Εκτύπωση του άρθρου


[1]

 

  1. Objection: The end answers the question, “for what reason has x happened?” which can be asked of any x.
    Reply : “For what reason?” is not an appropriate question to ask of natural events, because it presumes that a voluntary choice to do x has been made. The only “reason” that a natural agent acts a certain way is that it is a certain kind of natural agent.

Objection: An end is required to explain why something proceeds from rest to movement.
Reply: In the case of natural agents, no other explanation is needed than that whatever was obstructing  its movement has been removed.

Objection: Without an end, all agents would act by chance.
Reply: This is only truth for voluntary agents because they are not predetermined to any one effect. Natural agents, on the other hand, are predetermined in this way.

Objection: But natural agents  are predetermined to act for the safe of a certain end!
Reply: No, a natural agent is predetermined by its nature, not by an end. What sort of thing it is “necessarily requires” that it take the sort of action it does.

Objection: Take away ends, and you take away the possibility for error, because one thing is not intended more than another.
Reply : Fair enough, but there is no intention in natural agents anyway, and so “no error, properly speaking” [2]

  1. “…luck exists only in agents acting freely and for a purpose. Chance, however , occurs in those things and in others which do not happen freely” [3] 

 

 

Μπορεί ένας υπολογιστής να γράψει ποιήματα; Για τον Ray Kurzweil, που επινόησε τον αλγόριθμο RKCP  με τον οποίο παράγονται ποιήματα από τον υπολογιστή, και τον Oscar Schwartz, που ισχυρίζεται σε εκδηλώσεις της TedX ότι τα ποιήματα αυτά είναι εφάμιλλα αυτών που γράφονται από ανθρώπους, αφού ο ίδιος σχεδίασε μια δοκιμασία (test) Turing που το επιβεβαιώνει[4], η απάντηση είναι : φυσικά, η ποίηση δεν είναι παρά άλλος ένας αλγόριθμος. Από ένα δεδομένο και ορισμένο (όχι άπειρο) λεξιλόγιο μπορούν να προκύψουν άπειροι πιθανοί συνδυασμοί. Η ποίηση είναι αυτό ακριβώς για  τους προγραμματιστές και τους μύστες της τεχνητής νοημοσύνης. Για τον John Searle[5] πάλι, όχι. Η ποίηση, όπως και κάθε νοητικό γεγονός προϋποθέτει τη συνείδηση, δηλαδή την εποπτεία και την προθετικότητα που συνοδεύουν κάθε ανθρώπινο έργο. Οι υπολογιστές, θα έλεγε ο Searle, μπορούν να «σκαρώσουν» ένα ποίημα αλλά όχι να το δημιουργήσουν, γιατί αγνοούν τη σημασία αυτού που γράφουν, με απλά λόγια γνωρίζουν μέτρο και ρυθμό, αλλά δεν καταλαβαίνουν τη μεταφορά, επομένως δεν μπορούν να κάνουν μια μεταφορά που να λειτουργεί αληθινά και να παράγει νόημα.

Το νόημα, εξάλλου, είναι κάτι που βρίσκεται στην ίδια τη νόηση, στη δική μας νόηση, άρα σ’ εμάς τους ίδιους. Δεν είναι κάτι έξω από εμάς. Αν θεωρηθεί ότι βρίσκεται έξω από εμάς, γιατί είμαστε σαν τους υπολογιστές ή γιατί, ενώ είμαστε άνθρωποι, το νόημα ενοικεί σ’ έναν κόσμο διαφορετικό, τον κόσμο των ιδεών (πλατωνικό), μόνιμα ξένο και απροσπέλαστο, τότε η εγκυρότητα της γλώσσας δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα.  Γιατί να εμπιστευτούμε αυτή τη γλώσσα και τη γνώση που μας μεταφέρει; Όλο το οικοδόμημα που ορθώνεται πάνω στην αξιοπιστία αυτής της γλώσσας καταρρέει, η επικοινωνία είναι αδύνατη.  Η γλώσσα, όμως, η ίδια είναι μία δυνατότητα. Παραλαμβάνει την άμορφη μάζα των εμπειριών και τις κάνει εικόνα, ως ύλη-γλώσσα δίνει σάρκα και οστά στην ενορατική, την άμεση σύλληψη των πραγμάτων, όπως η ύλη-μάρμαρο αλλάζει μορφή όταν γίνεται άγαλμα και προσφέρει μια εικόνα ορατή με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή αντιληπτή με τα μάτια και το νου. Το αριστοτελικό σχήμα ορίζει την κίνηση ως δυνατότητα που μετατρέπεται σε ενέργεια.

Αν η γλώσσα είναι δυνατότητα, τότε το νόημα είναι ενέργεια της νόησης, εκείνης της κίνησης, δηλαδή, της συνείδησης που αποκτά, κατά τον Husserl, προθετικό χαρακτήρα, που δίνει σημασία σε μία πρόθεση. Με μία άλλη ερμηνεία, το νόημα μιας λέξης ή μιας φράσης πηγάζει από μία πρόθεση και ισοδυναμεί με αυτό που προτίθεται να μεταδώσει ο πομπός του μηνύματος και που μπορεί να αποκλίνει από την καθιερωμένη ή την κυριολεκτική σημασία της λέξης ή της φράσης που χρησιμοποιεί. Οι σημασίες των λέξεων και των φράσεων αντιστοιχούν στις ιδέες. Ταυτόχρονα, όμως, οι ιδέες που περιγράφει η γλώσσα είναι σχηματικές αναπαραστάσεις του εμπράγματου κόσμου και επομένως  διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, οπότε η αντιστοιχία γλώσσας και νοήματος γίνεται ακόμη πιο χαλαρή (Wittgenstein). Η πρόθεση παραμένει σκοτεινή και η συνάντησή της με τη γλώσσα καταλήγει σε φιάσκο.

Ο Mallarmé στο Un coup des s jamais n’ abolira le hasard καταγγέλλει τη ματαιότητα της ποιητικής δημιουργίας. Η γλώσσα επιστρατεύεται για να αποκαλύψει έναν κόσμο και στο τέλος τον συσκοτίζει δημιουργώντας πολλούς κόσμους ισοδύναμους, στους οποίους η αλήθεια θραύεται και διασκορπίζεται. Η δυνατότητα-γλώσσα δεν γίνεται ενέργεια αποκρυσταλλωμένη σε μία οριστική μορφή, αλλά μετασχηματίζεται σε άπειρες δυνατότητες. Η σύλληψη μιας πραγματικότητας οδηγεί στην ακύρωσή της. Η γλώσσα δεν είναι το διακύβευμα της ποίησης. Η ίδια η ποίηση είναι το διακύβευμα. Ενώ προσπαθεί να συστήσει μία οικουμενική γλώσσα που η λειτουργία της μεταφοράς την αποκωδικεύει σε κάθε της εκδοχή, καταλήγει να γίνεται μία πραγματική Βαβέλ κωδίκων που παράγουν γλώσσες. Το μυστήριο μετατρέπεται σε άβατο και η ποίηση-ζαριά ξαναγεννά το τυχαίο. 

Για τον Mallarmé στο Μια Ζαριά δεν θα καταργήσει ποτέ το τυχαίο[6], οι ιδέες δεν συνδέονται με τη σημασία των λέξεων, αλλά με τον τρόπο που αυτές χρησιμοποιούνται, όπου αυτός ο τρόπος είναι συνάρτηση της εικόνας τους και του ήχου τους[7].  Η ποίηση είναι η ζαριά που οδηγεί σε ρήξη με το τυχαίο, αλλά δεν το καταργεί. Είναι θεός στη θέση του Θεού, που με λέξεις ριγμένες στο χάος δημιουργεί νέους γαλαξίες. Η εικόνα του κειμένου στο χαρτί αποδίδει αυτό που ο Mallarmé ονόμαζε στον πρόλογο του έργου «πρισματικές υποδιαιρέσεις της Ιδέας» και με αφορμή αυτό, αλλά και την τελευταία φράση του ποιήματος «Κάθε Σκέψη μια Ζαριά», ο Jeremy Glazier σε τίτλο άρθρου του για το ποίημα βάζει το ευφυολόγημα Un coup d’ idées[8].  O Maurice Blanchot  για το ίδιο ποιητικό έργο : «Μπορεί η ανώτατη σύζευξη, το παιγνίδι το οποίο στην περίπτωση του θανάτου παίζεται όχι με τo ή ενάντια στο τυχαίο, αλλά στους κόλπους του, στην περιοχή όπου τίποτε δεν μπορεί να συλληφθεί –μπορεί αυτή η σχέση με την αδυνατότητα να προεκτείνει τον εαυτό της; …Σ’ αυτό δεν μπορεί να δοθεί καμία απάντηση, καμία άλλη βεβαιότητα από τη συμπύκνωση του τυχαίου, τον αστρικό θρίαμβό του, την ανύψωσή του στο σημείο όπου με τη διάρρηξή του πέφτει σαν βροχή η απουσία»[9]

Το τυχαίο -“hazard” στο πρωτότυπο και στον Blanchot, “chance” στην αγγλόγλωσση φιλολογία- θα πρέπει να οριοθετηθεί σε απόσταση από το “τυχαίο”. Περισσότερο η σημασία του κλίνει προς το «ενδεχομενικό» ή «συμπτωματικό». Στο δεύτερο παράθεμα του Ockham στην αρχή αυτού του κειμένου το «ενδεχομενικό» αποδίδεται σε πράγματα που δεν χαρακτηρίζονται από την αναγκαιότητα και εξαρτώνται από τη βούληση άλλων, ενώ το «τυχαίο» με την έννοια του καθορισμένου από την τύχη (μοίρα) αποδίδεται σε παράγοντες που ενεργούν ελεύθερα και με σκοπό. Ένας φυσικός παράγοντας δεν προσδιορίζεται από ένα σκοπό, αλλά από την ίδια του τη φύση, όπως αναφέρεται στο δεύτερο παράθεμα. Αφαιρώντας το σκοπό έχεις το ενδεχόμενο, τις άπειρες δυνατότητες. Ο  Ockham συμπληρώνει τη νομιναλιστική θεώρηση των κατηγορημάτων περιορίζοντάς τα αυστηρά στα όρια της αναφορικότητας και της λογικής. Η οικονομία της λογικής, το περίφημο «ξυράφι» του Ockham, δίνει την πρωτεύουσα σημασία στην εμπειρία και στον εμπράγματο κόσμο, η ενορατική γνώση του οποίου και η εσωτερική αυτοεμπειρία στρώνει το δρόμο στην επιστήμη, την αυστηρά οριοθετημένη έρευνα και την αρμόζουσα σε αυτή γλώσσα. Με τη νομιναλιστική επανάσταση «μεταφέρει η επιστήμη το κέντρο βάρους από το αφηρημένο στο επιστητό και διεκδικεί τον φυσικό και ανθρώπινο αισθητό κόσμο ως αποκλειστικά δικό της πεδίο»[10]. Από την άλλη η αφηρημένη γνώση συνδέεται με τις έννοιες, με τις πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες του κόσμου.

Με τη βοήθεια της λογικής δεν μπορείς, ωστόσο, να έχεις τη γνώση, αλλά την κατανόηση του κόσμου ως ορθολογικού και όχι ως αναγκαίου. Επομένως δεν μπορείς να γνωρίσεις τον Θεό, που η ύπαρξή του είναι αναγκαία ούτε, βέβαια, να έχεις τη δική του δημιουργική ελευθερία. Εμείς μπορούμε να αντικαταστήσουμε τον Θεό με τον θάνατο.  Ο Mallarmé αντιστρέφοντας το καρτεσιανό cogito καταργεί τον Θεό έχοντας καταργήσει τον εαυτό του.

Η ποίηση μιλάει για το θάνατο, το πεπρωμένο, αλλά κάθε ποίημα είναι μια ζαριά, ένα παίγνιο που προκαλεί την τύχη, βάζοντας απέναντί της το «ενδεχόμενο», τις άπειρες αναγνώσεις του κόσμου, και τις άπειρες εκδοχές της σκέψης. Η ποίηση προκαλεί το τυχαίο, αλλά δεν το καταργεί. Ο  Ίγκιτουρ ρίχνει τα ζάρια και πλάθοντας ένα μύθο ονομάζει το “πεπρωμένο”, αλλά την ίδια στιγμή μηδενίζει τον εαυτό του, γιατί ο ίδιος γίνεται γενεσιουργός αιτία μιας χιμαιρικής σύλληψης και απορροφάται από αυτή. Κάνοντας τις επιλογές του μέσα στη θάλασσα του λόγου ρίχνεται στην περιπέτεια της σκέψης ανάμεσα σε ζάρια και ξυράφια.           

Εύη Μανοπούλου

© Poeticanet


[1] “…le hazard infini des conjonctions”, Stéphane Mallarmé, Igitur ou La follie d’ Elbehnon-1. Le Minuit εδώ υιοθετείται η μετάφραση της Μαρίας Ευσταθιάδη (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010). 
[2] Απόσπασμα από το William of Ockham, Quodlibetal Questions, Quodlibet IV.1 (trans. 247-250) (σε μεταγραφή στο Zylstra, Stephen John, Teleology in the thought of William of Ockham, Institute for Christian Studies, Toronto, 2007.
[3] Davies, Julian O.F.M., Ockham on Aristotle’s Physics-A translation of Ockham’s Brevis Summa Libri Physicorum, The Franciscan Institute, St. Bonaventure University, New York, 1989.
[4] http://stemedia.org/2016/10/can-computers-write-poetry/
[5] Searle, John R., The Mystery of Consciousness, The New York Review of Books, New York, 1997.
[6] Στη μετάφραση της Μαρίας Ευσταθιάδη, ό.π.
[7] Η τυπογραφική διάταξη των λέξεων σε αντικριστές σελίδες, με ακανόνιστη θέση μέσα στις σελίδες δίκη αστερισμών στο ουράνιο στερέωμα, η ποικιλία στο πάχος και το μέγεθος των γραμμάτων, παραπέμπουν σε μία κίνηση του κειμένου που από μόνη της μπορεί να παραγάγει ένα νόημα. Επισημαίνεται και στο Harvey, William Donald, The poetics of Mallarmé, Hopkins and Apollinaire, University of Toronto, 1999 ότι η εικόνα του ποιήματος αποδίδει οπτικά την «Άβυσσο…μανιασμένη», τη «διαίρεση», το «τυχαίο» αλλά και το «προφανές άθροισμα», τον «αστερισμό» και τον «υπαινιγμό»  που αναπτύσσεται σε κάθε διάταξη. 
[8] Glazier Jeremy, «Un Coup d’ idées : A New Translation of Mallarmé’s “A Roll of the Dice” », Los Angeles Review of Books, June 1, 2015.
[9] Ό.π.
[10] Γεωργιλάς Αθ., Νομιναλισμός. Το πρώτο μοντέρνο. Res Publica, 3.12.2016. 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Μαρτίου 2018