Εκτύπωση του άρθρου

 

Σε κάθε μεταφραστική απόπειρα ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της «προδοσίας» του πρωτότυπου έργου, της ανακριβούς ή άστοχης ή ανεπαρκούς, δηλαδή, απόδοσης του περιεχομένου του και, πολύ περισσότερο, του πνεύματός του, αυτού που θα όριζε κανείς ως εσωτερική δομή, ύφανση και κυματισμό του λόγου του. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται κλιμακωτά και βαθμιαία, καθώς προχωρά κανείς από μορφές και είδη λόγου λιγότερο λογοτεχνικά, όπως, για παράδειγμα, τα επιστημονικά ή δοκιμιακά κείμενα, για να καταλήξει σε κείμενα ακραιφνώς λογοτεχνικά, πεζογραφικά και, κυρίως, ποιητικά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, μάλιστα, αυτήν της ποίησης, το επίπεδο δυσκολίας ανεβαίνει σημαντικά, με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί και να κυκλοφορεί ευρέως η αντίληψη ότι η μετάφραση του ποιητικού λόγου είναι, εκ προοιμίου, μία πράξη που δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει ένα ελάχιστο ή, έστω, μικρό μερίδιο επιτυχίας και δικαίωσής της. Ο κίνδυνος αυτός, ωστόσο, και οι επιφυλάξεις που, αναπόφευκτα, προκάλεσε στους μεταφραστές δεν φαίνεται να λειτούργησε ανασταλτικά στην έλξη που διαχρονικά άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί στους ανθρώπους της λογοτεχνίας η δοκιμή και η δοκιμασία στη μετάφραση της ποίησης. Η επίδοση τους, αντίθετα, σε αυτήν υπήρξε, τόσο στο παγκόσμιο, όσο και στο ελληνικό ποιητικό πεδίο, ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη και η συγκεκριμένη πρόκληση φάνηκε πως βρήκε και συνεχίζει να βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση και ενδιαφέρον.

Προξενεί, πράγματι, εντύπωση ο μεγάλος αριθμός των λογοτεχνών, είτε αυτοί ασχολούνται αποκλειστικά με τη μετάφραση, είτε είναι ποιητές, που καταφεύγουν στην ξενόγλωσση ποίηση, όχι απλώς και μόνο για να την προσλάβουν αναγνωστικά, αλλά για να πειραματιστούν στη μεταφορά της σε μιαν άλλη γλώσσα, εν προκειμένω τη νεοελληνική. Μια πρώτη ερμηνεία του φαινομένου θα μπορούσε να δει σε αυτό την ανάγκη και, κυρίως, την ιδιότητα της ποίησης να εξελίσσεται και να προχωρεί σε διάφορα επίπεδα και κατευθύνσεις, μεταξύ άλλων, μέσα και από την μεταφραστική διαδικασία και πρακτική, μια πρακτική που κάθε άλλο παρά ασφαλές εγχείρημα αποτελεί. Γιατί η ευθύς εξ αρχής συγγραφή ενός ποιητικού έργου δίνει σαφέστατα πολύ μεγαλύτερη ελευθερία και ασφάλεια στον καλλιτέχνη από τη γλωσσική μετάπλαση ενός προϋπάρχοντος έργου το οποίο μεταπηδώντας τώρα σε μιαν άλλη γλώσσα προσφέρεται, σε πρώτη φάση, για τη σύγκριση και την αντιπαραβολή του με το αρχικό έργο και, σε δεύτερη φάση, για την αποτίμηση της επιτυχίας του εγχειρήματος, αλλά και της αξίας ή της ικανότητας του ίδιου του μεταφραστή.

Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις ποιητικής μετάφρασης που, σε κάποιο βαθμό, κρίθηκαν ανεπαρκείς στο μέτρο και στο βαθμό που ο μεταφραστής αντίκρισε και αντιμετώπισε το αρχικό έργο ως ερέθισμα και μόνο, ως αφορμή προκειμένου να μπορέσει να τεχνουργήσει μία ποιητική δημιουργία απολύτως εναρμονισμένη και ταιριαστή στη δική του ποιητική «φωνή» και ιδιοπροσωπία. Σε αυτές τις περιπτώσεις το τελικό στιχούργημα έμοιαζε πόρρω απομακρυσμένο από ό, τι υπήρξε η πηγή του και ο μεταφραστής, καταπώς φαίνεται, ενδιαφέρθηκε πολύ περισσότερο να προκρίνει και να προβάλλει τον δικό του ποιητικό τρόπο παρά τον αντίστοιχο του αλλόγλωσσου ποιητή. Σε αυτήν την περίπτωση η μεταφραστική διαδικασία πήρε μάλλον τη μορφή ενός «δανείου» ή καλύτερα μιας σκυταλοδρομίας με τον δεύτερο ποιητή να παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον πρώτο για να χαράξει τη δική του ποιητική διαδρομή και πορεία. Το γεγονός αυτό εξηγεί και ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό την κοινότητα που παρατηρείται ανάμεσα στο μεταφραστικό και το πρωτότυπο έργο ενός ποιητή, κοινότητα η οποία σηματοδοτεί και αποδεικνύει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό, την ιδιοποίηση κατά κάποιον τρόπο του αρχικού ποιήματος και την τοποθέτηση σε αυτό των καταβολών μιας νέας δημιουργίας. Με δεδομένη, λοιπόν, αυτή τη διαφορετική πρόθεση και το διαφοροποιημένο αποτέλεσμα στο οποίο η πρόθεση αυτή οδηγεί, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η μετάφραση έδωσε τη θέση της στην γλωσσική ανάπλαση ή μετάπλαση του πρωτότυπου έργου με τους όρους που ο ίδιος ο μεταφραστής έθεσε και όχι με τους όρους που η ίδια η μεταφραστική μέθοδος και πρακτική προϋποθέτει και επιβάλλει.

Οι τελευταίοι αυτοί όροι σχετίζονται και απορρέουν τόσο από το σημαίνον, όσο και από το σημαινόμενο του ποιήματος, ίσως μάλιστα περισσότερο από το πρώτο. Γιατί αν θελήσει κανείς να υπεισέλθει βαθύτερα, να διερευνήσει και να προσδιορίσει με ακρίβεια τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας επιτυχούς μεταφραστικής διαδικασίας νοούμενης με την έννοια και υπό το πρίσμα της πιστότητας, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι τόσο το περιεχόμενο που θα πρέπει να μεταφερθεί αυτούσιο – εγχείρημα που, από πρώτη άποψη δεν μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο – όσο η ποιητική, ο ιδιαίτερος τρόπος δηλαδή του συγγραφέα να σχηματίζει και να σχηματοποιεί το δίχτυ των λέξεων που συναποτελούν το ποίημα. Το δίχτυ αυτό είναι διαφορετικό σε κάθε ποιητή και αυτό ακριβώς προσδίδει την ομορφιά και την ποικιλομορφία στο ποιητικό τοπίο κάθε καιρού και κάθε τόπου. Αυτό, λοιπόν, το πλέγμα δεν θα πρέπει να διαρραγεί ή να χαλάσει ή να μετατραπεί σε κανένα από τα σημεία του γιατί αυτό ακριβώς αποτελεί το ειδοποιό χαρακτηριστικό του, τη μορφή του, νοούμενη όχι τόσο ως εξωτερική σχηματοποίηση, όσο ως εσωτερική σύνθεση και συνδυασμό των λέξεων με το ιδιαίτερο εννοιολογικό, ιδεολογικό, αισθητικό και συναισθηματικό βάθος που καθεμία από αυτές φέρει.

Οι δύο αυτές εκδοχές της μεταφραστικής διαδικασίας διαμορφώνουν ένα δίπολο μέσα στο οποίο κινείται κάθε μεταφραστική απόπειρα στο χώρο της ποίησης. Έτσι, από τη μία προκρίνεται η ποιητική του μεταφραστή – ποιητή που βλέπει στο αρχικό ποίημα την αφετηρία μιας δικής του δημιουργίας που θα βρίσκεται πολύ εγγύτερα στο δικό του ποιητικό ύφος και ήθος και, από την άλλη, η απομάκρυνση από το ποιητικό «εγώ», η παραμονή στην πηγή, στο αρχικό έργο το οποίο μεταπηδά από τη μία γλώσσα στην άλλη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Και οι δύο περιπτώσεις, όπως είναι φυσικό, έχουν τη δυναμική και την αδυναμία τους, το κέρδος και τις απώλειές τους. Γιατί εάν και εφόσον θελήσει κανείς να μείνει στο νόημα και την ουσία της μετάφρασης θα προτείνει ως πιο ενδεδειγμένη τη δεύτερη εκδοχή που δίνει προτεραιότητα στο ίδιο το έργο και την κειμενική του υπόσταση, εάν όμως αντικρίσει την ποίηση υπό το πρίσμα μιας ενεργούς και ενεργητικής διαδικασίας, ενός δυναμικού διαλόγου ανάμεσα στους καλλιτέχνες θα διαπιστώσει ότι η δεύτερη εκδοχή προσφέρεται σαν άσκηση στην ποίηση, σαν κέντρισμα και ώθηση στον καλλιτέχνη να διευρύνει και να χαράξει ευκρινέστερα τους δικούς του εκφραστικούς τόπους και τρόπους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις μπορεί κανείς να εντοπίσει αισθητικά άρτια ποιήματα ανεξάρτητα από το πόσο έχουν αποφασιστικά κόψει ή διατηρήσει τον ομφάλιο λώρο με το έργο που τα γέννησε.

Ευσταθία Δήμου

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Σεπτεμβρίου 2021