Εκτύπωση του άρθρου

TUDOR  ARGHEZI

Πνευματικόν

Σκοτάδι μαύρο, ζόφος πηχτό.
Κάποιος χτυπάει στου κόσμου το βυθό.
Είναι κανείς ή ίσως μου φαίνεται;
Ποιος τάχατες να περιφέρεται
χωρίς φεγγάρι ή κερί ν’ ανάφτει,
στου κήπου τις λεύκες ποιος να σκοντάφτει;
Ποιος άγρυπνος, άφωνος περπατεί
ίδιος περιπλανώμενη ψυχή;
Ποιος είσαι ; Λέγε, μη φοβού !
Πόθεν έρχεσαι, μπήκες από πού;
Εσύ’ σαι, μάνα ; Νιώθω τρεμούλα.
Μικρή μου μάνα, καλή μανούλα,
επάνω σου τα χώματα βαραίνουν,
μα ζωντανοί στον κόσμο πια δεν μένουν.
Όλοι έφυγαν αφού έφυγες εσύ,
όλοι κοιμήθηκαν, όλοι έχουν νυχτωθεί.
Όλοι πέθαναν δια παντός.
Μέχρι κι ο σκύλος έπεσε ξερός.
Στέρεψαν τα σπαρτά,
μαράθηκε ο βασιλικός και η μουριά.
Κάτω απ’ του φεγγαριού το γείσο, τα τρυγόνια
πέταξαν, και μαζί τα χελιδόνια.
Έρημες οι κυψέλες και νεκρές.
Οι λεύκες γέμισαν σκουριές.
Γείρανε οι τοίχοι. Σάπισε
η αυλή…
Ε ! το περβόλι ποιος διανυεί
και ποιος σταμάτησε;
Ποιος είσαι; Τι ζητάς,
παραμυθένιο πλάσμα που άφαντο περπατάς.
Εδώ κανείς δεν μένει πια
είκοσι τόσα χρόνια…
Εγώ’ μαι σκόρπιος μέσ’ στ’ αγκάθια, στα κοτρόνια…
Κι ο αριθμός στην είσοδο νεκρός,
και το κουδούνι, το κλειδί κι η κλειδωνιά.

Μπορεί και να’ ναι ο Ποιος-ξέρει-ποιος
που εδώ για πρώτην έφτασε φορά
και μέσ’ στο σκότος καρτερεί κρυφτός
να μάθει όλα όσα ο νους μου βάζει.

Ε ! ποιος, μαυροντυμένος, γυρνά και δεν κοπάζει;
Ποιος με τη σάρκα του όλο σκάβει το μαντρί,
και με το δάκτυλό του σαν καρφί,
που απόκριση πια βρίσκει στις πληγές μου;
Ποιος στάθηκες έξω απ’ την πόρτα, πες μου;

Έχω τραχύ το στόμα απ’ τη στάχτη, και πικρό.
Το σώμα μου δεν μπορώ πια να το σηκώσω.
Ω, γείτονα, άνοιξέ μου. Πώς διψάω !
Να το αίμα μου, να η δόξα μου και να
και δηλητήριο κι ουρανού μανά.
Δραπέτευσα από το Σταυρό.
Κρύψε με στην αγκάλη σου δεν έχω πού να πάω.

Cuvinte potrivite, 1927

Tudor Arghezi


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006