Εκτύπωση του άρθρου
ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΗΡΩ

Ανοίγω τα μάτια στο ταβάνι
άγνωστου βυθού
σ’ ένα παλιό μου σπίτι
με αίσθημα πνιγμένου
από χρόνια ναυαγού
Φυσαλίδες φωσφορίζουν στον αέρα
στολίζουν το νεκρό
που στο σύρμα κυματίζει
ο αλλοτινός μου είναι εαυτός
που σ’ όνειρο είχα χάσει
 
Έχω αγωνία γνωστή κι αναμενόμενη
φθόγγο το φθόγγο στερεύει το νερό
 
Μια πούλια γίνομαι στου κήπου μου την άκρη
της μάντρας μια λεπτή σχισμή
σταλαγματιά στη κρύα βρύση
μιας καυκαλίθρας η κίτρινη ψυχή
 
Χαρτογραφημένη δίψα πρωινού
στο ταβάνι άγνωστου βυθού
κουλουριασμένη στης γάτας μου το μάτι
είμαι
ο ρόγχος και το ρίγος αρχαίου πανικού.

Κάθε πρωί
κάτω απ’ τα βαριά σκεπάσματα
ξεβλαστώνουν μνήμες
δισταχτικά μισανοίγουνε τα μάτια
βρύα βελούδινα σε βράχο
μικρές οάσεις του κορμιού
λόφοι
λακκούβες σεντονιού
στο βούλιαγμα του ύπνου
 
Όνειρα μνήμες
υποταγμένες σε οροσειρές μαξιλαριού
μνήμες σκληρές
σαν ποταμού κροκάλες
 
οι παιδικές μου μνήμες
με κυνηγούσαν τις προάλλες

Ηρώ Νικοπούλου

Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Ιουνίου 2009