Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Άννα Γρίβα

 

 

 

 

Πέτρος Γκολίτσης, Σφαχτάρια στο λευκό, Θράκα, 2020

Στη νέα του ποιητική συλλογή, ο Πέτρος Γκολίτσης καταπιάνεται με το ζήτημα της σχέσης του σώματος με τον βαθύτερο πυρήνα του ανθρώπου. Μέσα από αυτόν τον κεντρικό προβληματισμό αναδύονται επιμέρους θέματα, όπως η φύση του χρόνου, η θέση του ανθρώπου μέσα στο αχανές σύμπαν, η διαδοχή των ανθρώπινων γενεών και η αναζήτηση ενός σταθερού σημείου,  το οποίο να δίνει βεβαιότητα για τις πράξεις και τις επιλογές.

Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από μια ευκρινή δομή. Ξεκινά με την είσοδο στον κόσμο («ΕΙΣΟΔΙΑ»). Το σύμπαν σε αυτό το πρώτο μέρος είναι μια κοσμογονική δύναμη που εισάγει τον άνθρωπο μέσα από πόνο και αβεβαιότητα σε μια νέα συνθήκη: με φόντο μαύρο εξατμίζομαι/από τον πόνο κι απ’ την τρέλα/…/φλογίζεται όλο μου το σώμα. Στη συνέχεια, στην ενότητα «ΑΦΑΝΕΙΑ», περιλαμβάνονται ποιήματα που καταγράφουν τη διαμόρφωση του εαυτού. Προϋπόθεση αυτής της διαδικασίας φαίνεται να είναι η κατανόηση της θέσης μέσα στον κόσμο, μια θέσης που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση ότι προτού φυτρώσεις έχουνε πέσει στο έδαφος/ώριμοι οι καρποί σου/και ήδη γεννιούνται οι μεθεπόμενοι. Αυτοί οι στίχοι ανακαλούν τις γενιές που κατά τον λυρικό ποιητή Μίμνερμο πέφτουν σαν τα φύλλα (ἡμεῖς δ’, οἷά τε φύλλα…). Σε άλλο ποίημα της ίδιας ενότητας, γίνεται μια παρότρυνση εις εαυτόν, που υποδεικνύει μια στωική στάση ως τη μόνη δυνατότητα του ανθρώπου να σταθεί μπροστά στο κενό ενός άγνωστου μέλλοντος: Στάσου σαν λεύκα/ευλύγιστος/στη μέση της σκηνής,/τις ρίζες σου μεγάλωνε/κι ας πιάνουν στο κενό. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, όμως, η φτερωτή ψυχή δεν χάνεται ούτε έχει παραδώσει την ουράνια φύση της, ο αρχικός πυρήνας συνεχίζει την πορεία του, υπόγεια και προσεκτικά: Θάνατος δεν υπάρχει/στη γη σβαρνιζόμαστε/πουλιά. Η ενότητα κλείνει με ένα ερώτημα που μας υποψιάζει για την αλήθεια πίσω από τα φαινόμενα: Ακόμη ασχολείσαι με τα γήινα έτη;

Στην ενότητα «ΕΜΦΑΝΕΙΑ», είναι που ο άνθρωπος ορίζει πια την ταυτότητά του: Είμαι ένα φως, μια θύελλα που άναψε/και που ξεχείλισε/ως άλλη ύλη άγνωρη και απροσπέλαστη/που ξεφωνίζει ως –μαύρο– στόμα. Ο εαυτός είναι η ισορροπία ανάμεσα στην ύλη και τους περιορισμούς της και στο αστρικό φως μιας ανώτερης ύπαρξης. Η εικόνα του στροβίλου επανέρχεται μέσα στα ποιήματα, για να δηλώνει ακριβώς αυτή την εύθραυστη ισορροπία: Στροβιλιζόμαστε –και θα στροβιλιζόμαστε–/στο δίχως πέρας τέρας,/αν θες το ονομάζεις και Θεό ή τοκετό/έναν χωροχρονικό ωκεανό που όλο κοχλάζει. Ο στρόβιλος αυτός κάνει τα μάτια να τυφλωθούν ή να δουν μακρύτερα από το ορατό, εκεί που πια ο λόγος δεν αρκεί; Η θάλασσα δεν πάει πουθενά,/τα ποτάμια δεν ξεβράζονται στη θάλασσα,/ο ήλιος δεν πάει πουθενά/οι ήλιοι δεν ξεβράζονται στις θάλασσες/του σύμπαντος. Στους στίχους αυτούς αναδύεται μια αποφατική-ποιητική «οντολογία»: οι λέξεις αρνούνται τα νοήματά τους, τους συσχετισμούς με έναν κόσμο παγιωμένο μέσα από τους περιορισμένους αισθητούς ορίζοντες.

Πού άραγε οδηγείται αυτό το ταξίδι; Σε μια «μεταγραφή» του καβαφικού ποιήματος «Η πόλις», δίδεται η απάντηση: Τούτη η γη θα με ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνώ/τους αστρικούς, στις ίδιες τις ηπείρους θα γερνώ/και με τους ίδιους ήλιους θα ασπρίζω και θα σβήνω. Πριν ή μετά τον φυσικό θάνατο, είμαστε παιδιά του σύμπαντος, δυνάμεις του φωτός, μας λέει ο ποιητής. Πάνω από η σάρκα ή μέσα σε αυτήν αναζητούμε πάντοτε την αλήθεια, αφήνοντας μετέωρο το ωραιότερο ερώτημα, αυτό με το οποίο κλείνει το βιβλίο: Πώς θα τινάξουμε, πώς θα τη θάψουμε;/τη χλαίνη αυτή, το πλάσμα αυτό/απ’ την επιδερμίδα απ’ τα νερά τα πράσινα/τα χρώματα που αναβλύζουν στη σιωπή/του χρόνου; Εκκινούμε αέναα το ταξίδι μας και βρίσκουμε και χάνουμε τον εαυτό μας, και ξεχνούμε και θυμόμαστε, και αγαπούμε η σάρκα και είμαστε ελεύθεροι να την αφήσουμε για να τη βρούμε ξανά σε έναν άλλο χρόνο, σε μιαν άλλη ζωή.

Άννα Γρίβα

© Poeticanet 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Δεκεμβρίου 2020