Εκτύπωση του άρθρου

 

α. Η ιστορία ως επιπλοκή των επιφυλάξεων                                                                      

   «Άρα ο άνθρωπος μιλά, αλλά μιλά επειδή το σύμβολο τον κατέστησε άνθρωπο»

                                                                                                    Ζακ Λακάν (1)

Τα συγγράμματα της ιστορίας  έχουν πολλές φορές κατηγορηθεί και όχι άδικα για εξαιρετικά μεροληπτική παράθεση των λεγομένων ντοκουμέντων, ήτοι των αδιάψευστων στοιχείων της ανθρώπινης φαρσοκωμωδίας. Ας αναφέρω μια ενδεικτική ένσταση, μεταξύ των πολλών, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «αν ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στην Ιστορία, είναι σαν να κοιτάς τα σύννεφα. Στα σύννεφα βλέπεις σχήματα που μοιάζουν με λιοντάρια, με βουνά, με λίμνες, με θάλασσες. Είναι σχήματα αυθαίρετα, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αυθαίρετη και η Ιστορία. Βλέπω την Ιστορία σαν ένα μεγάλο όνειρο, που όμως δεν το ονειρεύεται κανείς. Είναι σαν όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του. Ίσως όμως δεν έχει προορισμό…». Υπογράφει εδώ ο μείζων φιλόσοφος και αμετακίνητος εκείνος φιλέλληνας, ο  Άρτουρ Σοπενχάουερ (1788 – 1860). Ανάλογα να θυμίσω διατυπώνει με την ίδια έμφαση και ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712 – 1778) στο εμβληματικό έργο του Αιμίλιος ή περί αγωγής (1762): 
«…Επιπλέον οι ιστορικές περιγραφές δε δίνουν μια πιστή εικόνα των πραγματικών γεγονότων˙ στο κεφάλι του ιστορικού αλλάζουν μορφή, διαμορφώνονται σύμφωνα με τα συμφέροντά του και παίρνουν έναν ιδιαίτερο χρωματισμό διαμέσου των προκαταλήψεών του. Ποιος γνωρίζει καλά την τέχνη να οδηγεί τον αναγνώστη στον ίδιο τον τόπο του δράματος, έτσι που αυτός να μπορεί να δει το γεγονός όπως ακριβώς συνέβη;». Βεβαίως οι επιφυλάξεις των ίδιων των  ιστορικών για τα πεπραγμένα, αντιστοίχως, της ποίησης εν γένει ανάγεται, ως γνωστόν, στους αρχαίους χρόνους. Στη Δύση τουλάχιστον. Απομονώνω την πλέον χαρακτηριστική και ίσως γνωστότερη όλων: «καὶ οὔτε ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμοῦντες μᾶλλον πιστεύων, οὔτε ὡς λογογράφοι ξυνέθεσαν ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον, ὄντα ἀνεξέλεγκτα καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα, ηὑρῆσθαι δὲ ἡγησάμενος ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων ὡς παλαιὰ εἶναι ἀποχρώντως». Δηλαδή: «Ούτε πρέπει να δώση μεγαλυτέραν πίστιν εις τας υπερβολάς της φαντασίας των ποιητών, ούτε εις τας διηγήσεις των χρονογράφων, τας οποίας ούτοι εσύνθεσαν μάλλον διά να ευχαριστήσουν τους ακροατάς των παρά διά να είπουν την αλήθειαν.  Αι διηγήσεις αυταί είναι ανεξέλεγκτοι και κατά το πλείστον περιήλθαν ένεκα της πολυκαιρίας εις την χώραν των μύθων, ώστε να καταστούν απίστευτοι» (βλ. Θουκυδίδης, 1.21.1 επ. σε μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου). 

Πάντως, στον βαθμό που αληθεύει ο κεντρικός ισχυρισμός του γνωστού ιστορικού Tomas Babington Macaulay, ότι δηλαδή «τα γεγονότα της Ιστορίας είναι δεδομένα και πρέπει να βρεθούν οι αρχές, ενώ στην Ποίηση αντιθέτως μάς δίνονται οι αρχές και πρέπει να βρεθούν τα γεγονότα», τότε η παρατεταμένη, η διαχρονική απόπειρα της ποιητικής γραφής θα πρέπει να εκληφθεί ως ένας εμμανής αγώνας δρόμου, ο οποίος επείγεται να προλάβει την δήθεν αληθή, τη μοιραία δηλαδή εγκατάσταση στη συνείδησή μας των ψευδο - εικόνων ενός εξ ορισμού παραπειστικού κοσμοειδώλου. Αναμφίβολα οι δυσκολίες του ιστορικού συνιστούν αντικατοπτρισμό της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, όπως πρεσβεύει, ως γνωστόν, στο δημοφιλές έργο του Τι είναι η Ιστορία; ο E. X. Καρ. (2). Τότε η ποίηση αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων, το πρόσθετο βάρος να μεγαλώσει τον κόσμο, να τον διευρύνει εννοιολογικά, να του δώσει εντέλει την ορθή του διάσταση, δρώντας ως το κατ’ εξοχήν αντίβαρο στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των α-προσώπων στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των απροσώπων. Η πανάρχαια και βέβαια αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ποίησης εγγυάται μεταξύ άλλων, ότι πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων θα υπάρχει πάντα ακέραιη και ακαινοτόμητη η εμπειρία του Ποιητικού Νου, ο οποίος έχει το χάρισμα να καταργεί τις απάτες των φαινομένων. Ό,τι δηλαδή είθισται να αποκαλείται με τον πλέον επιπόλαιο τρόπο «αξιωματικός ρεαλισμός». Είμαι πεπεισμένος ότι όσο ο κόσμος θα δείχνει απερίφραστα ότι διακατέχεται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα δρα η ποίηση, ως τάση δηλαδή συντήρησης και επιβίωσης και αφαλκίδευτης αυτοεπιβεβαίωσης του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος επιμένει να αντιστρατεύεται τον εξανδραποδισμό του. 

β. Η ποίηση ως ιστορία Ρυθμού

«Μοιάζω σα να μιλάω, εγώ, δεν είμαι εγώ, για μένα, δεν είναι για μένα[. . .]
Θα υπάρχουν κι άλλα κόλπα. Αλλιώς θα΄ ταν χαμένη υπόθεση. Μα είναι χαμένη υπόθεση
» (3)

                                                                 Σάμουελ Μπέκετ

H ανακύκληση της ψυχής, η σύμφωνα με τον Κικέρωνα motus animi continuus, παράγει αναπόφευκτα το ποιητικό ρήμα. Εξ ου και η αυθεντικότητα της κατάθεσης. Το πηγαίο ομίλημα διεκδικεί τη σφραγίδα της αλήθειας. Φρονώ, επίσης, όπως έχω και άλλωστε υποστηρίξει στον φιλόξενο αυτόν ιστότοπο, ότι πάνω από τις θανάσιμα γραφικές κάποτε παραστάσεις της φαινομενολογίας του κόσμου, θα υπάρχει πάντοτε μέσω της ποιήσεως η μεγάλη δυνατότητα της διαστολής της συνείδησης, της ικανότητας δηλαδή να παραμείνουμε λειτουργικοί σε δεύτερο βαθμό θέασης. Στους αντίποδες αυτού ακριβώς του χωρόχρονου απαντά η μετατροπή της ιστορίας σε θεολογία, όπως ήθελε πεισματικά ο Άρνολντ Τόυνμπη (4) .Αναμφίβολα η ποίηση θα εξακολουθεί να ενεργεί παλίντροπα — από τη μια θα την έλκει και θα την ελκύει ο πόλος του πραγματικού και ό,τι αυτό μπορεί ενδεχομένως να σημαίνει, κι από την άλλη θα τη διεγείρει το φαντασιακό με όλη τη δυναμική του. Στο αναμφισβήτητο χάος που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ανοίξει μπροστά μας, χάος που υπονοούν και επαπειλούν μεταξύ άλλων οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, με αφοπλιστική μάλιστα ειλικρίνεια, προοιωνίζοντας το βιολογικό μας τέλος, έρχεται η ποίηση αυτών των καιρών να μας βοηθήσει να δούμε  με καθαρότερα μάτια την τάξη στη θέση της αταξίας, τον ρυθμό στη θέση της αναρχίας και της αρρυθμίας. Έτσι μπορούμε να αντιστρέψουμε τον ορισμό του  Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ, ότι δηλαδή «μόνον εκείνοι οι λαοί, οι οποίοι συνιστούν κρατικές οντότητες, μπορούν να τύχουν της προσοχής μας», ισχυριζόμενοι ότι την ιστορία την γράφουμε άπαντες. 

Οφείλουμε «μέσα από την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», όπως ορίζει ο περίφημος καβαφικός στίχος, να διασφαλίσουμε την ποιητική διάσταση του κόσμου. Η ελευθερία της λεκτικής δράσης, η ρηματική συναλληλία προκαθορίζουν με τον τρόπο τους τη συναντίληψη των όντων. Αν πράγματι «μόνο η φαντασία και όχι η επινόηση είναι η υπέρτατη κυρίαρχος της τέχνης, όπως και της ζωής», όπως διατείνεται ο Τζόζεφ Κόνραντ, τότε οι ευθύνες μας για τη διατήρηση του δικαιώματος να ονειρευόμαστε μέσα στο δάσος των λέξεων είναι τώρα ιδιαίτερα αυξημένες. 

Η ποιητική τέχνη μάλιστα έρχεται να καταστρέψει τις ποσότητες και τις αμφιλεγόμενες ποιότητες της όποιας «ιστορικότητας». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η έντιμη και άλλο τόσο επαρκής ιστορική διήγηση δεν συμπλέει ή δεν εμπνέει στην καλλίτερη των περιπτώσεων την απαιτητική, την ποίηση των υψηλών αποστάξεων.

γ. Η αίγλη των «αναιτιολόγητων» λέξεων (5)

«Οι ιδέες βρίσκονται στην ίδια σχέση με τα πράγματα όπως τα ζώδια με τα άστρα. Αυτό πρώτα απ’  όλα σημαίνει: δεν αποτελούν γι’  αυτά ούτε έννοιες ούτε και νόμους»

                                                                                      Βάλτερ Μπένγιαμιν (6) 

 

Η ομολογία φτάνει ως εμάς με την αμεσότητα της πρώτης εκείνης διατύπωσης-μεταφέρω κατά λέξη: «Παραξενεύομαι πολλές φορές, ναι, η Ιστορία μου  φαίνεται τόσο βαρετή, ενώ ένα μεγάλο μέρος της οφείλει να ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας», ομολογεί ευθαρσώς η  Κάθριν Μόρλαντ στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος της Τζέιν Όστεν  Northanger Abbey, έργο του 1817. Αντιλαμβάνομαι τη δήλωση αυτή μαζί με τα αναγκαία συμφραζόμενά της. Η ανάγνωση της Ιστορίας εν γένει πείθει και μάλιστα εξ αντιδιαστολής: η όλη διαδικασία της αφήγησης δείχνει εν τέλει ότι η αλήθεια είναι μάλλον κάπου αλλού. Εξ ου και οι συναφείς αποτιμήσεις και οι διερωτήσεις όπως εν συνεχεία προκύπτουν, σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας του Λουσιέν Φαμπρ (1878 – 1956): «Συγκεντρώνεις γεγονότα. Για το λόγο αυτό πηγαίνεις στα αρχεία, τούτες τις αποθήκες γεγονότων. Εκεί δεν χρειάζεται παρά να σκύψεις, για να μαζέψεις γεγονότα. Καλαθιές ολάκερες. Τα ξεσκονίζεις καλά. Τ’  αποθέτεις στο τραπέζι σου. Το κάνεις σαν τα παιδάκια που παίζουν με μικρούς κύβους και πασκίζουν να ξανασυνθέσουν την ωραία εικόνα που τους την έχουν ανακατέψει. Το παιχνίδι τελείωσε. Η ιστορία γράφτηκε. Τι θέλεις άλλο; Τίποτε. Εκτός από το να μάθεις το γιατί. Γιατί να γράφεις ιστορία; Τι είναι λοιπόν η ιστορία;»(7). Η μεταφορά, αυτή η σημαίνουσα ρηματική τάξη, που ουσιώνει και στοιχειώνει μαζί την ποίηση, θα δίνει, στο μεταξύ, όλο και περισσότερα εχέγγυα διατήρησης της παμπάλαιας ισορροπίας, ότι δηλαδή το φαντασιακό υπάρχει στο βαθμό που υπάρχει ζωή στον πλανήτη Γη.

Γι’  αυτό όποτε κι αν ανοίξω οποιοδήποτε βιβλίο ιστορίας, με επισκέπτεται πάντα την ίδια στιγμή ο θανάσιμος εκείνος αφορισμός του Ζίγκμουντ Φρόιντ, όπως έχει κατατεθεί στο έργο του Μικρές μελέτες για μείζονα ζητήματα, του 1894. 
Δηλαδή: «η Ιστορία είναι σαν ένα κουτί με σκόρπια γράμματα: μ΄ αυτά μπορούμε να σχηματίσουμε διάφορες λέξεις της αρεσκείας μας». Διαβάζω στη συνέχεια κάτι που μοιάζει περισσότερο με μυθιστόρημα, παρά με κάτι άλλο. Κι έτσι απορροφούσα καλύτερα τη συγκεκριμένη έκθεση των γεγονότων και την όποια κάθε φορά ανάλυσή τους: ως να ήταν μια ξενάγηση στον χωρόχρονο μιας καλοβαλμένης ετερότητας. Η διυποκειμενικότητα με έθελγε άλλωστε από νωρίς. Αλλά κι ο συμπατριώτης του Φρόιντ, ο Φρίντριχ Νίτσε, στους Παράταιρους Στοχασμούς του, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά μόλις το 1892, είναι αν όχι εξίσου σαρκαστικός, πάντως αρκούντως ανατρεπτικός. Εννοώ τα εξής: «Στη γεροντική ηλικία εντοπίζεται η ασχολία του ηλικιωμένου να κοιτά προς τα πίσω και να κάνει τους λογαριασμούς του, να ανιχνεύει παρηγοριές στις αναμνήσεις του παρελθόντος, στην ιστορία του πολιτισμού». Θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιτείνει κανείς ότι η Ιστορία είναι μια διαρκής υπόθεση εργασίας, στην οποία χωρούν απλώς τόσο οι επιφυλάξεις ή και οι καλώς προετοιμασμένες αποδομήσεις. Οίκοθεν νοείται ότι θα έχει ακυρωθεί εκ των προτέρων κάθε υπεριστορικό, αυταρχικό, ήτοι έωλο κριτήριο. Ή κάθε ανάλογο στοιχείο.  

Το βιβλίο, κατά συνέπεια, είναι ένα και το αυτό, όπως και οι συγγραφείς συνιστούν τα πρόσωπα ενός και μόνον ιστορικού Εαυτού. Εξ ου και η έλξη, που αισθάνεται κανείς να εισέρχεται με τα μάτια ανοικτά στο όνειρο του παρελθόντος (του).


Βιβλιογραφία παραθεμάτων

1) Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, μετάφραση:  Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ και Ρεζινάλντ Μπλανσέ, επίμετρο: Ρεζινάλντ Μπλανσέ, εκδόσεις:  Εκκρεμές, 2005.
2) μετάφραση: Φρίντα Λιάππα - αναθεώρηση και βελτίωση: Γιούλα Γουλιμή. Εποπτεία: Θ. Βερέμης – Κ. Παπαθανασόπουλος, εκδόσεις 70-Πλανήτης, χ. χ.
3) Σάμουελ Μπέκετ, Ο Ακατονόμαστος, μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις Κρύσταλλο, 1980, σ. 7-8 
4) Civilization on Trial, 1948, πρόλογος
5) Τσβέταν Τοντόροφ, Ποιητική, μετάφραση: Αγγέλα Καστρινάκη, εκδόσεις Γνώση, 1989, σελ. 65.
6)  Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, μετάφραση από τα γερμανικά: Γιώργος Σαγκριώτης, εκδόσεις Πατάκη, 2014, σ. 84.
7) Combats pour l'histoire, Paris, Armand Colin, 1952, 456 p.

Γιώργος Βέης

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Δεκεμβρίου 2020