Εκτύπωση του άρθρου

Alles Vergängliche
Ist nur ein Gleichnis;
Das Unzulängliche, 
Hier wird's Ereignis;
Das Unbeschreibliche,
Hier ist's getan;
Das Ewig-Weibliche
Zieht uns hinan.*
       
GOETHE: FAUST

 

Δεν θυμάμαι πού διάβασα πως ένας σπουδαίος Άραβας μελετητής του Αριστοτέλη, προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοούσε ο Έλληνας φιλόσοφος με την λέξη «μίμησις», βγήκε να κάνει έναν περίπατο και βλέποντας στον δρόμο μια ομάδα μικρών παιδιών να παίζουν τους «μεγάλους», αρματωμένα με ξύλινα σπαθιά, συνέλαβε το βαθύτερο νόημα της «μιμήσεως». Φαίνεται όμως πως δεν τόλμησε να μεταφράσει τον πολύπαθο φιλοσοφικό όρο με την αραβική λέξη για το «παιγνίδι» (la’iba). Αλλιώς, φαντάζομαι πως αν όχι ο Wittgenstein τουλάχιστον ο Huizinga δεν θα άφηνε αναξιοποίητο το ζήτημα - δεδομένου ότι για τον δεύτερο ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν άρχιζε με τον Ιερό Αυγουστίνο.

Εννοείται πως αν όντως υπήρξε ο εν λόγω σπουδαίος Άραβας και όντως είχε αυτήν την έμπνευση «του δρόμου», δεν βρισκόταν καθόλου μακριά από μια τουλάχιστον –την ουσιωδέστερη ίσως- όψη της «μιμήσεως». Παρά τις ομολογουμένως ηρωικές προσπάθειες της δυτικής φιλοσοφίας να εξηγήσει το γιατί κυλάει ο τροχός, μερικές χιλιετηρίδες μετά την επινόησή του, ο όρος «μίμησις» παρέμεινε επίμονα προσαρτημένος στο αρχαίο σημασιακό τσαμπί: Μίμησις – Παίγνιο - Παιδεία. Ώσπου να πει απροκάλυπτα ο Φαίδρος στον Σωκράτη: «Παγκάλην λέγεις παρὰ φαύλην παιδιάν, ὦ Σώκρατες, το ν λόγοις δυναμένου παίζειν, δικαιοσύνης τε καὶ ἄλλων ὧν λέγεις πέρι μυθολογοντα». Ένα «πάγκαλο» παιχνίδι ψευδών, μιμήσεων, μυθευμάτων, ευεργετικό για την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την πολιτική αρετή. Πάει καλά. Στo κορπορατικό κράτος του Πλάτωνα όλα είναι εργαλεία – ιδίως το παιχνίδι, το οποίο διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, για τα οποία η ποίηση είναι άκρως επικίνδυνη και ως εκ τούτου οφείλει όσα θα ζητούσε από αυτήν ο Ρώσος κομισάριος Andrei Zhdanov -το 1934, στο Πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων- αλλά και ο αντι-σταλινικός Σλοβένος φιλόσοφος Slavoj Žižek – τον Μάρτιο του 2014, στο περιοδικό Poetry: «Η φήμη του Πλάτωνα φέρει το στίγμα του ισχυρισμού του πως οι ποιητές πρέπει να εκδιωχθούν από την πόλη – μια μάλλον λογική συμβουλή, κρίνοντας από την μετα-γιουγκοσλαβική εμπειρία, όπου η εθνοκάθαρση προετοιμάστηκε από τα επικίνδυνα όνειρα των ποιητών!»

Λογικό! Απολύτως λογικό! Παρόλο που η εχθρική στάση των φιλοσόφων απέναντι στην ποίηση δεν είναι ακριβώς ιδεολογική, δεν αφορά στο περιεχόμενό της· ούτε ακριβώς ρητορική, δεν αφορά σε κείνο το «ἡδυσμένω λόγω» του Αριστοτέλη, έπρεπε να περάσουν καμιά χιλιάδα χρόνια για να  διδάξει ο μέγας Άραβας αριστοτελικός Al-Farabi πως άλλο σοφιστική και άλλο μιμητική. «Ο σοφιστής», έγραψε ο Άραβας φιλόσοφος, «παραπλανεί τον ακροατή του, κάνοντάς τον να νομίσει πως ακούει την αντίθετη πρόταση, με αποτέλεσμα να φαντάζεται πως ό,τι είναι δεν είναι και πως ό,τι δεν είναι, είναι· ο μιμητής, από την άλλη, κάνει τον ακροατή του να φανταστεί όχι την αντίθετη, αλλά μια παρόμοια πρόταση. Κάτι ανάλογο μας προσφέρουν οι αισθήσεις. Κάποιος που αναπαύεται, περιέρχεται μερικές φορές σε μια κατάσταση, που τον ωθεί να φανταστεί πως κινείται, όπως όταν βρίσκεται πάνω σε ένα πλοίο που ταξιδεύει και κοιτάζει τους ανθρώπους στην ακτή ή όπως όταν στέκεται ακίνητος, την άνοιξη, και κοιτάζει επάνω το φεγγάρι και τ’ αστέρια, πίσω από τα σύννεφα που ταξιδεύουν γοργά. Αυτές είναι καταστάσεις που εξαπατούν τις αισθήσεις. Ωστόσο, όταν κάποιος κοιτάζεται στον καθρέφτη ή σε οποιοδήποτε άλλο κάτοπτρο, αντιλαμβάνεται πως βλέπει το ομοίωμα ενός αντικειμένου». Μια απλή οπτική, ριζωμένη στην ζωή, που υπάρχει πριν και μετά και γύρω και μέσα στην ποίηση.

Η εχθρική στάση των φιλοσόφων απέναντι στην ποίηση αφορούσε ίσα-ίσα σ’ αυτό που την κάνει ποίηση, σ’ αυτό που έκανε τον Γερμανό γλωσσολόγο Wolfgang Meid να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ποίηση «είναι ουσιαστικά κάθε είδος τυποποιημένου λόγου, που υπερβαίνει την απλή καθομιλουμένη γλώσσα, κάθε επιτηδευμένο από οποιαδήποτε πλευρά γλωσσικό στοιχείο». Συνεπώς, δίκαια θα μπορούσε να πει ο Wittgenstein πως αφού κάθε έκφραση ανήκει σε κάποιο γλωσσικό πλαίσιο, που της δίνει το νόημά της κι αφού αυτό το πλαίσιο είναι ένα «γλωσσικό παιχνίδι», η ποίηση προϋποθέτει ένα ποιητικό πλαίσιο, ένα ποιητικό γλωσσικό παιχνίδι.

Η λέξη «παιχνίδι» ακούγεται φρικιαστικά υποτιμητική, όταν επιχειρεί να προσδιορίσει την ποίηση, μα τι να πει και η φιλοσοφία, που αντιμετωπίζει συνεχείς διώξεως από τους ίδιους τους φιλοσόφους! Δεν είναι δυνατόν να έπαιζαν ο Αλκαίος και ο Dante· ούτε ο Σοφοκλής και ο Shakespeare. Κι όμως αυτό δεν μπορεί κανείς να το ξέρει – καν οι ίδιοι. Το παίγνιο ανήκει στους ριζικούς μηχανισμούς θέσμισης ενός πολιτισμού και ίσως η παιγνιώδης φύση της ποίησης να είναι η απάντηση στο ουσιωδέστερο ερώτημα που έθεσε ποτέ η θεωρία της λογοτεχνίας – δια στόματος Wolfgang Iser: «Γιατί οι άνθρωποι επιμένουν να κάνουν λογοτεχνία τόσους αιώνες;» Διότι τους αρέσει να παίζουν με την γλώσσα. Εννοείται πως τα παιχνίδια με την γλώσσα είναι παιχνίδια με τις παραστάσεις, τα συναισθήματα και τις προθέσεις μας. «Τὸ δὲ ὂν λέγεται μὲν πολλαχῶς, ἀλλὰ πρὸς ἓν καὶ μίαν τινὰ φύσιν καὶ οὐχ ὁμωνύμως», δηλώνει ο Αριστοτέλης. Και «πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. σημεῖον δ' ἡ τῶν αἰσθήσεων ἀγάπησις» - πάλι ο Αριστοτέλης. Το ποιητικό παίγνιο θα μπορούσε να είναι ο επίμονος ανταγωνισμός του «πολλαχῶς» και του «μίαν τινὰ φύσιν καὶ οὐχ ὁμωνύμως». Σίγουρα όμως η ποίηση δεν μπορεί να ξεφύγει από την «τῶν αἰσθήσεων ἀγάπησιν». Αγαπούν οι άνθρωποι τις αισθήσεις τους. Ευχαριστούνται να βλέπουν, ν’ ακούν, ν’ αγγίζουν, να μυρίζουν τον κόσμο – προφανώς επειδή ο κόσμος είναι για τις αισθήσεις και οι αισθήσεις για τον κόσμο. Τον ον σπασμένο σε δυο κομμάτια, που όταν συμβάλουν, ξαναφτιάχνουν το ον. Στο μεταξύ, τα κότσια –τα αρχαιότερα σύμβολα αναγνώρισης των φίλων- θα διέσχιζαν τους αιώνες ως το πλέον αγαπημένο παιχνίδι. Το αληθώς είναι προς ως παιχνίδι!   

Να η μήτρα του υποκειμένου. Του ποιητικού υποκειμένου η μήτρα;  Ο ποιητής Robert Graves  [1895-1985], κλασικιστής με βλέμμα ασκημένο στην πρακτική πλευρά της ζωής, ανέπτυξε στο βιβλίο του Περί Αγγλικής Ποίησης μια θεωρία για την προέλευση της ποίησης.  Ένας πρωτόγονος ονειρεύεται, τρομάζει από το όνειρό του και πηγαίνει στον μάγο της φυλής για να του το ερμηνεύσει. Ο μάγος μπορεί να κάνει οτιδήποτε -οτιδήποτε θα καθησυχάσει τον πρωτόγονο- αρκεί να το κάνει με εντυπωσιακό τρόπο· έτσι, αρχίζει να μουρμουρίζει, ίσως να χτυπάει τα πόδια του στη γη· ο ρυθμός αρέσει στους ανθρώπους, τα λόγια του αποκτούν ρυθμό· στους ανθρώπους αρέσει να ξανακούνε, τα λόγια του αποκτούν σταθερό ρυθμό· στους ανθρώπους αρέσει η επανάληψη και τα λόγια του γίνονται έμμετρα. Η ποίηση αρχίζει ως πρακτικό ζήτημα, για χρήση. Αυτό καθησυχάζει τον πρωτόγονο. Ίσως απλά να ξανακούει —τραγουδιστά αυτή τη φορά— το όνειρο που διηγήθηκε στον μάγο, αλλά ησυχάζει· είναι κάτι σαν εξορκισμός. Αλλά οι μάγοι είναι τετραπέρατοι: η ερμηνεία γίνεται τραγούδι, σύμβολα δημιουργούνται και συνδέονται μεταξύ τους, ικεσίες αναπέμπονται, η ποίηση εκρήγνυται.

Τι κάνει ο μάγος; Δεν ερμηνεύει, δεν σχολιάζει, δεν αναζητά την αλήθεια. Κατασκευάζει μιαν αλήθεια ή μάλλον μιαν ορθότητα, δίνει στο πολλαχῶς λεγόμενο ον έναν κόσμο συμβατό με την πολλαπλότητά του, θεραπεύει τον τρόμο της μίας φύσεως, η οποία απαιτεί -και δεν θα μπορούσε να μην απαιτεί- τον εγκλεισμό της ψυχής στην αναγωγή: είδα όνειρο κακό-θα πάθω κακό! Ο μάγος παίζει, επιδίδεται σε μια δραστηριότητα αναπαραστάσεων και δυνάμεων, η οποία δραστηριότητα θα συμπεριλάβει αργότερα -πολύ αργότερα- αποδείξεις και εξηγήσεις και ερμηνείες και αναγωγές, πέφτοντας στον γκρεμό της άχρονης ταυτότητας. Θα πέσει, αλλά δεν θα ξεχάσει την παιγνιώδη μήτρα της. Κόρη μιας «παιχνιδιάρας» μητέρας -της «μιμήσεως», δηλαδή- καταπιάνεται με την απόκρυψη της καταγωγής της. Αποκτά κανόνες, στόχους και πρωτόκολλα, τα οποία κωδικοποιούν την ψυχική και σωματική διέγερση. Κατορθώνει έτσι να δημιουργήσει αριστουργήματα. Αλλά ακριβώς διότι είναι κόρη μιας «παιχνιδιάρας» μητέρας· ίσα-ίσα επειδή ανάμεσα στους στίχους αποδεικνύεται αντάξια της μητέρας της.

Το παράδοξο με την ποίηση: είναι ποίηση γι’ αυτά που δεν λέει!

Όμως η ψυχή έχει απίστευτη πλαστικότητα. Μπορεί να πει «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω» και μετά «Σκέπτομαι πως υπάρχω επειδή σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Κι αυτές οι δυο φράσεις να είναι ισοδύναμες ακριβώς επειδή δεν λένε το ίδιο πράγμα.

Κάποτε θα καταλαβαίναμε μοιραία πως το παιχνίδι της ποίησης παίζεται στο κενό, σε κείνο το χάος, που είναι η μήτρα της ανυπαρξίας νοήματος, αυτό που δεν μπορεί αλλά πρέπει να ειπωθεί: η παραφροσύνη ενός ζώου, που αρνείται το ζώο του, πετώντας του λέξεις σαν πέτρες, για να μην το χάσει. Ένας τάφος δεν μπορεί να φύγει, να χαθεί, να απορρίψει, να ακυρώσει...

Η ποίηση όμως δεν φτιάχνεται με λέξεις. Η ποίηση φτιάχνει γλώσσα. Δεν πρόκειται για ένα ακόμα «γλωσσικό παίγνιο». Εισβάλει σε όλα τα «γλωσσικά παίγνια», κρατώντας τα δικά της «κότσια», διατυμπανίζοντας τους δικούς της κανόνες και στόχους.

Άλλο παράδοξο – το μεγαλύτερο: ποίηση είναι οτιδήποτε περνάει για ποίηση, δίχως να μπορεί να καθοριστεί τι ακριβώς είναι ποίηση. Ἡ δὲ ποίησις λέγεται μὲν πολλαχῶς καὶ πρὸς πολλὰς φύσεις καὶ ὁμωνύμως! Το παιχνίδι συνίσταται στην συνεχή κριτική, ανατροπή και επανασύσταση του παιχνιδιού. Σ’ αυτήν την δουλειά, όλα επιτρέπονται. Ο ποιητής μπορεί να κάνει οτιδήποτε θα καθησυχάσει τον πρωτόγονο άνθρωπο, που ζει μέσα σε κάθε άνθρωπο, για λόγους εντελώς ανθρώπινους.

* Παν το θνητόν/Σύμβολα στρώνει/Και το φθαρτόν/Εδώ μεστώνει./Το μη εφικτόν/Εδώ θα γίνει/Το αεί θηλυκόν/Είναι σαγήνη.     
                                                                    Μτφρ: Πέτρος Μάρκαρης.                     

Γιώργος Μπλάνας
(© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Μαρτίου 2018