Εκτύπωση του άρθρου


Πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό σκέπτομαι τη διαχρονία του ποιητικού λόγου, την εξέλιξή του ή μάλλον τη συνεχή διάπλασή του από την αρχαιότητα ως σήμερα- γιατί αδυνατώ να καταλάβω με ποιο τρόπο μπορούμε να εφαρμόσουμε στην αισθητική και στη γλώσσα της ποίησης την έννοια της προόδου ΄ σκέπτομαι λοιπόν ότι η διάπλασή του δεν ακολουθεί και δεν ακολούθησε ποτέ μια ευθεία, οριζόντια γραμμή. Συχνά «οπισθοδρόμησε», «νοστάλγησε» αυτό που ήταν, το μυστικοπαθές ή το απλό, χωρίς όμως να ξαναγίνει αυτό που ήταν, αλλά κάτι άλλο, ενδιάμεσο που μοιραία μεταφέρει, όπως το ποτάμι που η ροή του αναστρέφεται ξανά και ξανά, μέρος από τα υλικά, τα αντλημένα από τα εδάφη όπου πέρασε. `Όπως όλα τα είδη τέχνης, έτσι και η ποίηση μάς εμφανίζεται συνεχώς με μια μορφή υβριδική, σώμα πολλών παραδόσεων, πολλών φωνών, πολλών τεχνικών, αν κι αυτό δύσκολα το καταλαβαίνουμε καθώς το βλέμμα και τα αισθητικά μας κριτήρια, μέσω των οποίων πλησιάζουμε και συναντούμε διαλογικά ένα ποίημα, όσο περισσότερο οπλίζονται από τη λογική της βεβαιότητας τόσο περισσότερο υπόκεινται στη σκλαβιά του ενεστώτος χρόνου.

Ας πούμε, η αέναη διάπλαση της ποίησης είναι από μόνη της ένα παιχνίδι, μια απρόβλεπτη βουστροφηδόν κίνηση, ένα αέναο μέσα-έξω, πίσω-μπρος, πάνω-κάτω που δεν μπορεί να «λησμονήσει» (καθώς όταν το λησμονεί αποδεικνύεται άσοφο, δηλαδή άτεχνο), ότι άντλησε και συνεχίζει να αντλεί από τις δυο αρχέγονες πηγές κάθε οντολογικής αρχής: την υπερβατική και τη χοϊκή. Και πράγματι, από τα προ-ομηρικά χρόνια και ως σήμερα ποιά άλλη αντιθετική κίνηση του ποιητικού λόγου από την παιγνιώδη ασεβή, είναι περισσότερο αναγνωρίσιμη, στους ύμνους και στα έπη; Στην αυστηρή μυσταγωγία της αισχύλειας τελετουργίας και στην ανατρεπτική αριστοφάνεια διακωμώδηση, στην «υψηλή» και στη «χυδαία» γλώσσα όπου μάχονται μεταξύ τους  κατά τον μεσαίωνα τα χρονικά της ιπποσύνης και ο Ραμπελαί ή, στο Βυζάντιο, οι εκκλησιαστικές υμνωδίες με τα Πτωχοπροδρομικά; Σε όλα αυτά υπάρχει μια μετάβαση της μυσταγωγικής, υψηλής ποίησης προς την εκκοσμικευμένη της, μη λόγια μορφή, μια κίνηση του υπερβατικού που χαμηλώνοντας συναντά το χοϊκό.

Το παιχνίδι, από αυτή την πλευρά, όχι ως κανονιστική διαδικασία που υπακούει σε σταθερές λογικές, αλλά ως αυθόρμητο εγχείρημα ποιητικής ανατροπής, στη γλώσσα του, στο ύφος του, στις τεχνικές του αιρέσεις, στους παρατονισμούς και στις παραλλαγές που επιφέρει, αλλά και στο ήθος και στο πνεύμα που εκφράζει- το λυτρωτικό γέλιο των τροβαδούρων μπροστά στην κρεμάλα, η διαβρωτική έως καγχασμού σάτιρα του Καρυωτάκη, ο ευφρόσυνος ερωτισμός του Βάρναλη προτού ντυθεί την πανοπλία του αριστερού πένθους, ο Σεφέρης στα επιμελώς κρυμμένα εντεψίζικα- είναι ένα προαιώνιο μέσο που με τη διαλυτική του ενέργεια ανασυντάσσει και δίνει αίμα στις αρτηρίες του ποιητικού λόγου, θραύοντάς του την ιερουργική επισημότητα και ξηρότητα.  

Αλέξης Ζήρας

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Μαρτίου 2018