Εκτύπωση του άρθρου

ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ      

 

 

Με την ευχή της μοιχαλίδος

 

                                            τοσοῦτος ἔρως κατεῖχε τὴν ἄνθρωπον.
                                            Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, «Αλκιβιάδης», 23,7

 

Φρεσκοσιδερωμένο ένδυμα
που σε λιγάκι θα τσαλακωθεί
επί ματαίω

Σε μια αψεγάδιαστη ζωή
τώρα κι οι δυο σας πια ταγμένοι
Πίστευε πάντα και το πίστευες κι εσύ
πως ήταν χρόνια
πες μισή ζωή
σφόδρα και αθεράπευτα
μαζί σου ερωτευμένη

Ώσπου την άγγιξες
για μια στιγμή
ζωής αντίδωρο
μοναδική
σαν να ’ταν ξένη

Ώσπου την άγγιξες
κι απ’ την αρχή
νέα της έδωσες
στ’ αφτί ευχή
πιστή στον φόβο να ’ναι
μοιχαλίδα
Κι ευθύς ξεγράφτηκε
απ’ την καλή
και δεν σε ξέρω πια
δεν σ’ είδα

 

Libro d’oro

 

Κι όταν λιώσουν τα πτώματα
και σβησθούν παραπτώματα
των μετρίων καμώματα
θα θαυμάζω εκ βαθέων
Του Διαβάζω αναγνώσματα
θα διαβάζω όλο χάρη

Κι ούτε γκρίνιες
     αιτήματα
«Τηρηθήτω προσχήματα»

Κι ούτε ποιος και ποιανής
ποιας στεριάς γηγενής
Όλ’ ανθίζουν τα πλάσματα
στα κρεβάτια ποιας γης
Όλα κράζουν αλάνθαστα
να σταθείς να τα δεις
τα λαθραία πονήματα
μιας μεγάλης στιγμής

Κι ούτε ποιος και ποιανής
Θα ’χουν λιώσει τα κόκαλα
πόσο μάλλον οι σάρκες
Θα ’χω αλλάξει εμπνευστή
πόσο μάλλον εραστή
Και ποιος ζει ποιος σκοτίσθηκε
αν θα είσαι γραμμένος
Και ποιος λιώνει ποιος πόνεσε
αν τους έχεις γραμμένους

 


 

   

Αχάριστός σας ο αναγνώστης

 

Και μην προσμένεις τίποτα
να ειπωθεί
    να γίνει
Αυτά που γράφεις θα σβησθούν
Έτσ’ είναι Τι να γίνει
Μηδέν στο άπλετο μηδέν
Μηδέν εις το πηλίκον
Φωνή κι αν έχεις ν’ ακουσθεί
αφτί δεν έχω ευήκοον

 

 

 

 Αριστέα Παπαλεξάνδρου

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Οκτωβρίου 2008