Εκτύπωση του άρθρου

ANNE SEXTON 

(ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ)
 

ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ

        «Άγγελοι των ερώτων, ξέρετε άραγε αυτόν τον άλλο,
         τον σκοτεινό, τον άλλο μου εαυτό?»       

        

1. ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Άγγελε της φωτιάς και των γεννητικών οργάνων, ξέρεις της λά-
                                                                       σπης το ρήμα,
πώς με πρωτόβαλε να τραγουδήσω αυτή η πράσινη κυρά,
που πρώτη μ’ έχωσε στον καμπινέ, στην παντομίμα
του καφέ, όπου εγώ έκανα το ζητιάνο κι εκείνη το βασιλιά;
Είπα, ο Διάβολος είναι κάτω από τούτη την τρύπα που πυορροεί.
Τότε αυτός με δάγκωσε στον πισινό και μου κατέλαβε την ψυχή.
Γυναίκα φωτιά, εσύ, μιας φλόγας αρχαίας, εσύ,
του Bunsen ηλεκτρικό μάτι, του κηροπήγιου, εσύ,
εσύ, της υψικαμίνου, εσύ, του μπάρμπεκιου,
της άγριας ηλιακής ενέργειας, εσύ, Μαντμουαζέλ,                                                               
πάρε λίγο πάγο, πάρε λίγο χιόνι, πάρε ένα μήνα βροχή,
και θα ράγιζες το μυαλό σου τρεμοσβήνοντας στη σιωπή.

Μάνα της φωτιάς, άσε με να σταθώ στην Πύλη σου που όλα τα
                                                                      καταβροχθίζει
καθώς ο ήλιος ξεψυχά στα χέρια σου και το φριχτό του βάρος
                                                                 να χάνεται αρχίζει.
  



2. ΑΓΓΕΛΕ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΣΕΝΤΟΝΙΩΝ

Άγγελε των καθαρών σεντονιών, ξέρεις τους κοριούς των
                                                                   κρεβατιών?
Mια φορά στο τρελλάδικο ήρθαν σαν κανέλα τριμμένη
καθώς κοιμόμουν σ’ ένα τάφο με χορωδίες ναρκωτικών
σαν γέρικο σκυλί, σαν σκελετός που στη σιωπή απομένει.
Μπουκίτσες από ξεραμένο αίμα. Εκατό σημάδια
πάνω απ’ το σεντόνι. Εκατό φιλιά μέσα στα σκοτάδια.
Λευκά σεντόνια που αναδίνουν σαπουνιού και Clorox μυρωδιές
που δεν έχουν σχέση με τούτη τη νύχτα από χώμα
με τ’ αμπαρωμένα παράθυρα και τις πολλαπλές κλειδαριές
και το δέσιμο στο κρεβάτι, όταν παραιτείται το σώμα.
Έχω κοιμηθεί στα μετάξια και στο κόκκινο και σε μαύρη γωνιά.
Έχω κοιμηθεί στην άμμο και μια φθινοπωρινή νύχτα πάνω σε
                                                                               θημωνιά.

Ήξερα μια κούνια παιδική. Ήξερα το νανούρισμα που χρειά-
                                                                   ζεται ένα παιδί
αλλά πιο μέσα στα μαλλιά μου, η νύχτα της ατίμωσής μου δεν
                                                              το κουνάει από κει.



3. ΑΓΓΕΛΕ  ΤΗΣ ΠΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΥΔΟΥΝΙΩΝ ΤΟΥ
   ΕΛΚΗΘΡΟΥ


Άγγελε της πτήσης και των κουδουνιών του ελκήθρου, την πα-
                                                                 ράλυση την ξέρεις,
αυτό το σπίτι από αιθέρα όπου τα πόδια και τα χέρια σου είναι
                                                                      βαρύ τσιμέντο;
Φιλάς με φιλιά κούκλας. Είσαι ήσυχος όσο και μια μεζούρα.
Το μυαλό σου μοιάζει ανύπαρκτο κι ας στριφογυρίζει σα σβούρα.
Έχω βρεθεί σ’ αυτό το ίδιο μέρος όχι από μικρόβιο ή αποπληξία.
Σ’ ένα ρολάκι που ερμηνεύει εκείνη την παράφρονα κυρία.

Μ’ αυτό τον τρόπο έχω γίνει δέντρο. Έχω μεταμοφωθεί
σε βάζο που, κατά βούληση, το μαζεύεις ή το πετάς, άψυχη,
επιτέλους. Τι ασυνήθιστη τύχη! Το σώμα μου έχει αφεθεί
σε αντίσταση παθητική. Υπόλειμμα κι αυτό. Μέρος του φόνου.
Άγγελοι της πτήσης, εσύ που ανυψώνεσαι, εσύ που φτερουγίζεις,
                                                                  εσύ που αιωρείσαι,
εσύ, γλάρε, που στα πιο ωραία μου όνειρα φυτρωμένος στην
                                                                  πλάτη μου είσαι,

μείνετε κοντά μου. Αλλά δώστε μου το τοτέμ. Δώστε μου το μάτι
                                                               που πια δεν κοιτάει
εκεί όπου στέκω με πέτρινα παπούτσια καθώς το ποδήλατο του
                                                         κόσμου με προσπερνάει.



4. ΑΓΓΕΛΕ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ

Άγγελε της ελπίδας και των ημερολογίων, μήπως ξέρεις πού η
                                                                   απελπισία μένει;
Σ’ αυτή την τρύπα, που μπουσουλάω μέσα της μ’ ένα κουτί Kλινέξ,
σ’ αυτή την τρύπα, που η γυναίκα της φωτιάς στην καρέκλα της
                                                                     βρίσκεται δεμένη
σ’ αυτή την τρύπα, όπου πέτσινοι άνθρωποι το λαιμό τους εξ-
αρθρώνουν, κι η θάλασσα έχει γίνει πια μια γούρνα κατρουλιών.
Δεν έχει μέρος να πλυθείς, ούτε σαλέματα θαλάσσιων κοραλλιών.

Σ’ αυτή την τρύπα κάθε μέρα, ακούς της μάνας σου το ουρλιαχτό.
Ο πατέρας σου τρώει κέϊκ και τον τάφο της σκάβει.
Σ’ αυτή την τρύπα το μωρό σου πνίγεται. Το στόμα σου, από πηλό.
Τα μάτια σου, από γυαλί. Σπάζουν. Ο φόβος μέσα σου ανάβει.
Είσαι μόνη σα σκυλί στο σκυλόσπιτο. Τα χέρια σου ξαφνικά
βγάζουν καλόγερους, τα μπράτσα σου κομμένα και με φονικά

σύρματα δεμένα. Η φωνή σου εκεί έξω. Παράξενη φωνή.
Δεν υπάρχουν εδώ προσευχές. Δεν υπάρχει εδώ αλλαγή.



5. ΑΓΓΕΛΕ ΣΤΙΣ ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΠΛΑΚΑΟΥΤ

Άγγελε της χιονοθύελλας και των μπλακάουτ, τα βατόμουρα τα
                                                                                    ξέρεις
εκείνα τα ρουμπίνια που από τον πράσινο κήπο του παππού μου
                                                               μπορούσες να φέρεις;
Εσύ, στα λάστιχα του χιονιού, εσύ, στα φτερά τα ζαχαρένια,
με παγώνεις. Άσε με να συρθώ στην κουρελού. Άσε να είμαι
δέκα χρονών παιδάκι χωρίς έννοια.
Κλέφτης αλλοτινός, άσε με, να μαζεύω τα παλιά γλυκά φιλιά, 
την ώρα που το χειροκρότημα της θάλασσας μας ράπιζε από τ’
                                                                              αριστερά.
 
Μόνο στον παππού μου επιτρεπόταν να μπει. Ή στην υπηρέτρια
που ήρθε μ’ ένα δίσκο, να διαλέξει για το πρωινό.
Σ’ αυτήν, με τα πλέοντα στον αέρα ρολά, σ’ αυτήν, με τα σκαλιστά
έπιπλα, γυαλισμένα με άρωμα λεμονιού, σ’ αυτήν, με τη σκόνη
                                                                           και το φτερό,
κι όχι σ’ εμένα. Ωστόσο, ήρθα κρυφά περνώντας τη χλόη την αρμυρή
ξυπόλυτη, με φόρμα γυμναστικής, μέσα στη δαιδαλώδη αυγή.

Ω, αγγέλισσα της χιονοθύελλας και του μπλακάουτ, εσύ, λευκο-
                                                                    πρόσωπη Κυρία,
πήγαινέ με στο κόκκινο το στόμα ξανά, εκείνο τον Ιούλιο, στις
                                                                            είκοσι μία.



6. ΑΓΓΕΛΕ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΙΚ-ΝΙΚ


Άγγελε των παραθαλάσσιων σπιτιών και των πικ-νικ, ξέρεις να
                                                                   ρίχνεις πασιέτζα;
Πενήντα δύο κόκκινα και μαύρα και να φταίω μόνο εγώ.
Το αίμα μου βουητό σφηκοφωλιάς. Κάθομαι στην καρέκλα της
                                                                                κουζίνας
σ’ αυτή την παρτίδα για έναν. Τ’ ασημικά ίδια πάντοτε εδώ,
το ποτήρι και της ζάχαρης το μπολ. Ακούω τα πνευμόνια μου
                                         να εισπνέουν, να εκπνέουν τον αέρα
όπως στις εγχειρίσεις. Μα δεν μου απόμεινε κανείς να μιλήσω
                                                                        αυτή τη μέρα.

Κάποτε ήμουν ζευγάρι. Ο βασιλιάς μου κι η βασίλισσα μαζί
με τυρί και ψωμί και παγωμένο κρασί Rοckport ροζέ.
Κάποτε έκανα ηλιοθεραπεία γυμνή, μαυρισμένη και λεπτή
παρατηρώντας τα παιδικά κότερα να περνούν, φλερτάροντας
στίφη τουριστικών λεωφορείων. Κάποτε το μπρέκφαστ αποκα-
                                                                                 λούσα
πιο σέξυ γεύμα της ημέρας. Κάποτε να με συλλάβουν προκαλούσα

στην πορεία ειρήνης στη Washigton. Κάποτε είχα θράσος νεαρού
κι άφηνα όλους όσους δεν μου ταίριαζαν στα κρύα του λουτρού.
                                   


 

ANGELS OF LOVE AFFAIR


"Angels of the love affair, do you know that other,
the dark one, that other me?"

 

1. ANGEL OF FIRE AND GENITALS

Angel of fire and genitals, do you know slime,
that green mama who first forced me to sing,
who put me first in the latrine, that pantomime
of brown where I was beggar and she was king?
I said, "The devil is down that festering hole."
Then he bit me in the buttocks and took over my soul.
Fire woman, you of the ancient flame, you
of the Bunsen burner, you of the candle,
you of the blast furnace, you of the barbecue,
you of the fierce solar energy, Mademoiselle,
take some ice, take come snow, take a month of rain
and you would gutter in the dark, cracking up your brain.

Mother of fire, let me stand at your devouring gate
as the sun dies in your arms and you loosen it's terrible weight.


2. ANGEL OF CLEAN SHEETS

Angel of clean sheets, do you know bedbugs?
Once in the madhouse they came like specks of cinnamon
as I lay in a choral cave of drugs,
as old as a dog, as quiet as a skeleton.
Little bits of dried blood. One hundred marks
upon the sheet. One hundred kisses in the dark.
White sheets smelling of soap and Clorox
have nothing to do with this night of soil,
nothing to do with barred windows and multiple locks
and all the webbing in the bed, the ultimate recoil.
I have slept in silk and in red and in black.
I have slept on sand and, on fall night, a haystack.

I have known a crib. I have known the tuck-in of a child
but inside my hair waits the night I was defiled.


3. ANGEL OF FLIGHT AND SLEIGH BELLS

Angel of flight and sleigh bells, do you know paralysis,
that ether house where your arms and legs are cement?
You are as still as a yardstick. You have a doll's kiss.
The brain whirls in a fit. The brain is not evident.
I have gone to that same place without a germ or a stroke.
A little solo act--that lady with the brain that broke.

In this fashion I have become a tree.
I have become a vase you can pick up or drop at will,
inanimate at last. What unusual luck! My body
passively resisting. Part of the leftovers. Part of the kill.
Angels of flight, you soarer, you flapper, you floater,
you gull that grows out of my back in the drreams I prefer,

stay near. But give me the totem. Give me the shut eye
where I stand in stone shoes as the world's bicycle goes by.


4. ANGEL OF HOPE AND CALENDARS

Angel of hope and calendars, do you know despair?
That hole I crawl into with a box of Kleenex,
that hole where the fire woman is tied to her chair,
that hole where leather men are wringing their necks,
where the sea has turned into a pond of urine.
There is no place to wash and no marine beings to stir in.

In this hole your mother is crying out each day.
Your father is eating cake and digging her grave.
In this hole your baby is strangling. Your mouth is clay.
Your eyes are made of glass. They break. You are not brave.
You are alone like a dog in a kennel. Your hands
break out in boils. Your arms are cut and bound by bands

of wire. Your voice is out there. Your voice is strange.
There are no prayers here. Here there is no change.


5. ANGEL OF BLIZZARDS AND BLACKOUTS

Angle of blizzards and blackouts, do you know raspberries,
those rubies that sat in the gree of my grandfather's garden?
You of the snow tires, you of the sugary wings, you freeze
me out. Leet me crawl through the patch. Let me be ten.
Let me pick those sweet kisses, thief that I was,
as the sea on my left slapped its applause.

Only my grandfather was allowed there. Or the maid
who came with a scullery pan to pick for breakfast.
She of the rols that floated in the air, she of the inlaid
woodwork all greasy with lemon, she of the feather and dust,
not I. Nonetheless I came sneaking across the salt lawn
in bare feet and jumping-jack pajamas in the spongy dawn.

Oh Angel of the blizzard and blackout, Madam white face,
take me back to that red mouth, that July 21st place.


6. ANGEL OF BEACH HOUSES AND PICNICS

Angel of beach houses and picnics, do you know solitaire?
Fifty-two reds and blacks and only myslef to blame.
My blood buzzes like a hornet's nest. I sit in a kitchen chair
at a table set for one. The silverware is the same
and the glass and the sugar bowl. I hear my lungs fill and expel
as in an operation. But I have no one left to tell.

Once I was a couple. I was my own king and queen
with cheese and bread and rosé on the rocks of Rockport.
Once I sunbathed in the buff, all brown and lean,
watching the toy sloops go by, holding court
for busloads of tourists. Once I called breakfast the sexiest
meal of the day. Once I invited arrest

at the peace march in Washington. Once I was young and bold
and left hundreds of unmatched people out in the cold.


*

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΔΡΑΣ ΕΙΣΧΩΡΕΙ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ


Όταν ο άνδρας
εισχωρεί στη γυναίκα
όπως το κύμα δαγκώνει την ακτή
πάλι και πάλι
και η γυναίκα ανοίγει το στόμα της ηδονικά
και τα δόντια της αχνολάμπουν
όπως το αλφάβητο
ο Λόγος φανερώνεται
αρμέγοντας ένα άστρο
και ο άνδρας στο εσωτερικό της γυναίκας
δένει έναν κόμπο
ώστε να μην χωρίσουν ποτέ ξανά
και η γυναίκα σκαρφαλώνει μέσα σ’ ένα άνθος
και καταπίνει το μίσχο του
και ο Λόγος φανερώνεται
και κάνει τα ποτάμια τους να ξεσπάσουν.

Αυτός ο άνδρας
αυτή η γυναίκα
με τη διπλή τους πείνα
δοκίμασαν να διαπεράσουν
το θεϊκό παραπέτασμα
και για μια στιγμή τα κατάφεραν
αν και ο Θεός
στη δυστροπία Του
λύνει τον κόμπο


WHEN MAN ENTERS WOMAN

When man
enters woman,
like the surf biting the shore,
again and again,
and the woman opens her mouth in pleasure
and her teeth gleam
like the alphabet,
Logos appears milking a star,
and the man
inside of woman
ties a knot
so that they will
never again be separate
and the woman
climbs into a flower
and swallows its stem
and Logos appears
and unleashed their rivers.

This man,
this woman
with their double hunger,
have tried to reach through
the curtain of God
and briefly they have,
though God
in His perversity
unties the knot.

 

*

ΣΕ ΙΔΙΑ ΦΥΣΗ


Βγήκα για βραδινή βόλτα, μια δαιμονισμένη μάγισσα
που κυνηγάει τον μαύρο αέρα, πιο γενναία στο σκοτάδι
καθώς ονειρευόμουν το κακό• να τιναχτώ δεν άργησα
πάνω από τ’ άχαρα σπίτι, από φως σε φως• στου Άδη
-πες- τη μοναξιά, δωδεκαδάχτυλη ύπαρξη, ξεχασμένη.
Μια τέτοια γυναίκα, σαν γυναίκα στο νου σου δεν μένει.
Σε ίδια φύση είμαι κλεισμένη.

Ψάχνοντας βρήκα μέσα στα δάση τις ζεστές σπηλιές
τις γέμισα ράφια, κουζινομάχαιρα, κατσαρολικά
ντουλάπες, μετάξια, αμέτρητα καλούδια για φωλιές,
ετοίμασα φαγητό στα σκουλήκια και στα ξωτικά,
κλαψουρίζοντας έφτιαξα κάθε τι, σε σειρά να μπαίνει.
Μια τέτοια γυναίκα κανείς δεν την καταλαβαίνει.
Σε ίδια φύση είμαι κλεισμένη.

Οδηγέ, κάποτε την καρότσα σου είχα καβαλήσει
χαιρετώντας με μπράτσα γυμνά κάθε περαστικό χωριό
μαθαίνοντας τις ύστατες φωτεινές διαδρομές• έχω επιζήσει
εκεί όπου οι φλόγες σου ακόμα μου δαγκώνουν τον μηρό
με σπασμένα πλευρά απ’ τους τροχούς σου τσακισμένη.
Μια τέτοια γυναίκα δεν νοιώθει ντροπή όταν πεθαίνει.
Σε ίδια φύση είμαι κλεισμένη.

 

HER KIND

I have gone out, a possessed witch,
haunting the black air, braver at night;
dreaming evil, I have done my hitch
over the plain houses, light by light:
lonely thing, twelve-fingered, out of mind.
A woman like that is not a woman, quite.
I have been her kind.

I have found the warm caves in the woods,
filled them with skillets, carvings, shelves,
closets, silks, innumerable goods;
fixed the suppers for the worms and the elves:
whining, rearranging the disaligned.
A woman like that is misunderstood.
I have been her kind.

I have ridden in your cart, driver,
waved my nude arms at villages going by,
learning the last bright routes, survivor
where your flames still bite my thigh
and my ribs crack where your wheels wind.
A woman like that is not ashamed to die.
I have been her kind.

Μετάφραση : Κλεοπάτρα Λυμπέρη



 



 



 



 



 



 



 



 



 





Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Οκτωβρίου 2011