Εκτύπωση του άρθρου
ΓΙΟΚΣΕΝΟΥΡ ΤΣΕΛΕΜΠΙΟΓΛΟΥ
Ποιήματα (επιλογή)
Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Γιόκσενουρ Τσελεμπίογλου






Το όνομά σου είναι ένα ένα ελάφι που ουρλιάζει γραμμένο σε κυριλλικό αλφάβητο

Το όνομά σου είναι ένα ένα ελάφι που ουρλιάζει γραμμένο σε κυριλλικό αλφάβητο
ένα χαρτί ξεδιπλώνεται σαν χιονισμένος σκανδιναβικός κάμπος
μέσα εκεί βουλιάζουμε με τα άλογα επί έξι εβδομάδες
χωρίς να προχωράμε

Ο δάσκαλος λέει
το αγκάθι τεντώνει το τόξο
το στροβιλιζόμενο βέλος μεταμορφώνεται
σε γαλάζιο τριαντάφυλλο
το ελάφι αναπηδά, ο χρόνος σταματά

Ο έρωτας είναι σκοπευτής ακριβείας, άσπλαχνος και αφανής
χτυπάει την καρδιά για να πληγώσει
χτυπά την ασπίδα για να σκοτώσει

Το αγόρι σκαλίζει ένα φλάουτο μέσα στο δάσος ενώ ο δάσκαλός του είναι ανύποπτος
το κορίτσι έρχεται κρύβοντας τα γυμνά στήθη του με βουλγάρικα ρόδα
έρχεται μαζεύοντας άγριοτριαντάφυλλα
από τους αγκαθωτούς θάμνους

Ο δάσκαλος λέει
το αγκάθι τεντώνει το τόξο
ο έρωτας είναι αυτό ή κάτι άλλο
ένας μονόχειρας είναι, ακόμα και τυφλός τοξότης
που βρίσκει το πιο ευαίσθητο σημείο σε κάθε τσόφλι

Το αγόρι κοιμάται κάτω από το άλογο του
Ο δάσκαλος κοιμάται, τα άλογα κοιμούνται, ο καταυλισμός κοιμάται
το ελάφι έρχεται κάτω στη λίμνη, με τα χιονοσκέπαστα νούφαρα,
έρχεται περνώντας ανάμεσα από τις σκηνές

Το όνομά σου είναι ένα ένα ελάφι που ουρλιάζει γραμμένο σε κυριλλικό αλφάβητο
ένα χαρτί ξεδιπλώνεται σαν ενας χιονισμένος σκανδιναβικός κάμπος
έφυγαν ήδη, στάχτες, μαδημένα βουλγαρικά τριαντάφυλλα
ο λύκος αναζητά τα ίχνη του ελαφιού

(Από τη συλλογή,  Εγχειρίδιο όλων των βιβλίων)



***

Τα ξεφτισμένα όνειρα μιας κυρίας

Επειδή το γαλάζιο είναι η αλάνθαστη πυξίδα του έρωτα

Ένα αποτύπωμα χορδής
πάνω στο ακροδάχτυλο
ενός αφηρημένου
εκπαιδευόμενου βιολιστή

Όταν ήλθε το καλοκαίρι
εκείνος ο τυφλός οργανίστας περνούσε
κάτω από την λοφοπλαγιά του προσώπου σου

Αφήνοντας στο πέρασμά του
την πλουμιστή πεταλούδα των φιλιών
πάνω στο παγωμένο σου μέτωπο.

Ήμουν ευτυχισμένος και φορούσα γραβάτα
τυρρανιόμουν στα κρυφά.

Ήχος από νερό που στάζει
πάνω στο μάρμαρο
μέσα στους έρημους κήπους,

Όπως τα ξαναμένα πουλιά πάνω απ’τις γούρνες
κούρνιαζα στο λαιμό σου
και πηδούσα πάνω στο στήθος σου.

Το στόμα μου ήταν λάμα μαχαιριού
που έψαχνε για την πληγή της πάνω στο σώμα σου.

Όταν ήρθε το καλοκαίρι
ο μισός έρωτας γινόταν
χάδι

Τα μακριά λεπτά
σου δάχτυλα έσταζαν από τις νεροσχισμές
πλέκοντας τις ακτίνες

Καθώς ο χωρισμός
μεγάλωνε μέσα μας
σαν λατρευτό βρέφος

Οι λέξεις έγιναν
ένα καλάμι με χιλιάδες άγκιστρα

(Από τη συλλογή,  Εγχειρίδιο όλων των βιβλίων)


***

Ο Εξώστης του Πύργου

«Δεν φοβάμαι τους νεκρούς,» είπε ο άντρας, « την ανυπαρξία,
την ακρίδα που χοροπηδά πάνω στη σάρκα του καλοκαιριού, την ξαφνική βροχή,
το τσίρκο των μυρμηγκιών κάτω απ’την σκιά της πέτρας.
Πιο πολύ με φοβίζει η απουσία των λέξεων.
Έτσι γράφω. Γράφω ασταμάτητα. Γράφω όπως έχτισα αυτόν τον πύργο
στη θέση του παλαιού πηγαδιού. Αυτού του καταραμένου πηγαδιού
που έπεσε ο πατέρας μου και έσπασε το λαιμό του».

(Ήταν χειμώνας. Ένα τρένο περνούσε μέσα από τις πεδιάδες σαν ένα χιονόλευκο τούλι μέσα από μια καπνισμένη λάμπα πετρελαίου. Στρατιώτες κρέμονταν απ’τα παράθυρα κουνώντας τα κράνη τους στην ορδή των άγριων αλόγων που κάλπαζε δίπλα στο τρένο. Παιδιά έκοβαν ξύλα στην αυλή. Ένα φορτηγό ανεφοδιασμού βυθισμένο στο χιόνι και η γυναίκα να λέει βαριεστημένα «Πρέπει να φύγεις», αγκαλιάζοντας τον άντρα πάνω στον εξώστη του πύργου.
Τα συνηθισμένα συμβάντα του χειμώνα δηλαδή.)

Την άλλη μέρα ο άντρας έπεσε από τον πύργο κι έσπασε το λαιμό του.
Η γυναίκα χτύπησε ξανά και ξανά την πόρτα του πύργου την συμφωνημένη ώρα,
ένα φανάρι στο ένα της χέρι, ομπρέλλα στο άλλο
το χειρόγραφο με τα ποίηματά του που μάταια προσπαθούσε να κρατήσει στεγνά
ανάμεσα στα δόντια της.

Πίσω από τον άνεμο κρυβόταν ο φόβος και οσμιζόταν τη γυναίκα.

(από τη συλλογή, Οι υπόλοιπες λέξεις)


***

Λουτενίτσα

1. τριανταοχτώ Ιουλίου
(χτες το βράδυ έκαψα όλα τα λεξικά στο μπαλκόνι,
κανένα τους δεν είχε το όνομά σου)

έγραψε πως ο Ιούλιος είναι μακρύτερος από το καλοκαίρι
ακομα και η καλοκαιρινή βροχή είναι μακρύτερη από το καλοκαίρι
το όνομά σου είναι πιο μακρύ από τα μαλλιά σου

δεν θα γράψω εδώ τ’ όνομά σου

2. ο Ιούλιος είναι μακρύτερος από το καλοκαίρι
(αν είναι ο μήνας που έκανες το πιο κοντό σου κούρεμα)

είπαμε «ας κλαδέψουμε το αμπέλι», και το κλαδέψαμε
«ας υμνήσουμε τη σκιά του αμπελιού», την υμνήσαμε

ο ουρανός ιδρώνει
και μιλά για τον θάνατο
αυτό από μόνο του ήταν αρκετό
για να εξαγνίσει κάθε σημασία

το απομεσήμερο έψαχνε τη θέση του
μέσα στις προτάσεις
σαν μια ανήσυχη πρόθεση

κλαδέψαμε τα ονόματα του απομεσήμερου και της υγρής πέτρας
(το κάναμε αυτό για να ζήσουν αιώνια)

είπαμε «ας φτιάξουμε ντολμάδες με τα αμπελόφυλλα», και φτιάξαμε και μαγειρέψαμε

κάναμε έρωτα
αλλά δεν είπαμε
«ας κάνουμε έρωτα κάτω από το αμπέλι»

3. το καλοκαίρι είναι ένας βρεμένος αρουραίος, ο ιούλιος είναι ένα χωριό σε καραντίνα
(η βροχή επιμηκύνεται σαν μια ατέρμονη πρόταση από ένα βιβλίο με τίτλο
«Έλειψη ικανότητας να παει σε μια πόλη»...)

η πόλη μου είναι ένα χαικού
με τέσσερεις στίχους
και στέκεται στο κέντρο της πεδιάδας

εκείνο το καλοκαίρι σου έγραψα «Αναγκάστηκα να αφήσω το σχολείο,
μας υποχρεώνουν να αλλάξουμε τα ονόματά μας»
σου έγραψα εκείνο το καλοκαίρι «θα με πάρουν στο στρατό
οι σπουδές μου στην υποκριτική θα μείνουν στη μέση, πάνε τα θεατρικά παιχνίδια»

Εκείνο το καλοκαίρι σου έγραψα άλλα τρία χαικού

Εκείνο το καλοκαίρι σου έγραψα για τα άνθη της αζαλέας και πως κατασκηνώσαμε
στο οροπέδιο με τις δαμασκηνιές για πρώτη φορά χωρίς εσένα
και πως ένας εκδότης απέρριψε το βιβλίο μου
έγραψα «οι μέρες περνούν κανονικά, όλα είναι μια τρέλλα
αλλά το συνηθίζουμε»

Έγραψα «Ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί στον κυματοθραύστη,
και γιορτάσαμε την επαίτειο της ανακάλυψης της πρώτης έκδοσης του
«Ινστιτούτου των ρολογάδων»
και οι ρευματισμοί της θειάς γατουλίνας όλο χειροτερεύουν και
μας αναγκάζουν να φύγουμε από τα σπίτια μας»

Έγραψα «παντού γύρω μου η χώρα μου καταρρέει, αλλά όλες οι σκέψεις μου είναι σε σένα»

Δεν μπορούσα να γράψω «πήραν τον αδελφό σου στο τρελλοκομείο»

Η γλώσσα είναι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, η χώρα μου μια κενή παντομίμα
Η τάξη της υποκριτικής θα μείνει ατελείωτη μέχρι το τέλος του κόσμου.

4. τρία χαικού
(το καλοκαίρι είναι μια ιδρωμένη παρέλαση σε ένα δημόσιο κτήριο, το φθινόπωρο είναι ένα κοριτσάκι που τρίβει τα πόδια του και επαναλαμβάνει τα λόγια του καθώς περιμένει τη σειρά του)

γάλα του Ιουλίου
στη σκιά των σύκων
μέλισσα ζευγαρώνει με ακρίδα

ήπια τρία φλυτζάνια
το χαικού ήταν μέσα στο δεύτερο
το νερό ζωντάνεψε

τα καστανά σου μάτια
τούτο το καλοκαίρι θα χάσουν τη γαλήνη τους
ψιθυρίζουν τ’αγριοκάστανα και ο άνεμος

5. lutenitsa
(η γλώσσα δαγκώνει τον ιούλιο, γαλάζιες καμήλες περνούν
μέσα από την μανιασμένη νυχτερινή έρημο των μαλλιών σου)

λουτενίτσα, λουτενίτσα
το όνομά σου σημαίνει σάλτσα με πάπρικα και μέλι
αλλά όταν το έμαθα ήταν πια πολύ αργά

(από τη συλλογή, Οι υπόλοιπες λέξεις)


***

Είμαστε μέσα στον κόσμο το ίδιο και οι λέξεις τι ωραία όλοι είναι εδώ

1- Η μέρα σφυρίζει σαν άδεια βρύση


2- Υπάρχουν κάποια κενά στην ιστορία σου, μου λες κι εγώ λέω ο άνεμος ξυπνάει το σάλι στους ώμους σου, η δαντέλα είναι φτιαγμένη από κόμπους ή τρύπες;

3- Η σκιά ενός γερακιού συγκρούεται με την δική σου. Κανείς από τους δυό σας δεν το καταλαβαίνει.

4- Εδώ που τα λέμε προτιμώ να σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν ένα σκαμνί

5- έγραψα πράγματα που περιέχουν μια ιστορία χωρίς να πω την ιστορία

6- Είμαστε μέσα στον κόσμο, το ίδιο και οι λέξεις, τι ωραία όλοι είναι εδώ

7- Αν μου ξεπλέξεις και χτενίσεις τα μαλλιά, θα βρέξει νεκρές μέλισσες


(από τη συλλογή, Με τόσες λέξεις στην πλάτη σου)


***

Το χαμόγελό σου που ρίχνει τα πουλιά από τα δέντρα


1-Ο ήλιος με τσίγκλισε, ξύπνησα και είδα τον κόσμο. Ωραία, ξύπνησε κι ο κόσμος.

1- Η σκιά μου διασχίζει τη σκιά της βελανιδιάς.

2- Οι Τούρκοι σαμάνοι πίστευαν πως τα πράγματα έχουν φύλο, αυτό είναι αλήθεια εκτός από τις σκιές

3- Νύχτα: η ψυχή της πέτρας, συνθέτει το βιβλίο του χρόνου

4- Η θάλασσα, ένα χωράφι στάρι, το ίχνος ενός αεροπλάνου, ένα τραπέζι με βιβλία κλειστά και ανοιχτά, το χαμόγελό σου που ρίχνει τα πουλιά από τα δέντρα.

5- Είχαν καθίσει στη σειρά και περίμεναν να μπουν σ’ένα ποίημα. Άγγιξα τις σκιές.

6- Σκιές: η ψυχές των πραγμάτων, γνωρίζουν πότε το ποίημα τελειώνει.

(από τη συλλογή, Με τόσες λέξεις στην πλάτη σου)




***

Ύμνος στην Αναμονή χωρίς Λέξεις

Περιμένουν χωρίς να μιλούν,
χωρίς να ξέρουν ποιανού σειρά είναι,
κοιτάζουν τον σπασμένο σανίδι στο πάτωμα
σα να ήταν το σπασμένο πόδι ενός αλόγου.

Σπανίως τα χείλη κάποιου κινούνται σιωπηλά
μια βρισιά, μια κατάρα ή προσευχή
επαναλαμβάνοντας τις λέξεις χωρίς να τις κατανοούν
τους ανακουφίζει

Αυτά που έγιναν μετά δεν είναι γραμμένα στα βιβλία
δεν είναι γραμμένο πως ο Αχμέντ Τσελεμπί πετάχτηκε
και κάρφωσε το βελόνι που άρπαξε από το χέρι του ανέμου
πάνω στο μέτωπο της σιωπής

(από τη συλλογή, Μέσα στην ερημιά της φύσης)



***

Ύμνος στις ταξιδιωτικές σημειώσεις ενός ταξιδιώτη που δεν σηκώνεται από το κρεβάτι του

Ι.
« Καθώς τα ποίηματά μου

ρυτίδωναν την επιφάνεια
της λίμνης

εγώ βούλιαζα
σαν βότσαλο

λέει ο Αχμέντ Τσελεμπί
στις Ταξιδιωτικές Σημειώσεις ενός Αξύπνητου Ταξιδιώτη

(τις οποίες, πέταξε
ένας τυφλός περιπλανώμενος επιδιορθωτής
ομπρελλών, για ν’ακούσει
τον ήχο του νερού)

ΙΙ.

Ο κόσμος είναι ένα ασέλωτο άλογο.
ενώ προσπαθούμε να μην πέσουμε απ’τη ράχη του
ψιθυρίζουμε στο αυτί του
δεν μπορεί να είσαι αληθινό

(από τη συλλογή, Μέσα στην ερημιά της φύσης)




***


Ο Μόνος Τρόπος για να Κοιτάξεις Δεκατρία Κοτσύφια
Όλα Μαζί

1.
Δεκατρία κοτσύφια εμβόλισαν τη νύχτα
τ’ αστέρια ανακατεύτηκαν
η νύχτα τρεμόσβησε

2.
Κούρνιασαν πάνω στο βραχίονα ενός κίτρινου γερανού
Το κατάστρωμα ήταν άδειο. Το πλοίο με την σημαία της νύχτας
ήταν φορτωμένο με τα
δεκατρία κοτσύφια

Λέγεται πως
έκτοτε
ο καπετάνιος δεν πάτησε στεριά
και μια μικρή καταιγίδα ακολουθούσε το πλοίο
σε απόσταση ασφαλείας.

3.
«Για Τεχεράνη;», ρώτησα
«Από εκεί έρχομαι» είπε το ένα
«Ρουμελία;»
«Ακόμα χρωστάμε δεκαπέντε λίρες στο καφενείο»
«Ιστανμπουλ;»
«Εκεί είναι η πατρίδα, εκεί τα δέντρα
μεγαλώνουν λέγοντας τα ονόματα των δεκατριών κοτσυφιών δυνατά»

4.
Πανσέληνος στο πηγάδι

Δεκατρία κοτσύφια το κυκλώνουν
Με τα φτερά τους ασάλευτα

Ο χειμώνας θα είναι μακρύς και τα δέντρα θα έχουν ύπνο ελαφρύ

5.
«Δώσε μου ένα καινούριο όνομα» είπε ένα

Όταν ένα κοτσύφι συνηθίσει το όνομά του δεν μπορεί να πετάξει

«Δώσε μου ένα καινούριο όνομα και γω θα σου πω που είναι ο περσινός Απρίλιος»

6.
Προσγειώνονται σε ένα θερισμένο χωράφι
έκανα έρωτα σε εκείνο το χωράφι
τότε που το στάρι ήταν πιο ψηλό
από τις νύχτες

7.
Ένα σπουργίτι
ένας σπίνος, ένα κοράκι,
ένας γλάρος, μια τσίχλα

Όλοι μας έπρεπε να διαλέξουμε
ανάμεσα στα άστρα και τον άνεμο
πριν γίνουμε κοτσύφια

8.
«Πάρε τον αέρα μου» λέει ένα κοτσύφι
«τη ζωή μου, τα έργα μου,
πάρε τις θάλασσες όλου του κόσμου,
το μπλε της θάλασσας,
έτσι είμαστε εμείς, είμαστε δικά σου
Κι αυτές είναι οι βροχές μας»

Σύμφωνα με τα κοτσύφια,
τα πράγματα που δεν ανήκουν σε κανένα δεν υπάρχουν.

9.
Συμβαίνουν κάποιες παρανοήσεις
ανάμεσα σε μας και τα κοτσύφια
επειδή το ρήμα πεθαίνω
δεν υπάρχει
στη γλώσσα τους παρά μόνον σε χρόνο μέλλοντα

Περιπλανιέμαι στα πράσινα λιβάδια
Το χορτάρι διαβάζει τα βήματά μου σαν ένα ποίημα

10.
Ένα κοτσύφι είπε πως
ένα βουνό παίρνει δύναμη από την σκιά του
και τη δική σου τη σκιά από κάτω της

Ας σταματήσουμε τώρα να μιλάμε
η λάθος λέξη μπορεί
να κάνει το χρόνο ν’αρχίσει ξανά


11.
Επιστρέφω σπίτι και πάλι ηττημένος
από ένα πόλεμο
αφήνω τα κλειδιά μου πάνω στο τραπέζι

Δεκατρία κοτσύφια κουρνιασμένα στη σειρά
πάνω στο περβάζι

12.
Η σελήνη είναι ένα τύμπανο από πάγο
τα κοτσύφια πέρασαν από μπροστά
το πιο σύντομο θέατρο σκιών

Έθαψα ένα τους μέσα σε μια γλάστρα με γεράνι

13.
Κάθισα δίπλα στο παράθυρο
μετά απογειώθηκα από το περβάζι.

(από τη συλλογή, Μέσα στην ερημιά της φύσης)



***

Κανένας δεν κοίταξε τη θάλασσα

Μανιασμένος αέρας του χειμώνα
έρχεται από το βουνό
γαληνεύει στον κήπο σου

1- δεν μπορεί κανείς να αναπνέει ενώ μιλά
2- έτσι θυσιάζει την αναπνοή του στις λέξεις
3-δεν μπορεί κανείς να μιλά ενώ αναπνέει
4-έτσι θυσιάζει τις λέξεις στην αναπνοή του

Έδειξες και φώναξες η θάλασσα! σταματήσαμε να μιλάμε, κανένας δεν κοίταξε τη θάλασσα κανένας τυφλωμένοι από το κορίτσι που φώναξε θάλασσα!

(από τη συλλογή, Αποσπάσματα)



***

Άλικο σημάδι

Άλικο σημάδι στον ώμο σου
άλλαζε σχήμα
ενώ ονειρευόσουν.
Κάποτε καρύδι
κάποτε λοφίο κόκκορα
κάποτε ακόμη και η Γαλλία...


(από τη συλλογή, Αποσπάσματα)



***

Έβγαλε τις κάλτσες της και είπε θέλεις να μου τρίψεις τα πόδια;

Εκείνο το βράδυ γελάσαμε πολύ
Καθαρίσαμε αγριοφάσουλα και τα μαγειρέψαμε
Ενώ πίναμε αράκ με ταχίνι
συζητήσαμε
για την δημιουργική καταστροφή και τον επανορθωτικό πόλεμο
και πως μπορεί να εκκινούν
από την αρχή της αδράνειας του Νεύτωνα.
Έβγαλε τι κάλτσες της και είπε
θέλεις να μου τρίψεις τα πόδια.
Κι έπειτα είδα για πρώτη φορά το κόκκινο τατουάζ με τον σκορπιό
κάτω από την πατούσα της

(από τη συλλογή, Αποσπάσματα)



***

Κοκκαλάκι Από Πάγο Λειώνει

Σπάει ένα μικρό παγοκρύσταλλο από τη στέγη:
το καρφώνει στα μαλλιά της και φτιάχνει κότσο
Ας κάνουμε έρωτα τώρα λέει
σύντομα τα μαλλιά μου θα λυθούν
σύντομα θα πρέπει να φύγεις
Η επιθυμία είναι μια αποβάθρα από αλάτι
ενώ χιονίζει πάνω στη θάλασσα.


(από τη συλλογή, Αποσπάσματα)

Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Μαΐου 2010