Εκτύπωση του άρθρου

 

                                       

 

Αγαπητέ αναγνώστη/στρια, τροποποίησα κατά το δοκούν της παρούσας περίστασης μια υποθετική συνομιλία που έκανε ο Οδυσσέας Ελύτης με τον αγαπημένο φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο, μετά τον θάνατο του δεύτερου, μέσα στο βιβλίο του που φέρει και το όνομά του: Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Αυτά στα 1975.

Η «συνομιλία» έχει ως εξής:

Οδυσσέας Ελύτης: Η Ποίηση, που από τη φύση της δεν αρκείται ποτέ στη μία όψη των πραγμάτων, έφτασε να ’ναι στις μέρες μας η μόνη πραγματικά επικίνδυνη για τους εκάστοτε κρατούντες.

Ανδρέας Εμπειρίκος: Πας άνθρωπος οφείλει να μάχεται και να υποσκάπτει τα θεμέλια των καλώς κειμένων.

Οδυσσέας Ελύτης: Και πας ποιητής… να χειρίζεται τον κόσμο σαν υποκείμενο στη φαντασία του.

Ανδρέας Εμπειρίκος: Η απελευθέρωσις του κόσμου…  δεν γίνεται μόνον με την πάλη των τάξεων.

Οδυσσέας Ελύτης: Έχουν να λένε ότι υπάρχουν τόσες ελευθερίες όσες και τα άτομα. Ναι –αλλά για τον ποιητή υπάρχει μόνον η ελευθερία όλων μαζί.

Κοντεύουν 50 χρόνια από τότε, και αισθάνεται κανείς ότι ήταν χθες αυτή η συζήτηση από την οποία βλέπουμε, αν και είναι γνωστό, ότι η Ποίηση κρίνει και οι ποιητές εννοείται. Και φυσικά μας γοητεύουν οι ρήσεις τους, όσο και οι στίχοι  τους, αν και, μερικές φορές, μας γοητεύουν περισσότερο οι ρήσεις, επειδή ο πεζός λόγος είναι περισσότερο λογικός, επεξηγηματικός, περιγραφικός και ερμηνευτικός και έτσι βρίσκει πιο εύκολα τον στόχο του και τον αποδέκτη του. 

Γυρίζοντας το χρονόμετρο πιο πίσω, στα 1934, θα δούμε τον Ελύτη στο «Χρονικό μιας δεκαετίας», σαν αφηγηματικό ποταμό  που ρέει μεταφέροντας τα πάντα στην κοίτη του:  Όνειρα, φιλοδοξίες, αλλαγές, έναν κόσμο νέο, αλλιώτικο, με άλλη γλώσσα και άλλη έκφραση. Ήταν η ανανεωμένη Ποίηση το νέο Ευαγγέλιο και Απόστολοι οι Ποιητές. Και ήρθε ο πόλεμος και γνώρισε ο κόσμος όλος , μαζί και  οι ποιητές «την άλλη όψη των πραγμάτων» και μάλιστα την πιο φρικαλέα. Η παραπαίουσα ζωή προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της, ο Ελύτης τους παλιούς του φίλους, όσους και όπως επέζησαν. Το καλοκαίρι του 1951 θα συναντήσει τον Πικασό. Ο Έλληνας ποιητής  παραπονιέται στον Ισπανό ζωγράφο για την κατάσταση στην Ελλάδα και εκείνος του απαντά: «“να βλέπετε κι από την άλλη όψη τα πράγματα. Αν δεν ήτανε συντηρητικά τα καθεστώτα, πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ’μαστε επαναστάτες;”. Και ξέσπασε σε δυνατά γέλια για να μην καταλάβω  αν μιλάει σοβαρά ή αν αστειεύεται» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 327). Την ίδια συζήτηση ο Ελύτης μεταφέρει στο Συν τοις άλλοις, ελαφρά τροποποιημένο: «Με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του σαν να απορούσε και μου είπε: “Δεν χαίρεστε;” Αν τα καθεστώτα δεν ήτανε συντηρητικά, πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ’μαστε επαναστάτες;” Και έσκασε στα γέλια. Φαντάζομαι για να μη βάλει τα κλάματα» (σελ.103). Και εδώ έχουμε δυο διαφορετικές πτυχές του ίδιου θέματος. Τη μια φορά ο Πικασό του λέει να βλέπει τα πράγματα και «από την άλλη όψη», την δεύτερη φορά τον ρωτάει «δεν χαίρεστε;» και συνεχίζει με τα «συντηρητικά καθεστώτα». Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο Πικασό ξεσπάει σε γέλια, τα οποία, στην πρώτη καταγραφή, ο Ελύτης δεν μπορεί να προσδιορίσει αν ο συνομιλητής του μιλάει σοβαρά ή αστεία, ενώ στη δεύτερη, είναι σαφής: «για να μη βάλει τα κλάματα». 

Όποια και να είναι η αλήθεια των συναισθημάτων του μεγάλου Πικασό, η δουλειά του όλη είναι «κριτική», είτε για τις Δεσποινίδες της Αβινιόν πρόκειται είτε για την περίφημη Guernica. Η Ποίηση και η Τέχνη γενικά από τη φύση της είναι επαναστατική. Και με αυτή την έννοια «Είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας».

Σε άλλο σημείο των κρίσεών του ο ποιητής αναφέρεται στον Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό∙ «στην Ευρώπη για ποιητές τέτοιου αναστήματος», γράφει, «θα είχαν γραφτεί σαράντα μονογραφίες» (Συν τοις άλλοις, σελ. 102).  Κι αυτό αποτελεί μια κριτική υπερθετικής αξιολόγησης για τους αναφερόμενους ποιητές. Το ίδιο ισχύει για τη μελέτη που έκανε ο ίδιος για τον Κάλβο, τον Θεόφιλο, τον Παπαδιαμάντη. Οι συμπερίληψη στίχων του Σολωμού μέσα στο έργο του, οι αφιερώσεις, οι μεταφράσεις -αποδόσεις στην νέα ελληνική γλώσσα της Σαπφούς, του Κριναγόρα, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, ο Ρωμανός ο Μελωδός και τόσα άλλα αποτελούν, με τον τρόπο τους, ένα είδος κριτικής και μας έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον και μόνο με την αναφορά του ονόματός τους. Πριν μπούμε στο σώμα του κειμένου ξέρουμε ότι θα βρεθούμε μπροστά στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών εκείνων που κάνουν την προσωπικότητα γοητευτική, ενδιαφέρουσα, αξιόλογη, σημαντική. Ο ποιητής μας δανείζει τα μάτια του για να δούμε, την ευαισθησία του για να αισθανθούμε, το πνεύμα του για να κατανοήσουμε. Και αυτό που έχει ακόμα πιο μεγάλη σημασία για τον νεότερο αναγνώστη είναι ότι του ανανεώνει το ενδιαφέρον για φυσιογνωμίες που έχουν ξεχαστεί ή δεν έχουν στην εποχή μας αρκετά προβληθεί από λάθος σκέψη ή από ελλιπή ενημέρωση. Πάνω σ’ αυτό θα χειροκροτούσα εκείνον που θα μου έβγαζε τις παρωπίδες από δημιουργούς άλλης εποχής τους οποίους παραμερίσαμε είτε γιατί μιλούσαν στην καθαρεύουσα είτε για άλλους λόγους, και με τα λόγια του Ελύτη, να κάνει τους προκατειλημμένους  «να πλησιάσουν αυτό το έργο… να διακρίνουν τις αρετές του, που ξεφεύγουν από τα όρια του χρόνου και αποδεικνύονται αιώνιες». 

Θα πρόσθετα πως συχνά, ο χρόνος ξεθάβει προσωπικότητες, οι οποίες στον καιρό τους έμειναν στην άκρη, ενώ η επανεξέταση του έργου τους αποδεικνύει ότι έγινε μέγα λάθος. Κι ακόμα, όταν στην Ελλάδα  γνώρισαν την απαξίωση, ας πούμε, στο εξωτερικό θριάμβευαν. Ο χρόνος, λοιπόν, πήρε μαζί του τους «φανατικούς», αφήνοντας καθαρό τον  ρουν του ποταμού για να φανούν τα λαμπερά βότσαλα.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, συχνά σήμερα μας φαίνονται παράλογα, στην εποχή τους όμως είχαν θεωρηθεί λογικά. Η κριτική δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, στον απόλυτο βαθμό σωστή. Και τι θα πει σωστή;  Οι περιπτώσεις άπειρες. Επιλέγω το ένα αντί του όλου.

Στα γραπτά του Νίκου Εγγονόπουλου θα βρούμε «τους αργόσχολους γραφιάδες» και αν ρίξουμε μια καλή ματιά στις εφημερίδες της εποχής και στις θεατρικές επιθεωρήσεις, θα δούμε τον ποιητή στο στόχαστρο. Σήμερα κανείς δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι ανάλογο. Κανείς. Όποιος έχει διαβάσει τον διάσημο Μπολιβάρ θα βρει πλήθος ονομάτων καταξιωμένων από μια πλευρά της προσωπικότητάς τους, των οποίων η αναφορά στο συγκεκριμένο έργο αναδεικνύει και άλλες κρυφές πτυχές, πολύ ενδιαφέρουσες, όπως δείχνει στο βιβλίο του ο Κώστας Βούλγαρης.

Πιο πίσω από τον Εγγονόπουλο στέκεται ο Καβάφης με τους «Νέους της Σιδώνας, 400 μ.Χ. », όπου «ένα παιδί φανατικό για γράμματα» τολμά να τα βάλει με τον Αισχύλο, αλλά δεν είναι ο Αισχύλος στο στόχαστρο, παρά μόνο η αφορμή για να μιλήσει ο Καβάφης με το προσωπείο του παιδιού για τη δική του εποχή και τα παρεπόμενά της. Το ποίημα γίνεται ο τόπος όπου συνορχούνται η κλασική αρχαιότητα, η ελληνιστική παρακμή, και η νεότερη Ελλάδα, η Ελλάδα που έζησε ο ίδιος ο Καβάφης και όχι η Ελλάδα του Αισχύλου ή του Σιδώνιου νέου. Με το ίδιο τίτλο ο Μανόλης Αναγνωστάκης θα ασκήσει κριτική στη νεολαία της εποχής του, στα 1970.

Ο Σεφέρης, «με τον τρόπο του», θα ασχοληθεί με τους Αθηναίους της εποχής του: «Τί θέλουν όλοι αυτοί που λένε/ πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;/ Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»/ «Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος». Και το σχόλιό του : «Πραγματικά, έτσι μιλούσαν οι λαϊκοί αυτοί άνθρωποι. Αξίζει να προσέξει κανείς πώς γίνεται αγοραία γλώσσα, στις μέρες μας, η καθαρεύουσα» («Με τον τρόπο του Γ.Σ.»). Από το ίδιο ποίημα και οι στίχοι «Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο/ με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες». Κι αυτή η κριτική κατά της «βαρκαρόλας» έχει την ανάλογή της στον Κ.Γ.Καρυωτάκη, οποίος εκφράζει την αηδία του για έναν κόσμο αστικό που ζει, επιδεικνύοντας την καλοπέρασή του:

«Κυριακή σ’ ένα βαπόρι/ στριμωχτήκαν μπουρζουάδες. /Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,/ ξεμυξίζουν οι μαμάδες/  Τα σκυλιά δεν λογαριάζουν/ ο Σηκουάνας πόχει πνίξει, / δε φοβούνται, διασκεδάζουν / την ευγενική τους πλήξη./  “Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βράζει”/ βεβαιώνουν οι κυρίες, /κι επιπόλαιες και γελοίες/ ξουκουμπώνοντας με νάζι / τα χυδαία ντεκολτέ τους. / διευκολύνουν τους εμέτους».  

Η κριτική του Καρυωτάκη ήταν κοινωνική. Εκφράζει την προσωπική του άποψη και, οπωσδήποτε,  δεν είναι  καθόλου δεσμευτική για τους άλλους. Βεβαίως  διευκολύνει εμάς να ασκήσουμε ένα είδος κριτικής στον τρόπο που ο ποιητής αντιλαμβάνεται μια, κατά κανόνα,  ευχάριστη «βαρκαρόλα».  Όμως και πάλι αλλού είναι το κλειδί και το θέμα.

Η Ποίηση κρίνει. Όλη η Τέχνη κρίνει. Αλλιώς θα ήταν διακοσμητική. Ο ρόλος της μέσα στην κοινωνία είναι δραστικός. Συμμετέχει στην Ιστορία. Πρέπει να το τονίσουμε. Δεν είναι κλεισμένη στον γυάλινο πύργο της και τα έργα της έχουν μεγάλη σημασία όχι μόνο για την αισθητική τους  αξία, αλλά και για την ιστορική. Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν και τα παραδείγματα είναι πολλά: ο Ρήγας με στίχους έντυσε τις επαναστατικές ιδέες του, τα δημοτικά τραγούδια με στίχους διεκτραγώδησαν τα πάθη του ελληνικού λαού,  προετοίμασαν τον Αγώνα και σήμαναν προσκλητήριο στους Φιλέλληνες. Με στίχους ο Σολωμός έψαλε  την Ελευθερία και ο Κάλβος την Αρετή. Η Ποίηση αυτοπροσδιορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις και αυτορυθμίζεται ανάλογα με τις ιστορικές στιγμές, ακούει στον ρυθμό του κόσμου. Είναι πολλά τα πρόσωπά της και οι ρόλοι της:  κρίνει, προβάλλει, ανυψώνει, εκθειάζει, αγωνίζεται, επαναστατεί, θρηνεί, υμνεί. Η Ποίηση έγινε για να «διορθώνει τα λάθη του Θεού∙ ή εάν όχι για να μας δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του», μας λέει πάλι στην Αναφορά του στον Ανδρέα Εμπειρίκο (σελ. 17) ο Οδυσσέας Ελύτης.

  Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Απριλίου 2022