καλούπι αποκτά μια ευλυγισία και προσαρμόζεται στις ανάγκες.

Τα μεγάλα κινήματα, ο Ρομαντισμός του 19ου αιώνα, ας πάρουμε ένα παράδειγμα, δεν έπαψε ως ιδέα ποτέ. Ως μορφή μόνο άλλαξε. Και μια και το έφερε η περίσταση, ας το επαναλάβουμε: Ρομαντισμός, πέρα από τις συναισθηματικές αναφωνήσεις, τα μελαγχολικά δειλινά, την «αφηρημάδα» μπροστά σε ένα φεγγάρι,  τους αναστεναγμούς και τους καημούς από τους αδιέξοδους έρωτες και την προδοσία ή τη θλίψη για ένα κενό μέσα μας - αυτά υπήρχαν πάντα και δεν εξαρτώνται από τα ρεύματα- Ρομαντισμός είναι η θυσία για την Αγάπη, για την Πατρίδα, για τη Δικαιοσύνη, για την Ελευθερία, για τα ίσα δικαιώματα. Ρομαντικός είναι ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι, ο Ουγκώ στα οδοφράγματα στο Παρίσι, ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ο Κάλβος στις Ωδές του, αλλά και ο Κολοκοτρώνης στο ταμπούρι του και όλοι εκείνοι που ξεσηκώθηκαν με το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος. Αν δεν νιώσεις τι πραγματικά  σημαίνουν αυτές οι δυο λέξεις με την καρδιά σου, όχι με το μυαλό σου, τότε δεν έχεις καταλάβει τι θα πει ρομαντικός και ρομαντισμός. Ρομαντικός είναι Χριστός, ο Τσε Γκεβάρα, ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, και όλοι εκείνοι στο καβαφικό ποίημα που «Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει /όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)/ πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,/ κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Ρομαντικός είναι αυτός που επιλέγει τη Θυσία και το Χρέος και όχι την εκ του ασφαλούς αναγνώριση της ιδιότητας του ποιητή.

Ρομαντικός είναι ο Μπετόβεν που κοπανάει το πιάνο, σαν να θέλει να το σπάσει, για να υποστηρίξει την ιδέα της Ελευθερίας και σκίζει την αφιέρωση της Ηρωικής του στον Ναπολέοντα.

Δεν έχει να κάνει με τη μορφή ο Ρομαντισμός –βεβαίως έχει  μερικές πομπώδεις εκφράσεις-   αλλά η ουσία του είναι τα ιδεώδη. Βέβαια,  θα επικαλεστεί κάποιος τον Μαλλαρμέ  που είπε πως «η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες,γίνεται με λέξεις». Ναι, αλλά σίγουρα εννοούσε πως θα πρέπει να ξέρεις ποιες λέξεις να διαλέξεις. Όμως για να το ξέρεις αυτό πρέπει να είσαι ποιητής και να νιώσεις τις λέξεις που θα εκφράσουν τις ιδέες σου για να γίνουν ποίημα. Οι  σκόρπιες λέξεις είναι πλανήτες σε διαφορετικές διαδρομές που δεν συναντήθηκαν ποτέ.

Ο Σεφέρης έλεγε πως μερικοί νομίζουν ότι η Ποίηση είναι «στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική». Τα στιχάκια τα γράφει ο στιχοπλόκος, αλλά ο στιχοπλόκος δεν είναι ποιητής. ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ Ποιητές επειδή μας αρέσει η Ποίηση και η βόλτα  στα καλλιτεχνικά καφενεία, γιατί τότε θα είμασταν όλοι ποιητές. Η Ποίηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και πρέπει, δυστυχώς,  να το επαναλάβω. Ποίηση λανθασμένη δεν γίνεται, λέει ο Ελύτης, αλλά και ποιητής αγράμματος, πάλι, δεν γίνεται. Για να μπει ο νέος ποιητής στον χορό,  για να χορέψει Διθύραμβο,  θα πρέπει να ξέρει τα βήματα, δηλαδή να έχει διαβάσει ό,τι έχει ήδη πάρει θέση στη βιβλιογραφία και να κάνει κι αυτός τη φιγούρα του... Να ξέρει γράμματα.

Για ρίξτε μια ματιά καλή στο ακόλουθο σύνθεμα του Γεωργίου Βιζυηνού και δείτε πόσο πλούσιο διακείμενο έχει, πόσο σωστά ακολουθεί τη φόρμα, πόσο δυναμικά υπηρετεί τον στόχο του: να θίξει τους ψευτοποιητές.  Πρόκειται για ένα σύνθεμα με  εφτά δωδεκάστιχες στροφές, όπου σαν νέος Φρανσουά Βιγιόν, με το πνεύμα της προβηγκιανής μπαλάντας, κάνει πνεύμα με ποίηση, αν και η ποιητική του ιδιότητα στην Ιστορία της Λογοτεχνίας έχει παραμείνει σαν υποσημείωση. Παραθέτω μόνο την πρώτη στροφή και ο ενδιαφερόμενος θα βρει στο διαδίκτυο και τις υπόλοιπες, εφόσον τον κεντρίσει η «νέα τάση» του:

 Ο ΝΕΟΣ  ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ  ΕΝ  ΑΘΗΝΑΙΣ

Μὰ τοῦ Παρνασσοῦ τὰς κίσσας /καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου,
κ᾿ ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,/ ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου!
Δόξαν ἐπαιτῶν καὶ κλέος,/ σύρω ἐκ τετριμμένης πήρας,
τροβαδοῦρος κ᾿ ἐγὼ νέος,/λείψανον θραυσθείσης λύρας
καὶ σᾶς ψάλλω καθαρά: /τραλαλά, τραλαλαρά,
«ἄραις μάραις / κουκουνάραις».

Θα μπορούσαμε άνετα εδώ να αναγνωρίσουμε τις καρυωτακικές  «Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», ή το «Όλοι μαζί», αλλά γιατί όχι και τον Μάνο Λοΐζο με την «κουτσή κιθάρα» του. Θα έλεγα πως αυτός ο ποιητής του τέλους του 19ου αιώνα, ο Γεώργιος Βιζυηνός,  είναι όχι μόνο  πολύ εύστοχος σ’ αυτό που κρίνει και φυσικά τον εαυτό του, αλλά είναι και ωραίος και σύγχρονος εκατόν τόσα χρόνια μετά, περισσότερο  από οποιονδήποτε των νέων τάσεων σήμερα, 2024, που δεν τολμά να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αναρωτηθεί: Είμαι εγώ ποιητής;

Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα μπήκε και ο Μοντερνισμός στην Ελλάδα. Τι αλλάζει; Η μορφή. Αποδέσμευση από τον ασφυκτικό κλοιό της παράδοσης και ελευθερία: δώστε χώρο στην ανάσα... Όλα αυτά που προαναφέραμε σαν καλούπι ο μοντερνισμός τα κατάργησε. Ο υπερρεαλισμός με χίλιες δυο τροποποιήσεις τα άλλαξε όλα και όλοι πιάστηκαν  από την ουρά του βαφτίζοντας ποίημα τις  «ἄραις μάραις / κουκουνάραις» τους.

Τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της Ποίησης θεωρήθηκαν στενός κορσές που δεν την άφηναν να ανασάνει ή, με αντρική ενδυματολογική ορολογία ήταν κολάρο, γραβάτες, παπιγιόν και εφαρμοστό γιλέκο.  Οι τότε  «νέες τάσεις» τα πέταξαν όλα και όλοι «ντύθηκαν» χαλαρά.  Οι   κορσέδες με τις μπανέλες και τα λουριά και ο σφιχτός κότσος έφυγαν. Τα φορέματα στένεψαν και τα μαλλιά έγιναν μια χίμαιρα λυμμένη στην πλάτη ή κομμένα αλά γκαρσόν∙ αγορίστικα δηλαδή.  Σε παλαιότερα χρόνια μόνο οι άσεμνες δεν φορούσαν κορσέ και οι τρελές είχαν λυμένα τα μαλλιά, ασορτί με τα μυαλά.

Οι άντρες είπαμε τι κατάργησαν: ό,τι τους έσφιγγε. Κι έτσι οι εραστές του μοντερνισμού, σαν αποχαλινωμένα άλογα, επιδόθηκαν στο νέο είδος. Δεν κατάλαβαν όμως πού πάει το πράγμα κι έτσι οι μεν σοβαροί ποιητές έκαναν ποιήματα με κρυμμένες στα σπλάχνα τους τις ιδέες τους και τα μέτρα και τα σταθμά του παλιού, κι άλλοι πάλι έκαναν τις άραις μάραις κουκουνάραις τους.

Επειδή βεβαίως πάντα θα υπάρχουν οι σοβαροί και πάντα θα υπάρχουν και ασπαζόμενοι κάθε τι νέο ως πιο καλό, μη γνωρίζοντας οι αδαείς τι πράττουν, βαφτίζουν ποιήματα ό,τι γράφουν, σνομπάροντας βεβαίως τους παλαιότερους, τους οποίους δεν γνωρίζουν, παρά μόνο κατ’ όνομα και ούτε.

Και έφτασα περιμετρικώς εκεί που ήθελα να φτάσω εξ αρχής. Και το «εξ αρχής» σημαίνει πως μαθαίνω την αλφαβήτα μιας γλώσσας αρχίζοντας από το Άλφα και όχι μπαίνοντας σε όποιο βαγόνι του συρμού στάθηκε μπροστά μου... το Κάππα ή το Χ ή το Ψ ή το  Ω.

Σήμερα, όπως δείχνουν τα πράγματα, η ποίηση  έχει γίνει υπαρξιακή, οικολογική και κοινωνιολογική. Μα, πάντα τέτοια ήταν συν πατριωτική και οπωσδήποτε ερωτική. Από μορφή, άλλος μιμείται την παράδοση αλλά παρεμβαίνει με διάθεση αλλαγής ή για να ειρωνευτεί, άλλος  αφήνεται συνειρμικά στο πάει του,  όπως το ένιωθε ο Σκαρίμπας, ελεύθερα, χωρίς καλούπι, άλλος επιλέγει τον ωμό ρεαλισμό και, όπως ενημερώνομαι, καμαρώνει γι’ αυτόν, άλλος εκφράζει τη βαρεμάρα του, κι άλλος μεταφέρει μια διάθεση Spleen από την εποχή του Μπωντλέρ την οποία μετέφεραν στην Ελλάδα ο Κώστας Ουράνης και ο Κώστας Καρυωτάκης.

Έγραφε ο Σεφέρης: «Συλλογίζομαι τον Καβάφη, καθώς προσέχω τη χαμηλή τούτη χώρα (την Αίγυπτο). Τέτοια είναι η ποίησή του· πεζή… Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πώς δούλεψε ο Καβάφης … είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μιαν τέτοιαν αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού που τόσο καλά έδωσε στην ποίησή του» (Μέρες Δ΄ Δευτέρα, 16 Ιουνίου 1941, σελ. 101).

Και ένα παράδειγμα επικυρωτικό της θεωρίας, το ποίημα «Μονοτονία»:

Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη,
απαράλλακτη ακολουθεί.
Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι
 —οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφήνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

Αυτά ο Καβάφης στα 1898, 1908. Ωστόσο γράφει και κάτι άλλο και για την περίπτωσή μας για να προλάβει το λάθος. Είναι το ποίημα «Όσο μπορείς»:

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Αυτό το έγραψε στα 1913. Φυσικά απευθύνεται και στον νέο ποιητή.

Σήμερα, επειδή η ζωή είναι μονότονη, επειδή δεν υπάρχει τίποτα για να πιστέψεις, επειδή απέτυχες στο έρωτα, επειδή δεν έχεις να πληρώσεις τη ΔΕΗ, γράφεις το πρόβλημά σου και νομίζεις πως είσαι ποιητής και αυτό που έγραψες είναι ποίημα. Είναι; Μα η Ποίηση δεν είναι ο Οικονομικός του Ξενοφώντος.

Ακόμα κι αν σήμερα με την τεχνητή νοημοσύνη δίναμε στον υπολογιστή μας δέκα λέξεις και ζητούσαμε ένα ποίημα, το ποίημα θα το έφτιαχναν οι δέκα λέξεις που εμείς δώσαμε. Εμείς πάλι θα είμασταν από πίσω. Σαν να λέμε εμείς με την παιδεία μας, το  ταλέντο μας και τον  Διόνυσό μας! 

Κοντεύει να συμπληρωθεί εκατονταετία  από τον καιρό που έκανε την εμφάνισή του ο κομήτης «Γενιά του τριάντα» και αρκετοί πιάστηκαν  απ’ την ουρά του (κομήτη) ή μιμήθηκαν (τη Γενιά). Η συγκεκριμένη γενιά έχει ποιητές τιμημένους με βραβεία, δύο μάλιστα με Νόμπελ,  και πολλούς άλλους πολύ καλούς που τιμούν την ιδιότητά τους. Κάποιους όμως νεότερους,  τους πλάκωσε η βαριά σκιά της, άλλους, οι πολιτικές καταστάσεις, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, η επταετία, η  μεταπολίτευση, κάποιοι γέρασαν στα λατομεία της Σικελίας και δεν ξεχνούν την ήττα, άλλους τους έφαγαν τα σκυλιά,  οι εκτοπισμένοι, οι εξόριστοι, οι σπουδαίοι  και οι σημερινοί, οι contemporain  και χορτάτοι  δεν έχουν να πουν τίποτε άλλο, παρά να αναμασάνε την παλιά εκείνη αρρώστια τους. Μια γκρίνια για να φαίνεται πως υπάρχουν

Κι ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει ότι δεν επέθανε

λέει ο Σολωμός...

Για το τι είναι Ποίηση έχουν γραφτεί πολλά , αλλά ο ορισμός ο οριστικός ακόμα εκκρεμεί.  Ωστόσο, υπάρχει σαν τον αόρατο αρχάγγελο. Ή τον νιώθεις να φτερουγίζει ή όχι.

Και κάθε μέρα φυτρώνουν ποιητές κι άλλοι, κι άλλοι και όλοι μας ενημερώνουν για πράγματα που δεν μας αφορούν, πουλούν αξίες που κανείς δεν αγοράζει,  ή μάλλον δεν πουλούν τίποτε γιατί το να γίνεις ποιητής σημαίνει πως έχεις κάτι να πουλήσεις που ενδιαφέρει τον αγοραστή. Αν δεν έχεις να πεις τίποτα, τι ποίηση θα γράψεις; Nothing comes from nothing.

Κι έτσι έχουμε τους κακούς  ποιητές που τρέφονται από τα γεγονότα από την  επικαιρότητα, κοιτάζουν στην τηλεόραση το δελτίο ειδήσεων και εμπνέονται μέσα στην ασφάλεια του καναπέ τους - ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου - συγκινούνται από δεύτερο χέρι με τα θεάματα. Αίματα, σφαγές, πόλεμοι, σκοτωμοί. Όμως δεν αρκεί να τα βλέπεις∙  πρέπει το αίμα να στάζει μέσα στο ποίημα λέει ο ποιητής και η μυρωδιά του  να σου μπουκώνει τα ρουθούνια.

Τα όρια καταργήθηκαν αλλά υφίστανται αόρατα. Ο καθείς  και τα όπλα του και οι άοπλοι επίσης∙ ο καθείς, ο κανείς, ο κανένας...

Μια Λυκειάρχης μου Κρητικιά έλεγε: Αυτά τα χείλη έχω μ’ αυτά φιλώ και επίσης έλεγε: για των πολλώ την όρεξη κρέας στο καπηλειό δεν απομένει...  πράγμα που σημαίνει, αφού υπάρχει ζήτηση ο χασάπης θα πουλήσει και τον κατιμά...

Ήγουν, ανάλογα με τις εποχές, τις μόδες  και τα συμφραζόμενα προσωπικά και κοινωνικά έχουμε και «δημιουργούς». Η εποχή καρποφορεί και με χυμώδεις καρπούς και με τα φλούδια τους και με τα κουκούτσια τους... 

Ανθούλα Δανιήλ

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Οκτωβρίου 2024