Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Λίγα για τον Ε. Χ. Γονατά


Ο ίδιος πολλές φορές ισχυρίστηκε ότι δεν είναι ποιητής,. Κι έδειχνε μάλλον να παραξενεύεται που με τόση άνεση τον συγκατάλεγαν στων ποιητών τις τάξεις και μάλιστα ανάμεσα σ’ αυτούς που συγκροτούν την Πρώτη Μεταπολεμική γενιά. Έδειχνε να παραξενεύεται, αλλά όχι και να δυσανασχετεί, παρά με συγκατάνευση δεχότανε τη μοίρα του, που άλλοι στη θέση του θα ζήλευαν. Όμως γιατί τον θεωρούσαν όλοι όσοι γνώρισαν το μικρό σε όγκο έργο του ποιητή;. Τι ήταν εκείνο που τους έκανε αυθόρμητα να τον εγγράφουν στις δέλτους τις ποιητικές, αδιαφορώντας για τις επιφυλάξεις που αυτός ο ίδιος, σε κάθε ευκαιρία, διατύπωνε; Άρκεσε άραγε γι’ αυτό η προϊούσα, με τον μοντερνισμό, διασάλευση των ορίων ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη; ή μήπως διέβλεψαν πίσω από τον τρόπο με τον οποίο συνέδεε τα πρόσωπα, τα αντικείμενα και τις καταστάσεις έναν συνενωτικό των αντιθέτων ψυχικό πυρήνα, μία συνεκτική των πάντων, νηφάλια και χωρίς έντονους κραδασμούς, συγκίνηση, που παρακινούσε σε ποιητικής υφής αναπαλμούς.
 
Ο Ε. Χ. Γονατάς υπήρξε και είναι ποιητής όχι μόνο γιατί τα υλικά με τα οποία «κοσμούσε» τις αχανείς και έρημες εκτάσεις της λευκής σελίδας ήταν πρωτογενώς ποιητικά, αλλά και γιατί οι τρόποι που μετερχόταν για να τιθασεύσει τα ατιθάσευτα ήταν τρόποι ποιητικοί. Τρόποι που συνιστούσαν μία απολύτως προσωπική, εντελώς ιδιότυπη, ονειροτεχνική δάνειοι ενδεχομένως του υπερρεαλισμού, μεταλλαγμένοι ωστόσο κατά τις επιταγές μιας στέρεα δομημένης και προς εαυτήν απαιτητικής ιδιοσυγκρασίας. Με μια γλώσσα ικανή να δημιουργεί νέες ενότητες αντικειμένων, καταστάσεων, γεγονότων, ακόμα και αισθημάτων, κατατεθειμένες μπροστά στα κάποτε έκπληκτα μάτια του αναγνώστη-θεατή. Με μία γλώσσα, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω, «απτική» των αντικειμένων, ακόμα και των καταστάσεων, άρρηκτα και άμεσα συνδεδεμένη με τη μονίμως εν ενεργεία ευρισκόμενη όραση του ομιλούντος «ποιητικού» υποκειμένου.
 
Η γλώσσα του Ε. Χ. Γονατά αποδίδει με απόλυτη φυσικότητα ό,τι το βλέμμα του ασκαρδαμυκτί συλλαμβάνει στο πεδίο του ονείρου ή της με μεγάλη φυσικότητα ονειροποιημένης πραγματικότητας. Αφομοιώνει και στερεοποιεί, εν ριπή οφθαλμού και κατά τρόπο αδιαμεσολάβητο, συνθέσεις αντικειμένων, αισθημάτων, σκέψεων και ιδεών. Συμβάλλει στην ακινητοποίηση, σαν μέσα σε όνειρο, των ακαταπαύστως ρεουσών πραγματικοτήτων που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, η σκέψη ή η φαντασία συγκροτεί σε συνθέσεις τα ασύνθετα, μετατρέποντας τις αντιθετικές διαζεύξεις σε επίφοβες συζεύξεις επίφοβες με την έννοια ότι μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ανατραπούν –άλλο αν το γλωσσικό υλικό που τις συνέχει είναι στερεότατα, όσο και περίτεχνα, αρμολογημένο, με τη σύνεση και την τέχνη του ανθρώπου που γνωρίζει καλά την επιβαλλόμενη κάθε φορά δοσολογία λόγου και σιωπής. Κι αν μιλάω εδώ για σιωπή, είναι γιατί αισθάνομαι ότι, στην περίπτωση του Γονατά, αυτή είναι που αποτελεί την αδιόρατη κολλητική ουσία των λέξεων και των φράσεών του και, συνάμα, το διάφανο προστατευτικό περίβλημα των ποιητικών του εικόνων.
 
Έχει επανειλημμένως επισημανθεί πως η, ομολογουμένως σαγηνευτική, ιδιοτυπία του Γονατά έγκειται στο γεγονός ότι κάθε μικρή ποιητική πρόζα του αποτελεί και μιαν εικόνα εν δράσει, καθόλου στατική αλλά εν εξελίξει. Μιαν εικόνα που σχηματίζεται και μετασχηματίζεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη-θεατή, παίρνοντας απρόβλεπτες διαστάσεις και σχήματαּ απόσταγμα, θα έλεγε κανείς, μιας μόλις προηγηθείσας περιπέτειας της όρασης του ποιητή. Τα μάτια του οποίου, σαν αποκολλημένα από το σώμα του, σαν λαγωνικά των σκοτεινών εκτάσεων του ονείρου -κυρίως των παρυφών του, εκεί που μοιάζει να σκιάζεται από τους όγκους της σκληρής πραγματικότητας-, τον προμηθεύουν ψηφίδες ενός κόσμου παράδοξου και δυσερμήνευτου. Και αυτός άλλο δεν κάνει, ύστερα, από το να τις συνδυάζει, συνθέτοντας δικές του εικόνες, καθ’ υπαγόρευσιν της «ατόφιας ποιητικής λογικής του», κατακερματισμένα -κι όμως νοηματικά ακέραια, παρά τον κατακερματισμό τους- απεικάσματα του κόσμου που εγκατοικεί το πνεύμα του και την ψυχή του. Με φαντασία και νόηση απόλυτα συνταιριασμένες, πειθήνια υπάκουες και ηνιοχημένες και οι δυο στις/από απαιτήσεις ενός «ενσυνείδητου ψυχικού αυτοματισμού».
 
Φαντάζομαι τον Ε. Χ. Γονατά σαν ένα «φανατικό» επισκέπτη μουσείων φανταστικών, με εκθέματα διαρκώς διαφορετικά ή ακατάπαυστα μεταλλασσόμενα μπροστά στα μάτια τουּ εκθέματα πεισματικά αντιστεκόμενα σε κάθε ενδεχόμενο απτικού αγγίγματός τους, ηδύπαθα ωστόσο προσφερόμενα στο άγγιγμα του ματιού, συμβάλλοντας έτσι στην αίσθηση μιας υπέρτατης ελευθερίας της όρασης. Μιας όρασης οριακής, καθρέφτη του εαυτού της κι έτσι πρόσφορης για εκπλήσσουσες απεικονίσεις του παράδοξου που όλοι κρύβουμε, συνήθως εν υπνώσει, μέσα μαςּ απεικονίσεις συχνά παλίμψηστες, με αλλεπάλληλες επικαλύψεις των άλλοτε φανερών και άλλοτε δυσδιάκριτων ή και καθόλου ορατών δια γυμνού οφθαλμού στρωμάτων τους. Απεικονίσεις, τέλος, συνθεμένες από υλικά της ποίησης και με διάθεση σαφώς ποιητική, που, και τα δύο αυτά, όχι απλώς μαρτυρούν αλλά, τελεσιδίκως, προσδίδουν την ποιητική ιδιότητα στον δημιουργό τους, όσο κι αν ο ίδιος, μάλλον μετριοφρόνως, διατεινόταν ότι δεν είναι ποιητής.

Κώστας Παπαγεωργίου  


Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Μαΐου 2007