Εκτύπωση του άρθρου


ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ

 

 

 

Περί παρακειμένου: Bestiarium Amoris
και άλλα παραμεταφρασεολογικά σχόλια στο Cántico espiritual του San Juan de la Cruz

 

 

Στην ιστορία των πολιτισμών υπάρχουν στιγμές που οι αναγνώστες ανακα-λύπτουν αίφνης ότι δεν επικοινωνούν πια με ολόκληρες κατηγορίες κειμένων του παρελθόντος, ως εάν τα μηνύματα και κυρίως τα νοήματά τους έχουν υποστεί μερική ή ολική συσκότιση. Είναι ό,τι συμβαίνει επί των ημερών μας με εκτενείς περιοχές του Λόγου Τέχνης που άλλοτε είχαν στενή συνάρτηση προς τον Θείο Λόγο.

Το φαινόμενο επισημάνθηκε εδώ και καιρό· απλώς, στις φωνές που το κατήγγελλαν και το κατονόμαζαν δώσαμε την ελάχιστη σημασία που συνήθως δίδεται στις προφητείες της κάθε Κασσάνδρας.  Τώρα όμως το φαινόμενο είναι εδώ, και δεν μπορούμε πια να το αγνοήσουμε: ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός πάει να «απο-χριστιανισθεί», κι αυτό εκπροσωπεί την τελευταία, ίσως μάλιστα και την τελική φάση της αποχώρησης του θείου από τον κόσμο [1]. Η συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων θορυβεί, βεβαίως, τους «μαχόμενους» Χριστιανούς και τους εκκλησιαστικούς παράγοντες· τελευταία όμως, η ίδια προβληματίζει επίσης, και δη πολύ σοβαρά, τους μη θρησκευόμενους και τους αγνωστικιστές, δηλαδή όσους αυτοπροσδιοριζόμεθα ως «λαϊκοί διανοούμενοι» (intellectuels laïques). Η χριστιανική κληρονομιά συνιστά, από κοινού με την ελληνο-ρωμαϊκή, τον «σκληρόν πυρήνα» της πολιτισμικής ταυτότητας όλων μας, ανεξαρτήτως φιλοσοφικών πεποιθήσεων· ως εκ τούτου, δεν αφορά μόνον τους πιστούς, ούτε ανήκει μονοπωλιακά σ’ αυτούς. Κι επειδή, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν ορισμένοι γραφικοί «προοδευτικοί», μπροστά στην επέλαση κάποιων άλλων, άκρως επιθετικών ταυτοτικών σχημάτων, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει τουλάχιστον το δικαίωμα να αμυνθεί, είναι πια ζωτικού ενδιαφέροντος η διαφύλαξη με κάθε μέσο της ποικιλόμορφης πολιτιστικής διάστασης του Θείου Λόγου [2].

Όταν όμως το βιωματικό υπόβαθρό του εξασθενεί (όπως είδαμε πως συμβαίνει στην εποχή μας), τότε και οι προεκτάσεις του στον χώρο του Λόγου Τέχνης καθίστανται όλο και πιο απρόσιτες, με αποτέλεσμα την αδιαφάνεια νοημάτων και μηνυμάτων για την όποία μιλούσα προηγουμένως. Με άλλα λόγια, λογοτεχνικά κείμενα των οποίων η πρόσληψη πατούσε άλλοτε γερά επάνω στο διώνυμο θρησκευτική πίστη - αισθητική απόλαυση, βλέπουν να συρρικνώνεται σταδιακά η «αναγνωσιμότητά» τους.

Αυτή η απώλεια, και πολλώ μάλλον η αντιμετώπισή της, εξελίχθηκε σήμερα σε μείζονα πρόκληση για τους φιλολόγους εν γένει, και ειδικότερα για τους λογοτεχ-νικούς κριτικούς (ως «επαγγελματίες» αναγνώστες). Δεν είναι βεβαίως στο χέρι τους κι ούτε αποτελεί αρμοδιότητά τους η «παλινόρθωση» των αρχικών συναρτήσεων της πρόσληψης, αφού ο ιστορικός ορίζοντας προσδοκίας των «αδρανοποιημένων» εκείνων λογοτεχνημάτων παρήλθε οριστικά, μαζί με το ιστορικό κοινό τους. Αυτό που μπορούν ακόμη να κάνουν είναι, την όλη συγκινησιακή αύρα που περιέβαλλε αυτά τα μηνύματα την εποχή που διατυπώθηκαν για πρώτη φορά, να την ενσωματώσουν σε ένα βοηθητικό context το οποίο θα παίξει το ρόλο της σκαλωσιάς στην αρχαιολογική (ούτως ειπείν) «αναστύλωση» του φθαρμένου νοήματος. Κάτι τέτοιο μάλλον δεν μπορεί να επαναφέρει σε λειτουργία το «δίδυμο» που σε άλλες εποχές ενεργοποιούσε την ανάγνωση τέτοιων έργων· σίγουρα όμως θα συνδέσει και πάλι τον Θείο Λόγο με τον Λόγο Τέχνης, τώρα πια με γνωσιολογικούς και ερμηνευτικούς δεσμούς.

Κείμενο / μετάφρασμα / παρακείμενο

(δεδηλωμένο και άδηλο)


 Όταν, εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, καταπιάστηκα με τη μετάφραση ορισμένων αποσπασμάτων από το Άσμα Πνευματικόν / ntico Espiritual του Καρμηλίτη μοναχού Juan de la Cruz, μετέπειτα Αγίου Ιωάννου του Σταυρού (1542-1591), ευελπιστούσα να μεσολαβήσω όσο πιο δραστικά μπορούσα στη γνωριμία του ελληνικού αναγνωσ-τικού κοινού με ένα μεγάλο ποίημα ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της ισπανικής Αναγέννησης, που υπήρξε επίσης κορυφαία μορφή του «ισπανικού μυστικισμού» [la stica española]. Τελούσα δηλαδή υπό το κράτος της πεποιθήσεως – η οποία δεν με έχει εγκαταλείψει μέχρι σήμερα - ότι η μετάφραση είναι η πληρέστερη μορφή ερμηνευτικής ανάγνωσης.

Παρά ταύτα αντελήφθην σύντομα ότι, ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή αποτυχίας του εγχειρήματός μου, στη δεδομένη περίπτωση το μετάφρασμα από μόνο του δεν μπορούσε να φωτίσει επαρκώς τα μηνύματα του πρωτοτύπου. Προφανώς η αιτία ήταν ότι στο προς μετάφρασιν ποίημα ο Λόγος Τέχνης συνηρτάτο στενότατα προς τον Θείο Λόγο, και αυτού του είδους τα κείμενα, όπως είπα, έχουν χάσει για μας την αναγνωστική τους αμεσότητα και διαφάνεια. Κατά συνέπεια, η πρόσληψή τους χρήζει κάποιας ερμηνευτικής αρωγής. Για να την αναζητήσουμε προτείνω να στραφούμε στην κατεύθυνση του - κατά Genette - «παρακειμένου» [paratexte], δηλαδή των «επιπροσθέτων σημάτων […] τα οποία προσδίδουν στο κείμενο ένα (μεταβλητό) περιβάλλον και ενίοτε έναν σχολιασμό» [3].

Παρόμοια ανάγκη φαίνεται μάλιστα ακόμη πιο επιτακτική προκειμένου για μεταφράσματα, των οποίων η πρόσληψη έχει επιπλέον να αντιμετωπίσει την πολιτισμική «αλλοτριότητα» του χώρου υποδοχής. Ως εκ τούτου, ο μεταφραστής οφείλει να προχωρήσει  στην κατασκευή ενός διευρυμένου παρακειμένου το οποίο, πέραν των δεδηλωμένων παρακειμενικών στοιχείων του πρωτοτύπου [4], να εμπλέκει και ορισμένα άλλα, που στον χώρο προελεύσεως παραμένουν άδηλα. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για το λεγόμενο διακείμενο του έργου, με τα ανοίγματά του προς ένα πολλαπλό (ιστορικό, ιδεολογικό, πολιτισμικό, γνωσιολογικό κλπ.) κειμενικό περιβάλλον, που προσθέτει στο βασικό κείμενο τη διάσταση βάθους, σε χώρο και σε χρόνο. Για ευνοήτους όμως λόγους, οι ανάγκες του μεταφρασεολογικού ή μάλλον παραμεταφρασεολογικού μας εγχειρήματος επιβάλλουν όπως το διακειμενικό στοιχείο θεωρηθεί, από λειτουργικής σκοπιάς, μέρος του παρακειμένου.

Εν είδει απαραιτήτου συμπληρώματος του μεταφραστικού εγχειρήματος, προτίθεμαι εν συνεχεία να προβώ στην μερική χαρτογράφηση του δεδηλωμένου, αλλά και στην, μερική επίσης, ανάδειξη του άδηλου παρακειμένου του Πνευματικού Άσματος. Το τόλμημα είναι ίσως πιο ριψοκίνδυνο κι απ’ αυτήν ακόμη τη μετάφραση, αφού οι περιορισμοί χώρου και χρόνου και κυρίως η πενιχρή επί του προκειμένου αρμοδιότητά μου προεικάζουν γι’ αυτήν την προσπάθεια αποτελέσματα κάθε άλλο παρά φερέγγυα (που ο αναγνώστης καλά θα κάνει να τα εισπράξει με κάθε επιφύλαξη).

Τούτων λεχθέντων (Dixi et salvavi animam meam !) ας προχωρήσουμε στα περαιτέρω.

Η μυστικιστική εμπειρία

ως ρητό παρακείμενο


Ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού μας άφησε ορισμένα αποσπασματικά σχόλια, όπου τα ποιητικά του σύμβολα ανάγονται ερμηνευτικά σε ένα σύστημα από θεολογικές αλληγορίες. Δεν είναι λοιπόν καταχρηστικό ούτε βεβιασμένο το συμπέρασμα ότι, με τα εν λόγω αποσπάσματα - εκ των οποίων το εκτενέστερο αναφέρεται ακριβώς στο ntico Espiritual και φέρει τον τίτλο Subida del Monte Carmelo [‘Ανάβασις του Καρμήλου όρους’] –, ο ποιητής προβάλλει ρητώς τη δική του εκδοχή του παρακειμένου της ποιήσεώς του.

Εικάζεται δε ότι τα συγκεκριμένα αυτοσχόλια δεν είναι παρά σπαράγματα από ένα ογκώδες σύγγραμμα, όπου ο Άγιος Ιωάννης περιέγραφε λεπτομερώς, σε πεζό και έμμετρο λόγο, τη μυστικιστική του εμπειρία [5]. Οι διωγμοί που αδυσώπητα υπέστη εκ μέρους των εχθρών του [6] τον ανάγκασαν όμως να το λογοκρίνει και να το καταστρέψει εν μέρει, προκειμένου να αποφύγει το χειρότερο (ίσως μάλιστα και την ανάμειξη της Ιεράς Εξέτασης). Τα σωζόμενα κομμάτια μας βοηθούν να σχηματίσουμε μίαν ιδέα για το περιεχόμενο της «αφηγήσεως» που πλαισιώνει το Πνευματικόν Άσμα. Πρόκειται λοιπόν για την πορεία της Ψυχής προς τον Θεό, εν μέσω βαθιάς νυκτός [la noche οscura del alma]. Η διαδρομή αυτή ακολουθεί την «αποφατική οδό», με διακριτούς σταθμούς την εκκένωση της Ψυχής από κάθε ατομική ιδιότητα, την απάρνηση του κόσμου των αισθήσεων, αλλά και την αναζήτηση της οντολογικής ολοκλήρωσης στην περιοχή του Τίποτα [7]. Το δε κίνητρο της ριψοκίνδυνης περιπλάνησης είναι το - ελάχιστα εξαϋλωμένο - πάθος που ωθεί τη Νύφη να σμίξει με τον Νυμφίο της Ιησού Χριστό.

Παρόμοιες ιδέες, που υπερβαίνουν κάθε δογματική «ορθοδοξία», καθώς επίσης και οι τολμηρές ερωτικές εικόνες που τις «μεταφράζουν» σε έναν χειμαρρώδη πεζό λόγο και σε μια λεπτή όσο και διεισδυτική λυρική μελωδία, ηχούσαν άκρως ανατρεπτικά στην εποχή τους, με αποτέλεσμα ο ποιητής να βρεθεί επανειλημμένως στο στόχαστρο του εκκλησιαστικού κατεστημένου.

«Ειδολογική συνθήκη» και

εγκυκλοπαιδική μορφή


Η μυστικιστική θεολογία του Αγίου Ιωάννου δεν καλύπτει το όλο παρακείμενο του Πνευματικού Άσ-ματος, ούτε καν ολόκληρο το δεδηλωμένο κομμάτι του. Μία άλλη παρακειμενική πτυχή, σχετικώς ρητά σηματοδοτημένη, είναι λ.χ. αυτή που ο Genette ονομάζει, στα ίχνη του Philippe Lejeune, «ειδολογική συνθήκη» ή «ειδολογικό συμβόλαιο» [contrat ή pacte gérique]. Ο Γάλλος θεωρητικός αναφέρει ως παράδειγμα τους υπoτίτλους κεφαλαίων που, στην πρώτη γραφή του Οδυσσέα του James Joyce, επεσήμαιναν τη σχέση του μυθιστορήματος με το ομηρικό έπος («Σειρήνες», «Ναυσικά», «Πηνελόπη» κλπ.) [8]

Στο ntico Espiritual υπάρχουν τριών ειδών αναφορές, οι οποίες παραπέμ-πουν στην ειδολογική υπόσταση του έργου:

  1. Εάν θεωρήσουμε ότι, αρχικά, το ποιητικό κείμενο και το αυτοσχόλιο του Αγίου Ιωάννου αποτελούσαν (όπως όλα το δείχνουν) μίαν ενότητα, τότε θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το έργο σε μία μορφική κατηγορία με ανατολίτικες καταβολές, η οποία στα αραβικά και τα εβραϊκά γράμματα είναι γνωστή υπό την ονομασία maqama (πληθ. at). Πρόκειται για ένα είδος με δομή σύμμεικτη (miscellanée) και «εγκυκλοπαιδικό» περιεχόμενο· με άλλα λόγια, η maqama αφ’ ενός μεν συνδυάζει, στους κόλπους μιας χαλαρής πλοκής, πρόζα και στίχο, ποιητικό, αφηγηματικό ή και διδακτικο-θεωρητικό λόγο, αφ’ ετέρου δε προσφέρεται για διεξοδική ανάπτυξη οποιουδήποτε θέματος [9]. Η «εγκυκλοπαιδικότητα» του Πνευματικού Άσματος δεν εξαντλείται στο επίπεδο του ερωτικο-θεολογικού περιεχομένου, αλλά αποβαίνει ένας ενεργός δομικός παράγων, που συμβάλλει αποφασιστικά στην ενσωμάτωση και αφομοίωση των ακολούθων δύο ειδολογικών συνιστωσών του έργου.
     
  2. Η δεύτερη εξ αυτών είναι το στροφικό μοντέλο: πεντάστιχες στροφές, με σταυρωτές ρίμες (αβαββ)· πρώτος, τρίτος και τέταρτος στίχος επτασύλλαβοι, δεύτερος και πέμπτος ενδεκασύλλαβοι· ρυθμός ιαμβικός. Το σχήμα αυτό λέγεται λύρα [lira] και είναι ιταλικής προελεύσεως [10].  Αυτή η, καθαρά τυπική και εκ πρώτης όψεως επουσιώδης λεπτομέρεια, μας οδηγεί εντούτοις σε ένα γενικότερο   συμπέρασμα. Καίτοι «ετεροχρονισμένη» εν σχέσει με την εποχή της, η μυστικιστική ποίηση επ’ ουδενί λόγω είναι ένας μεσαιωνικός «αταβισμός» ο οποίος, τις οίδε πώς, ενεργοποιήθηκε εν μέσω της Αναγέννησης. Είναι, απεναντίας, τέκνο του καιρού της, και ως εκ τούτου ενήμερη για τους τελευταίους ποιητικούς  «νεωτερισμούς».
     
  3. Από ειδολογικής απόψεως θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν ορισμένες θεματικές συμβάσεις (όπως, για παράδειγμα, τα «πρόσωπα του δράματος»: Νυμφίος και Νύφη, αλλά και η φορά του ερωτικού λόγου, απ’ Αυτήν προς Εκείνον), οι οποίες προσελκύουν στο πεδίο του παρακειμένου το περίφημο Άσμα Ασμάτων του Σολομώντος [11]. Ως γνωστόν, η βιβλική παράδοση αναφέρει ότι παραλήπτρια αυτού του ωραιοτέρου ίσως ερωτικού τραγουδιού της ανθρωπότητας ήταν η Σουλαμίτις, ερωμένη του βασιλέως· στη σύνθεσή του όμως, o εστεμμένος ποιητής «δανείστηκε» τη φωνή της αγαπημένης του [12]. Οι Χριστιανοί το ανασηματοδότησαν το έργο ως «επιθαλάμιο» των γάμων του Ιησού Χριστού με την Εκκλησία, ενώ σε μυστικιστική εκδοχή (ιουδαϊκή τε και χριστιανική), το Άσμα εξυμνεί τη γαμήλια ένωση της θεότητας με την Ψυχή. Ο Άγιος Ιωάννης υιοθετεί την τελευταία ερμηνεία και την επισημαίνει ρητά στον υπότιτλο του ποιήματός του (Τραγούδια οπού η  Ψ υ χ ή  ανταλλάσσει μετά του    Ν υ μ φ ί ο υ  αυτής) [13]. Ανάμεσα σε ορισμένα εδάφια του ποιήματος και στις αντίστοιχες περικοπές του βιβλικού κειμένου υπάρχει μάλιστα άμεση και ευθεία διακειμενική σύνδεση, σε σημείο τα συγκεκριμένα κομμάτια να μοιάζουν (και να είναι) παραθέματα ή παραφράσεις του Άσματος Ασμάτων [14]. Το ίδιο Άσμα γίνεται άλλωστε δίαυλος προσελεύσεως και ορισμένων άλλων βιβλικών θεμάτων και μοτίβων, στο χώρο του ποιήματος [15].
     

Bestiarium Amoris :

ένα άδηλο παρακείμενο

 

Η ειδολογική αναγωγή του ποιήματος σε μία ιδιαίτερα δεκτική μορφή όπως η «εγκυκλοπαιδική», οι διακειμενικές αναφορές του στο Άσμα Ασμάτων, αλλά και η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα της βιβλικής πηγής, «ευθύνονται» για τη φυσιολατρική έξαρση που διαπνέει τον εικονισμό του ntico Espiritual. Ανάμεσα στα διάφορα και ποικίλα εμβλήματα της υπαίθρου, της βουκολικής και της ποιμενικής ζωής, τα οποία υπάρχουν εδώ, ξεχωρίζει ένας πλούσιος και συνεκτικός ζωικός συμβολισμός [16]. Aπ’ αυτής της σκοπιάς ιδωμένο, το έργο του San Juan de la Cruz εμφανίζεται ως ένα Bestiarium Amoris, που βεβαίως υπάγεται στο γαμήλιο «σενάριο» του ποιήματος.

Η αναλυτική προσέγγιση τέτοιων συμβόλων μας παραπέμπει  σε μία πανάρχαια ερμηνευτική παράδοση, με φιλοσοφικό υπόβαθρο. Αυτή η παράδοση αποτελεί το άδηλο μέρος του παρακειμένου.

Η ιδέα ότι το ζωικό βασίλειο είναι καθρέφτης της ανθρωπότητας και δεξαμενή απ’ όπου ο άνθρωπος αντλεί πρότυπα προς μίμησιν ανάγεται στην Αρχαιότητα (Αριστοτέλη, Πλούταρχο, Βιργίλιο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, Πατέρες της Εκκλησίας κλπ.) Το συγκεκριμένο corpus γνώσεων ανανεώνεται κατά το Μεσαίωνα με τον Φυσιολόγο [Physiologus] και τα περίφημα bestiaria, ενώ την εποχή της Αναγεννήσεως η μελέτη του ζωικού συμβολισμού αποκτά σχεδόν χαρακτήρα συστήματος. Ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, που θεωρούσε τα ζώα doctores de humana conducta [‘διδασκάλους ανθρωπίνης συμπεριφοράς’], πρέπει να γνώριζε λ.χ. την Πραγματεία περί Συμβόλων του Piero Valeriani (βασισμένη στην ερμηνεία των αιγυπτιακών ιερογλυφικών) και το Mondo Simbolico του Filippo Picinelli, δύο πονήματα όχι μόνον ευρέως γνωστά, αλλά και δημοφιλή ανά την καλλιεργημένη Ευρώπη.

Στο Άσμα Πνευματικόν, τα ζωικά σύμβολα ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες:

  • σύμβολα Νυμφίου,
  • σύμβολα κοινά (Νυμφίου και Νύφης),
  • σύμβολα Νύφης και
  • σύμβολα των φαινομένων που παρεμβαίνουν στη σχέση τους.

Ας δούμε μερικά δείγματα  [17].

Ê Σχεδόν αποκλειστικό σύμβολο του Νυμφίου, το  ε λ ά φ ι  προέρχεται από το Α.Α. δ: 62-63, ενώ από την Αινιάδα του Βιργιλίου (Δ, 62-63) ο ποιητής αντλεί την εικόνα του πληγωμένου ελαφιού. Οι δύο υποστάσεις συγχωνεύονται στην ιπποτική φιλολογία του Μεσαίωνα (Chrétien de Troyes, τροβαδούροι, Cancioneros της Καστίλλης κλπ.)

            Στα αυτοσχόλια του Αγίου Ιωάννου, το ελάφι ως Νυμφίος:

  • είναι «μοναχικός και ξένος», αλλά και
  • «επιδέξιος εις τα κρυφά του Έρωτος πλήγματα» (πρβ. αφού μ’ έχεις ματώσει),
  • βρίσκει ανακούφιση – «δροσίζεται» - ατενίζοντας τη Νύφη (πρβ. να δροσιστεί στης πτήσης τον αγέρα) και τέλος
  • πληγωμένος από έρωτα, ταυτίζεται με το ταίρι του: «η του ενός αμφοτέρων είναι πληγή».

Η τελευταία ερμηνεία τείνει να προσδώσει στο σύμβολο τη διττή φύση που ταιριάζει στη δεύτερη κατηγορία. Στην ίδια κατεύθυνση, αλλά ακόμη πιο μακριά, προχωρά η εκδοχή του Picinelli, παραλληλίζοντας το ελάφι με την θηλυκή οντότητα της Ψυχής (σύμβολο της οποίας είναι η Νύφη): η μία γαληνεύει και αναπαύεται στο σμίξιμό της με το Θεό, όπως το άλλο δροσίζεται στα γάργαρα νερά της βρύσης.

Ë Το πρώτο κοινό σύμβολο που αναφέρεται στο ποίημα είναι το  α η δ ό ν ι , που όμως ο Άγιος Ιωάννης το αποκαλεί φιλομήλα [filomena]. Η λέξη είναι λόγια και δηλώνει ιταλική επίδραση. Στην Ισπανία ο πρώτος που την εισήγαγε ήταν ο Garcilaso de la Vega, ο οποίος και εγκαινίασε το ιταλίζον «ρεύμα» στη λυρική ποίηση της ισ-πανικής Αναγέννησης. Πίσω από τις φιλολογικές καταβολές βρίσκονται οι μυθολογικές, και συγκεκριμένα μια ανατριχιαστική ιστορία για δύο άτυχες αδελφές, Πρόκνη και Φιλομήλα, που ο λάγνος Τηρεύς, βασιλιάς των Αθηνών, παντρεύτηκε τη μία και βίασε την άλλη, προκαλώντας την αιματηρήν εκδίκηση της συζύγου του και, εν συνεχεία, την παρέμβαση των θεών, που μεταμόρφωσαν και τους τρεις, σε αηδόνι, χελιδόνι και τσαλαπετεινό, αντιστοίχως. Ο θρύλος μας παραδίδεται από διαφόρους Έλληνες συγγραφείς, τόσο της κλασικής όσο και της ελληνιστικής περιόδου, από τον Σοφοκλή έως τον Υγίνο. Στη Δυτική Ευρώπη πιο γνωστή είναι όμως η ποιητική εκδοχή του Οβιδίου, όπου οι ζωικές μεταμορφώσεις των δύο αδελφών αναστρέφονται (δηλαδή σε αηδόνι μεταλλάσσεται η Φιλομήλα, ενώ σε χελιδόνι η Πρόκνη). Η δε φιλομήλα/αηδόνι, με τη γλυκιά, χαρμόσυνη φωνή της (του),  λειτουργεί εδώ ως μετωνυμία της άνοιξης, δηλαδή μετέχει της γενικότερης ειδυλλιακής ατμόσφαιρας του ποιήματος. Τέλος, ένας διόλου δυσνόητος συνειρμός παραπέμπει από το αηδόνι στη νύχτα, η οποία εξάλλου είναι, για τον Άγιο Ιωάννη, ο κατ’ εξοχήν χώρος που διανύει η ψυχή στην ανάβασή της προς το θείο.

Ένα ακόμη κοινό σύμβολο Νυμφίου και Νύφης είναι τα  σ π ή λ α ι α  των     λ ε ό ν τ ω ν , όπου οι εραστές έχουν στρώσει τη θαλερή τους κλίνη, καθ’ ότι - αυτοσχολιάζεται ο ποιητής - είναι «πολύ ασφαλή και προστατευμένα από τα υπόλοιπα θηρία». Ο «τόπος» έχει προέλευση το Άσμα Ασμάτων (π.χ. δ: 8), αλλά και την Αποκάλυψη του Ιωάννου (όπου ο Ιησούς Χριστός αποκαλείται λέων του Ιούδα). Η ερμηνευτική παράδοση τονίζει τη μεγαλοπρεπή εμφάνιση του ζώου, που από μόνη της απομακρύνει κάθε πιθανό αντίπαλό του (Picinelli)· επίσης, με το χνώτο του, το λιοντάρι «σημαδεύει» το θήραμα που δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να καταναλώσει αμέσως, ούτως ώστε να μη το πλησιάζουν άλλα σαρκοβόρα ζώα. «Όμοιες (υπερθεματίζει ο San Juan) είναι και οι αρετές: ωσάν χνώτο Θεού σημαδεύον την ημετέρα ψυχήν».

Ì Κατ’ εξοχήν έμβλημα της Νύφης είναι η  π ε ρ ι σ τ ε ρ ά . Οι ρίζες του συμβόλου βρίσκονται στο Άσμα Ασμάτων (στ: 9), αλλά και στην Αινιάδα. Σε άλλους συγγραφείς της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα (Πλίνιο, Άγιον Ισίδωρο της Σεβίλλης κλπ.) η περιστερά συμβολίζει:

  • τον αγνό συζυγικό δεσμό (μαζί, βεβαίως, με το σύντροφό της)·
  • την πραότητα (αναφέρεται εν προκειμένου ότι η χωλή της εδρεύει στα έντερα)· και
  • αυτήν ακόμη την ενόραση του θείου (λόγω ομορφιάς και εκφραστικότητας του βλέμματός της).

Ο Άγιος Ιωάννης συνοψίζει την όλην αυτήν ερμηνευτική παράδοση· η Νύφη-περιστερά, μας λέει, έχει τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

  • «πτήσιν υψηλήν κι ανάλαφρην»·
  • «θερμόν έρωτα»·
  • «απλοϊκά φερσίματα»·
  • «λευκότητα και καθαρότητα» (καθ’ ότι «δεν έχει χωλή»· και τέλος
  • «διάφανα και πλήρη αγάπης όμματα».

Ένα σύμβολο παρεμφερές και πολύ συγγενικό προς το προηγούμενο είναι η   τ ρ υ γ ό ν α , με προέλευση επίσης το Άσμα Ασμάτων (β: 12), όπου στη φωνή της ηχεί το ερωτικό κάλεσμα. Ο ισπανικός Χρυσός Αιώνας [Siglo de Oro] της αποδίδει εσφαλμένα «μονογαμική» φύση (υπό την έννοιαν ότι, εάν χάσει το σύντροφό της, δεν σμίγει πια με άλλο αρσενικό) [18]. Ένας απόηχος της εν λόγω αντιλήψεως ακούγεται στο αυτοσχόλιό του ποιητή, ο οποίος τονίζει λ.χ. ότι η τρυγόνα «Ενόσω δεν εύρη το ταίρι της, μηδέ σε χλωρό κλαρί ξαποσταίνει, μηδέ σμίγει με άλλη συντροφιά. Όταν το βρη, χαίρεται κι αγάλλεται…»

¹ Οι παράγοντες που παρεμβαίνουν στην ερωτική σχέση είναι ψυχολογικής κυρίως φύσεως. Μεταξύ των εμβλημάτων τους, πρώτα τη τάξει αναφέρονται τα  θ η ρ ί α . Βιβλικής και ευαγγελικής προελεύσεως (Ισ. λε: 9· Αποκ. ιζ κ.ά.), τα «θηρία» (ή «κτήνη») συμβολίζουν στη μεσαιωνική παράδοση τον Διάβολο, αλλά και όσους τον ακολουθούν. Σχολιάζοντας την τριάδα fieras […] fuertes y fronteras («θηρία, σύνορα, φρούρια», στην απόδοσή μου), ο Άγιος Ιωάννης τονίζει ότι πρόκειται για τους πλέον άσπονδους εχθρούς της Ψυχής, δηλαδή για «τον κόσμο, το Δαίμονα και τη σάρκα». Η σειρά των τριών παραγόντων διαφέρει όμως στο ποίημα, εν συγκρίσει με το σχόλιο, δηλαδή τα θηρία εμφανίζονται στη θέση που η ερμηνεία επιφυλάσσει για τον «κόσμο» (και όχι, ως όφειλε, σ’ εκείνη του «Διαβόλου»). Η θεολογική αυτή «παρασπονδία» υπαγορεύτηκε από το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, στο βωμό τον οποίων Άγιος Ιωάννης θυσίασε τη δογματική «ορθότητα» [19].

Τ’  α ν ά λ α φ ρ α  π ε τ ο ύ μ ε ν α  (η ερμηνευτική παράδοση εξαίρει την ελαφρότητα και την ευελιξία τους) σημαίνουν για τον Άγιο Ιωάννη την «ανωφελή μωρία» που κουβαλάει μαζί της η «φαντασία»  (η Αγία Θηρεσία την αποκαλούσε la loca de la casa = ‘τρελή της οικογενείας’)· πρόκειται λοιπόν για μικροαμαρτήματα, ένεκα των οποίων όμως η Ψυχή ενδέχεται να λοξοδρομήσει.

Σε δεύτερη εμφάνιση, τα  ε λ ά φ ι α  εκδηλώνονται ως αμφίσημα (αν όχι διφορούμενα). Αφ’ ενός μεν έχουν θετική σημασία, αφού παραπέμπουν στον Νυμφίο· αφ’ ετέρου δε, σύμφωνα με το αυτοσχόλιο, εκπροσωπούν τη  φ ι λ η δ ο ν ί α ,  ένα ακόμη εμπόδιο που η Ψυχή οφείλει να υπερνικήσει, στην πορεία της προς το θείο. Επίσης, μαζί και με τα  π η δ η χ τ ά  ζ α ρ κ ά δ ι α  (πρβ. Α.Α. β: 9 κλπ.), τα ελάφια συμβολίζουν τη  δ ε ι λ ί α  εκείνων οι οποίοι, ενώ επιθυμούν διακαώς να πλησιάσουν την τελειότητα, οι δυσκολίες που συναντούν καθ’ οδόν τους αποθαρρύνουν.

Και τα  λ ι ο ν τ ά ρ ι α  εμφανίζονται για δεύτερη φορά με διφορούμενη σημασία. Η θετική πλευρά τους, μας λέει o San Juan, είναι ότι διαθέτουν μονίμως το     θ ά ρ ρ ο ς  που απαιτεί η αγάπη· η αρνητική συνίσταται στο «παράτολμον και απερίσκεπτον των πράξεών των»,  και κυρίως στην  ο ρ γ ή , θανάσιμο αμάρτημα που η Ψυχή πρέπει να αποφύγει αν θέλει να ολοκληρώσει την ερωτική της ένωση με τον Νυμφίο της.

Οι  α λ ε π ο ύ δ ε ς  (οι περίφημες αλώπηκες  του Α.Α. β: 15) αναλύονται ως εξής:

  • «χαλούν τα αμπέλια» και
  • «θηρεύουν προσποιούμενες τις κοιμισμένες».

Ως εκ τούτου, ο ποιητής τις παρομοιάζει με τους  π ό θ ο υ ς  «οίτινες, ενώ τελούν εν  λήθαργω, αίφνης εγείρονται  και ενοχλούν το διαλογίζον πνεύμα».  

Το  κ ο π ά δ ι  ως ποιητική εικόνα έχει επίσης σχέση με το ποιμενικό κλίμα που μεταβιβάζει στο Πνευματικών Άσμα το Άσμα Ασμάτων. Κατά  τον Fray Luis de León [20], η φύλαξη του κοπαδιού απορροφά όλη την προσοχή του ποιμένος ή του βουκόλου και απαιτεί απόλυτη αφοσίωση εκ μέρους του. Κατά συνέπεια, το σύμβολο αυτό παραπέμπει σε οτιδήποτε θα μπορούσε να διασκεδάσει την προσοχή της Νύφης από την αποκλειστική προσήλωση στον Νυμφίο της. Η απώλεια του κοπαδιού δεν μπορεί λοιπόν να σημαίνει παρά μόνον ότι η Ψυχή έχει εξ ολοκλήρου απαρνηθεί τον κόσμο των αισθήσεων, προκειμένου να δεχτεί στον κόλπο της τον σπόρο της ένθεης αγάπης.

Τέλος, η  α γ έ λ η  τ ω ν  α λ ό γ ω ν  – σχολιάζει ο Άγιος Ιωάννης – συμβολίζει τις «σωματικές αισθήσεις», που κι αυτές ενδέχεται να σταθούν εμπόδιο για την Ψυχή. Όταν όμως μετέχουν του διαλογισμού και της ενοράσεως, «κατεβαίνουν» - δηλαδή μεταβαίνουν - «από την κατά φύσιν λειτουργία εις την πνευματική περισυλλογή».

*

Προτού ολοκληρώσω, θα ήθελα να τονίσω για άλλη μία φορά ότι, στην εποχή τους, τα παραπάνω κλειδιά ήταν λίγο-πολύ οικεία σε οποιονδήποτε καλλιεργημένο αναγνώστη. Αυτό σημαίνει ότι ο «μυστικισμός» του Αγίου Ιωάννου του Σταυρού δεν είχε σχέση με κανενός είδους αποκρυφισμούς: με τα βοηθητικά αυτοσχόλια, αλλά και με τις έμμεσες παραπομπές του σε μία ευρέως γνωστή επιστημολογική vulgata, επιτελεί (ούτως ειπείν) έργο «εκλαΐκευσης», και έτσι καθιστά το ποίημά του κατανοητό και προσιτό τοις πάσι.

Μετά παρέλευσιν σχεδόν πέντε αιώνων, βρισκόμαστε σε θέση σαφώς δυσμενέστερη, τόσο απέναντι στο κείμενο όσο και στο παρακείμενο του Πνευματικού Άσματος, αφού έχουμε πια αποκοπεί από τη γνωσιολογική, σημασιολογική και ερμηνευτική εκείνη παράδοση, της οποίας ο ποιητής μετείχε από κοινού μ’ αυτούς που τον διάβαζαν. Εξού και η ανάγκη της σύντομης αυτής περιδιαβάσεως του βοηθητικού context του έργου, με την οποίαν προσπάθησα να ανοίξω στον σημερινό αναγνώστη κάποια (στοιχειώδη, έστω) πρόσβαση στη σφαίρα των γνώσεων του ποιητή, με το σκεπτικό ότι, χωρίς αυτήν, η γοητεία του ποιήματος θα παρέμενε εσαεί απροσπέλαστη.

Κατά πόσον το πέτυχα ή όχι, ας το κρίνει ο ίδιος.


ΑΣΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ

Τραγούδια οπού η Ψυχή ανταλλάσσει μετά του Νυμφίου αυτής  [21]

 

Νύφη:                             Πού πήγες να κρυφτείς
                                    και μ’ άφησες, Καλέ μου, να στενάζω ;
                                                Έφυγες σαν το ελάφι
                                                αφού μ’ είχες ματώσει,
                                    κι άφαντος μένεις όταν σε φωνάζω.

                                                Βοσκοί, όποιοι βρεθείτε
                                    εις τα μαντριά, στους λόφους εκεί πάνω:
                                                αν τύχει και τον δείτε
                                                εκείνον που αγαπάω
                                    πείτε του πως πονάω και ξεψυχάω.

                                                Ζητώντας την αγάπη μου
                                    σε όρη θα πλανιέμαι και λειβάδια·
                                                τ’ άνθια δε θα μαδήσω
                                                δε θα σκιαχτώ θηρία
                                    σύνορα, φρούρια πίσω μου θ’ αφήσω

(Ερωτά την                                Ω δάση και ρουμάνια
   Πλάσιν)                      που του Καλού μου φύτεψε το χέρι,
                                                ξέφωτα, πρασινάδα
                                                με λούλουδα σπαρμένη,
                                    πείτε μου: από σας πέρασε τάχα ;

(Αποκρίνεται                              Χίλιες σκορπώντας χάρες,
   η Πλάσις)                   μέσ’ απ’ τους θάμνους βιαστικός περνούσε·
                                                και με τ’ αντίκρισμα του,
                                                μόνο που τα κοιτούσε,
                                    όλα ντυθήκαν μέσ’ στην ευμορφιά του.

Νύφη:                                                 […]

                                                Γιατί, αφού μπήκες πια
                                    σε τούτη την καρδιά, δεν τη γιατρεύεις ;
                                                Γιατί να μη την πάρεις
                                                εφόσον μού την κλέβεις ;
                                    ’τί το κλεψίμι επέστρεψες ξανά ;

                                                Σβήσε συ τον καημό μου
                                    ’τί, να το κάμνει, άλλος κανείς δεν μέλλει·
                                                κι ας σε βλέπ’ η ματιά μου,
                                                ω φως των ομματιώ μου:
                                    μόνο για σε τα θέλω πια δικά μου.

                                                Ω, δείξου εμπροστά μου,
                                    κι ας με φονέψει ευθύς τ’ αντίκρισμά σου·
                                                κοίτα, απ’ αυτόν τον πόνο
                                                αγάπης δεν θα γειάνω
                                    παρά με παρουσία, με θωριά σου.

                                                Ω γάργαρή μου βρύση,
                                    στην ασημένια επάνω σου την όψη
                                                να ’θελες και ν’ ανοίγαν
                                                μάτια που ’χω ποθήσει
                                    και μέσ’ στα σπλάχνα μου έχω ζωγραφίσει !

                                                Διώξ’ τα, Καλέ μου, διώξ’ τα,
                                    Φτερά θα κάνω !

Νυμφίος:                                                 Γύρνα, περιστέρα·
                                                το ελάφι, πληγωμένο,
                                                σιμώνει από το λόφο
                                    να δροσιστεί στης πτήσης τον αγέρα.

Νύφη:                                     Καλέ μου, είσαι βουνά,
                                    ερημικές κοιλάδες όλο δάση,
                                                απόμακρα νησιά,
                                                κελαρυστά νερά
                                    κι αύρες ερωτικές που ψιθυρίζουν.

                                                Γαλήνιας νύχτας βάθη,
                                    μαζί και χαραυγές οπού ανατέλλουν,
                                                και μουσικής σιγή,
                                                και μοναξιάς φωνή,
                                    και δείπνον μ’ αγαλλίαση κι αγάπη.

                                                Η θαλερή μας κλίνη
                                    στρωμένη μέσ’ στα σπήλαια λεόντων,
                                                στα πορφυρά λουσμένη,
                                                θεμέλιο την ειρήνη,
                                    μ’ ολόχρυσες ασπίδες εστεμμένη.
[…]

                                                Εις το κελάρι μέθυσα
                                    που ’χει ο Καλός μου μέσα του· σα βγήκα
                                                στην ακροποταμιά
                                                τίποτα δεν θωρούσα
                                    κι έχασα το κοπάδι που βοσκούσα.

[…]  
                                              Μη με περιφρονήσεις:
                                    τι μελαψό κι αν είδες το κορμί μου ;
                                                Μπορείς να μ’ ατενίσεις
                                                τώρα που, βλέποντάς με,
                                    μέσα μου τόση χάρη έχεις αφήσει.

                                                Πιάστε τις αλεπούδες
                                    που μας χαλούν τ’ αμπέλια τ’ ανθισμένα,
                                                ενώ ’μείς από ρόδα
                                                φτιάχνουμε θημωνιές·
                                    και στις πλαγιές να μη φανεί κανένας.

                                                Εσύ, Βοριά, σταμάτα,
                                    κι έλα, Όστρια που τους έρωτες θυμίζεις,
                                                φύσα μέσα στον κήπο μου,
                                                τ’ άρωμα ας ξεχειλίσει
                                    κι η αγάπη μου μέσ’ στ’ άνθια θα βοσκήσει.
 

Νυμφίος:                                Εμπήκε τώρα η Νύφη
                                    στο χαρωπό περβόλι που ποθούσε·
                                                στην ευωδιά του ξάπλωσε,
                                                την κεφαλή ακουμπάει
                                    στις τρυφερές αγκάλες του καλού της.

[…]

                                                Τ’ ανάλαφρα πετούμενα,
                                    λιοντάρια, ελάφια, πηδηχτά ζαρκάδια,
                                                όχθες, βουνά, χαράδρες,
                                                ποτάμια, ανέμοι, λάβρες
                                    και φόβοι που τη νύχτα ξαγρυπνάτε:

                                                σας εξορκίζω τώρα
                                    με λύρα, με νανούρισμα τις νύχτες,
                                                οργής φωνές να πάψετε,
                                                στη μάντρα μην πλησιάσετε,
                                    τη Νύφη που κοιμάται μην ξυπνήστε.

[…]
                                                Λευκή, η περιστερούλα
                                    στην κιβωτό με κλώνο έχει γυρίσει,
                                                κι ιδού, η γλυκιά τρυγόνα
                                                το ποθητό της ταίρι
                                    σε πράσινη όχθην έχει συναντήσει.

                                                Σε μοναξιές εζούσε,
                                    σε μοναξιές έχτιζε τη φωλιά της,
                                                σε μοναξιές της δείχνει
                                                το δρόμον ο καλός της,
                                    ο που επληγώθη ο ίδιος, από τον έρωτά της.

Νύφη:                                     Καλέ μου, ο ένας τον άλλο
                                    στην ομορφιά σου μέσα, ας χαρούμε,
                                                στο λόφο ή στο βουνό
                                                όπου νερά αναβλύζουν,
                                    βαθιά μέσα στο δάσος να χαθούμε.

                                                Κι έπειτα στις σπηλιές
                                    τις πέτρινες ψηλά θέλω να πάμε,
                                                ’τί είναι πολλά κρυφές·
                                                και μέσα κει να μπούμε
                                    και μούστον από ρόδια να ρουφούμε.

                                                Κει θα μου φανερώσεις
                                    εκείνο που από Σε ζητά η ψυχή μου,
                                                κι έπειτα θα μου δώσεις
                                                εκεί μέσα, ζωή μου,
                                    ό,τι άλλοτε και πάλι μου ’χες δώσει:

                                                ανασασμό απ’ τ’ αγέρι
                                    και τ’ άσμα της γλυκείας φιλομήλης,
                                                το δάσος όλο χάρη
                                                στης νυχτιάς τη γαλήνη,
                                    με φλόγαν οπού καίει χωρίς οδύνη.

                                                Κανείς δεν θα κοιτάζει,
                                    ούτε κι ο Αμιναδάβ λέει να φανεί,
                                                κι η πολιορκία κοπάζει,
                                                κι η αγέλη των αλόγων
                                    τη γούρναν ατενίζει και πλησιάζει.


[1] Ο Max Weber θεωρούσε κάτι τέτοιο μοιραίο επιφαινόμενο της ιστορικής πορείας της νεωτερικότητας, για το οποίο είχε μάλιστα επινοήσει τον εύστοχο μεταφορικόν ορισμό «απομάγευση του Σύμπαν-τος» [Entzauberung del Welt].

[2] …η οποία άλλωστε αποτελεί τον πιο δραστικό παράγοντα διαχρονικότητας και διαιωνίσεως αυτού του Λόγου. (Υπό μορφήν λίαν ακατάλληλη, θα «γκρινιάξουν» σ’ αυτό το σημείο οι φονταμενταλιστές των αμιγών θρησκευτικών αξιών· παρά ολότελα, όμως…)

[3] Gérard Genette, Palimpsestes. La littérature au second degré, Παρίσι, εκδ. Seuil/Poétique, 1982, σελ. 9-10.

[4] Π.χ. τίτλος, υπότιτλος, πρόλογος και επίλογος, υποσημειώσεις, επιγραφές (τα λεγόμενα motto)… κλπ. κλπ.

[5] Το φαινόμενο του «μυστικισμού», από θεολογικής απόψεως σημαίνει μια βιωματική προσέγγιση του θείου, με στόχο την εκστατική ένωση της ψυχής με τον Θεό. Έτσι, το μυστικιστικό βίωμα παίρνει έναν έντονο αισθησιακό χρωματισμό, ενώ τα κείμενα που το καταγράφουν εισάγουν στο θεολογικό «σενάριο» τη θεματολογία και τον εικονισμό της ερωτικής γραφής. Στην Δυτική Ευρώπη, η μυστικιστική λογοτεχνία αναλίσκεται στον χώρο του Μεσαίωνα: Ιταλία - 12ος αι. (Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης), Γερμανία - 13ος (Meister Eckhart), Κάτω Χώρες τέλη 13ου – αρχές 14ου (Ruysbroeck) κλπ. Αντιθέτως, η stica española εκδηλώνεται στα μέσα του 16ου αι., δηλαδή στην καρδιά της Αναγέννησης. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με έναν «όψιμο καρπό», απ’ αυτούς που, κατά τον R. Menéndez Pidal, εμφανίζον-ται σε διάφορες φάσεις της  ιστορίας των γραμμάτων και του πολιτισμού της Ισπανίας και δηλώνουν τον «ετεροχρονισμό» της, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει και υποβάθμιση, αφού, όπως τονίζει και πάλι ο Menéndez Pidal, «οι όψιμοι καρποί είναι και οι πιο ώριμοι».

[6] Ο Άγιος Ιωάννης συκοφαντήθηκε, παύτηκε απ’ όλα τα αξιώματά του, φυλακίστηκε (1577) και εξορίστηκε (1591), όταν οι δικές του πρωτοβουλίες για αναμόρφωση της μοναστικής ζωής τον έφεραν αντιμέτωπο με την ηγεσία του τάγματος των Καρμηλιτών.

[7] …ως εάν επρόκειτο, θα έλεγε κανείς, για τη δυϊκή σανσκριτική έννοια sunya / purna, που δηλώνει ότι η απόλυτη πληρότητα του είναι ταυτίζεται με το απόλυτο κενό.

[8] Genette, όπ. παρ., σελ. 9-10.

[9] Στις ανατολικές λογοτεχνίες αναφέρονται ως προηγούμενα, η ινδική Pančatantra και η αραβική διασκευή της, Khalila wa-Dimna [«Χαλίλα και Δίμνα»], που εξελίχθηκε σε μοντέλο του είδους· αρκετά ευρωπαϊκά maqamat εντοπίζονται κατά το Μεσαίωνα: π.χ. η Vita Nuova του Dante, το Δεκαήμερο  του Βοκκακίου, οι Ιστορίες της Καντερβουρίας του Chaucer κλπ. Στην Ισπανία, πολύ δημοφιλή ήταν στην εποχή τους Το περιδέραιο της περιστεράς του Άραβος ποιητή Ibn Hazm εκ Κορδούης (11ος αι.), η Βίβλος των απολαύσεων, του Εβραίου Yosef ben Meir ibn Sabarra από τη Βαρκελώνη (12ος αι.), και κυρίως το Libro de Buen Amor του Juan Ruiz, αρχιερέα της Hita (14ος αι.), έργο που θεωρείται το κωμικό έπος του ισπανικού Μεσαίωνα.

[10] Παρεμπιπτόντως, έχω την υπόνοια ότι αυτήν τη μορφική παράδοση είχε κατά νουν ο Κάλβος όταν επέλεξε για το πρώτο βιβλίο των Ωδών του τον τίτλο Λύρα. Βεβαίως, το κάλβειο στροφικό μοντέλο διαφέρει αισθητά από κείνο της «δόκιμης» λύρας, τόσο από πλευράς ρυθμού και μέτρου, όσο κι επειδή ο Ζακύνθιος ποιητής αποποιήθηκε (όπως ο ίδιος τόνιζε) τη «βαρβαρότητα της ομοιοκαταληξίας». Ωσ-τόσο, δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Κάλβος χρησιμοποιεί συστηματικά πεντάστιχες στροφές, με εναλλαγή διαφορετικής εκτάσεως στίχων.

[11] Για τις βιβλικές παραπομπές χρησιμοποίησα τις εκδόσεις: Η Παλαιά Διαθήκη (κατά τους Εβδομή-κοντα), Εγκρίσει της Δ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αδελφότης Θεολόγων Η «Ζωή», Αθήναι 1977 και Η Καινή Διαθήκη (κατά την έκδοσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου), εν Αθήναις, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (ά.χ.) Συμβουλεύτηκα επίσης το New Bible Dictionary, Edited by J.D. Douglas, The Inter-Varsity Fellowship, 1962.

[12] Εξού και το, θηλυκού γένους, λυρικό εγώ, χαρακτηριστικό το οποίο περνά και στον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού. Ωστόσο, ο Ισπανός θα είχε υπ’ όψιν του και πλησιέστερα προηγούμενα τέτοιας «γυναικείας γραφής», αφού κάτι τέτοιο αποτελούσε ευρύτατα διαδεδομένη σύμβαση του ερωτικού λόγου στην αρχαϊκή ρομανική ποίηση (αρχής γενομένης με τα «μαγιάτικα τραγούδια» του ρωμαϊκού φολκλόρ). Στην Ιβηρική Χερσόνησο, από γυναικείας σκοπιάς εκφέρονται λ.χ. οι jarchas (αραβο-ανδαλουσιανά δίστιχα), αλλά και οι cantigas d’ amigo τον Γαλλικιανών και Πορτογάλων τροβαδούρων (ανεξαρτήτως του φυσικού φύλου των ποιητών που τα συνθέτουν).

[13] Πέραν των ευρέως διαδεδομένων αυτών συμβάσεων, ο San Juan de la Cruz πρέπει να είχε μια βαθύτερη και «επιστημονικότερη» γνώση του ποιήματος του Σολομώντος, αφού στα φοιτητικά του χρόνια είχε μαθητεύσει, στο Πανεπιστήμιο της Salamanca, κοντά στον Αδελφό Λουδοβίκο της Λεόν [Fray Luis de León] (1527-1591), εβραϊστή ολκής, ποιητή και πρώτο μεταφραστή του Άσματος Ασμάτων στα καστιλλιάνικα (αλλά και των Ωδών του Ορατίου).

[14] Πρβ. για παράδειγμα: Μη με περιφρονήσεις à Α.Α. α: 4-5· Πιάστε τις αλεπούδες à Α.Α. β: 15· σας εξορκίζω τώρα à Α.Α. β: 7, γ: 5, η: 4· κ.ο.κ.

[15] …όπως λ.χ. μνεία του Αμιναδάβ (Κανείς δεν τον κοιτάζει): υιός του Ραμ, από τη φυλή του Ιούδα (Εξ. στ: 23 και Αρ. α: 7), ο Αμιναδάβ αναφέρεται ανάμεσα στους προγόνους του Σωτήρος (πρβ. Ματθ. α: 4 και Λουκ. γ: 33).

[16] Πρβ. στο κείμενο της μεταφράσεως λέξεις με πλάγια.

[17] Τόσο η παραπάνω ταξινόμηση όσο και οι επί μέρους ερμηνείες που θα ακολουθήσουν βασίζονται στις σημειώσεις μου από μάθημα του διακεκριμένου Ισπανού «sanjuanista», καθηγητή Cristóbal Cuevas, που παρακολούθησα στο Πανεπιστήμιο της Málaga το καλοκαίρι του 1987.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                   

[18] Η πληροφορία προέρχεται από τον Άγιο Ισίδωρο της Σεβίλλης, ο οποίος όμως αποδίδει το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στην περιστερά.

[19] Γεγονός το οποίο, με τη σειρά του, μας δίδει μίαν ιδέα των «προτεραιοτήτων» του συγγραφέα: ο San Juan λειτουργούσε προνομιακά ως ποιητής, αφήνοντας το θρησκευτικό στοχαστή σε δεύτερη μοίρα.

[20] Πρβλ. ανωτέρω.

[21] Στην απόδοση των παρακάτω αποσπασμάτων ακολούθησα τη μέση οδό μεταξύ της κατά λέξιν και της ποιητικής μεταφράσεως. Με άλλα λόγια, τήρησα όσο το δυνατόν πιστότερα το ρυθμό, το μέτρο και την οπτική διάταξη των στίχων της λύρας, χωρίς όμως να μεταφέρω και το χαρακτηριστικό σύστημα ομοιοκαταληξιών του στροφικού αυτού σχήματος. Όσες φορές στάθηκε εφικτό, και στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν δυσχέραινε την κατανόηση του κειμένου, δοκίμασα να αναπληρώσω την απώλεια της ρίμας με κάποια άλλα μέσα (συνηχήσεις, εσωτερικές ομοιοκαταληξίες κλπ.)


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Ιανουαρίου 2022