Γράφει ο Βαγγέλης Δημητριάδης
Ηρώ Νικοπούλου, Το πριν και το μετά την παύλα,
Εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
Ματθαίος 6,21
Στην παρούσα ποιητική συλλογή της Ηρώς Νικοπούλου η είσοδος στη συμβατική πραγματικότητα με το μείζον γεγονός της γέννησης και της παραμονής στα εγκόσμια καταχωρίζεται παρατακτικά ως διαρκής «εκκρεμότητα», της οποίας η πορεία οδεύει από την ύπαρξη στην ανυπαρξία με τον ίδιο περίπου τρόπο που συντελείται η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, έτσι ώστε να συνεχίζεται αενάως ο απαράβατος νόμος των όντων. Η ιδέα της κυοφορίας του θανάτου από τη ζωή και τούμπαλιν, ζήτημα καθαρά φιλοσοφικό, μεταφέρεται στην τέχνη της ποίησης για να λειτουργήσει σαν διέξοδος στην ψυχική εξισορρόπηση, μεταλλασσόμενη σε καθαρτήριο και ίαμα δραστικό στον φόβο του αγνώστου που προηγείται και έπεται της ζωής.
Διάχυτη στα ποιήματα του Πριν και το μετά την παύλα η αίσθηση της απώλειας όχι μόνον με την εμπράγματη υπόστασή της αλλά και με τη μορφή προσδοκίας ή ευχής ανεκπλήρωτης. Η διάψευση των ονείρων, η αποκαθήλωση του κεντρικού υπαρξιακού οράματος χρωματίζουν με απογοήτευση τον καμβά του ποιητικού γίγνεσθαι και αποκαλύπτουν την τελευτή ως γεγονός οριστικό και αμετάκλητο εξίσου σημαντικό και συνδεδεμένο με τη γέννηση. Ο χαμός της απραγματοποίητης προσδοκίας βιώνεται με την εμπειρία της μοναξιάς και την αίσθηση του κενού και προσεγγίζεται οδυνηρά αισθητοποιημένη ποιητικά στην υπαρξιακή της διάσταση. Συνάμα αναμοχλεύονται η παρέλευση της παιδικής ηλικίας, των ευχάριστων και δυσάρεστων αναμνήσεων, της αγωνιστικής εφηβείας, αφού στη δεύτερη ενότητα της συλλογής, «Μέρες του σήμερα», αναπολούνται «καλούμπες λεπτεπίλεπτες ονείρων», ενώ πουλιά «βαριά κουρνιάζουν σε σκοτάδι φυλλοβόλο» με τις «φωνές τους» να μεταστοιχειώνονται σε «αδαπάνητες σειρήνες τραγουδιών ξεστρατισμένων».
Το μητρικό σώμα, τόπος εγκλεισμού και δημιουργίας, μικρογραφία του συμπαντικού χάους, τραυματικών εμπειριών και λατρείας, χρησιμοποιείται κατάλληλα για να προβληθεί η απώλεια ιδωμένη από τη γυναικεία σκοπιά με την υπαρξιακή της υπόσταση. Η Ηρώ Νικοπούλου αντιλαμβάνεται και εκφράζει την απώλεια είτε με την αναβίωση στιγμιοτύπων του παρελθόντος είτε αφορμώμενη από την ενδελεχή παρατήρηση παλαιών φωτογραφιών ή ζωγραφικών πινάκων[1] με αναφορές σε αγέννητο παιδί, υπερήλικους γεννήτορες, σκηνές από υποτιθέμενα ή φυσικά περιστατικά, κομβικά στη διαμόρφωση της ανασφαλούς πραγματικότητας, που προβάλλεται αντιστικτικά, προσδίδοντας έμφαση στη στέρηση των χαμένων καλών ημερών, και στα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας: την έλλειψη αγωνιστικότητας, την ανέχεια, το προσφυγικό, την πατρίδα παρούσα στα μάτια των μεταναστών... Τοιουτοτρόπως η ανάμνηση και η ανυπαρξία, έννοιες κατ’ ουσία ασύμβατες, οικοδομούν σε σχέση με το παρόν τη διαλεκτική της απώλειας, η οποία διαχέεται ως επακόλουθο διαχρονικής αγάπης. Γι’ αυτό τονώνεται η δύναμη της ζωής, η ανάγκη της συντροφικότητας, το εύρος της ομορφιάς:
Κι αλήθεια εδώ ποια συστολή / σου λύγισε τον τράχηλο / κι είναι πλάι γερμένο το κεφάλι // Με χάρη ακουμπάς την άκρη του χαρτιού / ένα μικρό ξέρεις λαθάκι / της εκτύπωσης θ’ αρκούσε να το κόψει // Έτσι πώς το ρισκάρισες / στο χείλος του κενού / να στηριχτείς; [σ. 21]
Η ποίηση της Νικοπούλου δεν επιδιώκει να κατισχύσει επί του θανάτου, η ανάσταση υπονοείται και διατυπώνεται έμμεσα με τη μορφή μειωμένης προσδοκίας, και δεν αποκόπτεται από την αίσθηση της αγέννητης –(ή μη) ζωής– και του ανεκπλήρωτου ονείρου. Η παρέλευση της νιότης, η αίσθηση του ανικανοποίητου ή το βίωμα της σταδιακής φθοράς και της προσωρινότητας του κάλλους, η αναβίωση του παρελθόντος ανασκάπτουν γόνιμα τα συντελεσμένα βιώματα και μας παραπέμπουν από το εδώ στο εκεί. Εν τέλει ενώ στα περισσότερα ποιήματα συνήθως ο περιγραφικός ρεαλισμός υπερισχύει της αμφισημίας, μορφικά η ποιήτρια περιδιαβαίνει με οικονομία και μεθοδικότητα τις ατραπούς της θλίψης και καταθέτει τις ισόβιες ματαιώσεις της ζωής στηριζόμενη στην εξ ορισμού εικονοποιητική της δύναμη. Γι’ αυτούς τους λόγους η βατότητα προς την «άλλη γλώσσα» της ποίησης, επιτρέπει την περιήγηση στο Πριν και το μετά την παύλα να ολοκληρώνεται εύληπτα με τρόπο απολαυστικό κι ας αφήνει τη λύπη να ρυθμίζει τον ρου της ζωής:
Τη μονώνεις / την κάνεις κάτι απτό / την πιάνεις και γεμίζουν τα χέρια / τα μάτια στεγνώνουν / την κλείνεις σε χαρτιά / σε παλιά ντουλάπια / την καρφώνεις στον τοίχο / στην αρχή την κοιτάς συχνά / πεινασμένα στοχαστικά / ύστερα κάθε πρωί πριν τον καφέ / τη χαζεύεις αφηρημένα / τέλος την προσπερνάς / δίχως να το καταλαβαίνεις [«Λύπη», σ. 55]
Πυθαγόρειο, 26-6-2018,
Β. Δημητριάδης
[1] ...Το κορίτσι του Ντε Κίρικο / με το κίτρινο φόρεμα / και κολόνια μαργαρίτα / κοιτάζει μελαγχολικά / την κενή θέση του πίνακα... [σ. 30].
Βαγγέλης Δημητριάδης
Ημ/νία δημοσίευσης: 21 Ιουλίου 2018