Εκτύπωση του άρθρου

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

 

 

Ο παράδεισος των λέξεων

 

Δεν τον διάβασα, τον είδα εκείνον τον παράδεισο των λέξεων που, διαβάζοντάς τες, μεταμορφώνονταν σε κήπο και σε ποτάμι, στην Κύρου Ανάβαση: «και εν τω μέσω του παραδείσου ρει Μαίανδρος ποταμός». Και τι είναι ο παράδεισος; Ένας κήπος, και κάθε φορά που θέλουμε να επαινέσουμε ένα τοπίο το λέμε «παράδεισο», άρα δεν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένο χώρο, πλην εκείνου του τμήματος της αφήγησης του Ξενοφώντος, “domaine sans nom”, κατά τον Αλέν Φουρνιέ, τόπος χωρίς όνομα. Ένας ου τόπος, που διεκδικεί τα τετραγωνικά του στη φαντασία μας. Και οι λέξεις του βιβλίου μου ήταν παράθυρα με θέα σε εικόνες που ζωντάνευαν. Είχε λουλούδια και δέντρα που τα φυσούσε ο αέρας της νιότης και μουρμούριζε μέσα στα φύλλα τους. Είχε ήχους από ζώα και πουλιά και τρεχούμενα νερά. Μαίανδρος, αυτή η υδάτινη κορδέλα, αυτή η γαρνιτούρα στα αρχαία ενδύματα, το σήμα κατατεθέν της αρχαιότητας, αυτή, αυτή, αυτή ήταν και αυτή Μαίανδρος. Ανάσκελα στο κρεβάτι, τα χέρια μαξιλάρι και «Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους. / Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε. / Η ευτυχία μου σκέφτομαι, θα ’ναι / ζήτημα ύψους», διάβασα αργότερα στον Κώστα Καρυωτάκη αλλά και στον Ελύτη «Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία / να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα». Τι γίνεται εκεί πάνω και δεν παίρνω είδηση;

………………………………………………………………………………………………Ο  Γιώργος Σεφέρης είχε μια δική του άποψη παραδείσου. Παράδεισος ήταν να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλάνε τη γλώσσα του, να ανοίγει το παράθυρό του και να βλέπει τον «Τρελό» να αλλάζει χρώματα και να βλέπει τη λεύκα να τρελαίνεται στο φως του ήλιου, στη μικρή αυλή του, που όταν έδυε ο ήλιος γινόταν ολόχρυση: «Η λεύκα στο μικρό περιβόλι / η ανάσα της μετρά τις ώρες σου / μέρα νύχτα· κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός… / Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές / μπορείς να δεις το φως του ήλιου / να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα / σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα». Ποιον «Τρελό»; Τον Υμηττό, το μακρύ βουνό, la montagne  tres longe. 

… Και για τον Ελύτη, ένας παράδεισος «σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τ’ ασημώνει ο άνεμος καθώς λεύκες» και «πουλιά που… κελαηδούν ελληνικά και λεν ‘‘έρωτας’’ ‘‘έρωτας’’ ‘‘έρωτας’’».17 Να πόσο εύκολα ένας παράδεισος λέξεων μεταφράζεται αυτομάτως σε παράδεισο εικόνων και το αντίστροφο.

«Το βιβλίο μου είναι ένας πίνακας ζωγραφικής» έγραφε ο Μαρσέλ Προυστ στον Ζαν Κοκτό. Σήμερα ο μελετητές λένε πως το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο δεν είναι απλώς λογοτεχνία αλλά και δοκίμιο αισθητικής και φιλοσοφία και ψυχολογία και ό,τι μπορεί να πει κανείς, αφού μιλάει για όλα. Και πώς μιλάει! Να! Κάπως σαν αυτό… ευχάριστα αποσπάσματα ζωής. Εικόνες από πίνακες, κινηματογραφικές ταινίες, θέατρα, βιβλία.

Και κάποια μέρα, να η «Άνοιξη» του Μποτιτσέλι ολοζώντανη στο Μετρό. Φορούσε φόρεμα ολόιδιο, φαρδύ, σε χρώμα εκρού με λουλουδάκια, είχε ξανθά μακριά βοστρυχωτά μαλλιά, σταρένια επιδερμίδα, γεμάτη η «ποδιά», σχεδόν στην ώρα της. Ένιωσα δέος. Την κοιτούσα εκείνη την, σαν Παναγία, από χέρι γήινο ζωγραφισμένη και ζωντανεμένη μπροστά μου. Απέσυρα το βλέμμα. Φοβήθηκα μην παρεξηγηθώ. Όμως είχα επικοινωνήσει με την ιδέα…

Και το αντίστοιχό της χρόνια μετά. Μέσα σ’ ένα κατάστημα κάποιος με φώναξε με το όνομά μου και γύρισα. Τα έχασα, νόμιζα πως είχα κάνει λάθος. Ένας νέος δεκαεννέα ετών, με μαλλιά ποιητικά, καστανά και μεγάλα μάτια, καλογραμμένα χείλη και φρύδια, επιδερμίδα λαμπερή, δόντια αστραφτερά, ψηλός, λεπτός, καλοντυμένος. Τα ρούχα του στο χρώμα των κιόνων. Άγαλμα που ζωντάνεψε με φώναξε· εμένα;! Ναι, φώναξε εμένα. Με θυμήθηκε, είπε, που κάπου με είχε ακούσει να μιλάω και του άρεσε! Εδώ ο Καβάφης αναδρομικά του έχει αφιερώσει ένα ποίημα: «Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, / που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. / Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη… / Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα· / πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι, / και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα». Ισμαήλ τον έλεγαν. Το όνομά του ήταν Ισμαήλ! Τον είδα άραγε ή τον φαντάστηκα; Κι όμως τον είδα! Παράδεισος!!!

Ανθούλα Δανιήλ

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Μαΐου 2020