Εκτύπωση του άρθρου

CHIARA POLTRONIERI

  

Ορφέας

Μετάφραση:  MICHELE VALLEY



οι θεοί δεν έχουν καμία ανάμιξη
ούτε οι ανώτεροι ούτε οι κατώτεροι
φταίει η ομορφιά

μεγάλη ομορφιά
φέρνει γρουσουζιά
στους θνητούς

το ίδιο με το να βλέπεις τους θεούς

το κεφάλι του
με το σγουρό μαλλί
ήταν τέλειο
σαν τη φωνή του

μια ομορφιά
που σε μάγευε
και άφηνε
αναστατωμένους
γιατί
σαν μέλι
ήταν οι μπούκλες του
και το τιτίβισμα

οι φωνές μας
συγκριτικά
κρώαζαν
όπως κάνουν
οι μαύρες γερακίνες
που σταματάνε
στα χιονισμένα λιβάδια
το μακρύ χειμώνα
στην Θράκη

εμάς δεν μας άντεχε
οι γυναίκες του χωριού
κρατιόταν μακριά
απ’ όλες
από παιδί
ήταν καλά
μονάχα
πλάι στο μουρμουρητό
των πηγών
στο κύλισμα
των ποταμών
στο θρόισμα
των φύλλων
στο μοναδικό
τραγούδι
που συγκρινόταν
με το δικό του
αυτό
των φτερωτών συντρόφων
της άνοιξης

η παιδική του ηλικία
την είχε περάσει
μόνος
μεταμορφώνοντας
το κάθε τι
σε όργανο
τι ψάχνεις Ορφέα ;
τον ρωτάγαμε
όταν ήταν μικρός
και μας απαντούσε
ψάχνω
τη φωνή
των πραγμάτων
έλεγε
εξαφανιζόμενος
με κάτι
που μόλις είχε βρει
στο χέρι
μέχρι που μία μέρα
ένας ξένος
του άφησε
ένα όργανο
με χορδές
αλλά δεν ήταν ο Απόλλων
ήταν ένας ξένος
που πήγαινε για κυνήγι
και που είχε κοιμηθεί
μια νύχτα
στο χωριό

κρατιόταν μακριά
από μας τις γυναίκες
και από τους χορούς μας
το ρυθμό
των  σείστρων μας
το ρυθμό της μουσικής μας
δεν τον άντεχε

είχε μεγαλώσει
αλλά σιχαινόταν
τον έρωτα
και το κρασί
μας μισούσε
εμάς τις γυναίκες
του χωριού
εμείς το ξέραμε καλά
και όταν πέρναγε
το δρόμο
υπερήφανος
πριν εξαφανιστεί
μια από μας
κατάφερνε
πάντα
να τον πειράξει
πότε θα δούμε γάμο Ορφέα ;

οι ποιητές λένε πως αγαπούσε τη φύση
αλλά κάνουνε λάθος
εγώ το ξέρω καλά
ο Ορφέας
ο μαγευτικός
τους μπέρδευε όλους
τη φύση
την μισούσε
μισούσε
το ζευγάρωμα
μισούσε
το φαγητό
και τον αγώνα που δημιουργεί
μισούσε
την αναγκαία αγάπη
μισούσε
τον αναγκαίο θάνατο
με την μουσική του
μάγευε
τα ζώα
και τα μπέρδευε
το αρνάκι
για να τον ακούσει
βρισκόταν
δίπλα
στον διώκτη του
που το κατασπάραζε
μετά από την τελευταία
αρμονία
δεν αγαπούσε
την φύση
ο Ορφέας
αγαπούσε
μόνο
την μουσική του

οι ποιητές λένε
πως αγαπούσε
την Ευρυδίκη
αλλά δεν είναι αλήθεια
εγώ το ξέρω καλά
η Ευρυδίκη
δεν ήταν μία γυναίκα
η Ευρυδίκη
ήταν ένα κοριτσάκι
χωρίς στήθος ακόμα
αδύνατη σαν αγόρι
μονάχα
ένα πράγμα είχε
υπέροχο
το χείμαρρο
των
μαλλιών
όμως τη νύχτα
του γάμου
ο Ορφέας
τα έκοψε
ο Ορφέας
την είχε διαλέξει
γιατί
τα μαλλιά της
ήταν μέλι
σαν τα δικά του
η Ευρυδίκη
αφέθηκε στο κούρεμα
σαν αρνάκι
τα μαλλιά
σκέπασαν
το δάπεδο
με μαλλί ξανθό
τις τα έκοψε
στο μάκρος το δικό του
στη μέση του λαιμού
και την κοίταξε
χαμογελώντας
την είχε διαλέξει
γι’ αυτό
τώρα
ήταν ίδια
μ’ αυτόν
έλαμπε
με την ίδια ομορφιά
την απάνθρωπη ομορφιά
που έχουν
για λίγο
τα παιδιά
ο Ορφέας
έναν καθρέφτη
έψαχνε
και τον είχε βρει

τώρα τριγυρνάγανε
πάντα μαζί
στα λιβάδια και στα δάση
αυτός τραγούδαγε
αυτή ήταν μουγκή
δεν το ξέρατε ;
εκείνη ήταν δώδεκα χρονών
και ήταν μουγκή
μπορούσε μόνο ν’ ακούσει
ήταν ο καθρέφτης του
δίχως φωνή
ο Ορφέας δεν θα είχε αντέξει
τον ανταγωνισμό

η Ευρυδίκη
του Ορφέα
είχε την κορμοστασιά
όχι πολύ ψιλή
όπως του Ορφέα
είχε το σώμα
μικροκαμωμένο και ελαφρύ
τους ίδιους αδύνατους ώμους
τις ίδιες φτερωτές ωμοπλάτες
την ίδια κοντή κοριτσίστικη φούστα
ίσα πάνω από το γόνατο
από πίσω αν τους κοίταζες
απ’ το παράθυρο μου
που είναι το τελευταίο του χωριού
πριν απ’ τα λιβάδια
φαινόντουσαν σαν
δυο αγοράκια
τους ξεχώριζα
μονάχα
από το όργανο
που μόνο ένας απ’ τους δύο
κρατούσε δεμένο
στην πλάτη

δεν τον πειράζαμε πια
εμείς οι γυναίκες
του χωριού
αλλά όλες ήμασταν
αγχωμένες
για την Ευρυδίκη
η καταστροφή
παραμόνευε σαν καταιγίδα
από την πρώτη κι όλας νύχτα
του γάμου
όχι, δεν φοβόμασταν
για την πρόωρη ερωτική μύηση
της  Ευρυδίκης
ξέραμε καλά
πως αυτός δεν θα την άγγιζε
και εκείνη δεν μπορούσε να ξέρει
σας είπα
ότι ήταν ένα κοριτσάκι
φοβόμασταν
γιατί οι γυναίκες
ενός μικρού χωριού
σαν το δικό μας
γνωρίζουν
τα πάντα
και
μας έσφιγγε
σαν  κόμπος
στο λαιμό
το άγχος

έπειτα από λίγους μήνες
όντως
η Ευρυδίκη
πέθανε

από πείνα

οι ποιητές διηγούνται 
ότι ο Αρίσταιος την κυνηγούσε
και ότι πέθανε
γιατί πάτησε
ένα φίδι
αλλά δεν είναι αλήθεια
εγώ το ξέρω καλά
ο Αρίσταιος είναι καλός σαν ψωμί
εγώ τον γνωρίζω
είναι αλήθεια ότι την αγαπούσε
αλλά θα περίμενε
να μεγαλώσει
να γίνει γυναίκα
αν ήταν η σύζυγος
του Αρίσταιου
στην σωστή ηλικία
η Ευρυδίκη
θα είχε γνωρίσει
τον έρωτα
τον αληθινό
όχι τον τραγουδισμένο
τον γλυκό και ζεστό έρωτα των σωμάτων
όχι αυτόν του αέρα
της μουσικής

οι ποιητές διηγούνται
την ιστορία του κυνηγιού
και το δηλητηριώδες δάγκωμα
αλλά κάνουν λάθος
εγώ το ξέρω καλά
ο Ορφέας ήταν
που εφεύρε την ιστορία
η Ευρυδίκη
πέθανε από πείνα
σας το ορκίζομαι
ο Ορφέας
προσπάθησε
να την ταίσει
μουσική
και αγάπη από λέξεις
η Ευρυδίκη
πέθανε
από αυτό
στο τέλος
του καλοκαιριού

χωρίς τον καθρέφτη του
ο Ορφέας σχεδόν τρελάθηκε
εγώ το ξέρω καλά
γιατί τον μάζεψα
και τον ξενύχτισα
στο ντελίριο του

οι ποιητές  διηγούνται
την κάθοδο του
αλλά κάνουν λάθος
εγώ το ξέρω καλά
γιατί τον έχω ακούσει να παραμιλάει
όλες τις νύχτες
στο κρεβάτι μου
η κάθοδος
ήταν το ντελίριο του
σίγα που
οι θεοί του κάτω κόσμου
μπορούν να συγκινηθούν
γιατί ο καινούριος Νάρκισσος
έχασε τον καθρέφτη
αυτούς που δεν συγκινεί
ούτε
το ψυχορράγημα ενός παιδιού
εκείνοι
που περιμένουν
σε κάθε γέννα
να σπάσει η μάνα
σε κάθε καινούριο πόλεμο
να πιούν το αίμα
το πιο νέο και φρέσκο
η κάθοδος
την ονειρευόταν
ο Ορφέας
κάθε νύχτα
κάθε νύχτα
έχανε
το δικό του κοριτσάκι αγόρι
κάθε νύχτα τρελαινόταν
για τον σπασμένο του καθρέφτη
εγώ του δρόσιζα το μέτωπο
του σκούπιζα τα ρυάκια του ιδρώτα

δεν ξέρω
αν τον αποτελειώσαμε
από συμπόνια
ή από εκδίκηση

οι ποιητές διηγούνται
ότι έγινε επειδή μισούσε τις γυναίκες
και δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί
αλλά κάνουν λάθος
εγώ το ξέρω καλά
εμείς δεν μπορούσαμε άλλο
να αντέξουμε την προδοσία
να αντέξουμε την απελπισία του
η προδοσία του και η απελπισία του συμπίπτανε
τραγούδαγε τον έρωτα για την Ευρυδίκη
αλλά εμείς ξέραμε
την αλήθεια
εμείς που το αγαπούσαμε
εκείνο το κοριτσάκι
και περιμέναμε
να μεγαλώσει
για να την κάνουμε μια σαν κι’ εμάς
μια μαινάδα της Θράκης
τρελή
για τον Διόνυσο
για το χορό
για τον έρωτα
για το κρασί
περιμέναμε
να μεγαλώσει
να την κάνουμε μια γυναίκα
ικανή να απολαμβάνει τις χαρές
που αρμόζουν στους θνητούς

για να εκδικηθούμε
τον θάνατο του κοριτσιού
τον κάναμε κομμάτια

έχουν δίκιο οι ποιητές
όταν διηγούνται
πως ήμασταν κατεχόμενες
από τον θεό
αλλά ξέραμε πολύ καλά
τι έπρεπε να γίνει
μεγάλη ομορφιά φέρνει γρουσουζιά
δεν τον θέλαμε πια

οι ποιητές λένε
ότι  μας προσέβαλε
γιατί δεν ήθελε να διαλέξει μεταξύ μας
μια καινούρια νύφη
αλλά κάνουν λάθος
εγώ το ξέρω καλά
πως καμιά από μας δε θα τον είχε θελήσει
και εκείνος ήξερε καλά
πως καμιά από μας
δε θα είχε αφήσει να της κόψουν τα μαλλιά
για να του μοιάζει
τα στήθη μας
εξάλλου
γεμάτα σαν ώριμα φρούτα
δεν θα μπορούσαν
να κοροϊδέψουν κανέναν
εμείς είμαστε γυναίκες
όχι αγόρια
ούτε κοριτσάκια

αλλά δεν τον κάναμε κομμάτια
για μας
τον κάναμε κομμάτια
για εκείνη

και επίσης γιατί άρχιζαν να καταφτάνουν
απ’ όλη την Ελλάδα
για να ακούσουν
τα ψέματα του
για να ακούσουν
το τραγούδι του έρωτα του για την Ευρυδίκη
και την ιστορία της καθόδου του στην κόλαση
όλοι συγκινιόντουσαν
μέχρι δακρύων
για την απελπισία του
δεν μπορούσαμε πια να αντέξουμε
το γεγονός πως κλαίγανε
για τον Ορφέα
ενώ τα κόκαλα
του πεινασμένου κοριτσιού
τα κατασπάραζε
η μαύρη
γη

είχε έρθει πια ο χρόνος
το γνωρίζαμε
ποιά αληθινή αγάπη σκοτώνει ;
μας ούρλιαζε ο τάφος της
μέσα στην σιωπή της νύχτας

έτσι στις αρχές του χειμώνα
συμφωνήσαμε
σκεφτήκαμε
να εκμεταλλευτούμε
την απουσία προσκυνητών
λόγω του κακού καιρού
η Θράκη μπορεί και γίνεται πολύ κρύα
τον προσελκύσαμε
στην γιορτή μας
με μια απάτη
ήταν λυπημένος
γιατί από μέρες
δεν μπορούσε να τραγουδάει
σε κάποιον την ιστορία του
δέχτηκε
αμέσως
να έρθει
τον αφήσαμε
να την τραγουδήσει ολόκληρη
τη μπαλάντα του
σε κάθε στροφή
έβραζε το αίμα μας ξανά
όλο και χειρότερα
σε κάθε στροφή
όλο και χειρότερα
μέσα σε μια στιγμή
τον κάναμε κομμάτια
μονάχα μια στιγμή
όσο ακόμα
έλεγε
το καημένο της όνομα

οι ποιητές λένε
ότι το κεφάλι συνέχισε να τραγουδάει
αλλά δεν είναι αλήθεια
εγώ το ξέρω καλά
γιατί με το κεφάλι του
έχω παίξει μπάλα
και σας διαβεβαιώ
πως σώπαινε
το πέταγα
στις συντρόφισσες
απ’ τις μπούκλες
και στο τέλος
το πέταξα
πολύ μακριά
και το χάσαμε
μέσ’ στο σκοτάδι

οι ποιητές διηγούνται
ότι έφτασε
μέχρι τη Λέσβο
και ότι το νησί
άρχισε να παράγει
τραγούδια
όπως πριν παρήγαγε
φρύγανα

οι ποιητές  ψάχνουν
πάντα
γνωστούς προγόνους
και διηγούνται πως
ο Ορφέας
είχε να κάνει
με τον Απόλλωνα
αλλά κάνουν λάθος
εγώ το ξέρω καλά
γιατί τον είδα που γεννιότανε
γιατί είδα το κεφάλι του
να βγαίνει από την μάνα του
ήδη γεμάτο μπούκλες
εγώ το ξέρω καλά
γιατί τον έχω ακούσει
να  βγάζει
τη πρώτη κραυγή
μια ψιλή νότα
σαν αυτή της ωτίδος
όταν δεν βρίσκει να φαει
στο χιόνι του χειμώνα.

για τον Απόλλωνα
δεν ξέρω τίποτα
ότι ήτανε πολύ
όμορφος
μπορώ να σας το
επιβεβαιώσω
και ότι δεν αγάπησε ποτέ
την Ευρυδίκη
και ότι το κεφάλι του σώπαινε
επιτέλους
όταν
ρίχτηκε στο νερό.

 

Κιάρα Πολτρονιέρι  « Βήματα νερού» 
Chiara Poltronieri   «Passi d’acqua» 
Cierre Grafica Anteremedizioni 2007

Μετάφραση  στα Ελληνικά Michèle Valley


Η Michèle Valley είναι ηθοποιός. Γεννήθηκε στην Ελβετία όπου σπούδασε Δραματική Τέχνη και συνεργάστηκε με σχήματα πειραματικού θεάτρου.

Έζησε δέκα χρόνια στο Παρίσι όπου παρακολούθησε μαθήματα του Antoine Vitez και συνεργάστηκε με αρκετούς θιάσους. Από το 1985 ζει μόνιμα στην Ελλάδα.

´Εχει συμμετάσχει σε ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, τηλεοπτικές σειρές, τηλεταινίες και θεατρικές παραστάσεις.  Μεταξύ άλλων, έχει συνεργαστεί με τους σκηνοθέτες Νίκο Νικολαϊδη, Τώνια Μαρκετάκη, Γιάννη Χουβαρδά και Μιχαήλ Μαρμαρινό.
Παράλληλα, συνεργάζεται  με τον ποιητή Δημοσθένη Αγραφιώτη σε ποιητικά δρώμενα, εναλλακτικές performances και μεταφράσεις  στην αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική γλώσσα.

 

 


 

 

  

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Μαΐου 2010