Εκτύπωση του άρθρου
Γράφει η Άννα Γρίβα
 
 
Παναγιώτης Αρβανίτης, Παράθυρο στο Βερολίνο, Γαβριηλίδης, 2019
 
 
Λέγεται ότι για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένα θεμελιώδες στοιχείο που τον ορίζει και αυτό είναι ο τόπος. Τόποι πραγματικοί, νοητοί, των ονείρων, των φαντασιώσεων. Σήμερα οι τόποι για τον καθένα μας είναι περισσότεροι από ποτέ: ταξιδεύουμε, ξενιτευόμαστε, ακούμε τις ιστορίες των φίλων μας από άγνωστα μέρη, μαθαίνουμε τι συμβαίνει στην άλλη άκρη του κόσμου, ενώ και οι φανταστικοί τόποι διευρύνονται από γνώσεις, διαβάσματα και νοητικές εμπειρίες. Το βιβλίο του Παναγιώτη Αρβανίτη έχει συλλάβει το κομβικό σημείο στο οποίο στεκόμαστε όλοι και προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να ορισουμε την ταυτότητά μας και τον “τόπο” μας με βάση άλλες συντεταγμένες.

Ο Αρβανίτης ανοίγει ένα παράθυρο στο Βερολίνο και προσπαθεί να κτίσει μια δική του πατρίδα, έναν δικό του τόπο. Η πατρίδα αυτή που αναζητά μπορεί και να μην έχει χώμα, μπορεί να καταργεί τα σύνορα, μπορεί να απλώνεται ή να περιορίζεται, να ίπταται στ’ άστρα ή να προσγειώνεται στο σκοτάδι. Τι χρειάζεται όμως μια πατρίδα για να είναι στέρεη και να δίνει σιγουριά; Ελευθερία, μνήμη και έναν πόθο για το μέλλον, ότι εκεί τα τραύματα θεραπεύονται, ότι εκεί ο εαυτός ανθίζει και βρίσκει την αιώνια ουσία του. Ας δούμε, λοιπόν, τι είδους πατρίδα είναι αυτή που αναζητούμε – και μην περιμένετε να βρούμε τίποτε από αυτά που φανταζόμεστε. Ας δούμε τα στοιχεία που αποτελούν τους δεσμούς, τους ιστούς και τους χυμούς της χώρας στην οποία θα εισέλθουμε.

Σε αυτή την πατρίδα, πριν γεννηθεί κανείς, υπάρχει, έτσι μας λέει το πρώτο ποίημα της συλλογής, Το 1984. Αυτή είναι μια πολύ βασική θέαση των πραγμάτων, που ορίζει όλα τα ποιήματα: όλα είναι εφήμερα και όλα είναι αιώνια, όλα στέκονται στην άκρη ενός γκρεμού έτοιμα να αφανιστούν και όλα τελικά επιβιώνουν και επανέρχονται, γιατί δεν μπορούν να πεθάνουν.

Η γη και τα ουράνια βρίσκονται σε μια συνεχή επικοινωνία, πράγμα που ήταν πάντοτε απολύτως φυσικό για τους ανθρώπους, αφού έστρεφαν το βλέμμα ψηλά, προσπαθούσαν να αναζητήσουν τη φύση του ουρανού και όσα μυστικά κρύβει. Εμείς πλέον σπάνια κάνουμε αυτή την κίνηση, έχουμε μάθει να βλέπουμε έναν ανθρωποποίητο κόσμο. Στην πατρίδα αυτή, όμως, του βιβλίου θα πρέπει να αλλάξουμε συνήθειες. Έτσι, στο ποίημα Νέα σελήνη, η σελήνη αποκτά σώμα, γίνεται και πάλι γυναίκα, όπως και τότε που ήταν θεά, η νύχτα είναι μια προκυμαία, το χαρτί είναι μια σκοτεινή άβυσσος. Τι είναι ουράνιο και τι επίγειο; Πού βρίσκονται τα όρια του εδώ και του εκεί; Αυτή η ερώτηση είναι η αλήθεια του ανθρώπου που ορίζεται όχι ως Έλληνας, Γερμανός, Αμερικάνος, αλλά ως πλάσμα του σύμπαντος. έσκαβα με τα νύχια μου τα σύννεφα/ τ’ ουρανού για να σκαλίσω το χώμα: έτσι κλείνει το ποίημα Ιπτάμενος, στο οποίο μπορεί κανείς να γεωργήσει τον ουρανό, όντας ιπτάμενος στο χώμα. Ας αναφερθούμε σε αυτό το σημείο και στο ποίημα Ροδάκινα:
 
Όταν ο χρόνος με μυρίσει
αγρίμι έτοιμο να μου επιτεθεί
μονάχα εσύ, ουρανέ, θα ’χεις μείνει
αν η μοίρα μου από θαύμα σωθεί.
Με τη λευκή ποδιά σου
μόνο εσύ θα ’σαι εκεί
για να ρωτήσω κάτι
που λαχταρώ τόσο πολύ:
πες μου, έχει ροδάκινα εκεί;
Ροδάκινα νόστιμα, ευωδιαστά
γυναικών που αγάπησα οσμή
στους οπωρώνες των σκέψεων
των ανεκπλήρωτων γεύσεων
πες μου, έχει ροδάκινα εκεί;
 
Σε αυτή την πατρίδα, όσοι χάθηκαν είναι παρόντες, ας μην κρύβουμε πια από τον εαυτό μας πόσο μας έχει πονέσει η απώλειά τους και πόσο μας καθόρισε η παρουσία τους. Οι νεκροί είναι δίπλα μας, είτε θέλουμε είτε όχι: σε αυτή τη νέα πατρίδα θα ζούμε μαζί τους. Στο ποίημα Ποδηλατόδρομος η μητέρα από το υπερώο τ’ ουρανού/ καπνίζει τα καρέλια της στα σύννεφα, ενώ στο ποίημα Bartleby & Co. ο παππούς συνεχίζει να διαβάζει τους Άθλιους του Ουγκώ, αγνοώντας τη δυσπιστία μας για την ύπαρξή του, όπως αγνοεί και όσους τον έλεγαν και τον λένε ακαμάτη.

 Ό,τι δημιουργούμε έχει μια ζωή το ίδιο ζωντανή με τη δική μας, είναι ένας θεός που φώλιαζε μέσα μας και εξέρχεται. Στο ποίημα Το γιαπί ο ποιητής περιτριγυρίζεται από καρφιά του μέλλοντος, ενώ στην αυλή αλυχτούν τα σκυλιά–ποιήματα. Αλυχτούν για να βρουν την πλήρη τους ύπαρξη, δηλαδή γεννιούνται αργά και με πόνο. Αν θέλετε να μπείτε σε αυτή την πατρίδα, μας λέει ο ποιητής, δημιουργείστε, παλέψτε με τους μικρούς θεούς σας, ξεβολέψτε τους από τη φωλιά τους, ελευθερώστε τους, γιατί δεν σας ανήκουν. Το μόνο που σας ανήκει είναι η προσωρινή φιλοξενία τους.  

Στην πατρίδα αυτή, διαρκώς θα ακούμε τη  σιωπή: υπάρχει μάλιστα το ποίημα που τιτλοφορείται Υλικό της σιωπής που αρχίζει: Κατάγομαι από δύσκαμπτο υλικό της σιωπής/ τσούρμο οι αέρηδες με γλύφουν τραχείς. Έχουμε μπροστά μας μια σιωπηλή κραυγή, την κραυγή του ανέμου, έτσι όπως την ακούμε μονάχα σε έναν έρημο τόπο. Από πού αλλού άραγε καταγόμαστε παρά από την αρχέγονη σιωπή; Εκείνη που είχαν τα σπλάχνα της  μάνας μας, εκείνη που έχει το διάστημα, εκείνη που απλώνει μπροστά μας ο θάνατος.

Στο ποίημα 2084, σε μια μελλοντική εποχή, υπάρχει ένα ον στον γαλαξία που είναι το μόνο που μιλά την ελληνική, απαγγέλλει Σαχτούρη, Κάλβο, Εμπεδοκλή και οι άνθρωποι γύρω το κοιτούν με αποστροφή. Ύστερα μπήκε ένα κύμα παγωμένο με ορμή. Σε αυτό το ποίημα ο κόσμος από άκρη σε άκρη παγώνει, ο κόσμος τελειώνει μέσα σε ένα παχύ μενεξεδί. Μια ακόμη εικόνα του μέλλοντος έρχεται στο ποίημα Ο μαύρος κήπος του Μέργουιν: σε αυτό το ποίημα κλείνουν οι πόρτες του παραδείσου και Στην κόλαση του παραδείσου/ τα κλειδιά θα κρεμάσουν/ κορυδαλλοί κελαηδώντας/ για τελευταία φορά. Μα, θα αναρωτηθείτε: είναι το μέλλον μονάχα αφανισμός; Είναι θάνατος; Όχι. Το παιδί στο ποίημα Μάθημα αστρονομίας, επέμενε στων αστεριών/ ν’ ανεβεί τα κλαδιά, κι ας του έλεγε ο θείος του ότι το μέλλον είναι δέντρο απόκρημνο, ενώ στο ποίημα post festum ένα βλέμμα προς τα αστέρια φέρνει πίσω τη μητρική γλώσσα σαν ένα δειλό γρύλισμα που πάλλεται μέσα μας. Τελικά στην πατρίδα αυτή αργά και σταθερά, υπόγεια και ταπεινά, με μόχθο και στοργή, καταργούνται οι σκοτεινές προβλέψεις του μέλλόντος, μέσα από το σκαρφάλωμα των παιδιών στα αστέρια, ενώ βρίσκουμε πάντα μα πάντα τη γλώσσα μας, εκείνη που τη μιλούν οι αμέτρητοι άνθρωποι που έχουμε εντός μας, οι άδηλες ψυχές του εαυτού μας.

Στο κείμενο αυτό, κατέγραψα έναν σύντομο χάρτη που οδηγεί στην παράξενη νέα πατρίδα του βιβλίου. Υπάρχουν αμέτρητοι παράδρομοι εντός των ποιημάτων. Σταθείτε κι εσείς στο παράθυρο του Βερολίνου και κοιτάξτε τους προσεκτικά πριν αναχωρήσετε.
 
Άννα Γρίβα

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Ιανουαρίου 2020