Εκτύπωση του άρθρου

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ 

ΟΙ ΦΙΛΕΝΑΔΕΣ 


ΟΙ ΦΙΛΕΝΑΔΕΣ  (τα τέσσερα πρώτα ονόματα – ποιήματα προσεχούς βιβλίου που αφιερώνει η Παυλίνα Παμπούδη στις 30 περίπου φιλενάδες της. Τώρα: Αθηνά Παπαδάκη, Αλίκη Καγιαλόγλου, Αρλέτα, Βαρβάρα Μαυρακάκη)


Η Αθηνά

Η Αθηνά είναι μια κόρη σκοτεινή που φέγγει. Απ’ το κεφάλι του πατέρα της, άοπλη ξεπηδώντας κάποτε, θώρακα σφυρηλάτησε από έρωτες αστραφτερούς. Παρθένος πάνδημος, σε γάμου κοινωνία ήρθε, γιο ανταπέδωσε.
Σήμερα δεν χρωστάει. Ταξιδεύει συχνά ή λείπει στο ίδιο πάντα μέρος. Απερίσπαστη, αφουγκράζεται τους χρησμούς, την εκπλήρωση και τη ματαίωσή τους εξορκίζει, με απαλές κινήσεις, καθημερινές, για την ετοιμασία του φαγητού, για το συγύρισμα του κόσμου, για την γραπτή ύλη της μοναξιάς. Μαύρη, αλλά, γνωρίζοντας πράσινη γλώσσα, συνεννοείται με το αειθαλές. Γνέθει τον λόγο, σε μίτους απ’ αυτούς που, άσφαλτα, στον Άδη οδηγούν. Μα δεν τους ερμηνεύει, η συνετή. Μικρά κουβάρια μόνο ξεδιαλύνει, χρησιμοποιεί. Εργάνη, σε φιλέρημο χειμώνα, μικρά στίχων πλεκτά, εαρινά, ετοιμάζει. Για μεγαλύτερα μεγέθη.
 

Η Αλίκη

Μικρή, ζούσε κυρίως μέρα: μόλις σκοτείνιαζε έσκιζε μια σελίδα. Έχασε πολύ μαύρο, μέτρησαν στο μισό τα χρόνια της. Στο ενδιάμεσο, ταξίδεψε, μεγάλωσε, γέννησε κόρη με σημάδι. Έκθαμβη, πάντα, τραγουδά κάτω από τα φώτα με κόμη φλεγομένη. Τραγούδια περγαμόντο, βύσσινο στην ασημένια της φωνή τρατάρει, γλυκόπικρο νεράντζι με τη στάχτη του. Όταν δεν τραγουδά, ταράζεται· βγάζει επιφωνήματα οξέα πουλιών σε πανικό. (Ανέκαθεν είχε φερσίματα πουλιού: ως θήραμα, έβλεπε πάντα δυο ανθρώπους – ή περισσότερους, καμιά φορά – στον ίδιο άνθρωπο, αδυνατώντας με την πλευρική της όραση ν’ αντιληφθεί μόνο τον ένα.)
Όταν, λοιπόν, δεν τραγουδά, τρομάζει: μιλάει πολύ γρήγορα, σαίτα η ασημένια της φωνή, μια προς το μέλλον, μια στο παρελθόν, στα δυο λευκά κουβάρια, πάντοτε, να πλέκεται κι η ίδια, μία καλή, μία ανάποδη, να παγιδεύει την ηχώ της στον ιστό.
Στη γλώσσα των ανθρώπων, όχι, δεν τα κατάφερε ποτέ. Γι αυτό και τραγουδά συνέχεια. Κάτω απ’ τα φώτα και, κρυφά, στον ύπνο της.

 
Η Αρλέτα

Από παιδί, πήρε δώρα πολλά, παιχνίδια θαυμαστά να παίζει: χρώματα, σχήματα, λέξεις, οχήματα, νότες. Κυρίως, μια υγρή και γαλανή φωνή, να προχωράει σε μεγάλα βάθη μπλε, στο πλέον τρυφερό πένθος του μαύρου. Να’ ναι παιδί, επίσης, της δωρήθηκε, ευτυχισμένο, έκπληκτο, απαρηγόρητο, να μείνει ως τα βαθιά γεράματα.
Ήταν περίεργη πάντα, μα φρόνιμη. Τον άνεμο άκουγε προσεχτικά και δεν αντιμιλούσε όταν, αθώα έγκλειστη της πόλης, χανόταν νύχτα σε χαμένα δάση ακολουθώντας ξωτικά και παραμύθια. Η μυωπία της μεγάλωνε ολοένα, καθώς παρατηρούσε από πολύ κοντά τ’ αόρατα. Ο αστιγματισμός το ίδιο, κι έβλεπε πρόσωπα, πράγματα, χώρους, δίχως περιγράμματα σαφή - όπως και είναι, στην ουσία. Αυτό την έκανε να αφαιρείται, εν μέρει, απ’ το παρόν. Έτσι αφηρημένη, προσπέρασε συχνά τη ζωή της, πιστεύοντας ότι ανήκει σ’ άλλους, σκόνταψε σε τοίχους που υπήρχαν ή που δεν υπήρχαν. Έτσι, επίσης, παρέκαμψε και δρόμους κι έφτασε, άθελά της, σε μακρινές ψυχές πιο γρήγορα - πολλές φορές ενώ αυτές δεν είχαν φτάσει ακόμη. (Την αναγνωρίζουν τώρα, όλοι, από το ανεξίτηλο της γαλανής φωνής της πάνω τους.)


Η Βαρβάρα

Η Βαρβάρα αγαπά ένα δράκο. Σχεδόν εκ γενετής. Την περιβάλλει και τον περιέχει. Τις νύχτες βγαίνει αθέατος κυνήγι, τροφή της φέρνει, κρέας και φτερά. Καθώς κοιμάται τη θηλάζει και από μαύρος, γίνεται γαλανός ως το πρωί. Χωρίς να το γνωρίζει, την ημερώνει, την καθησυχάζει, την συγκρατεί, την εμποδίζει να μεγαλώσει βίαια το σύμπαν. Όταν τα μάτια της ανοίγει η Βαρβάρα, λάμπει το Έργο σε καθρέφτη, ατόφιο. Ευτυχισμένο, κατεργασμένο μ’ ένθετες ψηφίδες θλίψης απ’ το άβατο του εγκιβωτισμένου της παιδιού. Τότε, εκείνη κάνει χειρονομίες μεγάλες, ευλογίας, σπασμωδικές, που αφήνουν ίχνη βερμυλίου και σέπιας στα σεντόνια. Μετά, αποφασιστικά, ενσωματώνεται στη μέρα της. Χάνει το Έργο ατόφιο μες στη συνάφεια των πολλών. Βρίσκει στα ξέφωτα με αγωνία και συλλέγει ράκη χρόνου. Το Έργο, πάλι αόρατο, το σπαργανώνει, το τιμά, το σαβανώνει.

Παυλίνα Παμπούδη


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Αυγούστου 2007