Εκτύπωση του άρθρου

Παναγιώτης Μαυρίδης


Επί παντός επιστητού

Εκδόσεις Πανός 2013


 Γράφει η: Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

 

Δεν ξέρω, αν όσοι ξεχωρίζουν την ποίηση σε υπαρξιακή και κοινωνική αντιλαμβάνονται κατά βάθος την ουσιαστική -αν βέβαια υπάρχει- διαφορά ανάμεσά τους. Και οπωσδήποτε δεν ξέρω, αν μπορούν να ορίσουν με σαφήνεια τα μεταξύ τους όρια. Και το λέω αυτό, καθώς οτιδήποτε άπτεται του ανθρώπινου προβληματισμού αφορά στη βάση του την αγωνία της ύπαρξης για τη μοίρα της και ό,τι επιμένει να την ταλανίζει, κάτι που φυσικά σε όλο του το μεγαλείο συνεχίζει να υφίσταται, όταν την ύπαρξη αυτήν απασχολούν ζητήματα κοινωνικού προβληματισμού.

Εμπλεκόμενο συνεπώς το υπαρξιακό με το κοινωνικό αποκαλύπτει μια συνείδηση που δεν υπνώττει αλλά ταυτίζει την προσωπική περίπτωση με τη συλλογική αγωνία. Αυτή η αγωνία διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Παναγιώτη Μαυρίδη, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ποίηση σαν διαμαρτυρία για όλα τα «κακώς κείμενα» του τόπου έξω. Μόνο που ο τόπος έξω βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση και επηρεάζεται ολοκληρωτικά από τον τόπο μέσα. Και αυτός δεν είναι άλλος από την ίδια την ανθρώπινη φύση που δυστυχώς αποδεικνύεται απαίδευτη και ανεπαρκής και πολλές φορές επιρρεπής στις ευκολίες, την υποτέλεια, τους άνετους συμβιβασμούς, επιρρεπής ουσιαστικά στην ένοχη σιωπή που της εξασφαλίζει -τι οξύμωρο;- το πιο επισφαλές εντέλει κεραμίδι, προκειμένου να στεγάσει έστω και προσωρινά τη ματαιότητά της. Ο Μαυρίδης αποφασίζει να μετατρέψει τον στίχο του σε πανό διαμαρτυρίας και να καταγγείλει όλες τις μικροπρέπειες που αγκυλώνουν την ύπαρξη, καθηλώνοντάς την στον εφησυχασμό.

«Θέλω να μείνω αμίλητος βουβός / την ακοή μου να νεκρώσω / αηδιασμένος απ’ τις άναρθρες φωνασκίες / που σωρηδόν από παντού με κατακλύζουν / όμως μια κουρασμένη εσωτερική φωνή / εκλιπαρεί ψιθυριστά να μην σιωπήσω».

Η διεισδυτική οπτική που διαθέτει ανατέμνει την ύπαρξη και τις προθέσεις της, τα φανερά και τα καλά κρυμμένα πάθη της, ενώ με τη γραφή του αποβλέπει όχι μόνο να διδάξει μα και να διδαχτεί, αποκαλύπτοντας τα κεκρυμμένα των άλλων μα και του εαυτού του, όσα η εγωπαθής φύση μας αρνείται ή δεν αντέχει να αντικρίσει.

Ως εκ τούτου, δε θεωρώ ότι η ποίησή του καταλήγει στον καθαρό διδακτισμό, καθώς πιστεύω ότι μέσα από αυτήν ασκεί ουσιαστικά έλεγχο όχι τόσο στην κοινωνία και στον άνθρωπο, στις κακοπραξίες και απραξίες αμφοτέρων, όσο ότι επιχειρεί διαρκώς να μετατρέψει το λευκό χαρτί σ’ έναν καθρέφτη, όπου θα αντικρίζει καθημερινά το δικό του είδωλο. Μια διαρκής, σχολαστική, εξονυχιστική θα έλεγα, αναψηλάφηση του δικού του προσώπου και των ατελειών του. Την ανθρώπινη φύση μ’ άλλα λόγια βάζει στο μικροσκόπιο και με τον μεγεθυντικό φακό του αναζητά την αλήθεια της ή, για να είμαι πιο ακριβής, τα καλοδουλεμένα ψέματά της. Σε μιαν ανάλογη ενδοσκόπηση η διάγνωση που προκύπτει μας θέτει ενώπιον αλλεπάλληλων συγκαλύψεων που εσκεμμένα επιχειρούμε, συγκαλύψεις και αποκρύψεις από τον ίδιο ωστόσο τον εαυτό μας, που ασκημένος χρόνια τώρα στην τεχνική της παραλλαγής, έχει αναγάγει την υποκρισία σε άθλημα και τον ίδιο σε αθλητή υψηλών επιδόσεων.

«Γι’ αυτό», μας συμβουλεύει, «αν  θέλεις να ’σαι αληθινός, / όχι μόνο να δείχνεσαι, / πρέπει να οπλισθείς / με το σκληρότερο τρυπάνι / να διεισδύεις δίχως δισταγμό / να διαρρήξεις, να κονιορτοποιήσεις / τον θώρακα της ανόητης φιλαυτίας / και ν’ απορρίψεις διά παντός ως τολμητίας / το έρμα το διαβρωτικό της υποκρισίας».

Φυσικά, όταν ο Μάρκος Αυρήλιος προέτρεπε «ένδον σκάπτε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις», ασφαλώς υπαινίσσονταν πως παρά την επώδυνη διαδικασία που απαιτείται, εντούτοις τούτη η ανασκαφή στεφανώνει την αμέριμνη και αφελή φύση μας με ψήγματα αυτογνωσίας.

Σύμφυτα πάντως με το «είναι» μας τα εναλλασσόμενα κατά περίσταση προσωπεία που φορούμε, μπαίνουν κι αυτά στο στόχαστρο του «Επί παντός επιστητού» από τον Παναγιώτη Μαυρίδη, ο οποίος με έναν καταιγισμό γενικών αλλά όχι γενικεύσεων, με μια ραγδαία παράθεση επιθετικών προσδιορισμών συμπληρώνει και επεκτείνει τον ίδιο πάλι προβληματισμό σχετικά με τον φενακισμό που γύρω μας καλά κρατεί. Αναφέρω αρχικά τις γενικές που αποβλέπουν στην ένταση και γελοιοποίηση της θέσης των υποκριτών, μιας θέσης υπεράνω, μιας θέσης τιμητή που με την επίπλαστη επισημότητα που η πτώση αυτή προσδίδει, επιχειρείται η κατάδειξη της φαιδρότητας μα και της λύπης συνάμα που η κατάστασή τους προκαλεί.

«…των δήθεν αναμάρτητων επικριτών των άλλων / των δοκησίσοφων  παντογνωστών / των κρυψινόων δολοπλόκων».

Και τώρα τα επίθετα που προσδιορίζουν και αποκαλύπτουν το ανούσιο των -κατά τ’ άλλα- ουσιαστικών με τα οποία και πάλι αποτυπώνεται λεπτομερώς όλη η τελετουργία των κίβδηλων συναναστροφών:

«…τα μειδιάματα τα υποκριτικά / τους άκαμπτους ψυχρούς εναγκαλισμούς / τους επιδερμικούς ανάλαφρους ασπασμούς / και τους γοργούς χαζοχαρούμενους βλεφαρισμούς / που των ματιών σκιάζουν τους καθρέφτες / για ν’ αποκρύψουν τους σπινθηρισμούς του φθόνου».

Ωστόσο, δε θα μπορούσα να μην αναφέρω και ορισμένες από τις γενικές που καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος και σε άλλα ποιήματα της συλλογής σκιαγραφώντας και συστήνοντάς μας το καθεστώς των αναξίων:

«Των έγκλειστων, των σκυμμένων, των πειθαρχημένων, των της σιωπής συνωμοτών, του κιβωτιόσχημου μεγάρου δεσμωτών, των σπανίως σκεπτομένων, στρογγυλοκαθισμένων, θρασυτάτων ρητορίσκων, δυσλεκτικών σολοικιζόντων».

Με όλα αυτά θα ήθελα να τονίσω κάτι που αφορά στη γλώσσα του Μαυρίδη τόσο σ’ αυτήν όσο και στην προηγούμενη συλλογή του με σχετικό θέμα.

Στην προσπάθειά του να στηλιτεύσει κάθε λογής φαυλότητα, συνειδητά πιστεύω καταφεύγει σε ένα λόγο παραληρηματικό, με εξάρσεις λεκτικές, πλεονασμό επιθετικών προσδιορισμών, μια επιμελημένη και εσκεμμένη θα έλεγα μεγαληγορία, προκειμένου να σχολιάσει έμμεσα κατ’ αυτόν τον τρόπο την κενότητα που κρύβεται πίσω από τη σπουδαιοφάνεια όλων των αργυρώνητων.

Όλα, μα όλα βέβαια στα πλαίσια μιας αδυσώπητης -δικαίως οπωσδήποτε- κριτικής που ασκεί στους ψευδομένους και στις πρακτικές τους. Την επίπλαστη μάλιστα συμπεριφορά που έχει εκλάβει διαστάσεις επιδημίας στη ζωή μας, την επεκτείνει και στον ίδιο τον χώρο της Ποίησης, όταν αυτή, αρνούμενη την έμπνευση αναγκάζει τον ποιητή να την εξαναγκάσει, μ’ αποτέλεσμα το αβίαστο να αντικαθίσταται από το τεχνητό, και η όντως Τέχνη να εγκαταλείπει την ποίηση αφήνοντάς την εκτεθειμένη στην ψυχρότητα του τεχνητού φωτός.


Σε νερόλακους και λασπόνερα

Σε γλιτσιασμένο βούρκο

βρέθηκε να τσαλαβουτά ο ποιητής

αδέξια πλατσουρίζουνε οι στίχοι

άχαροι μουτζουροβαμμένοι τοίχοι

απ’ την πολυκαιρία βυζαγμένοι

ορθώνουν την αγέλαστή τους όψη

σ’ ετούτο τον κακότοπο

που ο βουρκωμένος ουρανός

ανόρεχτα άστοργα αγκαλιάζει.

 

Πρόχειρα συγκαλύπτει η ψυχή

μ’ επίπλαστη ράθυμη ανία

την εκνευριστική αδημονία.

 

Στροφή αριστερά, ξανά αριστερά,

υπομονή… υπομονή και τώρα δεξιά.

……………………………………..

Δάπεδα μ’ απαστράπτουσα στιλπνότητα

εκλάμψεις, αγλαοί κατοπτρισμοί

χοροπηδά ευφρόσυνα η ψυχή

ο ποιητής ξεπλένεται απ’ τους ρύπους

οι στίχοι πεντακάθαροι κορδώνονται.

 

Είναι ευτάκτως όμορφα εδώ

αλλά το φως το τεχνητό πολύ ψυχρό

διαλύει απορροφά αφομοιώνει.

 

Θίγεται αριστοτεχνικά θα έλεγα το ζήτημα των έτοιμων συνταγών στην ποιητική γραφή, των εύκολων συγκινήσεων που κατασκευάζονται στο εργαστήρι ατάλαντων αλχημιστών, που πριν τους άλλους ξεγελούν -αν ξεγελούν- τον εαυτό τους για το ποίημα που κουτσά-στραβά προσποιήθηκε το ποίημα και βγήκε να υποδυθεί τον εαυτό του, με μία μεταμφίεση που ούτε γέλιο δυστυχώς δεν προκαλεί. Ακριβής θεωρώ στο νόημά της η έκφραση «δάπεδα μ’ απαστράπτουσα στιλπνότητα». Μα πού ακούστηκε στην ποίηση το δάπεδο να είναι αστραφτερό, όταν όλα σ’ αυτήν δεν είναι παρά σκοτεινές καταβυθίσεις του γράφοντα στα κακοτράχαλα υπόγεια της ψυχής;

Πού μάλιστα ακούστηκαν αγλαοί κατοπτρισμοί και στίχοι πεντακάθαροι που κορδώνονται, την ώρα που όλα όσα η αληθινή ποίηση αποκαλύπτει πρώτα στον ίδιο τον ποιητή και ύστερα στους άλλους, δεν είναι παρά ζοφερές εκδοχές της μέσα μας αλήθειας; Ο καταγγελτικός λόγος του μάλιστα γίνεται κάποτε οξύς και ειρωνικός, ειδικά όταν αναφέρεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα που βρίθει προσωπείων. Μιλά λοιπόν για τους Βαραββάδες που πλεονάζουν, τους Γραμματείς και Φαρισαίους που αφθονούν, ακόμη και για τα χέρια του Πιλάτου που σούρωσαν από τις πλύσεις, τέλος για όλους εμάς που «πεισθήκαμε να φορτωθούμε -όπως λέει- ένα σταυρό / ν’ ανηφορίσουμε έναν Γολγοθά / ειδάλλως Άννες και Καϊάφες / με τον εσμό των παρασυναγώγων / θα συνωστίζονται στα ταμεία της ανεργίας / κλονίζοντας εκ βάθρων τους ναούς της οικονομίας. 

Διαβάζοντας τα ποιήματα του Μαυρίδη έχεις την αίσθηση πως τον πιέζει διαρκώς ένα χρέος που πρέπει κάποτε να εξοφληθεί, μία ευθύνη που μάλλον έχει αναλάβει ή καλύτερα ο ίδιος έχει αναθέσει στον εαυτό του, κι αυτή δεν είναι άλλη από το να μιλήσει εξ ονόματος όλων εκείνων που θα ήθελαν μα αδυνατούν να βρούνε βήμα, να διαμαρτυρηθούν για τα άδικα που υφίστανται. Να μιλήσει ακόμα και για τις δειλίες και τις ολιγωρίες τους ή τα παράταιρα και ανήκουστα που συμβαίνουν στον βίο. Μιλάει συνεπώς εκείνος για τις συναλλαγές και τις λιποταξίες, την έξωση και έκπτωση των αξιών, για την καρτερική στάση των αδυνάτων που προσδοκούν απ’ τους ανθρώπους του πνεύματος εκείνοι αντ’ αυτών να διαμαρτυρηθούν. Την ίδια ώρα όμως μιλάει και για την ύποπτη αδράνεια των ανθρώπων αυτών. Σε μια εποχή λοιπόν που η πολιτική και πολιτιστική ηθική υποκαταστάθηκαν από την πολιτική και πολιτιστική ηθικολογία, απεγκλωβίζεται από το οχυρό των μοναχικών διαπιστώσεων και μας προβάλλει μιαν άλλη εκδοχή αντίστασης. Με έναν καταγγελτικό λόγο επιστρατεύει την αισθητική, ώστε να μιλήσει για την κρίση που διέρχεται η ηθική. Άλλωστε, ο ίδιος αφήνοντας ένα ποίημα «Διαθήκη» παραγγέλλει στους εναπομείναντες:

«Όταν το νήμα της Κλωθώς κοπεί / από δόλο ή απ’ τον αδηφάγο χρόνο / δεν θέλω να οδηγηθώ στην Άτροπο / με μια ευδιάκριτη δακρύβρεχτη ταφή / ούτε με καύση σε συνάθροιση κοσμική. / θέλω ως σκιάχτρο να στηθώ τρομακτικό / καταμεσής σ’ ένα φυτώριο Αρετών».

Και αφού «οι καιροί ου μενετοί», αποφασίζει να αφυπνίσει συνειδήσεις και ν’ ακολουθήσει με τον δικό του βέβαια τρόπο την προτροπή του Καρούζου

«Μη με διαβάζετε όταν έχετε δίκιο. / Μη με διαβάζετε, όταν δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…/ Ώρα να πηγαίνω / δεν έχω άλλο στήθος».

Ωστόσο, όλη αυτήν την ευαισθησία του για τη δυστυχία του κόσμου δεν την αποδίδει τόσο στην έτοιμη συνείδησή του που αγρυπνά ετοιμοπόλεμη αλλά σε ένα πηγάδι που βρίσκεται εντός του και στο οποίο συλλέγει τα δάκρυα των απελπισμένων, τους γόους, τους λυγμούς, τα μοιρολόγια. Και όταν το πηγάδι αυτό ξεχειλίζει, τότε μας λέειπως «από παντού συρρέουν ξωτικά / νεράιδες αγγελούδια διψασμένα / αχόρταγα ρουφούν τ’ απόσταγμα του πόνου / αδειάζουν ως τον πάτο το πικρό νερό / και φεύγουν πάλι πριν ο ουρανός ροδίσει. / Αστείρευτη όμως η ανθρώπινη είναι θλίψη / μέχρι το δειλινό θα το ξαναγεμίσει».

Η παρούσα συλλογή ποιημάτων δεν περιέχει βέβαια αποκλειστικά κοινωνικού περιεχομένου ποιήματα αλλά και ορισμένα που απηχούν τη στωική στάση που επιλέγει να κρατήσει απέναντι στον Θάνατο. Μια στάση θα έλεγα χλευαστική, κάτι σαν παιχνίδι με τους όρους του προσυμφωνημένους, ένα κρυφτό ή αλλιώς μια μεταμφίεση που επιδιώκει τον αιφνιδιασμό ή μάλλον καλύτερα την εξοικείωση.

Εκεί που κάθεται λοιπόν, αποφασίζει να σταματήσει την αναπνοή, να προσποιηθεί τον πεθαμένο, να παραπλανήσει το αμετάκλητο ή ακόμα και να το υποδυθεί.

Και τότε:

«Ούτε νεκρός ούτε ζωντανός / ένα φαντασιώδες πρόπλασμα εαυτού / μια εκκολαπτόμενη ασώματη ιδέα / ένα νοούμενο χωρίς αρχή και τέλος / ένα σημείο ατελές που εγκυμονεί ένα σύμπαν».

Συναντάμε βέβαια και ποιήματα που διαπιστώνουν το ανεπίστρεπτο του Έρωτα, με διάχυτο τον τόνο της νοσταλγίας αλλά και της πικρής αποδοχής. Ένας συμβιβασμός μ’ άλλα λόγια αναγκαστικός μα επιβεβλημένος:

«Απ’ των φιλιών μας την αιμάτινη πυρκαγιά / απ’ των ερώτων μας τις παιχνιδιάρες φλόγες / αποκαΐδια χόβολη και στάχτες απομείναν».

Και άλλα που μιλούν για μία «δυστυχία σημαντική, ασήμαντη, μεγάλη ή μικρή», δεν έχεισημασία,που πότε «βασανίζει» πότε «υπνώττει» και πότε «λησμονιέται». «Πώς αποκτήθηκε» μας λέει «δε θυμάται. / Ίσως τ’ ανέφικτο κάποιου ονείρου / μία ανεκπλήρωτη επιθυμία / μία απρόσμενη αποτυχία … / ίσως πολλά αόριστα ασαφή / στα τρίσβαθα της ψυχής συμπιεσμένα / ή μία τύψη μακρινή/ αγκαθερός σκουπιδοσωρός / στην άκρη της συνείδησης… Του χρόνου η σκόνη όλα τα καλύπτει / ζάχαρης άχνη σε πικρούς καρπούς- / Σε μια αιφνίδια όμως ανεμορριπή / όταν το γλυκερό επίστρωμα σαρωθεί / επίμονη σαδιστική προκλητική / η δυστυχία πάλι ξεπροβάλλει».

Τη δυστυχία βέβαια την ατομική την επεκτείνει κάποτε και στη συλλογική με ένα ποίημα εντός του οποίου έχει σταθμεύσει μια αμαξοστοιχία-φάντασμαχωρίς ταξιδευτές, θυμίζοντάς μας κάτι από την εποχή που ήδη διανύουμε.

«Η γέρικη ατμομηχανή δεν αναπνέει / η αμαξοστοιχία / με σκονισμένα βρώμικα παράθυρα / σκουριάζει ακινητοποιημένη./ Πετρώνουν χέρια και μαντήλια / τα δάκρυα στις βλεφαρίδες / κρύσταλλοι θαμποί / το πλήθος: / κούκλες γυμνές φερμένες σωρηδόν / απ’ της ερημωμένης πόλης / τις αφώτιστες προθήκες. /(…)/Αν απ’ τον λήθαργο ξυπνήσουν / σταθμάρχης θερμαστής μηχανοδηγός / αμήχανοι, παγωμένοι θα σταθούν / στου διαβρωμένου τρένου / το ετοιμόρροπο κουφάρι».

Μια γλαφυρή απόδοση των ερειπίων που αφήνει πίσω της η αδράνεια και ο συμβιβασμός των εφησυχασμένων, μια ποιητική εικόνα ταριχευμένων ελπίδων και ανθρώπινων ομοιωμάτων που μαζικά αναμένουν στον σταθμό το σφύριγμα του τρένου, αμήχανοι και ναρκωμένοι. Λες και ευελπιστεί ο ποιητής να αφυπνίσει σταθμάρχες, μηχανοδηγούς και επιβάτες. μήπως και πάρει μπρος το χαλασμένο τρένο του καιρού μας.

Ο Άρης Αλεξάνδρου, σχολιάζοντας την έντιμη και όχι δίχως κόστος παραμονή του στο ασυμβίβαστο, παρωδούσε το επίγραμμα του Σιμωνίδη λέγοντας: «Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος». Κάτι ανάλογο πιστεύω πως κάνει και ο Παναγιώτης Μαυρίδης πιστός στον άγρυπνο δαίμονα της ψυχής που τον παροτρύνει και τον παρακινεί να εγκαλεί όσους υπνώττουν.

Με παρόμοιες πάντως ποιητικές καταθέσεις που θίγουν θέματα συνέπειας, ήθους και ανθρωπιάς, ουσιαστικά ανοίγει -και παραμένει βέβαια μονίμως ανοικτή- η συζήτηση σχετικά με τον ρόλο της ποίησης σε δύσκολους καιρούς. Ομολογώ πως δεν είμαι καθόλου βέβαιη ότι η ποίηση λύνει προβλήματα ούτε φυσικά και ότι είναι σε θέση να προτείνει λύσεις. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιη ότι μέσα από τις ανεκτίμητες ψευδαισθήσεις που προσφέρει στους ποιητές και στους αναγνώστες της, μας μετατρέπει όλους σε ακτιβιστές της ομορφιάς και του ανθρωπισμού, στρατολογώντας μας στην πλευρά του αγαθού και προσκαλώντας και άλλους μαζί με εμάς σε τούτη την πλευρά.

                                                                                

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Μαΐου 2014