Εκτύπωση του άρθρου

 

…ἐπεὶ τὸ αἰσθάνεσθαι κρίνειν ἐστί, κρίνειν
δ᾿ ἔστιν ὀρθῶς καὶ μὴ ὀρθῶς, καὶ περὶ αἴσθησιν
ἂν εἴη ὀρθότης καὶ ἁμαρτία.

Αριστοτέλους Τοπικών Β:4

 

ΚΡΙΝΩ – χωρίζω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος, επιλέγω, εκλέγω, προτιμώ, εκφέρω απόφαση περί αγώνος, εκλέγομαι, διακρίνομαι, εκφέρω αποφάσεις διεστραμμένες και άδικες, διαφωνώ, φιλονικώ, μάχομαι, ερμηνεύω, επεξηγώ, αποφασίζω, εξετάζω, κατηγορώ, φέρομαι σε δίκη, καταδικάζω, κατακρίνω, τρίζω, σκληρίζω όπως η γλαυξ με τα γλαυκά, τ’ αστραποβόλα, μάτια.

Χρειάστηκαν μερικοί αιώνες για να εκπέσει το ρήμα σε ουσιαστικό και να εκχωρηθεί στην βούληση της «αλήθειας», σαν μηχανή σχηματισμού αποφάνσεων. Στο μεταξύ, η ποίηση θα έπρεπε να σεβαστεί την τάξη του ηγεμονεύοντος λόγου. Και το έκανε – μοιραία στις πλέον ασήμαντες περιπτώσεις της. Οι προσπάθειες περιορισμού των ισχυρών ποιητών στο αἰσθάνεσθαι επιβεβαιώνει την άποψη του Novalis, σύμφωνα με την οποία ο ποιητής είναι οι Αντίποδές του. Διότι, ποια περιοχή από την αχανή σημασιακή επικράτεια της έννοιας δεν κατοικεί η ποίηση;

Η ποίηση -είτε πρόκειται για τα ομηρικά έπη είτε για την «Έρημη Χώρα» του T. S. Eliot- κάνει τρία πράγματα: Κινητοποιεί, Ρυθμοποιεί, Μυθοποιεί. Η κινητοποίηση, η ρυθμοποίηση και η μυθοποίηση είναι όψεις της μίας συμπαγούς και ακαριαίας στοχαστικής κίνησης, που συγκροτεί τα ποιητικά «αντικείμενα», φωτίζοντας την αλήθεια τους. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η έννοια της αλήθειας, με την μορφή της ενάργειας σχετίζεται οργανικά με την ποίηση ως ενάργεια – παρά τις περί του αντιθέτου γνώμες των φιλοσόφων από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα, οι οποίοι θεωρούν πως η αλήθεια είναι αποκλειστικό προϊόν της έλλογης δραστηριότητας του υπερβατολογικού υποκειμένου, του υποκειμένου που εγκαταλείπει την εμπειρική, βιωματική οπτική γωνία για να κρίνει : να εκφέρει επίσημη και τεκμηριωμένη άποψη για ένα θέμα, μετά από λογική διεργασία. Όντως, η αλήθεια της φιλοσοφίας και της επιστήμης είναι αυτό. Αλλά είναι παράλογος ο ισχυρισμός πως μόνο οι φιλοσοφικές και επιστημονικές προτάσεις μπορούν να είναι αληθείς. Οι τέχνες, με πρώτη την ποίηση, αποκαλύπτουν πλευρές, όψεις, σκιάσεις του κόσμου διαφορετικές από αυτές που αποκαλύπτουν η φιλοσοφία και η επιστήμη. Υπάρχει κάποιο είδος κατηγόρησης, που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει ποιητική και ίσως η αρχή της ασαφούς λογικής, σύμφωνα με την οποία: «Μια μη αληθής πρόταση δεν είναι αναγκαστικά ψευδής» να δίνει κάποια ιδέα για τον χαρακτήρα των ποιητικών προτάσεων. Μπορείς να πεις: «Η Ποίησις είναι ανάπτυξι  στίλβοντος ποδηλάτου» και να έχεις δηλώσει μιαν αλήθεια, παρά το γεγονός πως η ποίηση και τα ποδήλατα δεν έχουν την παραμικρή σχέση. Κανένα στοιχείο ή μέρος της ποίησης δεν είναι ποδήλατο – και το αντίστροφο. Ο ορθός λόγος θα χαρακτήριζε την απόφανση του Εμπειρίκου ως μη συνεκτική. Αλλά αυτή η απουσία συνοχής θα υφίστατο εντός της στοχαστικής περιοχής του ορθού λόγου, υπό της προϋποθέσεις της δικής του εναργούς θέασης του κόσμου. Ωστόσο, η κίνηση ενός ποδηλάτου το οποίο λάμπει κάτω από τον ήλιο μιας όμορφης ημέρας, μπορεί να προκαλέσει σ’ έναν άνθρωπο το ίδιο συναίσθημα, που του προκαλεί ένα όμορφο ποίημα. Αυτή η σύγκριση μπορεί να τον οδηγήσει στην αιφνίδια αποκάλυψη ορισμένων χαρακτηριστικών της ποίησης, όπως η απλότητα, η φυσικότητα, η κίνηση, η απόλαυση… Ο στίχος του Ανδρέα Εμπειρίκου προτείνει στον αναγνώστη να εποπτεύσει το ποίημα ως εάν ήταν ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου και μάλιστα εκφράζει την πρότασή του με τον τρόπο μιας λογικής πρότασης. Δηλώνει μιαν αλήθεια, η οποία ούτε ακυρώνει ούτε ακυρώνεται από την κατεξοχήν επιστημονική και φιλοσοφική αλήθεια. Η ποιητική κατηγόρηση και η ποιητική αλήθεια ανήκουν σε άλλη περιοχή του Λόγου. Κανείς δεν πρόκειται να αγοράσει ένα βιβλίο με ποιήματα, για να κάνει βόλτες με ποδήλατο. Κανείς δεν πρόκειται να αγοράσει ένα ποδήλατο για να διαβάσει ποίηση. Καθένας όμως θα μπορούσε να απολαύσει ένα ποίημα σαν βόλτα με ποδήλατο μιαν ηλιόλουστη μέρα ή να απολαύσει μια βόλτα με το ποδήλατό του, σαν ποίημα. Η αντιπαραβολή επιστημονικών ή φιλοσοφικών και ποιητικών αληθειών είναι περισσότερο και από ανοησία. Η αλήθεια διαδραματίζεται μέσα στην γλώσσα και το είδος της εξαρτάται από την στάση του υποκειμένου απέναντι στην σχέση της γλώσσας με την εμπειρία. Επιπλέον, είναι εντελώς αδύνατον να αποδείξουμε πως η ποίηση και το ποδήλατο, ως όντα παρευρισκόμενα στον κόσμο, με διαφορετικούς οντολογικούς προσδιορισμούς, αλλά στον ίδιο οντολογικό ορίζοντα με εμάς, στην ίδια με εμάς οντολογική συνθήκη, δεν καταθέτουν καθ’ αυτά τούς καθόλα πραγματικούς σχετισμούς τους στα συναισθήματα, τις παραστάσεις και τις επιθυμίες μας, όπως αυτά αποκρυσταλλώνονται σε γλώσσα.  Θα ήταν ίσως απλούστερο -για λόγους επιστημονικούς ή και φιλοσοφικούς- να αντικαταστήσουμε την λέξη «αλήθεια» με την λέξη «αξία», για να προσδιορίσουμε το αποτέλεσμα μιας ποιητικής κατηγόρησης. Το ποίημα αξιολογεί την πραγματικότητα – είναι προφανές, αφού η πρόκληση συναισθημάτων δεσπόζει στην αναγνωστική πρόσληψή του. Ωστόσο, οι αξίες είναι αλήθειες από όλες τις πλευρές ή τουλάχιστον εντεύθεν του γλωσσικού ορίζοντα μιας πολιτιστικής κοινότητας. Το μόνο που θα καταφέρναμε με αυτήν την αντικατάσταση θα ήταν η πλήρης συμμόρφωση της ποίησης με τον ρόλο που της επιφυλάσσει η θετική σκέψη: επιφύλαξη άχρηστη, επιστημολογικά διάτρητη και αυταρχική.   

Η γλώσσα -όπως γνωρίζουμε- αποτελείται από λέξεις και σύνταξη. Οι λέξεις ονοματίζουν τα πράγματα – η σύνταξη τα διαχωρίζει ή τα ενώνει, είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά τους και οι σχέσεις τους. Δεν είμαστε εντελώς κλεισμένοι μέσα στην γλώσσα, αφού μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε -εντός των ορίων της- με διάφορες παραλλαγές και μπορούμε επίσης να εξετάσουμε την αντιστοιχία των αποφάνσεών μας με τα πράγματα. Το γεγονός πως δεν μπορούμε ή θεωρούμε μάταιο να εξετάσουμε αν μια τρικυμία έχει γεύση, δεν σημαίνει καθόλου πως η έκφραση, του Οδυσσέα Ελύτη, «γεύση τρικυμίας» δεν δηλώνει μιαν αλήθεια. Την δηλώνει και αυτό αποτυπώνεται ή εκφράζεται με ένα αίσθημα διαύγειας το οποίο αναμφίβολα συνοδεύει και το αίσθημα της ορθολογικότητας, το οποίο -όπως έλεγε ο πραγματιστής φιλόσοφος Γουίλιαμ Τζέημς- εγείρει κάθε επιτυχής επίλυση προβλημάτων της λογικής. Εννοείται πως το ποιητικό υποκείμενο που προβαίνει σε αυτήν την κατηγορική ενέργεια, δεν θεωρεί  απαραίτητη την θεματοποίηση της ίδιας της ενέργειάς του, προκειμένου να διασφαλίσει την εγκυρότητα της αλήθειας του. Μπορεί ωστόσο να πάρει την ευθύνη της δικής του αλήθειας ως λογικό υποκείμενο.  Το ποιητικό εγώ είναι ένας παίκτης σε αυτό το παιχνίδι που ένας σπουδαίος δάσκαλος της Φαινομενολογίας ονομάζει: «το παιχνίδι της αλήθειας». Αυτή η διαδικασία αποκάλυψης αλήθειας μπορεί να μοιάζει με μίμηση της κατεξοχήν διαδικασίας, αλλά χρειάζεται πολύς πολιτικός πλατωνισμός για να θεωρήσουμε τις ανθρώπινες ενέργειες μιμήσεις πέντε ή δέκα θεμελιωδών αρχών. Το ποιητικό υποκείμενο είναι κατηγοριακό, καταθέτει κρίσεις οντολογικές, διαπλάθει έναν κόσμο που μόνο φαινομενικά είναι άλογος – στην πραγματικότητα έχει την δική του συνοχή και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το πλήθος των συνάψεών του με τον κόσμο, όπως τον διαρθρώνει η καθημερινή εργαλειακή ζωή.

Γιώργος Μπλάνας

 

 

Αγαπητέ αναγνώστη/στρια, τροποποίησα κατά το δοκούν της παρούσας περίστασης μια υποθετική συνομιλία που έκανε ο Οδυσσέας Ελύτης με τον αγαπημένο φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο, μετά τον θάνατο του δεύτερου, μέσα στο βιβλίο του που φέρει και το όνομά του: Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Αυτά στα 1975.

Η «συνομιλία» έχει ως εξής:

Οδυσσέας Ελύτης: Η Ποίηση, που από τη φύση της δεν αρκείται ποτέ στη μία όψη των πραγμάτων, έφτασε να ’ναι στις μέρες μας η μόνη πραγματικά επικίνδυνη για τους εκάστοτε κρατούντες.

Ανδρέας Εμπειρίκος: Πας άνθρωπος οφείλει να μάχεται και να υποσκάπτει τα θεμέλια των καλώς κειμένων.

Οδυσσέας Ελύτης: Και πας ποιητής… να χειρίζεται τον κόσμο σαν υποκείμενο στη φαντασία του.

Ανδρέας Εμπειρίκος: Η απελευθέρωσις του κόσμου…  δεν γίνεται μόνον με την πάλη των τάξεων.

Οδυσσέας Ελύτης: Έχουν να λένε ότι υπάρχουν τόσες ελευθερίες όσες και τα άτομα. Ναι –αλλά για τον ποιητή υπάρχει μόνον η ελευθερία όλων μαζί.

Κοντεύουν 50 χρόνια από τότε, και αισθάνεται κανείς ότι ήταν χθες αυτή η συζήτηση από την οποία βλέπουμε, αν και είναι γνωστό, ότι η Ποίηση κρίνει και οι ποιητές εννοείται. Και φυσικά μας γοητεύουν οι ρήσεις τους, όσο και οι στίχοι  τους, αν και, μερικές φορές, μας γοητεύουν περισσότερο οι ρήσεις, επειδή ο πεζός λόγος είναι περισσότερο λογικός, επεξηγηματικός, περιγραφικός και ερμηνευτικός και έτσι βρίσκει πιο εύκολα τον στόχο του και τον αποδέκτη του. 

Γυρίζοντας το χρονόμετρο πιο πίσω, στα 1934, θα δούμε τον Ελύτη στο «Χρονικό μιας δεκαετίας», σαν αφηγηματικό ποταμό  που ρέει μεταφέροντας τα πάντα στην κοίτη του:  Όνειρα, φιλοδοξίες, αλλαγές, έναν κόσμο νέο, αλλιώτικο, με άλλη γλώσσα και άλλη έκφραση. Ήταν η ανανεωμένη Ποίηση το νέο Ευαγγέλιο και Απόστολοι οι Ποιητές. Και ήρθε ο πόλεμος και γνώρισε ο κόσμος όλος , μαζί και  οι ποιητές «την άλλη όψη των πραγμάτων» και μάλιστα την πιο φρικαλέα. Η παραπαίουσα ζωή προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της, ο Ελύτης τους παλιούς του φίλους, όσους και όπως επέζησαν. Το καλοκαίρι του 1951 θα συναντήσει τον Πικασό. Ο Έλληνας ποιητής  παραπονιέται στον Ισπανό ζωγράφο για την κατάσταση στην Ελλάδα και εκείνος του απαντά: «“να βλέπετε κι από την άλλη όψη τα πράγματα. Αν δεν ήτανε συντηρητικά τα καθεστώτα, πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ’μαστε επαναστάτες;”. Και ξέσπασε σε δυνατά γέλια για να μην καταλάβω  αν μιλάει σοβαρά ή αν αστειεύεται» (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 327). Την ίδια συζήτηση ο Ελύτης μεταφέρει στο Συν τοις άλλοις, ελαφρά τροποποιημένο: «Με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του σαν να απορούσε και μου είπε: “Δεν χαίρεστε;” Αν τα καθεστώτα δεν ήτανε συντηρητικά, πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ’μαστε επαναστάτες;” Και έσκασε στα γέλια. Φαντάζομαι για να μη βάλει τα κλάματα» (σελ.103). Και εδώ έχουμε δυο διαφορετικές πτυχές του ίδιου θέματος. Τη μια φορά ο Πικασό του λέει να βλέπει τα πράγματα και «από την άλλη όψη», την δεύτερη φορά τον ρωτάει «δεν χαίρεστε;» και συνεχίζει με τα «συντηρητικά καθεστώτα». Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο Πικασό ξεσπάει σε γέλια, τα οποία, στην πρώτη καταγραφή, ο Ελύτης δεν μπορεί να προσδιορίσει αν ο συνομιλητής του μιλάει σοβαρά ή αστεία, ενώ στη δεύτερη, είναι σαφής: «για να μη βάλει τα κλάματα». 

Όποια και να είναι η αλήθεια των συναισθημάτων του μεγάλου Πικασό, η δουλειά του όλη είναι «κριτική», είτε για τις Δεσποινίδες της Αβινιόν πρόκειται είτε για την περίφημη Guernica. Η Ποίηση και η Τέχνη γενικά από τη φύση της είναι επαναστατική. Και με αυτή την έννοια «Είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας».

Σε άλλο σημείο των κρίσεών του ο ποιητής αναφέρεται στον Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό∙ «στην Ευρώπη για ποιητές τέτοιου αναστήματος», γράφει, «θα είχαν γραφτεί σαράντα μονογραφίες» (Συν τοις άλλοις, σελ. 102).  Κι αυτό αποτελεί μια κριτική υπερθετικής αξιολόγησης για τους αναφερόμενους ποιητές. Το ίδιο ισχύει για τη μελέτη που έκανε ο ίδιος για τον Κάλβο, τον Θεόφιλο, τον Παπαδιαμάντη. Οι συμπερίληψη στίχων του Σολωμού μέσα στο έργο του, οι αφιερώσεις, οι μεταφράσεις -αποδόσεις στην νέα ελληνική γλώσσα της Σαπφούς, του Κριναγόρα, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, ο Ρωμανός ο Μελωδός και τόσα άλλα αποτελούν, με τον τρόπο τους, ένα είδος κριτικής και μας έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον και μόνο με την αναφορά του ονόματός τους. Πριν μπούμε στο σώμα του κειμένου ξέρουμε ότι θα βρεθούμε μπροστά στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών εκείνων που κάνουν την προσωπικότητα γοητευτική, ενδιαφέρουσα, αξιόλογη, σημαντική. Ο ποιητής μας δανείζει τα μάτια του για να δούμε, την ευαισθησία του για να αισθανθούμε, το πνεύμα του για να κατανοήσουμε. Και αυτό που έχει ακόμα πιο μεγάλη σημασία για τον νεότερο αναγνώστη είναι ότι του ανανεώνει το ενδιαφέρον για φυσιογνωμίες που έχουν ξεχαστεί ή δεν έχουν στην εποχή μας αρκετά προβληθεί από λάθος σκέψη ή από ελλιπή ενημέρωση. Πάνω σ’ αυτό θα χειροκροτούσα εκείνον που θα μου έβγαζε τις παρωπίδες από δημιουργούς άλλης εποχής τους οποίους παραμερίσαμε είτε γιατί μιλούσαν στην καθαρεύουσα είτε για άλλους λόγους, και με τα λόγια του Ελύτη, να κάνει τους προκατειλημμένους  «να πλησιάσουν αυτό το έργο… να διακρίνουν τις αρετές του, που ξεφεύγουν από τα όρια του χρόνου και αποδεικνύονται αιώνιες». 

Θα πρόσθετα πως συχνά, ο χρόνος ξεθάβει προσωπικότητες, οι οποίες στον καιρό τους έμειναν στην άκρη, ενώ η επανεξέταση του έργου τους αποδεικνύει ότι έγινε μέγα λάθος. Κι ακόμα, όταν στην Ελλάδα  γνώρισαν την απαξίωση, ας πούμε, στο εξωτερικό θριάμβευαν. Ο χρόνος, λοιπόν, πήρε μαζί του τους «φανατικούς», αφήνοντας καθαρό τον  ρουν του ποταμού για να φανούν τα λαμπερά βότσαλα.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, συχνά σήμερα μας φαίνονται παράλογα, στην εποχή τους όμως είχαν θεωρηθεί λογικά. Η κριτική δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, στον απόλυτο βαθμό σωστή. Και τι θα πει σωστή;  Οι περιπτώσεις άπειρες. Επιλέγω το ένα αντί του όλου.

Στα γραπτά του Νίκου Εγγονόπουλου θα βρούμε «τους αργόσχολους γραφιάδες» και αν ρίξουμε μια καλή ματιά στις εφημερίδες της εποχής και στις θεατρικές επιθεωρήσεις, θα δούμε τον ποιητή στο στόχαστρο. Σήμερα κανείς δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι ανάλογο. Κανείς. Όποιος έχει διαβάσει τον διάσημο Μπολιβάρ θα βρει πλήθος ονομάτων καταξιωμένων από μια πλευρά της προσωπικότητάς τους, των οποίων η αναφορά στο συγκεκριμένο έργο αναδεικνύει και άλλες κρυφές πτυχές, πολύ ενδιαφέρουσες, όπως δείχνει στο βιβλίο του ο Κώστας Βούλγαρης.

Πιο πίσω από τον Εγγονόπουλο στέκεται ο Καβάφης με τους «Νέους της Σιδώνας, 400 μ.Χ. », όπου «ένα παιδί φανατικό για γράμματα» τολμά να τα βάλει με τον Αισχύλο, αλλά δεν είναι ο Αισχύλος στο στόχαστρο, παρά μόνο η αφορμή για να μιλήσει ο Καβάφης με το προσωπείο του παιδιού για τη δική του εποχή και τα παρεπόμενά της. Το ποίημα γίνεται ο τόπος όπου συνορχούνται η κλασική αρχαιότητα, η ελληνιστική παρακμή, και η νεότερη Ελλάδα, η Ελλάδα που έζησε ο ίδιος ο Καβάφης και όχι η Ελλάδα του Αισχύλου ή του Σιδώνιου νέου. Με το ίδιο τίτλο ο Μανόλης Αναγνωστάκης θα ασκήσει κριτική στη νεολαία της εποχής του, στα 1970.

Ο Σεφέρης, «με τον τρόπο του», θα ασχοληθεί με τους Αθηναίους της εποχής του: «Τί θέλουν όλοι αυτοί που λένε/ πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;/ Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»/ «Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν’ ευχαριστημένος». Και το σχόλιό του : «Πραγματικά, έτσι μιλούσαν οι λαϊκοί αυτοί άνθρωποι. Αξίζει να προσέξει κανείς πώς γίνεται αγοραία γλώσσα, στις μέρες μας, η καθαρεύουσα» («Με τον τρόπο του Γ.Σ.»). Από το ίδιο ποίημα και οι στίχοι «Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο/ με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες». Κι αυτή η κριτική κατά της «βαρκαρόλας» έχει την ανάλογή της στον Κ.Γ.Καρυωτάκη, οποίος εκφράζει την αηδία του για έναν κόσμο αστικό που ζει, επιδεικνύοντας την καλοπέρασή του:

«Κυριακή σ’ ένα βαπόρι/ στριμωχτήκαν μπουρζουάδες. /Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,/ ξεμυξίζουν οι μαμάδες/  Τα σκυλιά δεν λογαριάζουν/ ο Σηκουάνας πόχει πνίξει, / δε φοβούνται, διασκεδάζουν / την ευγενική τους πλήξη./  “Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βράζει”/ βεβαιώνουν οι κυρίες, /κι επιπόλαιες και γελοίες/ ξουκουμπώνοντας με νάζι / τα χυδαία ντεκολτέ τους. / διευκολύνουν τους εμέτους».  

Η κριτική του Καρυωτάκη ήταν κοινωνική. Εκφράζει την προσωπική του άποψη και, οπωσδήποτε,  δεν είναι  καθόλου δεσμευτική για τους άλλους. Βεβαίως  διευκολύνει εμάς να ασκήσουμε ένα είδος κριτικής στον τρόπο που ο ποιητής αντιλαμβάνεται μια, κατά κανόνα,  ευχάριστη «βαρκαρόλα».  Όμως και πάλι αλλού είναι το κλειδί και το θέμα.

Η Ποίηση κρίνει. Όλη η Τέχνη κρίνει. Αλλιώς θα ήταν διακοσμητική. Ο ρόλος της μέσα στην κοινωνία είναι δραστικός. Συμμετέχει στην Ιστορία. Πρέπει να το τονίσουμε. Δεν είναι κλεισμένη στον γυάλινο πύργο της και τα έργα της έχουν μεγάλη σημασία όχι μόνο για την αισθητική τους  αξία, αλλά και για την ιστορική. Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν και τα παραδείγματα είναι πολλά: ο Ρήγας με στίχους έντυσε τις επαναστατικές ιδέες του, τα δημοτικά τραγούδια με στίχους διεκτραγώδησαν τα πάθη του ελληνικού λαού,  προετοίμασαν τον Αγώνα και σήμαναν προσκλητήριο στους Φιλέλληνες. Με στίχους ο Σολωμός έψαλε  την Ελευθερία και ο Κάλβος την Αρετή. Η Ποίηση αυτοπροσδιορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις και αυτορυθμίζεται ανάλογα με τις ιστορικές στιγμές, ακούει στον ρυθμό του κόσμου. Είναι πολλά τα πρόσωπά της και οι ρόλοι της:  κρίνει, προβάλλει, ανυψώνει, εκθειάζει, αγωνίζεται, επαναστατεί, θρηνεί, υμνεί. Η Ποίηση έγινε για να «διορθώνει τα λάθη του Θεού∙ ή εάν όχι για να μας δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του», μας λέει πάλι στην Αναφορά του στον Ανδρέα Εμπειρίκο (σελ. 17) ο Οδυσσέας Ελύτης.

  Ανθούλα Δανιήλ

 

      

                                                                Στη Βασιλική Κοντογιάννη                   

 

                «Σοφοί; ας είναι˙ και οι σοφοί δεν σου φαίνονται ‘πως ημπορούν να κάνουν λάθος;»   
            Ένα ερώτημα του Ποιητή στον Διάλογο με τον Σοφολογιότατο του Διονυσίου Σολωμού

                                                         

(α΄ μέρος)

Το καθήκον στην εντιμότητα των σημείων. Η γραφή ως πράξη – ποίηση - δράση του υποκειμένου, του έτοιμου εκείνου υποκειμένου, το οποίο καταστατικά επείγεται να δει (και κυρίως) πίσω από τον κόσμο. Η γραφή ως διάσταση. Ως αντι-λόγος. Ως ο κρίσιμος δι-αυλός. Κι η τακτική της εμπειρίας, η στρατηγική των κατάλληλων χειρισμών, η οποία διέπει την εμβάθυνση στη γλώσσα, εκεί ακριβώς όπου οι συνειρμοί παράγουν έργο - ήχο, διορθώνοντας έτσι, εκτός των άλλων, τις βλάβες στο επίπεδο του συμβολικού: αυτό δεν σημαίνει άραγε δικαιοσύνη; Αντιλαμβάνομαι, εννοείται, κι εγώ μαζί με πολλούς άλλους, ότι εν γένει «η ποίηση δεν δέχεται τα δεδομένα των αισθήσεων στη γυμνή μορφή τους, ούτε όμως αποτελεί πάντα (ή μάλλον, αποτελεί σπάνια) περιφρόνηση του εξωτερικού κόσμου. Αρνείται και καταστρέφει την εγγύτερη πραγματικότητα, γιατί τη θεωρεί σαν την οθόνη που μας αποκρύπτει την πραγματική μορφή του κόσμου». Οι σκέψεις ανήκουν, ως γνωστόν, στον Τζωρτζ Μπατάιγ. Ναι, το επαναλαμβάνω: τις συμμερίζομαι. Έχω κάθε λόγο να φρονώ ότι δικαιώνουν τις συναφείς αναγνωστικές μου εμπειρίες. Σε διαχρονική, οίκοθεν νοείται, βάση. Αν το (μάλλον ή ήττον) πραγματικό είναι η περιώνυμος βάσανος της φιλοσοφίας, τότε η ποίηση είναι η μεγαλειώδης, η εμβληματική ανακαίνιση του (όποιου) όντως είναι.                                                                 

                                                          *

Η αλληλουχία των πλέον απροσδόκητων εκφάνσεων εκείνου του συγκεκριμένου ποιητικού διαβήματος, το οποίο έχει την ομολογούμενη δυνατότητα να εμβαθύνει στις ουσίες του κόσμου, συνιστά, ως εκ των πραγμάτων, την ολοσχερή επαναδιαπραγμάτευση των κανόνων της ίδιας της αισθητικής ζωής. Η κρίση από την πλευρά των χαρισματικών ποιητών αποτελεί εν προκειμένω αλλαγή θέας της Αλήθειας. Βεβαίως η αντιδιαστολή του μη πρόσφορου ποιητικού λόγου από τον φύσει και θέσει έγκυρο, ο οποίος έχει τη δυνατότητα – και το χάρισμα μαζί – να αποδομεί με σθένος τα ψευδεπίγραφα όσα της σκηνής του βίου των ανθρώπων, είναι καθόλα ορατή σε πλείστες όσες περιπτώσεις. Ας απομονώσω τα εξής ενδεικτικά: «Γιατί σε κανένα παρόν, σε κανένα «εδώ» και «τώρα» δεν μπορούν οι λέξεις να «κυματίζουν»: μόνο στο ανεξέλεγκτο, άθικτο και άτρωτο από τους κυνισμούς του παρόντος παρελθόν (και το αληθινό παρελθόν είναι το ποιητικό, το «πεποιημένο», παρελθόν) μπορεί η παραφορά να δημιουργεί και να συντηρεί τέτοιες ανεπιφύλακτες και ολοκληρωτικές ταυτίσεις. Η εντός του παρόντος ποιητική μέθη είτε γελοιοποιείται ελεγχόμενη, καθώς αυτομάτως αποκαλύπτονται οι πηγές και τα ελατήριά της υπό το φως της απομύθευσης, είτε ενδίδει στο "ζωντανό παρόν" προσφερόμενη σε μελετημένα αραιωμένες, ήτοι εκπτωτικές, δόσεις για διαφημιστικά και προπαγανδιστικά τρυκ. Διότι «η ζωή είναι μαγκιά». Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ποιητές, εδώ και καιρό τώρα, επαγγελματοποιούνται στελεχώνοντας εταιρείες δημοσίων σχέσεων και πολιτικά γραφεία. Αυτοί ακριβώς παράγουν σήμερα τη μόνη ζώσα, τη μόνη «λειτουργική» ποίηση. Όσοι δουλεύουν αλλιώς, σκάβοντας τον στίχο, είναι ήδη νεκροί. Γιατί «όποιος σκάβει τον στίχο, σκάβει τον λάκκο του» (βλ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Γράμμα σ΄ έναν πεθαμένο ποιητή», στο Μίμηση ήχων-σημειώσεις για την ποίηση», εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, 2014). Η ποίηση συνιστά, εξ ορισμού μάλιστα, την πρόσφορη κρίση και του γίγνεσθαι. Κοντολογίς, η ποίηση κρίνοντας εαυτήν παράγει τον αντι-μύθο της.                                                           

                                                          *

Διαβάζω, λόγω της διαρκούς, της αναπόφευκτης θα πρόσθετα επικαιρότητας, μια από τις διακηρύξεις των Ρομαντικών. Την αποσπώ από χαρακτηριστικό κείμενο του August Wilhelm Schlegel. Έχει ως εξής: «Η λογική παράγεται από το φως του ήλιου, όπως ακριβώς την εφαρμόζουμε με σεβασμό στο πλαίσιο της δράσης μας, η οποία δεσμεύεται από τους κανόνες του πραγματικού. Η νύχτα που έρχεται τους καλύπτει όμως με ένα ευεργετικό πέπλο-έτσι μας παρέχεται η δυνατότητα να θεωρήσουμε, διά των άστρων, το μεγάκοσμο των δυνατοτήτων: είναι η ώρα του ονειρικού [. . .] πρόκειται για τη σχέση που συνδέει τη λογική με τη φαντασία [. . .] όσο κι αν δείχνουν τελείως αντίθετες, συνιστούν αμφότερες τη δύναμη που ενεργοποιεί την ύπαρξή μας». Οι εναλλαγές (γνωστικού) φωτός και (αφάτου) σκότους προκαθορίζουν προφανώς τις ποσότητες και τις ποιότητες της ποίησης των Ρήξεων.

                                                            *

H κριτική από την πλευρά της ποίησης μας προετοιμάζει κατά κανόνα να διακριβώσουμε, με μια ιδιάζουσα μάλιστα ακρίβεια, το μελλοντικό μας άχθος. Η κρίση συνιστά στην προκειμένη περίπτωση μια ριζική επανεξέταση των όρων επίτευξης, αλλά και περαιτέρω διατήρησης του ανθρωπισμού.

                                                            *

Η ποίηση κρίνει: μια δικλείδα ασφαλείας του πνεύματος.

                                                            *

Η «αρχή της αρμονίας» επιβάλλει τη δική της τάξη. Ό, τι δεν αρμόζει, αποβάλλεται, συρρικνώνεται, ακυρώνεται. Η δε αναπόφευκτη ουτοπία λογίζεται κατά συνέπεια αρετή της ποιητικής έκτασης. Ή και δεδομένο αναπόσπαστο της ποθητής εκ-στάσης. Ήτοι ένας διαφορετικός τονισμός της έκστασης. Η ποιητική γραφή θα ωριμάζει πάντα μέσα στο μέτρο της κριτικής που αναλαμβάνει να καταθέσει ανυπερθέτως.

                                                            *

Ενίοτε η δυσπιστία που αφορά στο ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα προκαλεί κατ΄ ανάγκην σε βάθος την ειδικότερη προοπτική της ποιητικής γραφής. Εξ ου και η αυτοκριτική όπως παρατίθεται ενδεικτικά εδώ: «Γιατί να πάμε παραπέρα; Θα μπορούσε κανείς, θεωρητικά, να ξαναβρεί το ρυθμό, να μελετήσει τα πάντα και να φτάσει την τελειότητα ενός κρίνου ή ενός πορσελάνινου πόμολου. Αντί να παιδεύουμε μια καλόβολη φράση γιατί να μην ακολουθήσουμε τον τροχό ως το τέλος – να πλησιάσουμε το θάνατο περπατώντας, να ρουφήξουμε όλο το τοπίο. Ο ένας δρόμος έχει τόση λογική όση κι ο άλλος και τότε – ποιος ξέρει – μπορεί να φέρουμε πίσω την Ευρυδίκη – αυτή τη φορά» (βλ. Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς,  Η Κόρη στην Κόλαση και άλλα ποιήματα, εισαγωγή-μετάφραση; Γιάννης Ζέρβας, εκδόσεις Printa / Ποίηση για πάντα, 2021). Η εμμονή της υπέρβασης των δεδομένων ορίων υπαγορεύει, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς την τελική συμπεριφορά του αυθεντικού, δηλαδή του γράφοντος-κρίνοντος εγώ.

                                                              *

Αν όντως «ο λόγος, δυνάστης μέγας ἐστίν, ὃς σμικροτάτῳ σώματι καὶ ἀφανεστάτῳ  θειότατα έργα ἀποτελεῖ», όπως ισχυρίζεται ο Γοργίας, τότε η κρίση, την οποία ξέρει να ασκεί, λογίζεται ιδιαζόντως επιτελεστική.

Γιώργος Βέης

 

 

1.

Η πάγια και παγιωμένη μέθοδος για την αποτίμηση του ποιητικού λόγου είναι αυτή που, παραδοσιακά, θέλει το ποίημα να τίθεται υπό κρίση αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του στο εργαστήρι του ποιητή, κυρίως δε κατά τη φάση της έκδοσης και της κυκλοφορίας του. Η πρακτική, ωστόσο, αυτή μοιάζει να διαχωρίζει τελείως το δημιουργικό – συγγραφικό στάδιο από το αντίστοιχο κριτικό και να τοποθετεί το πρώτο στη σφαίρα της έμπνευσης και του οίστρου και το δεύτερο στη σφαίρα της εκλογίκευσης και των, λίγο πολύ, μετρήσιμων και υπολογίσιμων μεγεθών. Στην πραγματικότητα, όμως, η αποτίμηση, όχι με τη μορφή της έκφρασης αξιολογικών κρίσεων, αλλά της επιλογής ή, καλύτερα, των επιλογών, έχει προηγηθεί και έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ίσως μάλιστα - και γιατί όχι; - κατά τη διάρκεια της σύλληψης, αφού αυτή προϋποθέτει και απαιτεί την ανάπτυξη και την εφαρμογή μιας ισχυρής κριτικής ματιάς πάνω στον άνθρωπο και τη ζωή, πάνω στην ύπαρξη και τις συνιστώσες της, έτσι που η ποιητική έκφραση να καθίσταται πια κριτική έκφραση. Θα μπορούσε, μάλιστα, προεκτείνοντας αυτή την παρατήρηση, να δει εδώ μια παράδοξη αντιστροφή. Να θεωρήσει και να αντικρίσει, δηλαδή, την κριτική αποτίμηση ως μια δημιουργική διεργασία και διαδικασία που εμπνέεται από το ποιητικό έργο και το ποίημα ως απόληξη μιας μακράς και διεξοδικής διερεύνησης, μιας αναζήτησης που τελείται με φιλοσοφικούς, θεωρητικούς, κριτικούς καθαρά όρους.

2.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα ή, πιο σωστά, διλήμματα που προκύπτουν με αφορμή την ποιητική δημιουργία σχετίζεται με το αν και σε ποιο βαθμό ο ποιητής μπορεί να υπάρξει, να λειτουργήσει και να δημιουργήσει (και) ως κριτικός. Κι αυτό γιατί, τόσο η καταφατική όσο και η αρνητική απάντηση και στάση φαίνεται να συγκεντρώνουν πειστικά επιχειρήματα και ικανούς υποστηρικτές. Έτσι, λοιπόν, υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι δύο αυτές εκδοχές του λόγου, ποίησης και κριτικής, πρέπει να μείνουν διακριτές και μάλλον απομακρυσμένες μεταξύ τους, ακριβώς για να μπορέσουν να υπηρετηθούν, κατά μόνας, με αφοσίωση και επάρκεια, την ίδια στιγμή που άλλοι καταφάσκουν απέναντι στο μοίρασμα των δημιουργικών δυνάμεων και δυνατοτήτων του συγγραφέα, της εμπλοκής του και στην ποίηση και στην κριτική και, εν τέλει, στη συμπλοκή των δύο ειδών λόγου και στη μετατροπή τους σε ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων που και στην ποίηση μπορεί να προσφέρει πολλά, αλλά και στην κριτική. Απάντηση, όπως εύλογα και εύκολα μπορεί να υποτεθεί, δεν μπορεί να δοθεί. Εκείνο, όμως, που μπορεί με βεβαιότητα να ειπωθεί είναι πως η θεωρούμενη από πρώτη άποψη ως «απιστία» του ποιητή προς την τέχνη του, τις στιγμές που εκείνος αφιερώνεται και απορροφάται από την κριτική, είναι, στην πραγματικότητα η δεύτερη απόδειξη της αγάπης και της πίστης του προς αυτήν, της βαθιάς και πολύπλευρης σχέσης του μαζί της που άλλοτε εκκινεί και άλλοτε καταλήγει στον ποιητικό πυρήνα.

3.

Η ποίηση μπορεί άραγε να κρίνει τον ποιητή της; Άραγε μπορεί ένα ποίημα να λειτουργήσει κριτικά ή ακόμα και καθοδηγητικά των επόμενων βημάτων που θα βαδίσει ο ποιητής; Πρόκειται για μια ερώτηση που αποκλείει οποιοδήποτε άλλον τρίτο παράγοντα και αντιστρέφει ολοκληρωτικά τους όρους της δημιουργίας που θέλουν τον ποιητή να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο πάνω στο ποίημα του, να αποφασίζει για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του. Αυτή τη φορά το βάρος πέφτει στο ποίημα που, έχοντας κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον δημιουργό του, έρχεται για να σταθεί απέναντί του, να αναμετρηθεί μαζί του και, κυρίως, με τις προσδοκίες που αυτός έτρεφε κατά τη φάση της δημιουργίας, κυρίως, όμως, κατά τη φάση της πρόσληψής του. Συνήθως, λοιπόν, το ποίημα δείχνει τον δρόμο. Κι αυτός ο δρόμος έχει δύο διακλαδώσεις, είτε, δηλαδή, οδηγεί στην άρνηση, είτε στην κατάφαση. Στην πρώτη περίπτωση το ποίημα κρίνει και αποτιμά τον δημιουργό του ως μάλλον αποτυχόντα να αρθεί στο ύψος της περίστασης, να φτάσει το ύψος του πήχη που η ίδια η ποίηση, αφ’ εαυτής, θέτει και υπερασπίζεται. Και τότε αυτός μπορεί να απαντήσει ακόμα και με την απόσυρση, με την απόκρυψη των ποιημάτων του σε ένα χώρο απροσπέλαστο (πια) από το κοινό. Πρόκειται για τα λεγόμενα αποκηρυγμένα ποιήματα, τα έργα δηλαδή εκείνα που ο δημιουργός τους έκρινε πως δεν ανταποκρίνονται, ούτε καθρεφτίζουν τις εσωτερικές εκφραστικές του αναζητήσεις, γι’ αυτό και θα πρέπει να μείνουν εκτός του κυρίως σώματος της λογοτεχνικής του δημιουργίας. Στην αντίθετη περίπτωση, εκεί δηλαδή που το ποίημα θα μπορέσει υψωθεί και να κατανικήσει τον χώρο και τον χρόνο, μπορεί κανείς να μιλήσει ένα είδος μυητικής διαδικασίας που το κάνει να αποτελέσει μέρος του κανόνα, ένα από τα ποιήματα εκείνα στα οποία σταθμεύει κάθε αναγνώστης, κάθε δημιουργός, κάθε άνθρωπος. Κι εδώ όμως υπάρχει ο κίνδυνος, τόσο για το ποίημα, όσο – κυρίως για αυτόν – τον δημιουργό. Ο κίνδυνος της επανάληψης, της μανιέρας, της αναπαραγωγής, του δισταγμού να εξέλθει από το σίγουρο περιβάλλον της επιτυχίας για να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί στο νέο, το άγνωστο, το επίφοβο και επικίνδυνο πεδίο του πειραματισμού και της ανανέωσης.

4.

Η ποίηση δεν κρίνει. Δεν κρίνει ούτε την πραγματικότητα, ούτε τον άνθρωπο, ούτε τη συνθήκη του. Παρά την ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι η ποίηση είχε, έχει και θα έχει έναν καίριο και καταλυτικό, καθαρά παρεμβατικό ρόλο και λόγο στη διαμόρφωση και τη σχηματοποίηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, στην πραγματικότητα η ποίηση ξεφεύγει κατά πολύ από το να αποτελεί, απλώς και μόνο, έναν μοχλό πίεσης, μια μορφοποιό δύναμη της μεταβολής, της μεταστροφής του ανθρώπινου βίου προς την κατεύθυνση της ομορφιάς, νοούμενης ως αισθητικής και ηθικής ταυτόχρονα ποιότητας. Γιατί εκείνο που, ουσιαστικά, τίθεται κάτω από την κριτική της ματιά είναι αυτό που παραδοσιακά όλοι θεωρούν και πιστεύουν σαν κριτή της. Είναι ο χρόνος. Ο χρόνος, λοιπόν, που διαχρονικά θεωρείται η παράμετρος εκείνη πάνω στη βάση της οποίας επιβιώνουν τα ποιήματα, μπορεί κάλλιστα να μεταφερθεί από το επίπεδο του κριτή στο επίπεδο του κρινόμενου για να επιβεβαιωθεί έτσι η σχετικότητα της φύσης του, για να επικυρωθεί η ύπαρξή του μονάχα ως χρόνου δημιουργικού, ως χρόνου κατά τον οποίο παράγεται και προάγεται η γραφή, ως αφή του ωραίου και καλού.

Ευσταθία Δήμου

 

 

Το κωμικό υπήρξε πάντοτε ένας τρόπος με τον οποίο οι ποιητές ασκούσαν κριτική στην κοινωνική πραγματικότητα, στις υποκριτικές συμβάσεις, στις εξουσίες και στον παραλογισμό των κοινωνικών συστημάτων. Στην ιταλική λογοτεχνία υπάρχει μια μακρά παράδοση κωμικής ποίησης, η οποία έδρασε με τον τρόπο αυτό, με ρίζες που πάνε πολύ πίσω στον χρόνο. Η λογοτεχνική τάση του Ύστερου Μεσαίωνα που ονομάστηκε κωμικό-ρεαλιστική ποίηση ερχόταν σε αντίθεση με το ευγενές και υψηλό ύφος του Dolce Stil Novo. Σε αυτή την ποίηση η γυναίκα και ο έρωτας φωτίζονται από μια σκοπιά καθαρά σαρκική και όχι ιδεατή, ενώ άλλα θέματα είναι  το κρασί, η ξένοιαστη ζωή, η διασκέδαση, το καλό φαγητό, τα ζάρια, την ίδια στιγμή που εξοβελίζεται από τους στίχους η εξύμνηση της ευγένειας της ψυχής. Πρόκειται για μια ποίηση περιπαικτική προς τις κοινωνικές συμβάσεις κα τη σοβαροφάνεια.

Οι ποιητές που εκπροσωπούν αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα ακολουθούν την παράδοση της μεσαιωνικής ποίησης goliardica. Αυτό το είδος της ποίησης ανθεί γύρω στα 1100 σε όλη την Ευρώπη χάρη στους περιπλανώμενους κληρικούς (goliardi). Τα συγκεκριμένα ποιήματα υμνούν τη γυναίκα, το πιοτό, τα τυχερά παιχνίδια, το χρήμα που μπορεί να εξασφαλίσει την καλοπέραση. Απεχθάνονται τη φτώχεια, τη στέρηση των γήινων απολαύσεων και παρωδούν τα εκκλησιαστικά ήθη. Η πιο διάσημη συλλογή τέτοιων ποιημάτων είναι τα Carmina burana του 1300 που επεξεργάζεται υλικό του 1200. Κι όμως υπάρχουν στοιχεία που αποκαλύπτουν δεσμούς ανάμεσα στη σύνθεση αυτών των ποιημάτων με την υψηλή ποίηση της εποχής. Συχνά, δηλαδή, θέματα της υψηλής ποίησης, όπως εγκαταλελειμμένες γυναίκες, αυστηροί γονείς ή ερωτικοί θρήνοι συναντώνται στην poesia goliardica. Επίσης, υπάρχουν και έργα πολιτικού περιεχομένου. Όλη αυτή η ποιητική παραγωγή είναι ανώνυμη, παρόλο που σε κάποια χειρόγραφα έχουν διασωθεί ονόματα, όπως αυτό του Cielo D’Alcamo.  

Όσον λοιπόν κι αν εκ πρώτης όψεως, εξαιτίας της προκλητικότητας και του τολμηρού περιεχόμενου των στίχων η κωμικο-ρεαλιστική ποίηση μας φαίνεται κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή της, τα φαινόμενα απατούν. Εκπροσωπεί μια μακρά παράδοση με λαϊκές βάσεις, ένα διονυσιακό στοιχείο το οποίο εκφράζεται αδιάκοπα μέσα στους αιώνες, παρά τη μεσολάβηση του χριστιανισμού και του νέου ηθικού πλαισίου που αυτός δημιουργεί. Αυτή η ποίηση κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί τα πάθη του και τις αδυναμίες του και μέσα από το χιούμορ μπορεί να αμβλύνει το ασφυκτικό πλαίσιο που η χριστιανική ηθική καλλιεργεί. Μέσα από αυτά τα ποιήματα οι άνθρωποι μπορούσαν να «θεραπεύονται» από την ενοχή και τον φόβο της τιμωρίας.

Ο Cecco Angiolieri είναι ο βασικότερος εκπρόσωπος της κωμικό-ρεαλιστικής ποίησης. Άλλοι εκπρόσωποι είναι οι Rustico Filippi και Forese Donati. O Angiolieri γεννήθηκε στη Σιένα γύρω στο 1260 και πέθανε μεταξύ 1311 και 1313. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του, όπως ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια ευγενών, η οποία βρέθηκε στο πλευρό των Γουέλφων. Παντρεύτηκε και απέκτησε πολλά παιδιά, αλλά ακολούθησε μια έκλυτη ζωή. Φαίνεται πως διωγμένος από τη Σιένα έζησε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη. Από την οικογενειακή περιουσία λίγα υπάρχοντα του απόμειναν, καθώς παραδομένος στις διασκεδάσεις, φαίνεται να απέκτησε πλήθος χρεών. Στον  Cecco Angiolieri αποδίδονται γύρω στα 150 σονέτα, αλλά μόνο 112 είναι βέβαιο ότι γράφτηκαν από αυτόν. Στα ποιήματά του δύο είναι τα βασικά θέματα: ο έρωτας για κάποια Becchina, κόρη ενός βυρσοδέψη, ένας έρωτα που έχει απολύτως σαρκικό χαρακτήρα, καθώς και το μίσος για τους γονείς του, οι οποίοι τον εμποδίζουν να σπαταλά τα λεφτά της οικογένειας σε διασκεδάσεις.

Ακολουθεί το γνωστότερο από τα σονέτα του. Σε αυτό είναι έντονος ο μισανθρωπικός χαρακτήρας, αλλά εμμέσως και το πάθος για τη ζωή με όλες τις απολαύσεις της και η κριτική προς τις συμβάσεις και τους κοινωνικούς ρόλους. Ας μην περιοριστούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα μόνο με βάση τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, αλλά ενταγμένο στη μεσαιωνική παράδοση της σκωπτικής ποίησης. Παρόλη όμως την ένταξη του ποιήματος στη λογοτεχνική αυτή παράδοση, στην εποχή του θεωρήθηκε βέβηλο και προκλητικό.

 

Αν ήμουν φωτιά

Αν ήμουν φωτιά, τον κόσμο θα έκαιγα.
Αν ήμουν άνεμος, θα τον διέλυα.
Αν ήμουν νερό, θα τον έπνιγα.
Αν ήμουν Θεός, στον πάτο θα τον έστελνα.
Αν ήμουν πάπας, θα το διασκέδαζα,
που όλοι οι χριστιανοί θα δούλευαν για μένα.
Αν ήμουν αυτοκράτορας, θα το ’βλεπες,
σύριζα σε όλους τις κεφαλές θα έκοβα.
Αν ήμουν θάνατος, στον πατέρα μου θα πήγαινα.
Και ζωή αν ήμουν, δίπλα του δεν θα ’μενα.
Το ίδιο αυτό και στη μητέρα μου θα έκανα.
Αν ήμουν ο Τσέκκο, όπως ήμουνα κι είμαι,
θα κυνήγαγα τις νέες, τις όμορφες γυναίκες:
κι οι αρρωστιάρες, οι γριές χάρισμα στους άλλους.

Άννα Γρίβα


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Απριλίου 2022