Εκτύπωση του άρθρου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΠΕΝΑΤΣΗΣ

Περί της ατέλειας

(Προδημοσίευση από το βιβλίο: ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΔΟΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις Καλέντη)

 

Η στροφή της σημειωτικής προς την αισθητική βεβαιώνεται με τη δημοσίευση το 1987 του έργου του Greimas De l'imperfection (Περί της ατέλειας), το οποίο, αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της σημειωτικής. Εδώ ο Greimas ενδιαφέρεται για τη φύση και τη λειτουργία της αισθητικής εμπειρίας. Σχολιάζοντας διάφορα λογοτεχνικά αποσπάσματα δίνει έναν ορισμό της αισθητικής πρόσληψης (που προφανώς προσομοιάζει με την αντίληψη γενικά). Την ορίζει ως μια στόχευση ολικής σύζευξης ή ως μια επιθυμία απόλυτης συγχώνευσης. Στην πορεία της ανάλυσης, αυτή η θέληση προσδιορίζεται ως βούληση για υπαγωγή, για απορρόφηση και οι στιγμές της αίσθησης μοιάζουν προοδευτικά όλο και περισσότερο με έναν σιωπηλό αγώνα ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, με μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο δυνάμεις, όπου η μια αποσκοπεί να υπερισχύσει της άλλης. Γράφει σχετικά ο Greimas:

αν η αισθητική πρόσληψη ερμηνεύεται στις δυο περιπτώσεις ως μια σύζευξη, το αντικείμενο-κόσμος, που στοχεύει, δεν είναι - αντίθετα από ό,τι στον Tournier - ο κόσμος της τελειότητας και του μέτρου, αλλά αυτός της υπερβολής, που κατακλύζει και απειλεί να απορροφήσει το υποκείμενο. (σ. 41)

Ιδιαίτερα επεξηγηματική είναι η ακόλουθη παρατήρησή του: «Στο φυσικό πεδίο, στο επίπεδο της γνήσιας αίσθησης [...] γίνεται η σύζευξη του αντικειμένου και του υποκειμένου ή μάλλον η κατάληψη του υποκειμένου από το αντικείμενο...» (σ. 52). Η αισθητική σχέση λοιπόν συλλαμβάνεται, σαν να έχει ένα τελικό στόχο: την απόλυτη σύζευξη, την εξαφάνιση του υποκειμένου.

Διότι τελικά, ο ύψιστος βαθμός αποτελεσματικότητας του λογοτεχνικού αντικειμένου - ή γενικότερα του αισθητικού - τη σύζευξή του οποίου αναλαμβάνει το υποκείμενο, δεν βρίσκεται στη διάλυσή του, δηλαδή στο αναγκαστικό πέρασμα από το θάνατο του αναγνώστη-θεατή; Θάνατος ή εκστατική ζωή - λίγο ενδιαφέρει - δεν αφορά την ονειρεμένη αίσθηση; . (σ 67)

Η συμφιλίωση της σημειωτικής και της αισθητικής είναι συναρπαστική. Με αφορμή ένα είδος κλειδαριάς (serrure dogon) , στο έργο αυτό γίνεται λόγος για τρεις διαστάσεις του πολιτισμού: λειτουργική, μυθική και αισθητική:

Να ένα πράγμα του κόσμου ανάμεσα σε άλλα που έχει την προφανή του χρήση: να κλείνει το σπίτι. Αλλά είναι επίσης μια προστάτιδα θεότητα της κατοικίας και επιπλέον ένα πολύ καλό έργο. Συμμετέχοντας στις τρεις διαστάσεις του πολιτισμού –λειτουργική, μυθική, αισθητική - το πράγμα γίνεται έτσι ένα αντικείμενο συγκρητικής αξίας. Προικισμένο με μνήμη, συλλογική και ατομική, φορέας έννοιας πολλαπλών όψεων που πλέκουν δίχτυα πολυπλοκότητας με άλλα αντικείμενα, πραγματικά και γνωστικά, το αντικείμενο εντάσσεται στη καθημερινή ζωή. (Greimas 1987: 90)

Ένα μεγάλο μέρος του έργου Περί ατέλειας είναι αφιερωμένο στην σημειωτική ανάλυση των αισθητικών προσλήψεων οπτικής, απτικής και οσφραντικής τάξης. Ειδικότερα ο Greimas στο κεφάλαιο «Η μοσκοβολιά του γιασεμιού» (L’odeur du Jasmin) παραθέτει το ακόλουθο ποίημα:

Etude au piano
Murmures de l'été. L'après-midi endort ;
elle aspirait, troublée, la fraîcheur de sa robe
et mettait dans l'étude précise toute l'impatience d'une réalité

qui pouvait advenir : demain, ce soir —,
qui peut-être était là, mais qu'on dissimulait ;
 et devant la fenêtre, haute, possédant tout,
elle sentit soudain le parc choyé.

Elle s'interrompit ; regarda au-dehors,
joignit les mains ; eut envie d'un long livre
et repoussa soudain, irritée, le parfum du jasmin.
Trouvant qu'il l'offensait .

Σπουδή για πιάνο

Ψιθυρίσματα καλοκαιριού. Το απόγευμα αποκοιμίζει∙
εκείνη ανέπνεε, ανήσυχη, τη φρεσκάδα του φορέματός της
και βάζοντας στη συγκεκριμένη σπουδή
όλη την ανυπομονησία μιας πραγματικότητας

που θα μπορούσε να γίνει: αύριο, απόψε το βράδυ -,
που ίσως ήταν εκεί, αλλά την έκρυβαν∙
και μπροστά στο παράθυρο, ψηλό, να κατέχει τα πάντα,
ένιωσε ξαφνικά τη μυρωδιά του περιποιημένου πάρκου.

Στάθηκε∙ κοίταξε έξω,
ένωσε τα χέρια∙ θέλησε παράφορα ένα μεγάλο βιβλίο και
απώθησε ξαφνικά, ενοχλημένη, το άρωμα
του γιασεμιού. Νομίζοντας ότι την πρόσβαλλε.

Ένας συνεχής κίνδυνος παραμονεύει στην περιγραφή μας, παρατηρεί ο Grei-mas (1987: 42-43), ένα ρίσκο είναι παρόν κάθε στιγμή, ο κίνδυνος να μπερδέψει κανείς - ή τουλάχιστον να αντιστρέψει — τα τρία επίπεδα ανάγνωσης αυτού του κειμένου: τη σκηνοθεσία της αισθητικής πρόσληψης της οποίας το εικονικό δρων πρόσωπο είναι το νέο κορίτσι, με την ονειροπόληση του ποιητή, μουδιασμένου από ένα βαρύ καλοκαιρινό απόγευμα, και τελικά με το ίδιο το ποίημα, στο βαθμό που αποτελεί αισθητικό αντικείμενο, το οποίο προσφέρεται σε μας τους αναγνώστες. Διότι αν η πρώτη ανάγνωση, επισημαίνει ο Greimas, μας παρουσιάζει το υποκείμενο που αρνείται να αντιμετωπίσει την κρυμμένη «πραγματικότητα» που έρχεται μπροστά του, η δεύτερη ανάγνωση, τοποθετημένη στο ονειρικό επίπεδο, χρησιμοποιεί το φαντασιακό ως μια δυνητική ικανότητα δόμησης του αντικειμένου και, εξυμνώντας την ωραιότητα της αναμονής, θεωρεί την αναμονή ως το ίδιο το αντικείμενο της αισθητικής πρόσληψης: η άρνηση, σε αυτήν την περίπτωση, μετατρέπεται σε θετική κρίση της εμπειρίας. Θυμίζει, αναπόφευκτα, το πολύ γνωστό κείμενο του Paul Valéry, όταν, νιώθοντας ότι πλησιάζει ένα φιλί, συνεχίζει:

Ne hâte pas cet acte tendre,
Douceur d'être et de n'être pas,
Car j'ai vécu de vous attendre,
et mon cour n'était que vos pas.[1]

Μην επισπεύσεις αυτή την τρυφερή πράξη,
Γλυκύτητα του να υπάρχεις και να μην υπάρχεις,
Γιατί έζησα για να σας περιμένω
Κι η καρδιά μου ήταν μόνο τα βήματά σας.

Με αυτά τα λουλούδια του μπουντουάρ, συμπεραίνει o Greimas, λίγο μαραμένα, ο αναγνώστης καλείται στο τέλος σ’ ένα διαλογισμό σχετικά με το εύθραυστο του είναι και, εάν έχει τη σχετική ικανότητα, σε μια αισθητική πρόσληψη του εφήμερου.
Στο δεύτερο μέρος του έργου ο Greimas εξηγεί αυτές τις ιδιαίτερες προσλήψεις, ανοίγοντας έτσι ένα νέο ερευνητικό δρόμο για τη σημειωτικής. Στο βιβλίο υπάρχουν μελέτες για συγγραφείς όπως ο Michel Tournier, ο Rainer Μαρία Rilke και ο Italo Calvino. Σ’ αυτό το έργο ο μεγάλος σημειωτικός δεν εξετάζει μόνο το όραμα, αλλά και τη μυρωδιά, το γούστο και την αφή.

_______________________________________________

[1] Απόσπασμα από το ποίημα του Paul Valéry «Les pas».

Απόστολος Μπενάτσης
Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


 


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Σεπτεμβρίου 2010