Εκτύπωση του άρθρου

ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΑΒΙΑΡΑΣ

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

Μου γύρισαν την πλάτη, σαν να με ξέρανε. Ψάχνω και δυσκολεύομαι να βρω έναν λόγο καλό γι αυτούς που φοράνε τις γυναίκες τους στο κρύο. Θηλαστικά, στρουθία κι’ ερπετά επιβλέπουν τον ύπνο μου με ένα μίγμα κατανόησης και συγκατάβασης. Τα Άλογα με κοιτάζουν σαν να ’ναι λογικά, να με εμπιστεύονται – με μια σβέλτη σκιά φόβου στα μάτια, να λέγεται, όμως σε λίγο αρχίζουν να με σπρώχνουν φιλικά με τα μουσούδια τους. Εντάξει, εντάξει. Το χειμώνα χλιμιντρίζουν στο στάβλο για να σπάσουν τη σιωπή που κι’ αυτή σα σκιά γλιστράει από τα μάτια τους στα δικά μου. Το χειμώνα, όταν μπαίνω να βουρτσίσω χαίτες και καπούλια, πλησιάζουν και με χουχουλίζουν κατάμουτρα, να με ζεστάνουν. Σαύρες και σαμιαμίδια, περάστε τον Αύγουστο. Μόνο το καλοκαίρι ζωηρεύουν και, τα άνω ζητώντας, σκαρφαλώνουν στα πόδια μου, δροσίζοντας μου κνήμες και γόνατα. Οι όρνιθες, τα όρνεα, οι τσιλιβήθρες, όπα-όπα με έχουνε όποτε φανώ στα λημέρια τους. Έτσι κι’ ανοίξω χειρόγραφο, έρχονται με τα ράμφη τους και δεν αφήνουν ούτε ωμέγα καθισμένο στον κώλο του. Ακόμα και τα υδρόβια με καλοβλέπουν – μ’ ένα σκίρτημα ασήμί, μ’ ένα νερένιο ρίγος. Τα ειρηνικά ψαράκια με τις μπουρμπουλήθρες τους. Θα το πω, ο λόγος είναι οξυγόνο, όχι αστεία. Σαν να το ’ξερα τότε που θαλασσοδερνόμουν. Σαν τον πνιγμένο απ’ τα λόγια μου σώθηκα. Αν δεν μιλάς με αγάπη μένεις άπρακτος. Αν δε μιλάς αγάπη δεν λες τίποτα, όπως θα έλεγε κι ο άλλος ΙΧΘΥΣ. Οι εργάτες εργάζονται άρα μιλάνε. Οι γάτες, επιτέλους διαβάζουν, κατεβαίνουν με την όπισθεν από τα δέντρα, να μην φοβούνται πια το νερό. Και τα ψάρια παύουν να φοβούνται τις γάτες. Κάποτε μία καλοθρεμμένη περσική μου ’σωσε τη ζωή, από έναν χολωφύλακα (sic), με τα δικά της «χ», συν  τα νύχια της. Οι σκύλοι, καλοί κι’ αυτοί, ακόμα και οι κοπρίτες, μαθαίνουνε να τα’ ακουμπάνε στον «ψ» και δεν τινάζονται στον ύπνο τους από ενοχές και τέτοια. Και τώρα αντί να μου δείξουν τα δόντια τους, οσμίζονται τον καβάλο μου και με χαιρετάνε στρατιωτικά σαν ανώτερο. Οι αλεπούδες, μουσίτσες πάντα, βρίσκουν ακόμα καταφύγιο στα κοτέτσια, ενώ οι κότες περιφέρονται στα σαλόνια και στα σκυλάδικα. Αυτά τα λίγα έχω παρατηρήσει για το ζωικό βασίλειο. Ο άνθρωπος τον άνθρωπο φοβάται πάνω απ’ όλα και στο Θεό από φόβο για τον άνθρωπο καταφεύγει. Τα κυπαρίσσια, κι’ αυτά τα άνω ονειρεύονται και σιωπούν. Ύστερα βουτάνε τις κορφές τους στο όνειρο και γράφουν – άστρα, φεγγάρια και άλλα ουράνια σώματα. Γράφουν. Δεν αστειεύονται. Περάστε κόσμε!  Όποιος έχει μάτια διαβάζει.

Στρατής Χαβιαράς


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Ιανουαρίου 2008