Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Ασπασία Γκιόκα

 

 

Παναγιώτα Λάσκαρη, “Μικρή σπουδή πάνω στο πρόσωπο ενός Τεύκρου – Συνομιλώντας με τον Γιώργο Σεφέρη” εκδόσεις Κουκκίδα, Δεκέμβριος 2020

Η Παναγιώτα Λάσκαρη, γεννημένη στην Αθήνα το 1968, είναι καθηγήτρια φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η πρώτη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Εν κρυπτώ κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις των Φίλων τον Νοέμβριο του 2017.

Ήδη από τον τίτλο του νέου της βιβλίου, η ποιήτρια με περισσή συστολή προειδοποιεί τον αναγνώστη ότι πρόκειται για «μικρή σπουδή»  στον ηρωικό τοξότη του τρωικού πολέμου, ενώ ο υπότιτλος φανερώνει ότι αυτό θα γίνει μέσα από τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη.

«Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη», έγραψε ο Γ. Σεφέρης τον Σεπτέμβριο του 1955 στη σημείωση της πρώτης έκδοσης[1] των κυπριακών ποιημάτων του,[2] η επενέργεια των οποίων λειτουργεί ακόμη και μετά από εξήντα πέντε χρόνια. Γιατί φαίνεται ότι  η συλλογή  Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄, η αφιερωμένη «Στον Κόσμο της Κύπρου» με «Μνήμη και Αγάπη», όπου, σύμφωνα με τον Γ. Σαββίδη, «ποτέ ίσως η τέχνη του Σεφέρη δεν υπήρξε πιο πολύτροπη στην επεξεργασία του υλικού της [και] στην ενορχήστρωση των θεμάτων της»,[3] εξακολουθεί, όχι μόνο να διαβάζεται ή να μελετάται, αλλά να δίνει έμπνευση σε καλά ποιήματα, όπως αυτά της Παναγιώτας Λάσκαρη. Η συνάντηση του έργου του Σεφέρη με αυτό της νεότερης ποιήτριας φανερώνει μάλιστα μια ουσιαστική πρόσληψη του σεφερικού έργου, καθώς και μια στοχαστική διαπραγμάτευση μαζί του.

Ο Τεύκρος αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα Ελένη που γράφτηκε από τον Γ. Σεφέρη το 1953, όταν ο ποιητής ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν, κατά την επιστροφή του στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του τού επέρριψε ευθύνες για την αυτοκτονία του αδελφού του, ο Τεύκρος, υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα, έφυγε για την Κύπρο, όπου και ίδρυσε πόλη με το όνομα Σαλαμίνα για να του θυμίζει την πατρίδα του.

Ο Τεύκρος λοιπόν, ο Γ. Σεφέρης, αλλά και η Π. Λάσκαρη, αποτελούν τις τρεις κορυφές του τριγώνου των ποιημάτων, όπου θα δούμε να συμβαίνει μια πολλαπλή και από πολλές πλευρές ενδιαφέρουσα ταύτιση που καθιστά μετωνυμικά νόμιμη τη συνομιλία της ποιήτριας με όλα τα ποιήματα της κυπριακής συλλογής του Σεφέρη, αλλά και με όλο το σεφερικό κόρπους.  Γιατί είναι φανερό ότι αυτό το «εσύ», το πολλές φορές επαναλαμβανόμενο β΄ Ενικό απευθύνεται όχι μόνο στον ηρωικό τοξότη και στον μεγάλο ποιητή, αλλά παράλληλα υποκρύπτει και ένα προσωπείο της σύγχρονης ποιήτριας.

Πρέπει από την αρχή να επικροτήσω τη διάταξη της ύλης του βιβλίου, καθώς θεωρώ ότι η παράθεση αριστερά των σεφερικών στίχων και δεξιά του νέου ποιήματος είναι πολύ επιτυχής, γιατί, χωρίς να δεσμεύει τον αναγνώστη, τού δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει εκείνος αν θα διαβάσει τους σεφερικούς στίχους ή όχι. Είναι θετικό επίσης το ότι η σειρά των ποιημάτων αντιστοιχεί ακριβώς στη διάταξη της σεφερικής συλλογής, γεγονός που συνεισφέρει στην ενότητά τους. Η συνομιλία ξεκινά ήδη από τους τίτλους που είναι εμπνευσμένοι κυρίως από τους παρατιθέμενους σεφερικούς στίχους, ενώ πολλοί διασώζουν ίχνη σεφερικά ακόμη και όταν το περιεχόμενο του νέου ποιήματος δύσκολα τα αποκαλύπτει. Είναι επομένως στην πλειοψηφία τους θεματικοί, ενώ κάποιοι λίγοι φανερώνουν  και μία συνομιλία σε επίπεδο είδους ή μορφής, όπως π.χ. στο: ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΛΒΩΜΕΝΗ ΤΕΡΑΚΟΤΑ.

Θα δούμε στη συνέχεια ότι μέσα στο κυρίως σώμα των ποιημάτων η συνομιλία με λέξεις, φράσεις, ιδέες, εικόνες, συντακτικές δομές, ρητορικά σχήματα και πάσης φύσεως σεφερικά διακείμενα διεξάγεται σε πολλά επίπεδα καθώς η ποιήτρια σχολιάζει, επεξηγεί, επεκτείνει, εκφράζει τη δική της γνώμη, στοχάζεται, ψάχνει για τη δική της αλήθεια, μπορεί ακόμη και να διαφωνεί. Υπάρχει μάλιστα μια εμφανής κλιμάκωση σε αυτήν την ποιητική συνομιλία που, αρχίζοντας από το αυτονόητο δέος απέναντι στον μεγάλο ποιητή, καταλήγει σε μία με ίσους όρους συνομιλία.

Έτσι, το πρώτο ποίημα της συλλογής που συνομιλεί με το σεφερικό «Αγιάναπα, Α΄», ακόμη και με τον τίτλο του, μάλλον υποκρύπτει μια τέτοια ταπεινή εξομολόγηση εκ μέρους του ποιητικού υποκειμένου κατά την οποία, μέσα από μια Νέκυια, οι νεκροί θα αποφασίσουν να μιλήσουν, γιατί «τα πράγματα σπαρταρούν». Όμως, η Σιωπή είναι αυτή που τελικά θα κυριαρχήσει:

Με Φως Αδόκιμο
Να βλέπεις πέρα απ’ τη φωνή είναι Σιωπή
τότε που αγλαΐζει η μέρα με φως αδόκιμο
πίσω από κόρφο του βουνού και χαρακιά της θάλασσας.
Που οι τέλειες πανοπλίες διαθλώνται κι εν τέλει χάνονται.

Μα θέλει μήνες και χρόνους  το χαλί κόκκινο να το
    στρώνεις
και τους νεκρούς να κάνεις να μιλήσουν.
Τότε, πολύ μετά, κι αίφνης σαν
στο φως σπαρταρούν τα πράγματα
κι εσύ, εντός του.

Πολύ μετά, Σιωπή.
 

Από την άλλη, μια συνομιλία με ίσους όρους μπορούμε να διακρίνουμε στο ποίημα με τον μάλλον περίεργο τίτλο: ΦΑΓΟΥΣΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Αν και φαινομενικά έχει τις λιγότερες ή δυσκολότερο να αναγνωριστούν σεφερικές αναφορές, θεωρούμε ότι αποτελεί μια εις βάθος συνομιλία με τον ποιητή, ενώ παράλληλα διαγράφει μια δική του αυτόνομη πορεία στην ποιητική τροχιά. Η ποιήτρια το συνάπτει με στίχο από το Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά του Γ. Σεφέρη για το οποίο πολλές ερμηνείες έχουν προταθεί· η Λάσκαρη, πέραν του  εμφανούς πεζολογικού  χαρακτήρα μέρους του ποιήματός της που παραπέμπει σε αυτό, ενδιαφέρεται λιγότερο για τις παλιές μεσαιωνικές ιστορίες και  περισσότερο για τη στάση ζωής του μοναχού αγίου Νεοφύτου. Είναι αυτός που με άγρυπνα μάτια αντιστέκεται σε κάθε ανήθικη απαξίωση της ιστορίας· με αυτόν ταυτίζεται το ποιητικό υποκείμενο και  υποδεικνύει τη στάση ζωής που θα φέρει τη λύτρωση·[4] η λύτρωση αυτή θα έρθει μέσα από την αυτογνωσία όπως προτρέπει και ο Μάρκος Αυρήλιος (Τα εις εαυτόν, Ζ 59), το απόφθεγμα του οποίου απηχεί και η παραίνεση του ποιητικού υποκειμένου:

-Σκάψε στον βράχο σου στενή `
βαθιά μικρούλα κρύπτη
κι απ’ του πελάου τον αφρό
ανθός δεν θα σου λείπει.

Παρόμοια προτροπή διακρίνουμε και στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, όπου με όχημα το σεφερικό Όνειρο και με υλικά σεφερικά, όπως τη συνήθη γνωμική γενίκευση, η ποιήτρια αρχίζει να πλάθει τα δικά της όνειρα, αλλά και να δίνει τη δική της συμβουλή στον Τεύκρο:

Ο νόστος θέλει πλεούμενο όνειρο να προηγηθεί.

Ένα από τα πιο επιτυχημένα ποιήματα ως προς τη συνομιλία με τον Γ. Σεφέρη θεωρούμε το ακόλουθο:

ΦΩΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

Όλα είναι πάλι εδώ. Ο άγιος Μάμας,
η αγια-Μαρίνα, η Παναγιά η Φορβιώτισσα,
το μαγγανοπήγαδο και εκείνη η περιδιάβαση στην
    κόλαση…
Α! και τα βέλη σου, στην καρδιά του στόχου.
Μα, δε βαριέσαι, ποιος ασχολείται με ελαφρά οπλισμένους
εμπειροπόλεμους;

Η μνήμη πονάει όταν φωτογραφίζει την παρ’ ολίγον
Ομορφιά, τότε και τώρα, από διαβολική συνήθεια
παρ’ ολίγον…

Το ποίημα συνομιλεί με το πολύ γνωστό Λεπτομέρειες στην Κύπρο και παρατίθεται στα δεξιά των τριών τελευταίων στίχων του:

Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

Ο τίτλος του είναι από τη «συγκινησιακή κατακλείδα» του σεφερικού που, σύμφωνα με την Κατερίνα Κρίκου-Davis, κάνει το ποίημα να ξεχωρίζει, καθώς μαρτυρεί έναν ιδεολογικό προσανατολισμό μακριά από μοντερνιστικά πρότυπα που κυριάρχησαν σε προγενέστερα έργα του ποιητή.[5] Η Π. Λάσκαρη αναδεικνύει το βάρος αυτής της φράσης και χρησιμοποιώντας διακειμενικά αλλά και πραγματολογικά στοιχεία από το σεφερικό ομόλογο αποδίδει επιτυχώς, έστω συνοπτικά, την κυπριακή ουσία του ποιήματος· δε μένει όμως εκεί, αφού προεκτείνει τη σκέψη του ποιητή, σχολιάζει  και φέρνει τα πράγματα στο δικό της παρόν. Και όλα αυτά, ενώ παράλληλα διατηρεί το προσωπείο του Τεύκρου ως προνομιακού συνομιλητή, αλλά και άμεσα εμπλεκόμενου στα τραγικά παιγνίδια της ανθρώπινης μοίρας.

Σε ένα από τα τελευταία ποιήματα της συλλογής, υπάρχουν εμφανείς αναφορές στον Ανδρέα Κάλβο αλλά και υπαινιγμοί σε άλλους πατέρες-ποιητές, όπως στον Σολωμό ή τον Παπαδιαμάντη που έρχονται αυτοβούλως να βοηθήσουν το ποιητικό υποκείμενο να ξεπεράσει τη ψυχική γύμνια του παρόντος και να επιτρέψουν στο φως να επιστρέψει. Μαζί με το ελπιδοφόρο μήνυμα του ποιήματος και με στίγματα-πινελιές κυπριακού χαρακτήρα, κατατίθεται εδώ συνοπτικά η αλήθεια της ποιήτριας που κορυφώνεται με την ωραία, καλβικής προέλευσης, παρήχηση στο τελευταίο τρίστιχο του ποιήματος:

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ…

…………………………..

Ακόμα κι ακόμα το θερκό
Ακόμα κι ακόμα κι ακόμα το Φως
Ακαταπαύστως..

Το επόμενο, τελευταίο ποίημα της συλλογής, αντίκρυ σε τέσσερις στίχους από το Οι γάτες τ’ Αï Νικόλα, συνομιλεί επιτυχώς με το αντίστοιχο σεφερικό όχι μόνο ως προς το θέμα του, αλλά και το όλο στήσιμο ή τη μορφή. Στον Σεφέρη μέσα σε εισαγωγικά από την αρχή παρατίθεται ο λόγος του καπετάνιου κάποιου καραβιού που, κατά τον πλου προς την Κύπρο,  αφηγείται παλιές ιστορίες όπως αυτή με τις γάτες που εξολόθρευσαν τα φίδια στο νησί, ενώ ξαφνιάζει  στο τέλος η επιτακτικά αδιάφορη φωνή του τιμονιέρη.

Αλλά και στη συλλογή της Λάσκαρη από την αρχή ακούγεται κάποιο πρόσωπο που εν πλω αφηγείται προφητεύοντας σε συμβολικό όμως επίπεδο, ενώ στον τελευταίο στίχο παρατίθεται αυτούσιος ο καταληκτικός του Σεφέρη. Η σύγχρονη ποιήτρια μεταφέρει με αξιοζήλευτο τρόπο τον παραμυθικό-προφητικό τόνο του σεφερικού ποιήματος, συνδέοντάς τον με τη βάσανο της ποιητικής γραφής που προμηνύει τη ψυχική κάθαρση. Κάποια αναμενόμενη κάθαρση άραγε δεν υπονοεί και η επιγραφή από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου στο σεφερικό ποίημα; Η σύνδεση του ποιήματος με τη δήλωση του Γ. Σεφέρη κατά της δικτατορίας που είχε γίνει λίγο νωρίτερα, νομιμοποιεί αυτή την άποψη.

Τὸν δ’ ἂνευ λύρας ὃμως ὑμνωδεῖ
θρῆνον Ἐρινύος
αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων
ἐλπίδος φίλον θράσος.
[6]

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.

Το ποίημα ΠΛΕΥΣΗ ΒΑΘΙΑ συνομιλεί με τη Σαλαμίνα της Κύπρος του Σεφέρη, ενώ  επικεντρώνεται περισσότερο σε στίχο από τους Ψαλμούς του Δαυίδ που υπάρχει σε αυτό. Έτσι αποκτά μιαν αποκαλυπτική ερωτική οπτική, χωρίς να αγγίζει άλλα σύνθετα θέματα του σεφερικού που έχουν να κάνουν με το παρόν και το μέλλον της Κύπρου ιδωμένα μέσα από το γενικότερο πανανθρώπινο δράμα.

Στο ποίημα ΣΤΗ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ ΤΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ θέματα όπως η ομορφιά αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες αναδεικνύουν τη συγχώνευση μύθου-ιστορίας και πραγματικότητας. Οι δύο τελευταίοι στίχοι, απορρηματικά δοσμένοι, φαίνεται να αναζητούν μάταια μιαν απάντηση  αφού «το νόημα πάντα υπολανθάνει». Για ποιον άραγε, τον Τεύκρο, τον Σεφέρη ή μήπως τη σύγχρονη ποιήτρια;

Ωστόσο, εσύ, τι γύρευες κουβέντα[7]
Στον εσπερινό μ’ έναν σακάτη;

Στις σκοπιμότητες αυτές αντιπαρατίθεται το ποιητικό υποκείμενο με το ποίημα ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΑΛΗΘΩ, φράση που θυμίζει τη σχετική με τη ματαιότητα του πολέμου φράση-σύμβολο του Σεφέρη, «για μιαν Ελένη». Θεωρούμε πολύ ευρηματικό το πεποιημένο όνομα Αληθώ, προσωποποίηση της αλήθειας για την οποία υπάρχουν πολλοί τρόποι να εξολοθρευτεί, σύμφωνα με τον σαρκασμό του πρώτου στίχου. Το ποίημα πυροδοτούν οι στίχοι από  το Ο Δαίμων της πορνείας του Σεφέρη:

όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.

Και ενώ ο Σεφέρης με λεπτή, καβαφική ειρωνεία περιγράφει τα πράγματα, η Λάσκαρη αποδίδει πιο καθαρά τον αμοραλισμό και την αναλγησία των βασιλικών συμβούλων του χρονικού. Με νύξεις για τον μύθο του τρωικού πολέμου που ανάγεται σε ιστορία διαχρονικής εξαπάτησης, ο Τεύκρος κατηγορηματικά και καθαρά προβάλλει ένα άλλο όραμα, την αλήθεια, η οποία προσωποποιείται με τη μορφή της όμορφης, αγνής κοπέλας που λέγεται Αληθώ  που είναι όμως επιμελώς κρυμμένη για τους πολλούς.

Μέσα σε κρύπτες άπορες για τους φτωχούς αδιάβαστους
Παραμυθιών και χλοερών σημάτων αδαείς.

Στην Αληθώ λοιπόν πρέπει να στηριχτούμε και όχι στη λιβιδώ, λέξη από το ποίημα Στα περίχωρα της Κερύνειας που μάλλον προκάλεσε τον συνειρμό. Υπάρχουν εδώ εξ άλλου και άλλες αναφορές  στο σεφερικό ποίημα, όπου ο Σεφέρης μιλάει για έναν ποιητή τον οποίον αποκαλεί κυνικό και φιλέλληνα.[8]

                                             -Γνωρίσατε τον ποιητή,
ή κάτι τέτοιο, που έμενε τον περασμένο μήνα εδώ;
Το αίσθημα τ’ ονομάζει παλίμψηστη λιβιδώ·
πάρα πολύ ασυνήθιστος· τι θέλει
να πει, δεν το ξέρει κανείς· κυνικός και φιλέλλην.

Στο ποίημα της Λάσκαρη το παραμύθι του τρωικού πολέμου αντιπαρατίθεται με αυτό της ωραίας Αληθώς, σαν να προκρίνεται το συναίσθημα έναντι του πολέμου, η ζωή έναντι του θανάτου, εντέλει η λυρική ποίηση έναντι του έπους. Κι όλα αυτά στη ψυχή και στις σκέψεις «ενός Τεύκρου».

Πρέπει να επισημάνουμε τέλος τρία συνεχόμενα ποιήματα της συλλογής τα οποία διαθέτουν ρυθμό και αναδίδουν έντονη μουσικότητα, υπακούοντας ίσως και στη σεφερική παρένθετη επιγραφή (Στίχοι για μουσική) από το Αγιάναπα, Β΄. Μουσική αναβρύζει είτε από το άσμα των αηδονιών, αναφορά στην επωδό της Ελένης, είτε από τη λυρική περιγραφή και το παιγνίδισμα της γέρικης συκομουριάς, είτε από την επισήμανση (στον τίτλο αλλά και μέσα στο σώμα του ποιήματος) έργου του Μπετόβεν.

Τα ποιήματα συνομιλούν σε επίπεδο νοημάτων με την Ελένη, την Αγιάναπα, Β΄ και τη Μνήμη, Α΄ του Γ. Σεφέρη, ενώ στο τελευταίο απευθύνεται πρόσκληση στον ομηρικό Τεύκρο να έρθει να δει την αθλιότητα που βιώνει στο παρόν το ποιητικό υποκείμενο, που όμως ελπίζει σε καλύτερο μέλλον, με προτροπές όπως αυτές του τρίτου ποιήματος:

Υπάρχει λύση: να θάψεις τη φλογέρα
και να γίνεις ο νέος Ορφέας
μετά Θάνατον.

Πιστεύουμε ότι σε όλα τα (συνολικά 18) ποιήματα της Λάσκαρη, διατυπώνεται ένας πολύ ενδιαφέρων και γόνιμος διάλογος με τον Γ. Σεφέρη. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα ότι κυριαρχούν θέματα ποιητικής, σαν η νέα ποιήτρια να θέτει ερωτήματα και να ζητά απαντήσεις από τον μεγάλο ποιητή σχετικά με την ποιητική τέχνη.[9]

Όπως στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄,[10] η Κύπρος πρωταγωνιστεί και εδώ, με τρόπο όμως πιο αχνό και διακριτικό, αφού προέχει η συμβολική διαπραγμάτευση της τραγικής μοίρας του Τεύκρου. Ποιήματα πιο εσωστρεφή, όπου αποτυπώνονται κυρίως συναισθήματα όπως αγάπη, έρωτας, μοναξιά, και λιγότερο βασικά θέματα της κυπριακής συλλογής του Σεφέρη, όπως ο αισθησιασμός ή το εθνικό ζήτημα της Κύπρου.

Κλείνοντας, πρέπει να επισημάνουμε ότι πρόκειται για μια συλλογή που αξίζει να διαβαστεί, όχι μόνον από όσους ενδιαφέρονται να ανιχνεύσουν τον λόγο του Γ. Σεφέρη μέσα στα ποιήματα της Λάσκαρη, αλλά και από αυτούς που αναζητούν μία ενδιαφέρουσα, ήρεμη, συνειδητή και αυτόνομη φωνή που ψάχνει μέσα στα σημερινά σκοτάδια για να αναδείξει τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων· γιατί η ποιήτρια αναδεικνύει και στην πράξη τα λόγια του ποιητή που έχει σαν προμετωπίδα της συλλογής της:

Το ακραίο όριο όπου τείνει ο ποιητής
είναι να μπορέσει να πει «γεννηθήτω φως»
και να γίνει φως
.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Ασπασία Γκιόκα

© Poeticanet       
 


[1] Στην α΄ έκδοση του 1955 ο τίτλος της συλλογής ήταν: ...Κύπρον ου μ΄εθέσπισεν..., απόσπασμα φράσης από την Ελένη του Ευριπίδη, όπου ο Τεύκρος αναφέρει τον χρησμό του Απόλλωνα.

[3] Γ. Σαββίδης, ό.π., σ. 314
 

[4] Βλ. και Γ. Σεφέρης, σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις, Ζ΄ Θερινό Ηλιοστάσι.

[5] Κατερίνα Κρίκου-Davis, ό.π., σ. 215.

[6]                                    κι όμως, πώς,

ψέλνει από μέσα μου η καρδιά

χωρίς κιθάρας συνοδεία

των Ερινύων το θρήνο, που κανείς

δεν της τον έχει ποτέ μάθει;

κι αχ! της γλυκιάς ελπίδας το καλό

το θάρρος μού έφυγε κι εχάθη.(μετ. Ι. Γρυπάρης)

[7] Εσύ τι γύρευες; Επί σκηνής, Γ΄.

[8] Για τον ποιητή πίσω από τον οποίο μπορεί να υποκρύπτεται ο Λώρενς Ντάρρελ, αλλά και για την «παλίμψηστη λιβιδώ», βλ. Νάτια Χαραλαμπίδου, «Κύπρος και Σεφέρης, ‘’ Στα περίχωρα της Κερύνειας’’, Μια απόπειρα ερμηνείας της διαλογικής μορφής του ποιήματος», Ο Σεφέρης στην Πύλη της Αμμοχώστου, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 1987, σσ. 263-321.

[9]Αντίθετα, στο ποιητικό έργο του Σεφέρη υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σχετικά με την ποιητική του τέχνη, βλ. Γιώργος Σαββίδης, «Μια περιδιάβαση. Σχόλια στο.. Κύπρον, ου μʹ εθέσπισεν...», ό.π., σ. 386.

[10]βλ. Γιώργος Γεωργής, «Δ’  Ένας καρποφόρος απολογισμός», Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών, Αθήνα, Σμίλη 1991.


Η Ασπασία Γκιόκα είναι φιλόλογος με διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών στον χώρο της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη νεοελληνική λογοτεχνία του 20ού αιώνα, τη διακειμενικότητα και τη σχέση της λογοτεχνίας με τις καλές τέχνες. Άρθρα της  με θέμα τη Λογοτεχνία και την πρόσληψή της  έχουν δημοσιευθεί  σε φιλολογικά και λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και ηλεκτρονικά) και σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων.  

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Απριλίου 2021