Εκτύπωση του άρθρου
HEBERTO  PADILLA
(1932-2000)
 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
 
 
 
ΤΟ ΔΩΡΟ


 
Σου αγόρασα αυτές τις φράουλες.
Σκέφτηκα να σου φέρω λουλούδια,
αλλά είδα ένα κορίτσι που δάγκωνε
μια φράουλα στη μέση του δρόμου,
και ο πυκνός και γλυκός χυμός
κυλούσε απ’ τα χείλη της με τέτοιο τρόπο
που ένιωσα ότι η απληστία και η φούρια της
ήταν σαν τις δικές σου,
η ίδια εικόνα του έρωτα.
 
Ζήσαμε χρόνια,
να πολεμάμε στυφούς ανέμους,
που σα νάρχονταν απ’ τα ερείπια·
αλλά πάντα είχαμε ένα φρούτο
και πάντα είχαμε ένα λουλούδι.
Έτσι που παρ’  όλο που δεν είναι
το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου,
ξέρω ότι θα μεγαλώσουν το μέγεθος της χαράς σου
όσο κι αυτό το γιορτινό χιόνι που πέφτει.
Ο γιος μας το διαλύει χαμογελαστός ανάμεσα στα δάχτυλά του
όπως πρέπει να κάνει και ο Θεός με τις ζωές μας.
 
Φορέσαμε παλτά και μπότες
και τα κοκκινωπά και ξυλιασμένα δέρματά μας
είναι άλλη εικόνα της Ανάστασης.
Παιδιά της διασποράς της εποχής μας,
Θεέ μου, δώσε μας δύναμη να συνεχίσουμε!
 
Από τη συλλογή “El hombre junto al mar, Βαρκελώνη, 1981


Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ  

 

 

Εδώ  και χρόνια σου είχα υποσχεθεί πολλά
ερωτικά ποιήματα και – όπως βλέπεις – δεν μπορούσα να τα γράψω.
Βρισκόσουν δίπλα μου
κι είναι αδύνατον να γράφεις γι’ αυτά που έχεις.
Αυτό που έχεις είναι  πάντα ποίηση.
Άρχισαν  όμως να μας ενώνουν
οριστικά γεγονότα: ζήσαμε την ίδια μοναξιά
σε ξεχωριστά δωμάτια
– χωρίς νέα ο ένας του άλλου –
προσπαθώντας – ο καθένας στη γωνιά του – να θυμηθούμε
πώς ήταν οι μορφασμοί από τα πρόσωπά μας
που άξαφνα συναντούν εκείνα
που θεωρούσαμε χαμένα, σβησμένα,
από τα πρώτα χρόνια.
Εγώ θυμόμουν τα χτυπήματα στην πόρτα
και την αναστατωμένη σου φωνή
κι εσύ τα ουδέτερά μου μάτια
ακόμα κοιμισμένα.
Για πολλά χρόνια με ρωτούσες
τι πράγμα είναι η Ιστορία.
Εγώ τα μπέρδευα, σου ‘δινα αόριστες εξηγήσεις.
Ποτέ δεν τελείωσα να σου δώσω ένα συντριπτικό παράδειγμα.
 
 
Από τη συλλογή “El hombre junto al mar, Βαρκελώνη, 1981


 

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΕΤΕ
ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
Πριν απ’  όλα: αισιόδοξος.
Κατόπιν: περιποιημένος,  μετριόφρων, υπάκουος.
(Να ‘χεις περάσει όλες τις αθλητικές δοκιμασίες)
Και τέλος να περπατάς
όπως κάθε μέλος:
ένα βήμα μπρος και
δύο ή τρία πίσω:
πάντα όμως χειροκροτώντας.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1969
 
ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ
 
 
 
 
Μη μου πεις ότι υπάρχουν εγκλήματα  λιγότερο ή περισσότερο όμορφα,
γιατί όμορφα εγκλήματα δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει διαβάθμιση στο έγκλημα.
Μην προσπαθείς να με πείσεις ότι η κάθε ελπίδα
πρέπει για λίγο να βρίσκεται στα χέρια των δημίων.
Θέλω να τολμήσω να κρίνω την εποχή μου, όσο  κι αν φωνάζεις
ότι μια φυλή θλιβερών γέρων
την εφηύρε για μένα! Κι εσένα σ’ ανακάλυψαν
οι ίδιοι γέροι: εσύ κι εγώ είμαστε παιδιά τις θλίψης.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1969


Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

 
 
Τους ήρωες
πάντα τους περιμένουμε,
γιατί είναι παράνομοι
και ανατρέπουν την τάξη των πραγμάτων.
Μια μέρα εμφανίζονται
κουρασμένοι, βραχνιασμένοι
πάνω στα πολεμικά τανκς,
σκονισμένοι πατόκορφα απ’ τη σκόνη του δρόμου
να κάνουν θόρυβο με τις μπότες.
Οι ήρωες δεν διαλέγονται,
αλλά σχεδιάζουν με συγκίνηση
την υπέροχη αυριανή ζωή.
Οι ήρωες μας οδηγούν
και μας στήνουν μπρος στο θαυμασμό του κόσμου.
Μας δίνουν ακόμη
και κάποια μορφή Αθανάτων.
Μάχονται
με τη μοναξιά μας
και τις βρισιές μας.
Με τον τρόπο τους τροποποιούν τη φρίκη
Και στο τέλος μας επιβάλλουν
τη μανιώδη ελπίδα.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1969
 

ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
 
 
 
 
 
 
 
Σ’ εκείνον τον άνθρωπο του ζήτησαν τον καιρό του
για να τον προσθέσουν στο χρόνο της Ιστορίας.
Του ζήτησαν τα χέρια του,
διότι σε δύσκολους καιρούς
τίποτα καλύτερο από δύο καλά χέρια.
Του ζήτησαν τα μάτια του
που κάποτε, παλιά, δάκρυσαν
για να αντικρίσει τη λαμπρή μεριά
(ιδίως τη λαμπρή μεριά της ζωής)
διότι για τη φρίκη ένα παραξενεμένο μάτι αρκεί.
Του ζήτησαν τα χείλη του
φρυγμένα, χαρακωμένα για να δηλώσει
να χάσει, με κάθε κατάφαση, ένα όνειρο
(το – υψηλό – όνειρο)·
του ζήτησαν τα πόδια,
σκληρά, όλο κόμπους
(τα παλιόποδά του τα ταξιδιάρικα)
διότι σε δύσκολους καιρούς
υπάρχει μήπως τίποτα καλύτερο από δύο πόδια
για το χτίσιμο ή το μετερίζι;
Του ζήτησαν το δάσος που από μικρό τον έθρεψε
με το υποτακτικό του δέντρο.
Του ζήτησαν το στήθος, την καρδιά, τους ώμους.
Του είπαν
ότι αυτό ήταν απολύτως απαραίτητο.
Του εξήγησαν μετά
ότι  όλα αυτά τα δώρα θα ήταν άχρηστα
χωρίς να παραδώσει τη γλώσσα,
διότι σε δύσκολους καιρούς
τίποτα πιο χρήσιμο να χτυπήσει το μίσος ή το ψέμα.
Και τελικά τον παρακάλεσαν
ν’ αρχίσει, σας παρακαλώ, να περπατά
γιατί σε δύσκολους  καιρούς
αυτή είναι, το δίχως άλλο, η οριστική απόφαση.
 
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1969


ΕΞΟΡΙΕΣ
 
 
 
 
 
 
 
Μητέρα, όλα άλλαξαν.
Ακόμα και το φθινόπωρο είναι ένας κακός αγέρας
που ρίχνει κάτω το δασάκι.
Τίποτα δεν μας προστατεύει πια απ’ το νερό
και τη νύχτα.
Όλα πια άλλαξαν.
Το κάψιμο του αέρα μπαίνει
στα μάτια μου και στα δικά σου,
και το παιδί εκείνο που άκουγες
να τρέχει απ’ το σκοτεινό σαλόνι
δεν γελάει τώρα.
 
Τώρα όλα άλλαξαν.
Άνοιξε πόρτες  και ντουλάπες
να εκραγεί μακριά τούτη η παιδική ηλικία
που ο υγρός αέρας βροντοχτυπάει·
για να μη δεις ποτέ το παλιό, πετρώδες
μονοπάτι των χεριών μου,
να μη με νιώσεις να παραδέρνω
στους δρόμους τούτου του κόσμου
κι ούτε να βρεις  άδειο το σπίτι
από φύλλα κι ανθρώπους
όπου το ίδιο το χτεσινό πάντα ψάχνει
μοναξιές, επιθυμίες.
 
Από τη συλλογή “El justo tiempo humano”, 1969

 

 

 



ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ


 

 
Εμείς, που πάντα κοιτούσαμε ειρωνικά
και ανάλαφρα
          τα ετερόκλιτα αντικείμενα του τέλους του αιώνα:
κτίρια
          που σφιχτοδένουν σκούρες ρεντικότες. Εμείς, για τους οποίους
το τέλος του αιώνα ήταν το πολύ
          μια χαλκογραφία ή μια γαλλική παράκληση.
Εμείς που νομίζαμε ότι στο πέρας των εκατό χρόνων
υπήρχε μόνο ένα μαύρο πουλί που σήκωνε τη σκούφια μιας γιαγιάς.
Εμείς που αντικρίσαμε την κατάργηση των κοινοβουλίων
και τον μπαλωμένο καβάλο του φιλελευθερισμού.
Εμείς που μάθαμε να μην πιστεύουμε τους επιφανείς μύθους
και που μας φαίνεται τελείως αδύνατη
(ακατοίκητη)
μια αίθουσα με κηροπήγια
μια κουρτίνα
και μια πολυθρόνα Λουδοβίκου 15ου.
 
Εμείς, παιδιά και εγγόνια πλέον μελαγχολικών τρομοκρατών
και προληπτικών επιστημόνων
που γνωρίζουμε  ότι  την σήμερον ημέρα ενυπάρχει το σφάλμα
που κάποιος θα χρειαστεί να καταδικάσει την επαύριο.
Εμείς, που ζούμε τα τελευταία χρόνια
του παρόντος αιώνος,
περιδιαβαίνουμε, αδυνατώντας να αυτοσχεδιάσουμε μια κίνηση
που να μην είναι προσχεδιασμένη·
χειρονομούμε σ’ ένα πιο περιορισμένο πλαίσιο
από εκείνο των γραμμών μιας γκραβούρας·
φοράμε τις σκούρες ρεντιγκότες
σα να πηγαίναμε σε κάποιο κοινοβούλιο
ενόσω τα κηροπήγια πηδούν απ’ το μπαλκόνι
και τα μαύρα πουλιά
σχίζουν τη σκούφια αυτού του βραχνιασμένου κοριτσιού.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1969

 

 


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
 


Δεν είν’ αυτός ο άνθρωπος που πηδάει το φράγμα
νιώθοντας ότι ενσαρκώνει την εποχή του, ούτε ο φυγάς
που κρύβεται στο βαγόνι που αγκομαχάει
ή που ξεφεύγει ανάμεσα στους τρομοκράτες, ούτε ο ταλαίπωρος
που του ακύρωσαν το διαβατήριο
που πάντα ψάχνει κάποια σύνορα.
Αυτός ζει πιο δω απ’ τον ηρωισμό
(σ’ αυτή τη σκοτεινή μεριά)·
μένει όμως ατάραχος· δεν παραξενεύεται.
Δεν θέλει να ‘ναι ήρωας,
ούτε καν ο ρομαντικός γύρω απ’ τον οποίον
θα μπορούσε να χτισθεί κάποιος μύθος·
αυτός είναι πάντως καταδικασμένος σ’ αυτή τη ζωή και,
πράγμα που τον τρομάζει περισσότερο,
μοιραία καταδικασμένος στην εποχή του.
Είν’ ένας αποκεφαλισμένος τα βαθιά μεσάνυχτα,
που περιφέρεται απ’ τόνα δωμάτιο στ’  άλλο,
σαν κάποιο τεράστιον  άνεμο που μόλις που επιζεί
με τον άνεμο τον απ’ έξω.
Κάθε πρωί ξαναρχίζει
(όπως κι οι Ιταλοί ηθοποιοί).
Σταματάει απότομα, σαν κάποιος να του άρπαξε τον χαρακτήρα.
Κανένας καθρέφτης
          δεν θα τολμούσε ν’ αντιγράψει
τούτο το πεσμένο χείλος, τούτη τη φαλιρισμένη σοφία.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1968



ΕΖΗΣΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ
 
 
 
Ζω στην Κούβα. Πάντα μου
έζησα στην Κούβα. Τούτα τα ταξιδιάρικα χρόνια
πάνω-κάτω στον κόσμο, τα οποία τόσο πολύ σχολίασαν,
είναι τα ψέματα, τα κάλπικά μου.
 
Γιατί εγώ πάντα μου έζησα στην Κούβα.
 
Κι είναι σίγουρο
ότι υπήρξα μέρος Επανάστασης
όπου το νησί μας μπορούσε να κομματιαστεί μέσα στα κύματα·
στ’ αεροδρόμια όμως,
στα μέρη όπου πήγα
ένοιωσα
               να μου φωνάζουν
                                                με τ’ όνομά μου
και μέχρι ν’ απαντήσω
βρισκόμουν ήδη στην αντίπερα όχθη
ιδρωμένος,
                    περπατώντας,
                                                με ανασηκωμένα μανίκια,
μεθυσμένος απ’ τον άνεμο και τη βλάστηση
όταν ο ήλιος κι η θάλασσα ξεχύνονται στις ταράτσες
και ψάλλουν το αλληλούιά τους.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1968



ΛΕΝΕ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Μην το ξεχνάς, ποιητή.
 
 
Μην το ξεχνάς, ποιητή.
Σε οποιοδήποτε τόπο κι εποχή
όπου και να κάνεις ή να υπομένεις την Ιστορία,
πάντα θα σε παραμονεύει κάποιο επικίνδυνο ποίημα.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1968
 
 
 
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
 
 
 
Πες την αλήθεια,
πες, τουλάχιστον, τη δική σου αλήθεια.
Κι ύστερα
ας γίνει ό,τι θέλει:
να σου σκίσουν την αγαπημένη σου σελίδα,
να γκρεμίσουν με κοτρώνες την πόρτα σου,
να μαζευτεί ο κόσμος
πλήθος μπροστά στο σώμα σου
σα να ‘σουν
ένα θαύμα ή κάποιος νεκρός.
 
 
 
 
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ HUIDOBRO
 
 
 
Δεν μπορέσαμε να το κάνουμε ν’ ανθίσει στο ποίημα
και το αφήσαμε στον κήπο
που είναι ο φυσικός του χώρος.
 
Από τη συλλογή “Fuera del juego”, 1968
Heberto Padilla
Μετάφραση: Γιώργος Ρούβαλης

Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Οκτωβρίου 2008