Εκτύπωση του άρθρου

 

MICHAEL C. PETERSON
 

Μετάφραση: Αντωνία Αρτινιάν – Αρμάδα
Επιμέλεια: Λιάνα Σακελλίου

 

Ο Michael C. Peterson γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μένλο Παρκ, στην Καλιφόρνια. Κατέχει πτυχία από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ (Stanford University) και της Βιργινίας (UVA), και ολοκλήρωσε το MFA (Master of Fine Arts) στην ποίηση στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, Γκρίνσμπορο (University of North Carolina, Greensboro). Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνει το διδακτορικό του ως επιστημονικός συνεργάτης στην ποίηση στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι (Elliston Fellow in Poetry). Έχει λάβει βραβεία και υποτροφίες από τα ιδρύματα και τους οργανισμούς MacDowell Colony, Yaddo, The Virginia Center for the Creative Arts, και Bread Loaf Writers. Το ποιητικό έργο του έχει δημοσιευθεί σε γνωστά περιοδικά όπως τα American Letters & Commentary, American Literary Review, Barrow Street, Bat City Review, Blackbird, Cincinnati Review, Cutbank, Fence, Grist: The Journal for Writers, Gulf Coast, Hayden's Ferry Review, Kenyon Review, Laurel Review, Mead: The Magazine of Literature & Libations, Memorious, Michigan Quarterly Review, New American Writing, Collagist, Southern Review.

 

MAYFLY, DUN

And what is colorless
shall receive color.
And soundless, same.
Thinness, loss of hue
Dimly appraised
idiom of bleak.
Maybe the transparent
medium of woe
gone invisible but
lit by time, subimago
myself, subprime.
Evidence for but
one last molting instar
wing devout to hour
leaden, staged
and incomplete.
Wanted cadmium
gambled gray.
I was not born so dark
I’ll have you know. I know
my name. I swear
it isn’t ruin.

(αδημοσίευτο)

ΕΦΗΜΕΡΟΠΤΕΡΟ
 

Και ό,τι είναι άχρωμο 
να πάρει χρώμα.
Και αθόρυβο, το ίδιο.         
Αδυναμία, απώλεια απόχρωσης 
Ελάχιστα εκτιμημένο 
το ύφος του ζοφερού.
Ίσως το διαφανές 
μέσον της θλίψης να
έχει γίνει αόρατο 
να φωτίζεται όμως με τον καιρό                                                                                          
και να γίνει υψηλού κινδύνου.
Απόδειξη για μια τελευταία 
ανάπτυξη τριχώματος 
το φτερό ένθερμο για την ώρα 
μολύβδινο, σκηνοθετημένο
και ανολοκλήρωτο.
Ήθελε  κάδμιο
και διάλεξε το γκρι.
Δεν γεννήθηκα τόσο σκοτεινός         
πρέπει να σου πω. Ξέρω
το όνομά μου. Υπόσχομαι 
δεν είναι καταστροφή.

LONICERA OHIA

Summer’s pension ended with
the coloration of the spring.
To tell it somehow else
is another thing.
Honeysuckle could have made me
see summer thus, with what–
a measure of faith?
Sappho says the sun falls straight
and the crickets and eucalyptus
and their heated ceaseless singing
but that’s backwards or westward
or what have you.
What have I here but rivers pushing silt
nothing to look through and see
and say what is seen before it
passes, is gone.
Nothing clean.
Endless mayfly, sunfish, sun.
Branches so lean you think them
unable to hold much when time comes
but time will tell me what will drop.
Cherry, chestnut, apple, rot.
Shiner on my acreage.
Contusion of my spring.

Of Rivers: Writing on Langston Hughes (ed. Chiyuma Elliott)
Southern Humanities Review
(2016)


ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΟΧΑΙΟ

H νωχέλεια του θέρους έληξε με 
του έαρος τον χρωματισμό.
Να το εκφράσεις διαφορετικά
είναι κάτι άλλο.
Το αγιόκλημα θα μπορούσε ίσως να με κάνει
ν' αντικρίσω το καλοκαίρι ετούτο, με τι—
μια δόση πίστης;
Η Σαπφώ λέει πως οι ακτίνες χτυπούν κάθετα
και οι γρύλλοι, και ο ευκάλυπτος
Και το σφοδρό αέναο άσμα τους
μα εκείνο προς τα πίσω οδεύει, ή προς τα δυτικά
ή όπου νάναι.
Τι σ 'εμένα απέμεινε πέρα απ' τον ρου του ποταμού
που άργιλο παρασέρνει και ιλύ
τίποτα το διαυγές για να κοιτάζω και να δω
και να επισημάνω τι είδα, προτού
προσπεράσει, πάει χάθηκε.
Τίποτα το καθάριο.
Ατέρμον εφημερόπτερο, πέρκη, ήλιος.
Κλωνάρια τόσο ισχνά, φαντάζουν ανήμπορα
ν' αντέξουν επαρκώς το πλήρωμα του χρόνου.
Εκείνος θα μου ορίσει τι θα πέσει.
Βύσσινο, κάστανο, μούχλα.
Στιλβωτής στην έκταση μου,
της άνοιξης μου μώλωπας.


GLORY BE 


Decade by decade, daffodils
shouldering up to 
the white house from 
 this angle. Precious little 
you'll think has changed  
in the year, in the hour 
the year suddenly, if not  
a bit unsurprisingly 
its whole new presumption 
of unraveled lightness, air 
its obviousness of message 
its candor if that's what 
this is, from this angle 
has made. Brilliant choices 
heartfelt, occur to you 
some other way to describe  
what returns, is returned. 
But you said: Either  
the Iliad or the Odyssey.  
In one you'll go to war. 
In the other  
all you want is home.  
The daffodils  
or the house.  
Who am I, after 
all to tell you how to sing?  
You told me so. It depends  
which side of the bed  
you wake on, if grandeur 
if contempt. Either way, you go  
home, you say, and know it.  
Slight wind in the yellow curtains  
of your room far, far away.  
Tell me which is war 
which is grace  
there is an anniversary  
I need to honor it.  
As if you are near, you say  
come outside, there are daffodils.
(αδημοσίευτο) 

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ

Δεκαετία με δεκαετία, τα ασφοδέλια
συνεχίζουν μέχρι τον λευκό οίκο από
αυτή την γωνία. Ελάχιστα 
θα πιστεύετε έχουν αλλάξει
κατά τη διάρκεια της χρονιάς, στην ώρα 
του χρόνου ξαφνικά, αν όχι
λίγο αναμενόμενη η νέα του εικασία
για την ξετυλιγμένη ελαφρότητα, αερίζει
το προφανές μήνυμα 
την ειλικρίνεια, αν εκείνο είναι 
ό,τι αυτό είναι, από αυτή την γωνία
έχει γίνει. Υπέροχες επιλογές
καρδιάς, περνάνε από το μυαλό σου
για να σου πουν με κάποιο τρόπο
αυτό που επιστρέφει, επιστρέφεται.
Αλλά εσύ λες: Είτε 
η Ιλιάδα είτε η Οδύσσεια.   
Στην μία θα πας στον πόλεμο.
Στην άλλη αυτό που χρειάζεσαι 
είναι η ζεστασιά του σπιτιού.
Τα ασφοδέλια
ή το σπίτι.
Ποιος είμαι εγώ στην τελική
που θα σου πει πώς να τραγουδήσεις;
Εσύ μου το είπες. Εξαρτάται 
από ποια πλευρά του κρεβατιού
ξυπνάς, μεγαλείο
ή περιφρόνηση. Όπως και να έχει, 
εσύ πας σπίτι, λες, και το ξέρεις.
Ελαφρύ αεράκι στις κίτρινες κουρτίνες 
του δωματίου σου, πολύ, πολύ μακριά.
Πες μου ποιος είναι ο πόλεμος
ποια είναι η χάρις, υπάρχει μία επέτειος
που πρέπει να τιμήσω.
Σαν να βρίσκεσαι κοντά, λες έλα έξω
υπάρχουν ασφοδέλια.


WHEEL
 
Not a matter or perseverance nor hope 
the doctrine faith supposing what 
you lose by suffering be restored to  
you in exchange for works and not  
the epistrophic fist against the earth  
no repetition without some difference 
anaphoric, as if the punishment could spin 
again decidedly, the wheel, dear wheel, must  
whirl itself to war. Either way, someone  
will come to make some trouble. Either way  
someone will come home on their shield.  
We went to the temple in the park and there  
were people like us, talking quietly like gods  
in a late Doric airport making plans 
in columns and the columns of hemlock, spray 
of fruit blossom and the gods beneath them  
as if under an idea of rain. Wasn’t it summer  
still, the air gassing each small thing  
to lamplight, particular, or the sense  
particulate spinning into its rightful place 
dutiful almost to what behavior, light 
to what behavior mistakes for rightful 
choice bowed like light but by light too 
or was it fall, uncertain plumage in the road 
purpled shatter like a star shot out 
the blood of it long gone, did we decide that?

(αδημοσίευτο)
 

ΤΙΜΟΝΙ

Δεν τίθεται θέμα επιμονής ή ελπίδας,
η δογματική πίστη υποθέτει πως
ό,τι χάνεις υποφέροντας θα επιστρέψει
σε σένα, με αντάλλαγμα τον κόπο
και όχι την επανειλημμένη γροθιά εναντίον της γης
δεν υπάρχει επανάληψη χωρίς αναφορική διαφορά, 
λες και η τιμωρία θα μπορούσε οπωσδήποτε να περιστρέψει
ξανά το τιμόνι,
αγαπημένο τιμόνι, πρέπει
να στραφεί προς τον πόλεμο. Όπως και να έχει,
κάποιος θα εμφανιστεί να δημιουργήσει μπελάδες.
Όπως και να έχει, κάποιος θα επιστρέψει επί της ασπίδας.
Βρεθήκαμε στον ναό του πάρκου κι εκεί
υπήρχαν άνθρωποι σαν εμάς,
μιλούσαν χαμηλόφωνα σαν θεοί
σε ένα αεροδρόμιο παλιού δωρικού τύπου
κάνοντας σχέδια στα υποστυλώματα
και οι κίονες του κώνειου έσφυζαν
από άνθη καρπών και οι θεοί από κάτω τους, 
σαν να βρίσκονται κάτω από μια ιδέα βροχής. 
Δεν ήταν καλοκαίρι ακόμη, ο αέρας φυσούσε κάθε μικρό 
πραγματάκι για να φωτίσει, συγκεκριμένα, ή για να 
νιώσει την αίσθηση των σωματιδίων 
να περιστρέφονται στο νόμιμο μέρος τους 
σχεδόν αναγκαστικά με ποιον τρόπο 
να ρίξει φως σε ποια συμπεριφορά είναι λάθος
για δίκαιες επιλογές που υποκλίνονται σαν φως
αλλά και από το φως ή ήταν πτώση, αβέβαιο φτέρωμα 
στον μαβί δρόμο σαν θρυμματισμένο αστέρι που έχασε το 
αίμα του προ πολλού, εμείς το αποφασίσαμε αυτό;


DISPATCH

A mechane, dawn 
raises your head 
after Friday's nekyia 
grain soaked through
with nightshift ethyl
remaindered spirit 
in the till, revelers gone
and gunked locks left
June-loose for you. 
I've asked before
about the early shift, 
when it becomes joy
and you say: walk-in, cool 
cerulean vault, stannite 
bluet in the mouth 
grit and roux of mother 
and of mother state
so it's like you're ancestored:
glyph'd on cambro, stichos
sunrisen, hoplite brigade
en-garde, mis-en-place. 
Aluminum rips the fennel. 
I text you: marathon from
marathos means root
each Greek on the line
in those days / would cook
inside his upturned shield. 
Winded war lungs bellow
coals while javelins push
salted marsh-bulbs into
glowing flowers. 
Pheidippides ran like fire. 
Not once but once more– 
over and over– wrote Livy
dayrunner
his job not his death
by miles as we know it
but days in the hills, living
off the dirt, its creatures
between warplaces, and paid
in hammered standard.
So daypoet if you're on the clock
or hero– epiphet I text you into  
either: neither mean the end.
Last ticket not in yet as
nightly miles go soberly
and the nakedness of days
and body at the feet
of my stichic now
last dear message left
if you read the history / not victory
the actual word the courier
collapses with / is joy

(αδημοσίευτο)

ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Μια μηχανή, η αυγή
σηκώνει το κεφάλι σου
μετά την νέκυια της Παρασκευής
σιτάρι εμποτισμένο
με νυχτερινό αιθύλιο
υπόλοιπο πνεύμα
στο μητρώο, οι γλεντζέδες έφυγαν
αφήνοντας κλειδαριές κλειδωμένες
τον Ιούνιο-χαλαρός για σένα.
Έχω ήδη ρωτήσει για την πρώτη βάρδια,
πότε γίνεται χαρά
και εσύ λες:
έλα μέσα
δροσερό βήμα κυανό
κασσίτερος μπλε στο στόμα
κόκκοι και κόκκινο της μητέρας
και της μητρότητας
έτσι μοιάζεις 
σαν πρόγονος:
γλυφή σ’ ένα κομμάτι, στίχος 
που ανέτειλε, ταξιαρχία οπλίτη
σε επιφυλακή, στη θέση της.
Το αλουμίνιο σχίζει τον μάραθο.
Σου στέλνω μήνυμα:
Μαραθών από το μάραθος
σημαίνει ρίζα
κάθε Έλληνας στην πρώτη γραμμή
τότε / θα μαγείρευε
μέσα στην ανεστραμμένη ασπίδα του.
Πνεύμονες πολέμου ασθμαίνοντες ουρλιάζουν
κάρβουνα ενόσω τα ακόντια σπρώχνουν
αλατισμένους βολβούς βάλτων
σε λαμπερά λουλούδια.
Ο Φειδιππίδης έτρεξε σαν τη φωτιά.
Όχι μια φορά αλλά άλλη μια φορά–
ξανά και ξανά–έγραψε ο Λίβη
δρομέας ημέρας
η δουλειά του όχι ο θάνατός του
από τα μίλια, όπως το μάθαμε,
αλλά μέρες στους λόφους
ζώντας από το χώμα, από τα πλάσματά του
ανάμεσα σε πολέμους, και πληρώθηκε
με σφυρήλατο κανονικά.
 
Γιαυτό πρωινή ποιήτρια, αν είσαι 
είτε σε ώρα εργασίας
ή ηρωίδα/ επίθετο
που σου έδωσα στο μήνυμά μου ή και τα δύο: 
κανένα από αυτά  δεν σημαίνει το τέλος.
Όχι ακόμη το τελευταίο εισιτήριο όσο
τα μίλια προχωρούν νηφάλια κάθε βράδυ
και η γύμνια των ημερών
και το σώμα βρίσκονται στη βάση
των στίχων μου τώρα
απέμεινε το τελευταίο αγαπημένο μήνυμα
αν διαβάσεις την ιστορία / όχι τη νίκη
η πραγματική λέξη με την οποία ο ταχυδρόμος
καταρρέει / είναι η
χαρά

 

Μετάφραση: Λιάνα Σακελλίου

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Δεκεμβρίου 2020