Εκτύπωση του άρθρου

A. E. STALLINGS

 

Έντεκα Ποιήματα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ  ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ

 


 

Ελιές

Κάποτε-κάποτε μια δίψα γι’ αλάτι, όχι για γλυκό,
Καρπούς διατηρημένους σαν τουρσιά στην άλμη
Σ’ ένα πιθάρι δάκρυα – δίψα για κάτι
Κρεατωμένο, πλούσιο, σκουρωπό, αδιάρρηκτο
Γύρω απ’ τον πυρήνα του – πάνω σε μια αιχμή

Μπορεί οδοντογλυφίδα, κάτι θαμμένο κάτω από
Κύματα βότκας και βερμούτ, που
Ταλαντεύεται στα ύφαλα ενός ρηχού,
Πλατειού, με ψηλό πόδι ποτηριού, ευγενική κυρά,
Ή αγρότισσα σε πιάτο με ραγισματιά

Σα δόντι. Σύμμεικτες αποχρώσεις ταπεινές
Ή επώνυμες θαμπές –
Καφετιά πράσινα και βυσσινιά καφέ, μαύρα και μπλε
Χαρτογραφούν αργές χρωματικές μωλώπων μεταλλάξεις –
Συνοδευμένη από βαρελίσιο αψύ, γουλιές

Πληγές στον ουρανίσκο σαν πευκοβελόνες.
Να υπενθυμίζουνε το μάζεμα, τους κόπους του,
Δίχτυα απλωμένα κάτω από δέντρα ασημιά
Καθρέφτες στο διαυγές γαλάζιο τ’ ουρανού, φθινόπωρο –
Δεμάτια φως μέσα σε θησαυρούς λαδιού,

Και καλοκαίρια υποδειγματικά που αργοκυλάνε,
Αρχαϊκά ονόματα ιδιόρρυθμα. Σε οπισθοχώρηση
Τάγματα των ωρών. Αυτοί οι καρποί μού ανήκουν –
Με τους πυρήνες τους, μικρούς, πικρούς,
Ξέχειλους από παρελθόν χρυσό, μες στη λατρεία της άλμης.
 
Το Παζλ των Συναρτήσεων

Οι τέσσερις γωνίες πρώτα,
Μετά οι επίπεδες πλευρές.
Συνάρμοσε τα χαμένα όρια,
Φέρε τις άτακτες προεξοχές.

Κάνε σωρό ένα χρώμα – προσπάθησε,
Συσχέτισέ τα όλα μαζί –
Το νερό και τον βαθύ ουρανό
Και τον ουρανό αντικατοπτρισμένο.

Οι απουσίες ταξινομούνται
Και κλειδώνουν τα σχήματα σε θέση,
Τυχαία σχήματα συνεργούν
Και δέντρο ή πρόσωπο δημιουργούν.

Αργά-αργά αποκαθιστάς
Τον σπασμένο κόσμο κι αρχινάς
Να ξαναστήνεις έν’ απόγευμα
Όπως ήτανε πριν γίνει κομμάτια:

Εδώ το καλοκαίρι, εδώ το γαλανό,
Εδώ δυο εραστές φιλιούνται,
Κι εδώ, που λείπει ένα κομμάτι, εδώ
Χάσκει ανάμεσα το τίποτα, το μέγα κενό.
 
Ρετσιτατίβο

Τις νύχτες μέναμε ξυπνοί –
Οι γείτονες επάνω, υποχρεωτικοί,
Όλο και ρίχνανε κάτι στο χωλ –
Ένα βαράκι ή μια μπάλα του μπέιζ-μπωλ.

Και δίπλα στο κρεβάτι, στο περβάζι –
Σ’ ένα κρεσέντο διαρκές –
Γατιών αδέσποτων υψίσυχνες κραυγές
Ερώτων άριες, θανάτου οιμωγές.

Πάλι πρωί κι απέναντι τρυπάνια,
Σαν πονοκέφαλος πιοτού βαρύς,
Αλύπητα βαράνε. Συνοφρυώνεσαι, ρωτάς:
Καλοχτισμένο σπίτι, γιατί σε χαλάνε;

Το μεσημέρι μια σομπίτσα φορητή
Στενάζοντας, έκοβε λίγο την ψύχρα.
Βγάζαμε τότε τα παλτά
Ενώ οι σωλήνες βήχανε βραχνά.

Νεύρα ξεφτίδια, σα μανίκια παλιωμένα,
Μα τρυφερά, τα βασανάκια μας
Κρατούσαμε ζεστά ως αργά,
Μέχρι την ώρα που θα στήναμε ξανά καβγά.

Ήμασταν νέοι όμως, και δε θέλαμε πολλά
Να ’ρχίσουμε τα γέλια και τα χάδια.
Τ’ αυτιά μας τότε ήτανε μόνο ανοιχτά
Στις άριες του θανάτου και του έρωτα.
 
Έκλειψις

Στο μέσον της πρότασης, θυμηθήκαμε την έκλειψη.
Γυρίζαμε σπίτι διασχίζοντας το καχεκτικό παρκάκι μας,
Ζεστοί ακόμη απ’ το γιοματάρι. Προλάβαμε ίσα-ίσα
Στο φτερό την ώρα, κοιτώντας τη σελήνη.
Στην αρχή ακέραια, πλάϊ σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο,
Κυρίαρχη πάνω απ’ το λόφο σαν αρχαίο μνημείο,
Τόσο ξέχειλη από φως, λες θα χυνόταν.

Και τότε, να! Είδαμε τη λεπτή φέτα να χάνεται –
Και το πασιφανές σύρθηκε πάνω μας σα φόβος
Ότι δική μας σιλουέτα ήταν αυτή που είχε χαθεί,
Με κίνηση κάπως αργή, ενώ είχαμε το βλέμμα στη σελήνη
(Αφήσαμε τις άκρες των δακτύλων μας ν’ αγγίζουν)
Σαρώνοντας όμως σα φτερούγα δυνατή, γοργή
Σαν το σκοτάδι, εκείνη την ανοίκεια, ξένη γη.

Τριζόνια κίνησαν από χειμέρια νάρκη σε τερέτισμα
Κάτι άχρονο, συγκεχυμένο και βραχύ,
Το απίστευτο κελάηδησαν μικρά πουλάκια στις φωλιές τους
Τ’ αδέσποτα της γειτονιάς το γαύγισαν κι αυτά.
Κι ύστερα, πάει, χάθηκε η σελήνη. Στη θέση της
Κρεμάστηκε ένας απρόσιτος πλανήτης πορφυρός,
Υπαρκτός σαν πικρό πορτοκάλι ή ώριμο ροδάκινο

Στο σύθαμπο ενός δέντρου. Τότε
Το δρόμο πήραμε με βήμα σκεφτικό
Περάσαμε από την ταβέρνα τη γεμάτη, φως, καπνό,
Και κόσμο που έπινε, γελούσε με τ’ αστεία,
Ανίδεος πως κάτι άλλο είχε συμβεί
Μέσα στη νύχτα όπου στεκόμασταν δειλοί
Με μόνο καταφύγιο τη σκιά μας.


Τέσσερα Φιμπς*

Λες
να’
δώσε
η Εύα
πίστη στα περί
μήλου; Ο Αδάμ άκουσε
φωνές. Ε, ψεύτη μάστορα! Στο φίδι το ’πε;

«Μις»,
της
είπε
σφυριχτά,
«όχι άβυσσος,
η σοφία είναι χάρη
κι η πλάση γύρω, κοίτα, δώρο εξ ουρανού!»

Δεν
δεν
όχι
και οι τρεις!
«Εσύ θα έρπεις
εσύ με πόνο θα γεννάς
εσύ με κόπο θα κερδίζεις το ψωμί σου».

Να
με
κάψει
ο Θεός!
Παιδικός όρκος.
φοβερός, κατά τας γραφάς.
Κεφάλαιο και στίχος. Του ψεύδους γένεσις.


* Το «Φιμπ» είναι μία ποιητική φόρμα την οποία επενόησε ο Gregory K. Pincus από το Λος Άντζελες. Σύμφωνα με τη φόρμα αυτή, χρησιμοποιείται η ακολουθία των αριθμών κατά τον τύπο του Fibonacci (1202 μ.Χ.) για να ορισθεί η ακολουθία των συλλαβών κατά στίχο. Εδώ η ακολουθία είναι 1, 1, 2, 3, 5, 8 και 13.
 
Ο Σωρός της Βιολογικής Κοπριάς

Θέριεψε το φθινόπωρο, όταν τα φύλλα –
Κρανιές, βελανιδιές, συκομουριές –
Κάνουνε στοίβες στην αυλή, γλιστράνε
Κάτω απ’ την πόρτα σαν απλήρωτοι λογαριασμοί.

Το χειμώνα έβγαζε μια ζεστασιά
Αντιστεκόταν στο χιονιά,
Λάρναξ της θαμμένης περσινής χρονιάς,
Γόνιμο πρήξιμο που φούσκωνε η άνοιξη από μέσα.

Καλοκαίρι, κι ανακαλύπτουμε
Εθελοντές πράσινους νεοσύλλεκτους:
Μικρή μηλιά μικρή αχλαδιά
Από φρούτα χτυπημένα ή δαγκωμένα.

Και όλα όσα ως άχρηστα
Πετάξαμε ή ξεχάσαμε, με τον καιρό
Στη γη επιστρέφουνε, με σπόρο
Ρίζα, κλώνους, και καρπό.

Φθινόπωρο, κι αφήνουμε τον κήπο –
Με τη τζουγκράνα σου αναποδογυρίζεις
Το σωρό, ταράζοντας στο σκοτεινό
Γκλισάντο του το φίδι στο βυθό.
 
Το Φόρεμα του Γάμου

Το φόρεμα της μιας φοράς μες στο κουτί του
Ανήκει στο χτες και στο αύριο –
Όχι όμως και στο σήμερα, καθώς κιτρινίζει αργά,
Ανάμεσα σε σβωλαράκια μπαμπακιού απαλά.

Ασώματο, θανάσιμα ωχρό,
Σα μούμια τυλιγμένο σε ύφασμα λεπτό
Σχεδίασμα φορέματος κάπως ονειρικό,
Κάθεται στη γωνιά του – άγνωστο για ποιο σκοπό –

Ίσως είναι για κάποιον που δεν έχει ακόμη γεννηθεί
(Δε μπορείς να δεις το πρόσωπο πίσω απ’ το πέπλο)
Η μέρα που φορέθηκε μπαγιατεμένη
Σα μια τριγωνική φέτα από κέικ ξεραμένη –

Το πιο αθώο κι έκπτωτο απ’ τα φορέματα όλα
Είσ’ εσύ, επίσημο και ευτελές μαζί – ένα χνούδι
Σαν τους κλέφτες που πάει ο άνεμος εδώ κι εκεί,
Δαντέλλα του καιρού, κινούμενο υλικό, ευγενές

Που μόνον ο καιρός ξέρει να υφαίνει,
Βελούδο απ’ του κορμιού τον αργαλειό.
Ήτανε Σάββατο, Μάης μήνας, όταν πίστεψες το γαλανό
Πως ήτανε δικό σας τ’ ουρανού, και νεαρό,

Μα η αλήθεια, ήταν παλιό, και δάνειο.


Ο Από Μηχανής Θεός

Επειδή στα μπερδέματα τα πήγαμε καλά, όχι όμως
Και στις λύσεις, και κάναμε άνω-κάτω την πλοκή,
Επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να εκπληρωθεί
Η αρχαία προφητεία, επειδή κανείς
Δεν αναγνώριζε ποιος είναι ο άλλος,
Επειδή δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ
Ενός τραγικού τέλους και μιας κωμικής σκηνής,
Επειδή ο χρόνος του έργου είχε εκπνεύσει,
Επειδή για να συνεχίσει ο μηχανισμός της αποθέωσης
Να λειτουργεί, έπρεπε να παραμείνει εν χρήσει,
Επειδή το σενάριο δεν ήταν δική μας επιλογή,
Επειδή ήμασταν θεατρίνοι, το ξέραμε ήδη,
Αλλά δεν ξέραμε τίποτα από θεατρικό παιχνίδι.
 
Η Διαφωνία

Τέλειωσε η διαμάχη. Όλα τώρα είναι παράξενα.
Στέκονται διαμετρικά αντίθετοι. Λόγω ευφραδείας.
Έκπληκτοι μετά από τόσο μεγάλη σιωπή.
Τώρα έχουν πράγματι πολλά να διευθετήσουν.
Οι λέξεις προοιωνίζουν πράξεις, αλλά κι οι δυο
Νοιώθουνε ελαφρότεροι τώρα, είν’ έτοιμοι να
Δείξουν καλοσύνη. Δυο άγνωστοι, φιλόφρονες.
Σαν από βοσκοτόπι χαμηλό και σκιερό
Μεταπηδούν σε ξέφωτο φωτολουσμένο.
Πάντως στο χέρι πάντα η φαλτσέτα.
Κάτι ήτανε εν εξελίξει, τι ακριβώς δεν ξέρουνε, ούτε πώς.
Κάτι άρχιζε. Κάτι θα βλάσταινε,
Θα ξεπετούσε απ’ τη στιγμή αυτή.
Κάτι που έκανε να κοιταχτούν στα μάτια,
Γιατί νοιώθουνε φόβο ξαφνικά. Και τώρα πια
Δεν είναι κει κανείς να τους παρηγορήσει.


 
Καμένα

Δε μπορείς να ξεκάψεις τα καμένα.
Μπορείς να ξύσεις την καμένη φρυγανιά,
Δε μπορείς όμως να γυρίσεις στα παλιά.
                                      Καιρός να μάθεις,

Πως το βούτυρο δε γίνεται γάλα ξανά,
Δε μπορείς να ξεταχυδρομήσεις
Τα ταχυδρομημένα. Δε μπορείς
                                      Να ξεκάψεις τα καμένα.

Στη νιότη σου εραστές αρνήθηκες,
Γέφυρες που έπρεπε να περάσεις έκαψες.
Δε μπορείς να γυρίσεις στα παλιά.
                                      Καιρός να μάθεις

Πόση αλήθεια κρύβει εκείν’ η παροιμία
Για τον καπνό. Δεν είναι μόνο πείραγμα
Κι ανόητη φλυαρία – δε μπορείς
                                      Να ξεκάψεις τα καμένα.

Ποθούσες να γυρίσεις, είχες νόστο στην ψυχή,
Αλλά μαύρα καράβια σιγοκαίγαν στην ακτή˙
Δε μπορείς να γυρίσεις στην παλιά ζωή.
                                      Καιρός να μάθεις

Πως ακόμη κι αν είχες γυρίσει
Ένα φάντασμα θα είχε γυρίσει
Δε μπορείς να γυρίσεις στα παλιά.
                                      Καιρός να μάθεις

Ότι αυτά που είναι καμένα είναι καμένα είναι καμένα.
 

Επίσκεψις εις Παραχωρηθείσαν Οικίαν εις Αρκαδίαν
                                                          του Τζων

Εγκατάλειψις πόλεως
Ίσον πάντα καβγάς. Απροειδοποίητα,
Κακίες μαζεμένες από πρωΐας σχεδόν
Τα μπαγκάζια, λόγου χάρη, μια ημικρανία, ένα σύννεφο,
Αιφνίδια επιτίθενται.
Χτυπάνε δυο φορές στο ίδιο σημείο.
Στην αρχή προσπαθούμε να είμαστε καλοί,
Μετά λέμε κάτι απαίσιο.

Περίεργο, δεν είναι, που όλ’ αυτά
Σαν να πρέπει να γίνουν για ν’ ανοίξουν
Διάπλατα αόρατες πόρτες από φίλντισι
Για την ιεροτελεστία της φυγής; Πρέπει πάντα
Να θρηνούμε την ξαστοχισμένη μας ευτυχία:
Πικάρουμε ο ένας τον άλλο μέχρι που ακουμπάμε
Στον σκληρό ώμο του δρόμου και παραδινόμαστε
Σε λυγμούς, ανεπαρκείς όπως τα χρήματα.

Αλλ’ αν αντί να γυρίσουμε πίσω,
Συνεχίσουμε το ταξίδι μας μέσα στη μέρα,
Ξεχνάμε τα όσα δεν είπαμε. Η σιωπή
Γεμίζει το τοπίο όπου εναλλάσσονται
Αμπέλια κι ελαιώνες. Το ραδιόφωνο
Μουρμουρίζει μόνο του. Κι εμείς, περνάμε
Μέσ’ από το γαλάζιο του Σαρωνικού
Και πράσινους γλαυκούς λόφους.

Οι κορδέλες του δρόμου μάς πάνε
Πέρα από τους θρύλους του χάρτη
Μέσ’ από πόλεις μικρές σαν υποσημειώσεις
Που περηφανεύονται γι’ ασήμαντα ερείπια
–μια κολόνα μάλλον αξιοθρήνητη–
Όπου άντρες παρακολουθούν ποδόσφαιρο
Στα δύο καφενεία, και όπου πρόβατα λερά
Βοσκάνε ακόμη στα χαλάσματα.

Τώρα οι στροφές μάς ανεβάζουν στο βουνό
Γύρω και γύρω από κεντρόφυγα αδιέξοδα,
Στην καρδιά του.
Πολεμικό πλοίο στις φλόγες ο ήλιος,
Βυθίζεται. (Αναπόφευκτα) χανόμαστε
Σε σταυροδρόμια χωρίς πινακίδες.
Όμως το να χάνεσαι στα μέρη αυτά
Είναι πάλι σα να πηγαίνεις κάπου.

Φτάνουμε, παρκάρουμε, κι ανακαλύπτουμε
Ότι δεν ενοχλήθηκε κανείς που αργήσαμε –
Δε μας περίμενε κανείς –
Στρώνουμε τα κρεβάτια, βγάζουμε τα πράγματα.
Η γη έχει στρέψει τα νώτα
Σ’ ένα κίτρινο αστέρι, όχι πολύ σημαντικό.
Την ενδιαφέρουν άλλ’ αστέρια, άγνωστα και μακρινά.
Πυκνοί όγκοι βουνών βυθίζονται στο σκοτάδι

Ή προβάλλουνε,
Αργοκίνητα τιτάνια κύματα. Η φωνή
Της κουκουβάγιας διαστέλλει τους ίσκιους.
Αρμονίες παράξενες σηκώνονται
Μέσ’ από την απόμακρη λάμψη της κοιλάδας
Όπου το κάρβουνο στα λιγνιτωρυχεία
Κυλά σ’ ατέρμονους ιμάντες
Που εκπέμπουν Πυθαγόρειους ήχους.

Μια τεράστια γκρίζα τολύπη ατμού ή καπνού
Υψώνεται. Φάντασμα μιας τερατώδους φλόγας ή
Δέντρο θεόρατο ανάμεσα στα δέντρα.
Όλα εξομοιώνονται – ο σταθμός ηλεκτροπαραγωγής,
Το δάσος, η νύχτα, το φως αυτό
Που είναι έργο ανθρώπου.
Μας έχει καταπιεί μια απέραντη αδιαφορία
Πανάρχαια, που ούτε ύπνο ξέρει, ούτε όνειρο.
 
Ονόμασέ το Φύση αν θες,
Αν και φυσικό είναι ό,τι υπάρχει –
Η λιγνιτοφόρα γη, το εργοστάσιο,
Ένα σκοτάδι πιο ψηλό απ’ τον ουρανό –
Κι η έξοδος αυτή ακόμη που απελευθερώνει
Και η προσωρινή ειρήνη μας – όχι επειδή
Αυτό το κάτι έχει άφθαρτη ομορφιά,
Αλλά επειδή αγνοεί τον οίκτο.


* * *
 
Olives

Sometimes a craving comes for salt, not sweet,
For fruits that you can eat
Only if pickled in a vat of tears – 
A rich and dark and indehiscent meat
Clinging tightly to the pit – on spears


Of toothpicks maybe, drowned beneath a tide
Of vodka and vermouth,
Rocking at the bottom of a wide,
Shallow, long-stemmed glass, and gentrified,
Or rustic, on a plate cracked like a tooth,

A miscellany of the humble hues
Eponymously drab –
Brown greens and purple browns, the blacks and blues
That chart the slow chromatics of a bruise –
Washed down with swigs of barrel wine that stab

The palate with pine-sharpness. They recall
The harvest and its toil,
The nets spread under silver trees that foil
The blue glass of the heavens in the fall –
Daylight packed in treasuries of oil,

Paradigmatic summers that decline
Like singular archaic nouns, the troops
Of hours in retreat. These fruits are mine –
Small bitter drupes
Full of the golden past and cured in brine.
 
Jigsaw Puzzle

First, the four corners,
Then the flat edges.
Assemble the lost borders,
Walk the dizzy ledges,

Hoard one color – try
To make it all connected –
The water and the deep sky
And the sky reflected.

Absences align
And lock shapes into place,
And random forms combine
To make a tree, a face.

Slowly you restore
The fractured world and start
To re-create an afternoon before
It fell apart:

Here is summer, here is blue,
Here two lovers kissing,
And here the nothingness shows through
Where one piece is missing.
 
Recitative

Every night, we couldn’t sleep –
Our upstairs neighbors had to keep
Dropping something down the hall –
A barbell or a bowling ball,

And from the window by the bed –
Scaling sharply in my head –
The alley cats expended breath 
In arias of love and death.

Dawn again, across the street,
Jackhammers began to beat
Like hangovers, and you would frown –
That well-built house, why tear it down ?

Noon, the radiator grill
Groaned, gave off a lesser chill
So that we could take off our coats.
The pipes coughed to clear their throats.

Our nerves were frayed like ravelled sleeves,
We cherished each our minor griefs
To keep them warm until the night
When it was time again to fight;

But we were young, did not need much
To make us laugh instead, and touch,
And could not hear ourselves above
The arias of death and love.
 
On Visiting a Borrowed Country House in Arcadia

for John

To leave the city
Always takes a quarrel. Without warning,
Rancors that have gathered half the morning
Like things to pack, or a migraine, or a cloud,
Are suddenly allowed
To strike. They strike the same place twice.
We start by straining to be nice, 
Then say something shitty.

Isn’t it funny
How it’s what has to happen 
To make the unseen ivory gates swing open,
The rite we must perform so we can leave?
Always we must grieve
Our botched happiness: we goad
Each other till we pull to the hard shoulder of the road,
Yielding to tears inadequate as money. 

But if instead
Of turning back, we drive into the day,
We forget the things we didn’t say.
The silence fills with row on row
Of vines or olives trees. The radio
Hums to itself. We make our way between
Saronic blue and hills of glaucous green
And thread

Beyond the legend of the map
Through footnote towns along the coast
That boast
Ruins of no account – a column
More woebegone than solemn –
Men watching soccer at the two cafés,
And half-built lots where dingy sheep still graze.
Climbing into the lap

Of the mountains now, we wind
Around blind, centrifugal turns.
The sun’s great warship sinks and burns.
And where the roads without a sign are crossed,
We (inevitably) get lost.
Yet to be lost here
Still feels like being somewhere,
And we find

When we arrive and park,
No one minds that we are late –
There is no one to wait – 
Only a bed to make, a suitcase to unpack.
The earth has turned her back
On one yellow middling star
To consider lights more various and far.
The shaggy mountains hulk into the dark

Or loom
Like slow, titanic waves. The cries
Of owls dilate the shadows. Weird harmonics rise
From the valley’s distant glow, where coal
Extracted from the lignite mines must roll
On acres of conveyor belts that sing
The Pythagorean music of a string.
A huge grey plume

Of smoke or steam
Towers like the ghost of a monstrous flame
Or giant tree among the trees. And it is all the same –
The power plant, the forest, and the night,
The manmade light.
We are engulfed in an immense
Ancient indifference
That does not sleep or dream.
 
Call it Nature if you will,
Though everything that is is natural –
The lignite-bearing earth, the factory, 
A darkness taller than the sky –
This out-of-doors that wins us our release
And temporary peace –
Not because it is pristine or pretty,
But because it has no pity or self-pity.

A.E. Stallings

Μετάφραση: Μαρία Τσάτσου
Translation: Maria Tsatsou

_______________________________________ 

Τα ποιήματα που μεταφράζονται εδώ ανήκουν στη συλλογή ποιημάτων “OLIVES” (ΕΛΙΕΣ) της A.E. Stallings. Η συλλογή αυτή, η τρίτη κατά σειράν της ποιήτριας, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2012 από τις Εκδόσεις Northwestern University Press, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Η Α.Ε. Stallings γεννήθηκε στην Πόλη των Αθηνών (Athens), της Πολιτείας της Γεωργίας των Η.Π.Α., όπου και σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Λατινική Φιλολογία. Στην Αθήνα της Ελλάδος κατοικεί από το 1999. Είναι παντρεμένη με τον δημοσιογράφο Γιάννη Ψαρόπουλο και έχουν δύο παιδιά. Ασχολείται με την Ποίηση και την Μετάφραση και έχει κάνει μία έμμετρη μετάφραση του Λουκρητίου.

Το 2011 απενεμήθη στην Α.Ε. Stallings το Βραβείο Ποίησης Γκούγκενχάϊμ, η ανωτάτη διάκριση στις Η.Π.Α. στον τομέα της Ποίησης. Την ίδια χρονιά της απενεμήθη το Βραβείο Ποίησης Ροκφέλλερ, USA (United States of Artists), και το Βραβείο MacArthur για τη συνολική προσφορά της στην ποίηση και τη μετάφραση.

Τέσσερα από τα ποιήματα της Α.Ε. Stallings υπάρχουν εδώ και στην Αγγλική γλώσσα. Τα υπόλοιπα, μπορούν να αναζητηθούν στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.poetry-foundation.org/poetry-magazine/poem/181587.


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Ιουνίου 2012