Εκτύπωση του άρθρου

ΜΑΡΙΑ ΠΟΘΟΥ


 


Δύο ποιήματα


 


ΗΔΟΝΙΚΗ ΝΕΟΤΗΤΑ


Δεν είναι πια το σώμα ή η μορφή που αγαπήσαμε σ’ εκείνη
       την ηδονική νεότητα
Και ούτε οι ονομασίες των δρόμων ή των σταθμών που ταξιδέψαμε
Με τον άγγελο να μας γνέφει πίσω απ’ το τζάμι της βροχής.
Είναι ο αγέρας που φυσά μες στις βαθιές
Στις άγριες ραγισματιές π’ άνοιξε ο χρόνος
Κι είναι η άβυσσος που βρυχιέται γύρω μας
Όρθια ξέσκεπη άβυσσος
Όπου ηχούν ακόμα οι πέτρες που έριξα
Να την πατώσω.


Το σώμα μου κρατάει ακέραιη την ηδονή εκείνη
Μεσ’ σε δωμάτια
Που προεξέχουν μια σπιθαμή από τη μνήμη
Και με παιδεύουν με των κεριών τους το ημίφως


Δωμάτια παρατημένα να τα μετρούν οι καταιγίδες
Ξέρω, ήταν λίγο πριν απ’ τη μικρή αιωνιότητά μας
Λίγο πριν σημάνει για το τραγούδι
Δεν είχα δει το μνήμα που ανάβλυζε σκοτεινό μέσα μου
Να αιχμαλωτίσει το χρόνο
Δεν είχα δει το πέρασμα του αγγέλου.  


 



ΕΡΕΙΠΩΝΟΜΑΙ ΑΘΟΡΥΒΑ



Το σπίτι μου ρωγμές γεμάτο
Ποταμός του Αχέροντα ο χρόνος με διασχίζει
Ο κυρ Θανάσης στο κιβούρι του ωραίος σαν φίλντισι
Τον έκλαψε η Βαγγελίτσα με κλώνους μυρσίνης
Άι στα τσακίδια, λέω, η άνοιξη ξαπλωμένη ανάσκελα
      στο χορτάρι
Με τις μνήμες μου όλες στην ποδιά της να φωσφορίζουν
      σαν άστρα
Κι εγώ να τινάζω από πάνω μου τις δεκαετίες να τις καίω
Γέμισε ο τόπος αποκαϊδια. 
 
Αόρατη περνώ την ύλη την αποσυνθέτω
Να φτάσω στο νερό της μνημοσύνης στη μαύρη λεύκα
Τα μέλη μου διασκορπισμένα δεν τα ορίζω
Ερειπωμένα χέρια και μάτια που κοιτάζουν το άγνωστο
Ερειπώνομαι αθόρυβα σαν σπίτι που το κατάφαγαν οι ερινύες 
Μη με κοιτάζεις, διαβάτη, είμαι ένα δέντρο καταμεσής των ανέμων
                                                                                          εγώ
Και πεθαμένα πουλιά οι μέρες μου πάνω στους κλώνους
Η οξείδωση κατατρώει τα άστρα που κουβαλώ στα οστά μου
Αιώνες περιπλανώμενη στις αβύσσους μου
Το δωμάτιό μου νύχτες πλωτές ταξίδεψα στο Άδηλο
Και τώρα με εκδικείται ο ηλίανθος 
Άι στα τσακίδια, λέω πάλι, τη γεωμετρία ποτέ δεν την κατάφερα
Έμεινα έξω από τα τετριμμένα σαν υψικόρυφη γωνία
                               με τις πλευρές μου όλες ερειπωμένες 
Μόνο το φίλντισι στραφταλίζει στα μάτια μου
Έτσι ωραία θα περάσω στα άσπρα νερά στην άσπρη πέτρα
Κι όσα αστέρια μου απόμειναν θα τα στρώσω κατάχαμα
Σμάλτο από την κοσμογονική μου μνήμη 
Να κοιμηθώ με τους δρόμους μου αγκαλιά
Στο χέρι μου κρατώντας ματωμένο το δόρυ.  



Μαρία Πόθου 


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Σεπτεμβρίου 2009