Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

 

 

 

Ποίηση και μετάφραση

 

 

Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

i. Από το βιβλίο της Margaret Ammann Βασικές Αρχές της Μεταφρασεολογίας. Ένα εγχειρίδιο για επίδοξους μεταφραστές & διερμηνείς (μετάφραση-προσαρμογή: Ανθή Βηδενμάιερ, Δέσποινα Δ. Λάμπρου, επιστημονική επιμέλεια: Ανθή Βηδενμάιερ, εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2014, σ. 128) είναι σαφές ότι «η μετάφραση εκλαμβάνεται ως διαπολιτισμική επικοινωνία» (σσ. 58 κ.ε.). «Με τον όρο πολιτισμός εννοούμε «το σύνολο των νορμών, συμβάσεων και απόψεων (αξιών) που επηρεάζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου ή μιας κοινωνίας» (Vermeer 1986: II-III), συνεπώς «όσα θα πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει, να κατέχει και να αισθάνεται [!] κανείς ώστε να μπορεί να κρίνει σε ποιες περιπτώσεις τα μέλη μιας κοινότητας συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις προσδοκίες που προκύπτουν από τους διάφορους ρόλους τους ή αποκλίνουν από αυτές και ώστε να μπορεί ο ίδιος να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις προσδοκίες της εκάστοτε κοινότητας, εφόσον δεν επιθυμεί και δεν είναι διατεθειμένος να υποστεί τις συνέπειες που πηγάζουν από την αντίθετη προς τις προσδοκίες συμπεριφορά του (Göhring 1978:10). Αυτός ο γενικός ορισμούς του πολιτισμού μπορεί να εξειδικευτεί ακόμη περισσότερο, καθώς υπάρχουν:   

α) Ο πολιτισμός μιας συγκεκριμένης κοινωνίας (παραπολιτισμός): οι νόρμες, κανόνες και συμβάσεις που ισχύουν για μια ολόκληρη κοινωνία (π.χ. η απόκτηση υλικών αγαθών ως αναγνωρισμένη κοινωνική αξία).

                                    β)    Ο πολιτισμός μιας συγκεκριμένης ομάδας
(διαπολιτισμός): οι νόρμες, κανόνες και συμβάσεις που ισχύουν
για μια ομάδα μέσα σε μια κοινωνία […].

            γ)  Ο πολιτισμός ενός συγκεκριμένου ατόμου
(ιδιοπολιτισμός)¨οι νόρμες, κανόνες και συμβάσεις που θέτει ένα
άτομο στον εαυτό του και θεωρεί ότι έχουν ισχύ («αξία») […].

            Φυσικά, ο σαφής διαχωρισμός των τριών αυτών κατηγοριών είναι αδύνατος στην πράξη. Τη διάκριση την χρειαζόμαστε για μια θεωρητική προσέγγιση και διαπιστώνουμε ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες αποτελούν το πλαίσιο για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στην εκάστοτε περίπτωση ανήκουν και οι παράγοντες του χρόνου (δηλαδή και το ιστορικό μιας περίστασης) και του τόπου, οι οποίοι με τη σειρά τους επιδρούν στο πολιτισμικό πλαίσιο. (Οι όροι τόπος και χρόνος δημιουργούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνικών τύπων και δεν θα πρέπει να εξετάζονται ανεξάρτητα από αυτούς). Ο τόπος και ο χρόνος επιδρούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη λαμβάνονται υπόψη στον ίδιο βαθμό όλες οι πολιτισμικές πτυχές του παραπολιτισμού, του διαπολιτισμού και του ιδιοπολιτισμού (σσ. 51-53).

[…] Κάθε δράση εντάσσεται σε μια περίσταση και ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε ή ερμηνεύουμε τη συνολική περίσταση εξαρτάται από τον πολιτισμό μας και τις γνώσεις μας, οι οποίες επίσης εξαρτώνται από τον πολιτισμό μας. Οι γνώσεις αυτές, ωστόσο, δεν βασίζονται μόνο σε «αντικειμενικά επαληθεύσιμα» γεγονότα. Διότι αυτό που δεν γνωρίζουμε (αν θεωρήσουμε ότι μπορούμε να γνωρίζουμε ο,τιδήποτε με σιγουριά) το υποθέτουμε! Βασιζόμαστε σε ένα επεξηγηματικό πρότυπο και κάνουμε υποθέσεις προκειμένου να κατανοήσουμε μια συγκεκριμένη περίσταση. Οι υποθέσεις αυτές είναι – ακριβώς όπως και οι πραγματικές γνώσεις – άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πολιτισμό. Συνεπώς, οι δυνατότητες κατανόησης είναι πάντα περιορισμένες. Πάντα υπάρχει η πιθανότητα παρεξήγησης.

Η Θεωρία του Σκοπού και ο ρόλος του κειμένου-στόχου (σσ. 69 κ.ε.).

Στη μεταφρασεολογία, ο όρος Σκοπός (γερμ. Skopos [skópos]) καθώς και η σχετική με αυτόν αντίληψη και τη μετάφραση εισήχθη από τον Vermeer (αναλυτικά στο Reiß & Vermeer 1984, Μέρος Ι), σύμφωνα με τον οποίο η μετάφραση και η διερμηνεία αποτελούν ένα είδος επικοινωνίας και η επικοινωνία με τη σειρά της αποτελεί ένα είδος δράσης (λεπτομέρειες με παραδείγματα στο Vermeer 1989). Ένα βασικό χαρακτηριστικό της δράσης είναι ότι πραγματοποιείται πάντα ενόψει ενός σκοπού. Συνεπώς και η μετάφραση ή διερμηνεία ως δράση πραγματώνονται επίσης πάντα ενόψει ενός σκοπού. Μετάφραση και διερμηνεία χωρίς λόγο δεν υφίστανται. […] Στο σημείο αυτό θα περιοριστώ στους «συνειδητούς» και «εκούσιους» σκοπούς, όπως πρέπει να είναι και οι σκοποί που τίθενται (έστω κι αν αυτό δεν γίνεται ρητά) στη μεταφραστική διαδικασία. […] Ο στόχος (γιατί;) είναι στενά συνδεδεμένος με το ερώτημα για ποιον; Και όταν μιλάμε για τον Σκοπό στο πλαίσιο της μετάφρασης και της διερμηνείας, τότε τα δύο αυτά ερωτήματα εμπεριέχονται στον Σκοπό και είναι καθοριστικά για τη μεταφραστική στρατηγική που θα ακολουθηθεί (πώς θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια μετάφραση ή μια διερμηνεία). Και το εάν μια μετάφραση είναι «καλή» θα εξαρτηθεί από το εάν λειτουργεί στον πολιτισμό-στόχο, δηλαδή εάν ένα μέλος του πολιτισμού-στόχου (ΔΕΠΣ) έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει την πληροφορία που του προσφέρεται από ένα μέλος του πολιτισμού-πηγής (ΔΗΠΠ) και να την αξιοποιήσει. Και μάλιστα όχι να την αξιοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά με τον τρόπο που είχε στο μυαλό του ο ΔΗΠΠ (χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι ο ΔΕΠΣ «είναι υποχρεωμένος» να το κάνει). Η προσφερόμενη πληροφορία χαρακτηρίζεται ως κείμενο. Ένα κείμενο δεν είναι λοιπόν μόνο κάτι γραπτό, όπως νομίζουν πολλοί. «Ένα κείμενο είναι προϊόν μιας δράσης» (Vermeer 1986). Αυτό αφενός σημαίνει ότι κάθε κείμενο έχει δημιουργηθεί από έναν δημιουργό για έναν συγκεκριμένο στόχο, μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και έναν συγκεκριμένο δέκτη (ή ομάδα δεκτών) και αφετέρου ότι το κείμενο γίνεται κείμενο όταν ο δέκτης το κατανοήσει για έναν συγκεκριμένο λόγο και σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. […] Σίγουρα υπάρχουν λόγοι για τη διαφορετική πρόσληψη του ίδιου κειμένου. Ίσως να παίζουν ρόλο οι γνώσεις ή τα ενδιαφέροντα κάποιου. Αλλά θα μπορούσαμε κάλλιστα να μιλήσουμε και για πολλούς άλλους λόγους. Στο σημείο αυτό θα ήθελα ωστόσο να τονίσω απλώς ότι δεν υφίσταται ούτε το κείμενο ούτε η κατανόηση του κειμένου, αλλά ότι ένα κείμενο «γίνεται» κείμενο με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις διαφορετικές περιστάσεις και τους διαφορετικούς δέκτες. (Όποιος πιστεύει ότι υπάρχουν και όρια για τη διαφορετική πρόσληψη και επιθυμεί να ασχοληθεί περαιτέρω με το συγκεκριμένο θέμα, μπορεί να διαβάσει το βιβλίο του Umberto Eco Lector in Fabula, 1979). […] Παραδοσιακά το κείμενο-πηγή είναι το μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται μια μετάφραση. Αποτελεί το πρότυπο για το κείμενο-στόχο, από τη μορφή ώς το περιεχόμενο. Ναι, υπάρχουν μάλιστα μεταφραστές οι οποίοι είναι ευχαριστημένοι όταν το κείμενο-στόχος έχει τον ίδιο αριθμό λέξεων με το κείμενο-πηγή! Να προσθέσουμε ότι η παραδοσιακή μεταφρασεολογία αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει το κείμενο-πηγή ως καθαρά γλωσσικό φαινόμενο και ότι ασχολούνταν και ασχολείται με ερωτήματα όπως, για παράδειγμα, το πώς μπορεί να αποδοθεί μια παθητική δομή μιας γλώσσας Χ σε μια γλώσσα Ψ η οποία δεν διαθέτει παθητική δομή, από την οποία δηλαδή «λείπει» αυτό το γραμματικό φαινόμενο. Εάν όμως ένα κείμενο πάψει να αντιμετωπίζεται ως κάτι μεμονωμένο και θεωρηθεί ως κείμενο-στην-περίσταση, δηλαδή ως κείμενο που δημιουργείται σε μια συγκεκριμένη περίσταση και προσλαμβάνεται σε μια άλλη, τότε το κείμενο-πηγή χάνει (επιτέλους) τη βαρύτητά του. Διότι σε τι και σε ποιον χρησιμεύει όταν ένα κείμενο που μεταφράστηκε σε μια άλλη γλώσσα δεν λειτουργεί πλέον στον άλλο πολιτισμό; Όταν ο νέος αναγνώστης δεν ξέρει τι να το κάνει; Κόντρα στον υπερτονισμό του κειμένου-πηγής η θεωρία του Σκοπού θέτει το ερώτημα σχετικά με τον σκοπό μιας μετάφρασης, δηλαδή σχετικά με το σκοπό μιας μετάφρασης, δηλαδή σχετικά με το τι λειτουργία πρέπει ή μπορεί να επιτελέσει η μετάφραση σε μια διαφορετική περίσταση, σε έναν άλλο πολιτισμό. Επομένως, η μεταφραστική στρατηγική προσανατολίζεται στην επιδιωκόμενη λειτουργία ενός κειμένου στον πολιτισμό-στόχο. […] Ο Vermeer (1982) περιέγραψε τη μετάφραση και τη διερμηνεία ως προσφορά πληροφοριών. Ο μεταφραστής ή διερμηνέας προσφέρει στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου πληροφορίες ενός κειμένου-πηγής. Ο όρος πληροφορία δεν περιλαμβάνει, ωστόσο, μόνο το νόημα ή τα γεγονότα. Ακόμη και η μορφή ενός κειμένου μπορεί να θεωρηθεί πληροφορία. Ένας λεκές από καφέ πάνω σε μια εργασία μπορεί να θεωρηθεί ως έλλειψη ενδιαφέροντος του συντάκτη της. Εάν σε ένα κινέζικο ποίημα με θέμα τη μοναξιά τα ιδεογράμματα αποτελούνται από όλο και λιγότερες γραμμές όσο προχωρά το ποίημα, τότε και η μορφή του αποτελεί πληροφορία. Ο μεταφραστής δεν θα εξηγήσει τη μορφή, αλλά θα προσφέρει στον αναγνώστη του μια μορφή του πολιτισμού-στόχου, η οποία θα μπορεί να εκληφθεί ως πληροφορία. Ίσως ο αναγνώστης του μεταφράσματος να αγνοήσει αυτή την προσφορά, αλλά το ίδιο μπορεί να κάνει και ο αναγνώστης του κειμένου-πηγής. Ωστόσο ο μεταφραστής δεν είναι ξεναγός. Ο μεταφραστής και ο αναγνώστης του μεταφράσματος θα πρέπει να γνωρίζουν καλά ότι ο καθένας αξιοποιεί τις δικές του (διαφορετικές) δυνατότητες κατανόησης: ο μεταφραστής κατά την πρόσληψη του κειμένου-πηγής και τη δημιουργία του κειμένου-στόχου και ο αναγνώστης-στόχος κατά την πρόσληψη του κειμένου-στόχου.

ii. Το βιβλίο της Christiane Nord Η μετάφραση ως στοχευμένη δραστηριότητα. Εισαγωγή στις λειτουργικές προσεγγίσεις (μετάφραση-προσαρμογή: Σίμος Π. Γραμμενίδης, Δέσποινα Δ. Λάμπρου, επιστημονική επιμέλεια: Σίμος Π. Γραμμενίδης, εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2014, σ. 336) ξεκινάει με μια «Ιστορική Ανασκόπηση» της εξέλιξης των σύγχρονων λειτουργικών προσεγγίσεων στη μεταφρασεολογία ξεκινώντας από τον Κικέρωνα (106-43 π.Χ.) για να καταλήξει στην θεωρία του Σκοπού που αναφέραμε αμέσως προηγουμένως.  Στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο «Ο λειτουργισμός στην εκπαίδευση μεταφραστών» (σσ. 95 κ.ε.) τονίζει δεόντως κάποια υποκειμενικά (μη επιστημονικώς σταθμήσιμα) στοιχεία της μεταφραστικής διαδικασίας: Οι λειτουργικές προσεγγίσεις αναπτύχθηκαν με σκοπό να εφαρμοστούν στην εκπαίδευση των μεταφραστών, έναν τομέα στον οποίο εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες […] Φυσικά, οι εκπαιδευτές που έχουν κάνει σπουδές μετάφρασης ή έχουν εργαστεί ως επαγγελματίες μεταφραστές συνήθως γνωρίζουν ότι διαφορετικά συμφραζόμενα απαιτούν και διαφορετικές μεταφραστικές λύσεις· διαθέτουν δηλαδή μια διαισθητική αντίληψη του λειτουργισμού. […] Στην κειμενική τυπολογία της για τη μετάφραση, η Katharina Reiss εκκινεί από την υπόθεση ότι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας κατά τη μεταφραστική διαδικασία είναι η κυρίαρχη επικοινωνιακή λειτουργία του πρωτοτύπου. Ατό θα μπορούσε να σημαίνει ότι για κάθε κείμενο που ανήκει σε έναν κειμενικό τύπο υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος μετάφρασης, ο «ισοδύναμος» τρόπος. Η επαγγελματική μεταφραστική πρακτική, όμως, δείχνει ότι αυτή η βασική αρχή της Reiss είναι αδύνατον να ισχύσει ως γενικός κανόνας. Για τον λόγο αυτό, οι εκπαιδευτές μεταφραστών μπορεί να υποκύψουν στον πειρασμό να επανέλθουν στην κλασική απάντηση «Εξαρτάται…», ίσως όχι πάντα, σίγουρα όμως στην περίπτωση μετάφρασης πολύ εξειδικευμένων κειμένων. Λογικότερο φαίνεται, ωστόσο, να χρησιμοποιείται ως οδηγός η επικοινωνιακή λειτουργία του κειμένου-στόχου. […] Προφανώς, ο κανόνας της λειτουργίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση μεταφραστών προτού κατανοήσουμε σε βάθος τους διάφορους εμπλεκομένους παράγοντες. […] Υπάρχουν διάφορα μοντέλα κειμενικών λειτουργιών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αφετηρία για την εκπαίδευση μεταφραστών. Το μοντέλο που προτείνεται εδώ δεν αποτελεί παρά ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Τα βασικά πλεονεκτήματά του είναι αφενός ότι είναι αρκετό απλό για να χρησιμοποιηθεί στο μάθημα και αφετέρου ότι επικεντρώνεται σαφώς στη μετάφραση. Βασίζεται στο εργαλειακό μοντέλο του Karl Bühler (1934, organon model), το οποίο αποτέλεσε επίσης το έναυσμα για την κειμενική τυπολογία του Reiss. Σύμφωνα με τον Bühler υπάρχουν τρεις βασικές λειτουργίες της γλώσσας: η αναφορική (αγγλ. Referential)η εκφραστική (αγγλ. expressive) και η κλητική (αγγλ. appellative) [η χρήση της γλώσσας προκειμένου ο δέκτης να αισθανθεί ή να πράξει κάτι, αντίστοιχη με την προτρεπτική (αγγλ. operative) λειτουργία στην ορολογία της Reiss]. Στις τρεις αυτές λειτουργίες θα προσθέσουμε και μια τέταρτη, η οποία θεωρούμε ότι λείπει από το μοντέλο του Bühler. Πρόκειται για τη φατική λειτουργία (αγγλ. phatic function), την οποία αντλούμε από το μοντέλο γλωσσικών λειτουργιών του Roman Jakobson (1960). Οι παραπάνω τέσσερις βασικοί τύπου λειτουργίας υποδιαιρούνται σε διάφορες υπολειτουργίες. […] Η αναφορική λειτουργία στη μετάφραση. […] Αν το αντικείμενο αναφοράς είναι μια γλώσσα ή μια ειδική χρήση της γλώσσας, τότε η κειμενική λειτουργία μπορεί να είναι μεταγλωσσική (αγγλ. metalinguistic). Αν το αντικείμενο αναφοράς είναι ο σωστός τρόπος χρήσης ενός πλυντηρίου ή των μπαχαρικών, τότε η κειμενική λειτουργία μπορεί να είναι κατευθυντική (αγγλ. directive). Αν είναι ένα ολόκληρο γνωστικό πεδίο που θα πρέπει να μάθουν οι δέκτες (π.χ. γεωγραφία) η λειτουργία μπορεί να είναι διδακτική (αγγλ. didactic). Φυσικά η παραπάνω λίστα υπο-λειτουργιών δεν είναι εξαντλητική. […] Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι η αναφορική λειτουργία εξαρτάται από τη δυνατότητα κατανόησης του κειμένου. Η λειτουργία δημιουργεί προβλήματα όταν αναγνώστης τού κειμένου-πηγής και ο αναγνώστης τού κειμένου-στόχου δεν διαθέτουν το ίδιο εύρος προηγουμένων γνώσεων σχετικά με τα αντικείμενα και τα φαινόμενα που αναφέρονται στο κείμενο, όπως συμβαίνει συχνά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτισμού-πηγής, τους λεγομένους πολιτισμικούς δείκτες (αγγλ. realia). […] Η εκφραστική λειτουργία στη μετάφραση. Σε αντίθεση με την κειμενική τυπολογία της Reiss, όπου η εκφραστική περιορίζεται στην αισθητική πλευρά των λογοτεχνικών ή ποιητικών κειμένων, στο μοντέλο που προτείνω η εκφραστική λειτουργία αναφέρεται στη στάση του πομπού απέναντι στα αντικείμενα και φαινόμενα τού κόσμου. Μπορεί να υποδιαιρεθεί ανάλογα με αυτό που επιδιώκει κάποιος να εκφράσει. Αν ο πομπός εκφράζει προσωπικά αισθήματα ή συναισθήματα (π.χ. χρησιμοποιώντας ένα επιφώνημα), μπορούμε να μιλάμε για μια συγκινησιακή (αγγλ. emotive) υπο-λειτουργία. Αν αυτό που εκφράζεται είναι μια αξιολόγηση (που θα αφορά π.χ. μια κυβερνητική απόφαση), τότε η υπό-λειτουργία θα είναι αξιολογητική (αγγλ. evaluative). Μια άλλη πιθανή υπό-λειτουργία θα μπορούσε να είναι η ειρωνεία. Βέβαια, ένα συγκεκριμένο κείμενο μπορεί να είναι σχεδιασμένο προκειμένου να επιτελέσει συνδυασμό περισσοτέρων λειτουργιών ή υπό-λειτουργιών. […] Η κλητική λειτουργία στη μετάφραση. Επικαλούμενη την ευαισθησία των δεκτών ή τη διάθεσή τους να δράσουν, η κληρική λειτουργία [ή βουλητική  (αγγλ. conative), σύμφωνα με την ορολογία του Jakobson] είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να οδηγεί τους δέκτες σε μια συγκεκριμένη αντίδραση. Αν θέλουμε να καταστήσουμε σαφή μια εικασία χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα, καταφεύγουμε στις προηγούμενες εμπειρίες ή γνώσεις του αναγνώστη· η επιθυμητή αντίδραση θα ήταν ο αναγνώστης να αναγνωρίσει κάτι που του είναι ήδη γνωστό. Αν θέλουμε να πείσουμε κάποιον να κάνει κάτι ή να ενστερνιστεί μια συγκεκριμένη άποψη, επικαλούμαστε την ευαισθησία του, τους κρυφούς του πόθους. […] Συχνά η κλητική λειτουργία εκφράζεται άμεσα από γλωσσικά στοιχεία όπως η προστατική ή οι ρητορικές ερωτήσεις. Ωστόσο, η συγκεκριμένη λειτουργία μπορεί επίσης να επιτευχθεί έμμεσα, μέσω γλωσσικών ή υφολογικών μηχανισμών που υποδεικνύουν μια αναφορική ή εκφραστική λειτουργία, όπως ο υπερθετικός βαθμός, τα επίθετα ή τα ουσιαστικά που εκφράζουν θετικές αξίες. Η κλητική λειτουργία μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και στην ποιητική γλώσσα, επικαλούμενη την αισθητική ευαισθησία του αναγνώστη. […] Η φατική λειτουργία στη μετάφραση. Η φατική λειτουργία στοχεύει στη δημιουργία, διατήρηση ή διακοπή της επαφής μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Βασίζεται στη συμβατικότητα των γλωσσικών, μη γλωσσικών και παραγλωσσικών μέσων που χρησιμοποιούνται σε μια συγκεκριμένη περίσταση, όπως είναι για παράδειγμα η ασήμαντη κουβέντα για τον καιρό ή το συμβατικό απόφθεγμα που χρησιμεύει ως εισαγωγή ή ως πρόσχημα για κάτι στα κείμενα των τουριστικών φυλλαδίων. […] Εκτός από τις καθαρά φατικές εκφράσεις ή επιφωνήματα, τα κείμενα σπάνια είναι μονολειτουργικά (αγγλ. monofunctional). Κατά κανόνα αναγνωρίζουμε ιεραρχίες λειτουργιών που μπορούν να εντοπιστούν με την ανάλυση λεκτικών ή μη λεκτικών ενδεικτών λειτουργίας (αγγλ. function markers). […] Μια λειτουργική τυπολογία των μεταφράσεων. Όπως έχουμε ήδη πει, διαφορετικές επικοινωνιακές λειτουργίες απαιτούν διαφορετικές μεταφραστικές στρατηγικές. Αν στόχος της μετάφρασης είναι η διατήρηση της λειτουργίας του κειμένου, τότε οι ενδείκτες λειτουργίας πρέπει συχνά να προσαρμόζονται στα πρότυπα του πολιτισμού-στόχου. Άλλωστε, οι ενδείκτες λειτουργίας του πολιτισμού-πηγής που αναπαράγονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο μετάφρασμα, μπορεί να οδηγήσουν τους δείκτες του κειμένου-στόχου να προσδώσουν στο μετάφρασμα μια διαφορετική λειτουργία. Εκεί όπου το κείμενο-πηγή είναι κλητικό, το κείμενο-στόχος μπορεί απλώς να πληροφορεί σχετικά με μια έκκληση για δράση, χωρίς ωστόσο να επιδιώκει να επηρεάσει τον δέκτη. Εκεί όπου το κείμενο-πηγή αναφέρεται σε κάτι που είναι οικείο στους αναγνώστες του, το κείμενο-στόχος μπορεί να αναφέρεται σε κάτι ανοίκειο. Εκεί όπου το κείμενο-πηγή δημιουργεί επαφή με έναν συμβατικό τρόπο το κείμενο-στόχος μπορεί να ξαφνιάζει τον αναγνώστη. […] Ο λειτουργισμός δεν υποστηρίζει ότι τα νερά του ποταμού Μέιν θα πρέπει να αντικαθίστανται πάντα με τα νερά του ποταμού Πηνειού, ούτε ότι τα μάτια της αγελάδας πρέπει να γίνονται μάτια ελαφιού, γαϊδουριού ή οποιουδήποτε άλλου ζώου τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης στον πολιτισμό-στόχο. Ο λειτουργισμός υποστηρίζει απλώς ότι οι μεταφραστές θα πρέπει να έχουν επίγνωση αυτών των παραγόντων και να τους λαμβάνουν υπόψη στις αποφάσεις τους. Η λειτουργία του μεταφρασμένου κειμένου μπορεί να αναλυθεί από δύο διαφορετικές οπτικές, με επίκεντρο (α) τη σχέση μεταξύ του μεταφράσματος και των δεικτών του (η οποία μπορεί να οριστεί με τους ίδιους όρους με τους οποίους ορίζεται η σχέση μεταξύ οποιουδήποτε πρωτοτύπου και των αναγνωστών του) και (β) τη σχέση μεταξύ του μεταφράσματος και του αντίστοιχου πρωτοτύπου. Αφενός, μια μετάφραση είναι ένα κείμενο που απευθύνεται στους δέκτες του πολιτισμού-στόχου και, κατά συνέπεια, μπορεί να προορίζεται για να επιτελέσει οποιαδήποτε επικοινωνιακή λειτουργία. Αφετέρου, στον πολιτισμό-στόχο μια μετάφραση είναι ένας είδος αναπαράστασης ή υποκατάστατου ενός κειμένου του πολιτισμού-πηγής. Κατά συνέπεια, μπορεί να επιτελεί πολύ διαφορετικές λειτουργίες σε σχέση με το πρωτότυπο. Αρκετοί θεωρητικοί της μετάφρασης έχουν επιχειρήσει να συστηματοποιήσουν αυτές τις σκέψεις καθιερώνοντας μια τυπολογία μεταφράσεων. Εδώ θα αναφέρω μόνο τρεις προσεγγίσεις, οι οποίες έχουν σαφώς λειτουργικό προσανατολισμό.

Συγκαλυμμένες και έκδηλες μεταφράσεις (House 1977). H Juliane House (1977: 188 κ.ε.) κάνει διάκριση μεταξύ συγκαλυμμένων (covert), στις οποίες η λειτουργία του κειμένου-πηγής διατηρείται άθικτη ή απαράλλαχτη φιλοδοξώντας να προσδώσει στο μετάφρασμα το κύρος ενός πρωτοτύπου στον πολιτισμό-στόχο, και έκδηλων (overt) μεταφράσεων, οι οποίες επιτελούν μια λειτουργία δευτέρου επιπέδου, καθώς το κείμενο δεν απευθύνεται άμεσα στον δείκτη-στόχο, αλλά καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για μετάφραση. Συμμεριζόμενη την αντίληψη που θέλει τη μετάφραση να βασίζεται στην ισοδυναμία, η House συνδέει τους δύο τύπους μετάφρασης που προτείνει με τη φύση του κειμένου-πηγής (ΚΠ): Σε μια έκδηλη μετάφραση, το ΚΠ συνδέεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο με την κοινότητα και τον πολιτισμό της γλώσσας-πηγής. Το ΚΠ απευθύνεται ειδικά σε παραλήπτες της γλώσσας-πηγής, αλλά στοχεύει και πέρα από την κοινότητα της γλώσσας-πηγής… Μια συγκαλυμμένη μετάφραση είναι, επομένως, μια μετάφραση της οποίας το ΚΠ δεν απευθύνεται ειδικά σε δέκτες του πολιτισμού-πηγής, δηλαδή δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένο με την κοινότητα και τον πολιτισμό της γλώσσας-πηγής (1977:189, 194).

Τύποι μεταφράσεων βασισμένοι σε κειμενικές έννοιες (Reiss 1977). H Reiss ([1977] 1989: 115), όπως και οι Reiss και Vermeer (1984: 134 κ.ε.), συσχετίζει την έννοια του κειμένου, τον τύπο της μετάφρασης και τον μεταφραστικό σκοπό. Τονίζει ότι οποιοσδήποτε τύπος μετάφρασης (όπως η κατά λέξη μετάφραση, η κυριολεκτική μετάφραση ή η φιλολογική μετάφραση), μπορεί να αιτιολογηθεί σε συγκεκριμένες περιστάσεις για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου μεταφραστικού σκοπού. Ωστόσο, δεν κρύβει την πεποίθησή της ότι ο τύπος της επικοινωνιακής μετάφρασης αποτελεί πλέον τον ιδανικό τύπο μετάφρασης, Αναζητά, λοιπόν, ένα κείμενο-στόχο του οποίου η γλωσσική μορφή δεν θα προδίδει το κείμενο-πηγή και θα εξυπηρετεί τους ίδιους επικοινωνιακούς στόχους με το πρωτότυπο, ενώ παράλληλα θα αποτελεί το τέλειο ισοδύναμό του από συντακτική, σημασιολογική και πραγματολογική άποψη (πρβ. Reiss και Vermeer 1984: 135). Ο Vermeer υιοθέτησε την άποψη της Reiss σε ένα κεφάλαιο του κοινού τους βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Η μετάφραση ως μίμηση» (Reiss και Vermeer 1984: 88 κ.ε.). O Vermeer χαρακτηρίζει τη μίμηση ως τη στενότερη μορφή μετάφρασης που είναι «συνήθης στον σύγχρονο πολιτισμικό μας χώρο» (Reiss και Vermeer 1984: 89-90) και παραθέτει τα επικριτικά σχόλια του Toury αναφορικά με το συγκεκριμένο φαινόμενο: Όμως όταν κανείς μελετήσει καλύτερα τις υπάρχουσες θεωρίες για τη μετάφραση, γίνεται αμέσως αντιλητπό ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν περιλαμβάνουν απλώς μια ιδέα της μεταφρασιμότητας, αλλά στην ουσία υποβιβάζουν την ίδια τη «μετάφραση» σε «μεταφρασιμότητα». Επιπλέον, οι ιδέες τους είναι μόνο περιορισμένες εκδοχές μιας γενικής έννοιας της μεταφρασιμότητας, καθώς πάντα ενέχουν κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις επάρκειας οι οποίες θεωρούνται ως οι μοναδικές αποδεκτές, και ενίοτε είναι μεταμφιεσμένες ως οι μοναδικές δυνατές (Toury 1980: 26, η πλάγια γραφή είναι του Toury).

Τεκμηριωτική και εργαλειακή μετάφραση (Nord 1989). Επιχειρώντας να συνδυάσω τις σκέψεις του House και της Reiss, έχω προτείνει στο παρελθόν μια πιο σύνθετη μεταφραστική τυπολογία βασισμένη σε αυστηρά λειτουργικούς όρους (βλ. Nord 1989, και με λιγότερες λεπτομέρειες, Nord 1988α/1991¨72-73). Με τη συγκεκριμένη τυπολογία γίνεται διάκριση ανάμεσα στη λειτουργία της μεταφραστικής διαδικασίας και τη λειτουργία του κειμένου-στόχου που προκύπτει από την εν λόγω διαδικασία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, εντοπίζουμε δύο βασικούς τύπους μεταφραστικής διαδικασίας. Ο πρώτος έχει ως σκοπό τη δημιουργία στη γλώσσα-στόχο ενός είδους τεκμηρίου (ορισμένων πτυχών) μιας επικοινωνιακής διάδρασης, κατά την οποία ο πομπός του πολιτισμού-πηγής επικοινωνεί με τους δέκτες του πολιτισμού-πηγής μέσω του κειμένου-πηγής και κάτω από συνθήκες του πολιτισμού-πηγής. Ο δεύτερος τύπος έχει ως σκοπό τη δημιουργία στη γλώσσα-στόχο ενός εργαλείου για την επίτευξη μιας νέας επικοινωνιακής διάδρασης μεταξύ του πομπού του πολιτισμού-πηγής και των δεκτών του πολιτισμού-στόχου, χρησιμοποιώντας ως πρότυπο (ορισμένες πτυχές) του κειμένου-πηγής. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να διαχωρίσουμε τις μεταφράσεις σε τεκμηριωτικές (αγγλ. documentary) και εργαλειακές (αγγλ. instrumental) (Nord 1997γ).

Είδη τεκμηριωτικής μετάφρασης. Αποτέλεσμα μιας διαδικασίας τεκμηριωτικής μετάφρασης είναι ένα κείμενο του οποίου η βασική λειτουργία είναι μετακειμενική (πρόκειται για τη λειτουργία «δευτέρου επιπέδου» της House). Στην προκειμένη περίπτωση το κείμενο-στόχος δεν είναι παρά ένα κείμενο που αφορά ένα άλλο κείμενο, ή μια ή περισσότερες εκδοχές του άλλου κειμένου. Υπάρχουν διάφορα είδη τεκμηριωτικής μετάφρασης, που εστιάζουν σε διαφορετικές πτυχές του κειμένου-πηγής. Εάν μια τεκμηριωτική μετάφραση εστιάζει στα μορφολογικά, λεξιλογικά ή συντακτικά χαρακτηριστικά του συστήματος της γλώσσας-πηγής, όπως αυτά εμφανίζονται στο κείμενο-πηγή, τότε μιλάμε για μια κατά λέξη ή διάστιχη μετάφραση. Αυτού του είδους η μετάφραση χρησιμοποιείται στη συγκριτική γλωσσολογία ή σε γλωσσικές εγκυκλοπαίδειες, με σκοπό να καταδείξει τα δομικά χαρακτηριστικά μιας γλώσσας χρησιμοποιώντας τα μέσα μιας άλλης γλώσσας. […] Εάν πρόθεση μιας τεκμηριωτικής μετάφρασης είναι να αναπαραγάγει τις λέξεις ενός πρωτοτύπου, προσαρμόζοντας τις συντακτικές δομές και την ιδιωματική χρήση του λεξιλογίου στις νόρμες της γλώσσας-στόχου, τότε μιλάμε για κυριολεκτική μετάφραση. Εκτός από τα μαθήματα εκμάθησης ξένων γλωσσών, αυτού του είδους η μετάφραση χρησιμοποιείται επίσης συχνά για τη μεταφορά των δηλώσεων ξένων πολιτικών σε άρθρα εφημερίδων, όπως και για την αυτολεξεί μεταφορά χωρίων σε επιστημονικά κείμενα ή, σε συνδυασμό με μεθόδους της κατά λέξη μετάφρασης, στο πλαίσιο των διαπολιτισμικών σπουδών, όταν γίνεται αναφορά σε μια γλώσσα μη οικεία στους αναγνώστες. […] Εάν μια τεκμηριωτική μετάφραση αναπαράγει το κείμενο-πηγή με αρκετά κυριολεκτικό τρόπο, αλλά προσθέτει τις απαραίτητες επεξηγήσεις σχετικά με τον πολιτισμό-πηγή ή σχετικά με κάποιες ιδιομορφίες της γλώσσας-πηγής είτε με τη μορφή υποσημειώσεων είτε σε γλωσσάρια ή σχόλια στο τέλος του κειμένου, τότε μπορούμε να μιλάμε για φιλολογική μετάφραση. Αυτό το είδος μετάφρασης συναντάται συχνά στις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων (όπως τα ομηρικά έπη), στη μετάφραση της Βίβλου ή σε μεταφράσεις κειμένων που προέρχονται από μακρινούς πολιτισμούς. […] Εάν μια τεκμηριωτική μετάφραση ενός μυθιστορήματος δεν αλλάζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο περιγράφεται ο πολιτισμός-πηγή, τότε είναι πιθανόν να δημιουργήσει στους δέκτες-στόχους μια παράξενη, εξωτική εντύπωση ή την αίσθηση της πολιτισμικής απόστασης. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να μιλάμε για ξενοποιητική μετάφραση. Η μετάφραση αυτή είναι τεκμηριωτική, διότι αλλάζει την επικοινωνιακή λειτουργία του κειμένου-πηγής. Η κλητική λειτουργία στο κείμενο-πηγή (για παράδειγμα το γεγονός ότι θυμίζει στους αναγνώστες τον κόσμο τους) μετατρέπεται σε πληροφοριακή για τους αναγνώστες-στόχους (τους πληροφορεί για το πώς είναι ο πολιτισμός-πηγή). […]

Είδη εργαλειακής μετάφρασης. Το αποτέλεσμα μιας εργαλειακής μετάφρασης είναι ένα κείμενο που είναι σε θέση να επιτύχει το ίδιο εύρος λειτουργιών με το πρωτότυπο. Εάν η λειτουργία του κειμένου-στόχου είναι όμοια με αυτή του κειμένου-πηγής, τότε μιλάμε για ομοιολειτουργική (αγγλ. equifunctional) μετάφραση. Εάν όμως οι λειτουργίες του κειμένου στόχου και του κειμένου-πηγής διαφέρουν, τότε μιλάμε για ετερολειτουργική (αγγλ. heterofunctional) μετάφραση. Τέλος, εάν η θέση που κατέχει το κείμενο-στόχος στον (λογοτεχνικό) κανόνα του πολιτισμού-στόχου αντιστοιχεί στη θέση που κατέχει το πρωτότυπο κείμενο στον (λογοτεχνικό) κανόνα του πολιτισμού-πηγής, τότε μιλάμε για ομόλογη (αγγλ. homologous) μετάφραση. Στη συνέχεια θα εξηγήσουμε κάθε ένα από τα τρία αυτά είδη εργαλειακής μετάφρασης.

Ομοιολειτουργικές μεταφράσεις συναντά κανείς σε τεχνικά κείμενα, εγχειρίδια ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλα χρηστικά κείμενα, όπως οδηγίες χρήσης, συνταγές μαγειρικής, τουριστικά φυλλάδια και πληροφορίες για προϊόντα. Οι εν λόγω περιπτώσεις αντιστοιχούν σε αυτό που η Reiss αποκαλεί επικοινωνιακή μετάφραση, όπου οι δέκτες δεν αντιλαμβάνονται, ή τους είναι αδιάφορο, το γεγονός ότι αυτό που διαβάζουν είναι μετάφραση. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι κανένας καθολικός κανόναν δεν αναφέρει ότι όλα τα τεχνικά κείμενα πρέπει να μεταφράζονται με την εργαλειακή μέθοδο. Στις ομοιολειτουργικές μεταφράσεις χρησιμοποιούνται συχνά τυποποιημένες μορφές ή στερεότυπες φράσεις. […]

Η ετερολειτουργική μετάφραση χρησιμοποιείται όταν η λειτουργία ή οι λειτουργίες του πρωτοτύπου δεν μπορούν να διατηρηθούν στο σύνολό τους ή με την ίδια ιεραρχία για λόγους πολιτισμικούς ή/και χρονικής απόστασης. […]

Σε μια ομόλογη μετάφραση, ο τρίτος όρος σύγκρισης (tertium comparationisανάμεσα στο κείμενο-πηγή και το κείμενο-στόχο είναι η θέση που κατέχει το κάθε κείμενο σ’ ένα σώμα κειμένων ή σε ένα σύστημα. Αυτό ισχύει κυρίως για τα λογοτεχνικά κείμενα ή τα ποιήματα. Σ’ αυτές τις περιτπώσεις, υποτίθεται ότι το κείμενο-στόχος εμφανίζει τον ίδιο ή ανάλογο βαθμό πρωτοτυπίας με αυτόν του πρωτοτύπου σε σχέση με τα αντίστοιχα σώματα κειμένων των δύο πολιτισμών. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι το αρχαιοελληνικό εξάμετρο δεν θα πρέπει να μεταφράζεται με αγγλικό εξάμετρο, αλλά με ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό πεντάμετρο ή κάποιο άλλο μέτρο που να είναι τόσο κοινό όσο ήταν το εξάμετρο στην αρχαιοελληνική ποίηση. Οι ομόλογες μεταφράσεις αποτελούν σημειολογικούς μετασχηματισμούς για τον Lodskanov και δημιουργική μετατόπιση σύμφωνα με την ορολογία του Jakobson (πρβ. Bassnett 1991: 18). […] Αν και συχνά αυτού του είδους οι μεταφράσεις δεν θεωρούνται ορθές μεταφράσεις, σύμφωνα με τις αρχές του λειτουργισμού υπακούουν σε έναν συγκεκριμένο Σκοπό και, κατά συνέπεια, είναι το ίδιο δικαιολογημένες με οποιανδήποτε άλλη μορφή διαπολιτισμικής μεταφοράς. Με αυτή την έννοια, οι μεταφράσεις αυτές μοιάζουν με τις διάστιχες μεταφράσεις, οι οποίες τοποθετούνται, θα λέγαμε, στο άλλο άκρο μιας ευρείας κλίμακας διαφορετικών σχέσεων ανάμεσα στα κείμενα-πηγές και τα κείμενα-στόχους. […] Κατά την πρόσληψη μιας εργαλειακής μετάφρασης, οι αναγνώστες δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιλαμβάνονται ότι διαβάζουν μετάφραση. Για τον λόγο αυτό, η μορφή του κειμένου προσαρμόζεται συνήθως στις νόρμες και τις συμβάσεις του πολιτισμού-στόχου όσον αφορά τον κειμενικό τύπο, το κειμενικό είδος, το υφολογικό επίπεδο και το ύφος.

 Νόρμες και συμβάσεις στη λειτουργική μετάφραση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε ενδελεχέστερα τον ρόλο που διαδραματίζουν οι συμβάσεις στις λειτουργικές προσεγγίσεις της μετάφρασης.

 Συμβάσεις των κειμενικών ειδών. Οι συμβάσεις των κειμενικών ειδών είναι αποτέλεσμα της τυποποίησης των επικοινωνιακών πρακτικών. […] H Reiss διακρίνει διάφορα κειμενικά είδη τα οποία ενδέχεται νε έχουν σημασία για τη μεταφραστική διαδικασία (Reiss και Vermeer 1984: 184 κ.ε.) και καταλήγει σε τρεις κατηγορίες: τα σύνθετα, τα απλά και τα συμπληρωματικά κειμενικά είδη. Στα απλά κειμενικά είδη, ολόκληρο το κείμενο ανήκει στην ίδια κειμενική ποικιλία (όπως π.χ. μια συνταγή μαγειρικής), ενώ τα σύνθετα είδη ενδέχεται να περιλαμβάνουν και κείμενα που να ανήκουν σε διαφορετικό είδος σε σχέση με το κυρίως κείμενο (π.χ. ένα μυθιστόρημα μπορεί να περιλαμβάνει μια συνταγή μαγειρικής ή μια επαγγελματική επιστολή). […] Τα συμπληρωματικά ή δευτερεύοντα κειμενικά είδη βασίζονται σε ένα αρχικό κείμενο και ενίοτε διαθέτουν μετακειμενική λειτουργία. Μπορεί να δίνουν πληροφορίες για κάποιο «πρό-κείμενο», όπως συμβαίνει στις κριτικές ή τις περιλήψεις. Η λειτουργία τους μπορεί επίσης να είναι προτρεπτική, όπως συμβαίνει με τις παρωδίες. Καθώς οι συμβάσεις των κειμενικών ειδών είναι ως επί το πλείστον άρρηκτα συνδεδεμένες με έναν πολιτισμό, είναι προφανές ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργική μετάφραση. Για να θεωρηθεί ένα κείμενο-στόχος ως αντιπροσωπευτικό ενός κειμενικού είδους του πολιτισμού-στόχου, θα πρέπει ο μεταφραστής να είναι εξοικειωμένος με τις συμβάσεις στις οποίες οφείλει να υπακούει το κείμενο-στόχος. Επιπλέον, για να μπορέσει να αξιολογήσει τα γλωσσικά χαρακτηριστικά του κειμένου-πηγής, όσον αφορά τη συμβατικότητα ή την πρωτοτυπία τους, ο μεταφραστής θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τις συμβάσεις του κειμενικού είδους στο οποίο ανήκει το εν λόγω κείμενο. Μια σύγκριση των συμβατικών χαρακτηριστικών του κειμένου-πηγής με τις συμβάσεις του κειμενικού είδους που απαιτούνται για την επίτευξη του μεταφραστικού στόχου μπορεί να καταδείξει την ανάγκη για προσαρμογές κατά τη μεταφραστική διαδικασία. […] Σε κάποιες συντηρητικές ισπανικές εφημερίδες, οι νεολογισμοί που δεν έχουν γίνει ακόμη αποδεκτοί από τη Βασιλική Ακαδημία της Ισπανικής Γλώσσας εισάγονται σε πλάγια γραφή ή μέσα σε εισαγωγικά. Σε περίπτωση που άρθρα των εφημερίδων αυτών μεταφραστούν για έναν πολιτισμό στον οποίο η πλάγια γραφή χρησιμοποιείται αποκλειστικά για να δηλώσει ειρωνεία, όπως π.χ. συμβαίνει με τα αμερικανικά αγγλικά, τότε η διατήρηση της πλάγιας γραφής μπορεί να προκαλέσει σοβαρά ζητήματα στην επικοινωνία. […]

Γενικές υφολογικές συμβάσεις. Υπάρχουν και άλλου είδους συμβάσεις που μπορεί να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη μεταφραστική διαδικασία. Πολύ σημαντικές μεταξύ αυτών είναι οι γενικές υφολογικές συμβάσεις. Ακόμη και σε περιπτώσεις που υπάρχουν παρόμοιες δομές διαθέσιμες στις δύο γλώσσες, συχνά διαπιστώνουμε ότι διαφέρουν στη χρήση τους, λόγω απόκλισης των λογοτεχνικών παραδόσεων και συμβάσεων όσον αφορά το τι θεωρείται σωστό ύφος (για σύγκριση ανάμεσα σε ορισμένες ισπανικές και γερμανικές γενικές υφολογικές συμβάσεις πρβ. Nord 1990-1991: 237 κ.ε.). Η ανάλυση παράλληλων κειμένων αποκαλύπτει ότι μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή λειτουργία εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο σε κείμενα του πολιτισμού-πηγής και του πολιτισμού-στόχου. Οι τρεις σημαντικές πτυχές της ανάλυσης είναι η μορφή, η συχνότητα και η κατανομή. […]  Η συγκριτική γλωσσολογία περιορίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη μορφολογικών διαφορών, ενώ οι διαφορές στη συχνότητα και την κατανομή θα έπρεπε να αναλυθούν βάσει μεγάλων σωμάτων παράλληλων κειμένων. Τα παράλληλα κείμενα είναι «γλωσσικά ανεξάρτητα προϊόντα τα οποία προέρχονται από μια πανομοιότυπη (ή αρκετά όμοια) περίσταση (Snell-Hornby 1988:86). Αποτελούν, δηλαδή, πρωτότυπα κείμενα, τα οποία ανήκουν στον ίδιο κειμενικό τύπο και στο ίδιο κειμενικό είδος, αλλά προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς. […]

Συμβάσεις μη λεκτικής συμπεριφοράς. Συμβάσεις παρατηρούνται σε όλες τις μορφές συμπεριφοράς, όχι μόνο λεκτικής αλλά και μη λεκτικής (όπως είναι οι χειρονομίες) ή παραγλωσσικής (όπως είναι ο επιτονισμός ή η προσωδία). […]

Μεταφραστικές συμβάσεις. Δεδομένου ότι η μετάφραση αποτελεί ένα είδος επικοινωνιακής συμπεριφοράς από μόνη της, οι πολιτισμοί τείνουν να αναπτύσσουν και μεταφραστικές συμβάσεις. Οι συμβάσεις αυτές μπορεί να αφορούν τη γενική έννοια τού τι είναι ή τι θα έπρεπε να είναι μια μετάφραση και τι είδους σχέση αναμένεται να υπάρχει ανάμεσα σε ένα διαφορετικό είδος κειμένου-πηγής και το αντίστοιχο μεταφρασμένο κείμενο-στόχο (ίσως σε αντίθεση με τη σχέση που υπάρχει στην περίπτωση της προσαρμογής ή κάποιας άλλης μορφής κειμενικής διαπολιτισμικής μεταφοράς). Οι μεταφραστικές συμβάσεις μπορεί να αφορούν επίσης τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον χειρισμό συγκεκριμένων μεταφραστικών προβλημάτων σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό του κειμένου (π.χ. κύρια ονόματα, πραγματικότητες συνδεδεμένες με τον εκάστοτε πολιτισμό ή παραθέματα). Κατ’ αναλογία με τους ρυθμιστικούς (αγγλ. regulative) και συστατικούς (αγγλ. constitutive) κανόνες του Searle (1969: 31 κ.ε.), η πρώτη κατηγορία συμβάσεων μπορεί να ονομαστεί συστατικές μεταφραστικές συμβάσεις, ενώ η δεύτερη κατηγορία ρυθμιστικές μεταφραστικές συμβάσεις (πρβ. Nord 1991-100). Παράδειγμα: Για να σχηματίσουμε μια ιδέα για το πόσο έχει αλλάξει τα τελευταία 200 χρόνια ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη μετάφραση, μπορούμε απλώς να συγκρίνουμε το σύγχρονο ιδανικό της ξενοποίησης στη λογοτεχνική μετάφραση με τις ωραίες άπιστες (γαλλ. belles infidèles) της Γαλλίας του 18ου αιώνα, όπου το ιδανικό ήταν η οικειοποίηση του κειμένου-πηγής. […]

Ανάλυση του κειμένου-πηγής, πακέτο μεταφραστικών οδηγιών και προσδιορισμός μεταφραστικών προβλημάτων. […] Το πακέτο μεταφραστικών οδηγιών πρέπει να περιλαμβάνει (ρητές ή υπόρρητες) πληροφορίες σχετικά με:

  • την (επιδιωκόμενη) κειμενική λειτουργία ή τις (επιδιωκόμενες) κειμενικές λειτουργίες,
  • τον παραλήπτη ή τους παραλήπτες του κειμένου-στόχου,
  • τον (αναμενόμενο) χώρο και χρόνο πρόσληψης του κειμένου,
  • το μέσο μετάδοσης του κειμένου, και
  •  το κίνητρο για τη δημιουργία ή την πρόσληψη του κειμένου. [..]

Ο ρόλος της ανάλυσης του κειμένου-πηγής. […] Αφού συγκρίνει την περίσταση εκφοράς του κειμένου-πηγή με την αντίστοιχη περίσταση του κειμένου-στόχου, ο μεταφραστής θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξει τις βέλτιστες διαδικασίες μεταφοράς:

            - Η σύγκριση των επιδιωκόμενων λειτουργιών του κειμένου-πηγής και του κειμένου-στόχου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πακέτο μεταφραστικών οδηγιών μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω μιας ετερολειτουργικής εργαλειακής μετάφρασης. Στο κείμενο-στόχο δίνεται προτεραιότητα στις πληροφορίες για τις επετειακές εκδηλώσεις και όχι στην κλητική-προωθητική λειτουργία. Σε περίπτωση συγκρουόμενων σκοπών, το γεγονός αυτό μπορεί να δικαιολογήσει μια ενδεχόμενη απλοποίηση των κλητικών στοιχείων προς όφελος των πληροφοριακών.

            - Η σύγκριση των παραληπτών του κειμένου-πηγής και του κειμένου-στόχου οδηγεί σε δύο συμπεράσματα: (α) το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο ενδέχεται να απαιτεί προσαρμογή της σχέσης μεταξύ ρητών και υπόρρητων πληροφοριών που εμφανίζονται στο πρωτότυπο και (β) οι διαφορετικές σε κάθε πολιτισμό προσδοκίες σε σχέση με το κειμενικό είδος ενδέχεται να επιβάλλουν προσαρμογή της μορφής του μεταφράσματος στις κειμενικές και υφολογικές συμβάσεις του πολιτισμού-στόχου.

            - Ο χρόνος πρόσληψης περιορίζεται στο επετειακό έτος και για τα δύο κείμενα. Επομένως, δεν θα ανακύψουν προβλήματα λόγω διαφορετικής χρονικής δείξης.

            - Οι ενδεχόμενες διαφορές σε σχέση με τον τόπο πρόσληψης για τους δέκτες του εξωτερικού μπορούν να αγνοηθούν, καθώς οι εν λόγω αναγνώστες δεν είναι οι πρωταρχικοί παραλήπτες του κειμένου. Υποθέτουμε ότι το ενδιαφέρον τους για το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης έχει γενικότερο χαρακτήρα.

            - Το μέσο του κειμένου-στόχου ταυτίζεται με αυτό του κειμένου-πηγής. Η έλλειψη γνώσης του πολιτισμού-πηγής από τους παραλήπτες είναι πιθανό να απαιτεί περαιτέρω διόγκωση του κειμένου, γι’ αυτό ο μεταφραστής οφείλει να είναι προσεκτικός ώστε να μην υπερβεί τα περιθώρια που καθορίζονται από την τυπογραφική διάταξη του κειμένου. Εάν κριθούν απαραίτητες οποιεσδήποτε αφαιρέσεις, αυτές δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τις πληροφορίες που αφορούν την επέτειο. Στο σημείο αυτό σκιαγραφούμε ξεκάθαρα την ιεραρχία των λειτουργιών.

            - Η αιτία δημιουργίας και πρόσληψης του κειμένου είναι κοινή για το κείμενο-πηγή και το κείμενο-στόχο και δικαιολογεί ακόμη μια φορά την προτεραιότητα που δίνεται στην πληροφοριακή λειτουργία σε σχέση με την κλητική (γεγονός που καθιστά απαραίτητη την ιεράρχηση των λειτουργιών).

Μια συστηματική προσέγγιση των μεταφραστικών προβλημάτων. […] Ας σημειωθεί ότι, κατά την άποψή μας, τα μεταφραστικά προβλήματα είναι αντικειμενικά ή τουλάχιστον διϋποκειμενικά. Δεν θα πρέπει να ταυτίζονται με τις μεταφραστικές δυσκολίες, τις υποκειμενικές, δηλαδή δυσκολίες που συναντά ένας συγκεκριμένος μεταφραστής ή εκπαιδευόμενος κατά τη μεταφραστική διαδικασία λόγω ανεπαρκών γλωσσικών, πολιτισμικών ή μεταφραστικών δεξιοτήτων ή λόγω έλλειψης σωστής τεκμηρίωσης. […]. Για παιδαγωγικούς σκοπούς, τα μεταφραστικά προβλήματα διακρίνονται σε πραγματολογικά, πολιτισμικά, γλωσσικά ή ιδιάζοντα προβλήματα του εκάστοτε κειμένου. […] Τα πραγματολογικά μεταφραστικά προβλήματα ανακύπτουν από τις διαφορές των περιστάσεων αυτών και μπορούν να εντοπιστούν με τη σύγκριση των εξωκειμενικών παραγόντων (πομπός, δέκτης, μέσο, χρόνος, χώρος, κίνητρο, κειμενική λειτουργία). Δεδομένου ότι τα πραγματολογικά μεταφραστικά προβλήματα υπάρχουν σε κάθε μεταφραστική εργασία, είναι γενικεύσιμα ανεξάρτητα από τις γλώσσες και τους πολιτισμούς που εμπλέκονται ή την κατεύθυνση της μεταφραστικής διαδικασίας (από ή προς τη μητρική γλώσσα). Συνεπώς, κρίνονται ως τα σημαντικότερα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν στα αρχικά στάδια εκπαίδευσης των μεταφραστών. […] Ίσως να προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό μεταφραστικών τεχνικών (αγγλ. translation couplet, πρβ. Newmark 1981:31), δηλαδή τον συνδυασμό δανείου και είτε επεξήγησης είτε κυριολεκτικής μετάφρασης στη γλώσσα-στόχο, παρόλο που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει ένα νέο πραγματολογικό πρόβλημα, δηλαδή την έλλειψη χώρου βάσει της προβλεπομένης τυπογραφικής διάταξης του κειμένου.

Κάθε πολιτισμός έχει τις δικές του συνήθειες, νόρμες και συμβάσεις. Τα πολιτισμικά μεταφραστικά προβλήματα απορρέουν από τις διαφορές στις νόρμες και τις συμβάσεις που διέπουν τη λεκτική και μη λεκτική συμπεριφορά στους δύο εμπλεκόμενους πολιτισμούς. […] Μεταφραστικά προβλήματα μπορούν επίσης να προκύψουν από δομικές διαφορές στο λεξιλόγιο, τη σύνταξη και τα υπερτεμαχιακά στοιχεία των δύο γλωσσών. Ορισμένα από αυτά τα γλωσσικά μεταφραστικά προβλήματα παρατηρούνται μόνο σε συγκεκριμένα ζεύγη γλωσσών, όπως συμβαίνει με τις ψευδοφίλιες λέξεις […] Τα  γερμανικά τροπικά μόρια (γερμ. Modalpartikeln), για παράδειγμα, δημιουργούν γλωσσικά μεταφραστικά προβλήματα σε σχέση με τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα γαλλικά, τα ελληνικά κ.ο.κ. Η αντιπαραβολική γραμματική και η συγκριτική υφολογία μπορούν να παράσχουν πολύτιμη βοήθεια στην επίλυση τέτοιου είδους προβλημάτων. […] Κάποια μεταφραστικά προβλήματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ένα συγκεκριμένο κείμενο-πηγή, όπως συμβαίνει με ορισμένα σχήματα λόγου, νεολογισμούς και λογοπαίγνια. […]

Μια λειτουργική ιεράρχηση των μεταφραστικών προβλημάτων. Στα παραδοσιακά μαθήματα μετάφρασης, ξεκινούν συνήθως από τα στοιχεία του κειμένου-πηγής και μεταφέρουν το κείμενο πρόταση προς πρόταση ή, συχνότερα, φράση προς φράση ή ακόμα, εάν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, λέξη προς λέξη. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος σχεδίου μετάφρασης, η ποιότητα του οποίου μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την ικανότητα του μεταφραστή. Έπειτα, το κείμενο αυτό εξομαλύνεται υφολογικά, ώσπου να μπορεί να είναι (σύμφωνα με την άποψη του εκάστοτε μεταφραστή) αποδεκτό στην επικοινωνιακή περίσταση για την οποία προορίζεται.

Αυτή η κατ’ ανιούσα σειρά (αγγλ. bottom up) αναλυτική διαδικασία, ξεκινά από τις επιφανειακές γλωσσικές δομές του κειμένου (στάδιο 1ο), συνεχίζει με τις συμβάσεις (στάδιο 2ο) και ολοκληρώνεται με τις πραγματολογικές πτυχές του κειμένου (στάδιο 3ο). Επομένως, η διαδικασία αυτή, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις υφολογικές προτιμήσεις του μεταφραστή καθώς και από τις γλωσσικές και μεταφραστικές του δεξιότητες, παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα όχι μόνο στη μεταφραστική πρακτική αλλά ιδιαίτερα στη διδασκαλία της μετάφρασης.

Στην κατ’ ανιούσα σειρά αναλυτική διαδικασία, η μετάφραση αντιμετωπίζεται ως διαδικασία εναλλαγής κώδικα, κατά την ποία οι λεξικές και συντακτικές ισοδυναμίες παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο. Έτσι, οι φοιτητές μπαίνουν στον πειρασμό να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στις δομές του κειμένου-πηγής, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε γλωσσικές παρεμβολές και λάθη ακόμη και κατά τη μετάφραση προς τη μητρική τους γλώσσα. Ταυτόχρονα, συχνά αδυνατούν να διακρίνουν πώς λειτουργεί το κείμενο ως σύνολο στο πλαίσιο της επικοινωνιακής περίστασης στην οποία ανήκει, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν διαισθητικές αποφάσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αιτιολογηθούν διϋποκειμενικά. Αυτό σημαίνει ότι ο μεταφραστής αδυνατεί να εξηγήσει πραγματικά τις αποφάσεις του στον πελάτη ή τον αναθεωρητή· πόσω μάλλον οι διδάσκοντες στους φοιτητές, οι οποίοι δεν είναι καν σε θέση να αιτιολογήσουν τις αποφάσεις τους ο ένας στον άλλο. Επιπλέον, μια απόφαση που λαμβάνεται σε χαμηλότερο κειμενικό επίπεδο συχνά πρέπει να επανεξεταστεί στο επόμενο επίπεδο. Μερικές φορές, μάλιστα, η μεταφραστική διαδικασία παρακωλύεται λόγω μιας φαινομενικής μη μεταφρασιμότητας, όπως συνέβη και στην περίπτωση του άγγλου μεταφραστή, ο οποίος προφανώς θεώρησε ότι η παροιμία «As you make your bed so you must lie on it» ήταν κατάλληλη για να καλωσορίσει τους πελάτες ενός ξενοδοχείου της Βρέμης.

Στη λειτουργική μετάφραση, επομένως, τα προβλήματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα από μια κατά κατιούσα σειρά (αγγλ. top-down) αναλυτική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι μια διαδικασία λειτουργικής μετάφρασης θα πρέπει να ξεκινά από το πραγματολογικό επίπεδο, όπου θα πρέπει να αποφασιστεί η επιδιωκόμενη λειτουργία της μετάφρασης (τεκμηριωτική ή εργαλειακή). Στη συνέχεια θα πρέπει να γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα λειτουργικά στοιχεία του κειμένου-πηγής, τα οποία είναι απαραίτητο να αναπαραχθούν «ως έχουν», και αυτά που χρειάζεται να προσαρμοστούν στις γνώσεις, τις προσδοκίες και τις επικοινωνιακές ανάγκες του παραλήπτη ή σε παράγοντες όπως οι περιορισμοί που θέτει το μέσο και οι απαιτήσεις του χωρο-χρονικού πλαισίου. Τέλος, ο τύπος της μετάφρασης ορίζει εάν και κατά πόσο το μεταφρασμένο κείμενο θα πρέπει να συμμορφωθεί στις υφολογικές συμβάσεις του πολιτισμού-πηγής ή σε αυτές του πολιτισμού-στόχου.

Μόνο τότε, και μόνον εφόσον κριθεί απαραίτητο, είναι ώρα να ασχοληθεί κανείς με τις διαφορές των δύο γλωσσικών συστημάτων. Εάν στο σημείο αυτό εξακολουθούν να υπάρχουν περισσότερες από μία πιθανές λύσεις, η τελική απόφαση θα ληφθεί βάσει του συγκεκριμένου ή ακόμη, σε λιγότερο συμβατικά ή σε λογοτεχνικά κείμενα, βάσει των προτιμήσεων του ίδιου του μεταφραστή, πάντα όμως με τον απαιτούμενο σεβασμό προς τη λειτουργία του μεταφράσματος.  […]

Επανεξετάζοντας τις μεταφραστικές μονάδες. Η έννοια των «μεταφραστικών μονάδων» αποτελεί θέμα συζητήσεων από τότε που εισήχθη από τους Vinay και Darbelnet στο έργο τους Stylistique comparée du français et de langlais (1958), πριν από περισσότερο από μισό αιώνα. Οι Vinay και Darbelenet όρισαν τη μεταφραστική μονάδα ως μια unité de pensée (ενότητα σκέψης) η οποία πραγματώνεται γλωσσικά ως «le plus petit segment de l’énoncé dont la cohésion des signes est telle qu’ils ne doivent pas être traduits séparément», δηλαδή «το μικρότερο τμήμα του εκφωνήματος, στο οποίο η συνοχή των σημείων είναι τέτοια που δεν χρειάζεται να μεταφραστούν ξεχωριστά». Στη μεταφρασεολογία υπάρχουν καθαρά γλωσσολογικές προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι μεταφραστικές μονάδες κυμαίνονται από το επίπεδο των μορφημάτων (Diller και Kornelius 1978) και των λέξεων (Albrecht 1983) ή των φράσεων και των προτάσεων έως και ολόκληρο το κείμενο, ανάλογα με τις απαιτήσεις της ισοδυναμίας (Koller 1992). Υπάρχουν, επίσης, πραγματολογικές προσεγγίσεις οι οποίες περιλαμβάνουν μεγαλύτερες μονάδες όπως για παράδειγμα «τις σύνθετες σημασιοπραγματολογικές αξίες του κειμενικού τύπου» (Neubert 1973). Οι Bassnet και Lafevere (1990: 8) φτάνουν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι η βασική μεταφραστική μονάδα μπορεί να είναι «ο πολιτισμός» […]. Όλες οι παραπάνω προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη μεταφραστική μονάδα, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, ως ένα «οριζόντιο» τμήμα κειμένου στη χρονική ακολουθία των γλωσσικών στοιχείων. Όπως όμως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν, θεωρώ ότι μια λειτουργική προσέγγιση μπορεί να μελετήσει και «κάθετες» μονάδες (Nord 1988β, 1993, 1997β). Σε μια τέτοια προσέγγιση το κείμενο αντιμετωπίζεται ως υπέρ-μονάδα που εμπεριέχει λειτουργικές μονάδες διαφόρων βαθμίδων. Κάθε λειτουργική μονάδα εκδηλώνεται με διάφορα γλωσσικά και μη γλωσσικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να εντοπιστούν σε οποιοδήποτε επίπεδο και σημείο του κειμένου. […]

Η έννοια της κάθετης μεταφραστικής μονάδας βασίζεται στις ακόλουθες βασικές υποθέσεις οι οποίες αντλούνται από τη δρασιακή αντίληψη της επικοινωνίας:

- Για να δώσει στον δέκτη στοιχεία σχετικά με την επιδιωκόμενη λειτουργία ενός συγκεκριμένου κειμένου, ο πομπός εμπλουτίζει το κείμενό του με ενδείκτες της λειτουργίας ή της πρόθεσης σε διάφορα γλωσσικά επίπεδα ή βαθμίδες: οι κειμενικοί ενδείκτες αφορούν τη συνολική δομή του κειμένου, οι δομικοί ενδείκτες τη σειρά και τη μορφή των παραγράφων, οι συντακτικοί ενδείκτες τις δομές της πρότασης και τη γραμματική, οι λεξικοί ενδείκτες τις λέξεις και τις φράσεις, οι μορφολογικοί ενδείκτες τον σχηματισμό των λέξεων, οι φωνολογικοί ενδείκτες τις προσωδιακές ακολουθίες, τον επιτονισμό, τα σημεία εστίασης κ.ο.κ.

- Μια συγκεκριμένη λειτουργία μπορεί να καταδειχθεί σε διάφορα επίπεδα ή βαθμίδες. Το σύνολο των ενδεικτών που παραπέμπουν σε μια συγκεκριμένη λειτουργία ή υπό-λειτουργία σχηματίζουν μια λειτουργική μονάδα. Λειτουργική μονάδα είναι, επομένως, το σύνολο των κειμενικών στοιχείων ή χαρακτηριστικών που επιτελούν (ή θεωρείται ότι επιτελούν) την ίδια επικοινωνιακή λειτουργία ή υπό-λειτουργία. Τα εν λόγω στοιχεία σχηματίζουν αλυσίδες ή δίκτυα που με την πρώτη ματιά μοιάζουν με κάθετες μονάδες.

- Δεδομένης της πολυλειτουργικότητας πολλών ενδεικτών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δημιουργοί κειμένων χρησιμοποιούν τον πλεονασμό των ενδεικτών προκειμένου να εξασφαλίσουν την ευκρίνεια της επιδιωκόμενης λειτουργίας.

 

Στο πλαίσιο της λειτουργικής προσέγγισης της μετάφρασης, η παραπάνω αντίληψη έχει τις ακόλουθες συνέπειες για τον ορισμό της μεταφραστικής μονάδας:

  • Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι επικοινωνιακές λειτουργίες είναι καθολικές, αν και τα μέσα με τα οποία καταδεικνύονται εξαρτώνται από τον εκάστοτε πολιτισμό (δηλαδή είναι πιθανό να χρησιμοποιούνται με τον ίδιο ή με διαφορετικό τρόπο στον πολιτισμό-πηγή και τον πολιτισμό-στόχο). Υπάρχουν ακόμη και περιπτώσεις ψευδοφίλιων μονάδων, όπου ένας συγκεκριμένος υφολογικός μηχανισμός χρησιμοποιείται για να καταδείξει μια συγκεκριμένη λειτουργία στον πολιτισμό-πηγή, αλλά έχει πολύ διαφορετικές λειτουργικές συνδηλώσεις στον πολιτισμό-στόχο.
  • Σε μια συγκεκριμένη περίσταση μεταφοράς κειμένου, ο επαγγελματίας μεταφραστής αναλύει τις λειτουργικές μονάδες του κειμένου-πηγής και εξετάζει εάν και κατά πόσο μπορούν να υπηρετήσουν τον στόχο του μεταφράσματος. Λειτουργικές μονάδες ή συστατικά στοιχεία των λειτουργικών μονάδων που χρησιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο και στον πολιτισμό-πηγή και στον πολιτισμό-στόχο μπορούν να μεταφερθούν στη γλώσσα-στόχο ως έχουν. Λειτουργικές μονάδες ή συστατικά τους στοιχεία που ισχύουν μόνο στον πολιτισμό-πηγή ή χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς στον πολιτισμό-στόχο πρέπει να προσαρμόζονται προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της περίστασης-στόχου. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες τα πακέτα μεταφραστικών οδηγιών επιβάλλουν τεκμηριωτική μετάφραση, γεγονός που μπορεί να επιτρέψει την ακριβή αναπαραγωγή των μονάδων του κειμένου-πηγής. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ο μεταφραστής πρέπει να λάβει υπόψη την πιθανότητα να προκύψουν σοβαρά επικοινωνιακά προβλήματα εξαιτίας ενδεικτών οι οποίοι έχουν παρεμφερή μορφή, αλλά επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. […]

Η ανάλυση των λειτουργικών μονάδων αντί των δομικών μονάδων παρουσιάζει αρκετά πλεονεκτήματα, Καταρχάς, αντιμετωπίζει το κείμενο ως μια πολύπλοκη κατασκευή, όπου όλα τα μέρη συνδράμουν για την επίτευξη συγκεκριμένων γενικών στόχων. Αυτό σημαίνει ότι μεταφράζεται όντως το κείμενο και παρόλα αυτά, κατά τη μεταφραστική διαδικασία έχουμε τη δυνατότητα να δουλεύουμε με μικρότερες, πιο εύχρηστες μονάδες. Δεύτερον, δεδομένου ότι τα γλωσσικά και η γλωσσικά μέσα επικοινωνίας σπανίως είναι μονολειτουργικά, η συσχέτιση των λειτουργικών μονάδων με τις κειμενικές λειτουργίες μπορεί να καταστήσει δυνατή τη διασαφήνιση των πολυλειτουργικών στοιχείων ή να μας επιτρέψει να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικές μεταφραστικές τεχνικές για τις διαφορετικές λειτουργίες ενός στοιχείου. Τρίτον, σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται διάφορα γλωσσικά μέσα για την εξυπηρέτηση του ίδιου γενικού στόχου, δεν συντρέχει πλέον λόγος καταμέτρησής τους. Ίσως να μην έχει καμία σημασία εάν η αξιολογητική λειτουργία εκφράζεται με έξι ή επτά επίθετα. Έτσι, η μη μεταφρασιμότητα παύει να είναι ο εφιάλτης του μεταφραστή, καθώς ένα φαινομενικά μη μεταφράσιμο ρητορικό σχήμα μπορεί να αποδοθεί με έναν άλλο μηχανισμό που θα εξυπηρετεί τον ίδιο στόχο. Όταν η λειτουργία εξασφαλίζεται με άλλα μέσα, ακόμη και η παράλειψη ενός μη μεταφράσιμου ή αντιπαραγωγικού στοιχείου είναι αιτιολογημένη.

Μεταφραστικά λάθη και αξιολόγηση της μετάφρασης. Οι έννοιες του μεταφραστικού προβλήματος και της λειτουργικής μεταφραστικής μονάδας μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης για τον καθορισμό των μεταφραστικών λαθών. Επιπλέον, μπορούν να βοηθήσουν στην αξιολόγηση των «καλών» μεταφράσεων ως «λειτουργικών» ή «επαρκών για τον στόχο». […].

Τα μεταφραστικά λάθη ως μη λειτουργικές μεταφράσεις. Σύμφωνα με τον λειτουργισμό, η έννοια του μεταφραστικού λάθους πρέπει να ορίζεται ανάλογα με τον στόχο της μεταφραστικής διαδικασίας ή του μεταφράσματος. […]. Η Sigrid Kupsch-Losereit ορίζει το μεταφραστικό λάθος ως «παραβίαση: (1) της λειτουργίας της μετάφρασης, (2) της συνεκτικότητας του κειμένου, (3) του κειμενικού τύπου ή της μορφής του κειμένου, (4) των γλωσσικών συμβάσεων, (5) των ιδιαίτερων συμβάσεων και συνθηκών που συνδέονται με τον εκάστοτε πολιτισμό και την εκάστοτε περίσταση, (6) του γλωσσικού συστήματος» (1985: 172). Αυτό σημαίνει ότι μια συγκεκριμένη έκφραση ή εκφώνημα δεν είναι από μόνα τους ανεπαρκή, αλλά καθίστανται ανεπαρκή σε συνάρτηση με την επιδιωκόμενη επικοινωνιακή λειτουργία. Συνεπώς, η ανεπάρκεια είναι εγγενής ιδιότητα μιας έκφρασης, αλλά ιδιότητα που της αποδίδεται από έναν αξιολογητή. Ακόμη και η απόκλιση από έναν γραμματικό κανόνα μπορεί να αποτελεί επαρκή λύση σε μια μετάφραση που έχει την πρόθεση να μιμηθεί το λανθασμένο τρόπο ομιλίας ενός ατόμου, ενώ η πιστή αναπαραγωγή ενός πραγματικού λάθους του κειμένου-πηγής μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής μετάφραση στην περίπτωση που το κείμενο-στόχος αναμένεται να είναι αντικειμενικά ορθό. […] Επομένως ο καθορισμός του στόχου είναι πρωταρχικής σημασίας για την αξιολόγηση της λειτουργίας. […] Φυσικά, στις λύσεις των μεταφραστικών προβλημάτων σπάνια υπάρχει «σωστό» ή «λάθος» (ο Pym 1992β μιλά για δυαδικά και μη δυαδικά λάθη). Τα μεταφραστικά προβλήματα είναι συνήθως αλληλένδετα μεταξύ τους· σχηματίζουν δίκτυα ή ιεραρχίες όπου η λύση ενός προβλήματος επηρεάζει την αντιμετώπιση των υπολοίπων. Η έννοια του μεταφραστικού προβλήματος θα πρέπει, συνεπώς, να συσχετιστεί με την έννοια της λειτουργικής μεταφραστικής μονάδας. Όλα τα μεταφραστικά προβλήματα που συνδέονται με μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή λειτουργία ή υπό-λειτουργία θα πρέπει να επιλύονται σύμφωνα με μια σταθερή στρατηγική, η οποία υπό ιδανικές συνθήκες θα πρέπει να οδηγεί στον τύπο μετάφρασης που απαιτεί το πακέτο μεταφραστικών οδηγιών. […]

Λειτουργική κατηγοριοποίηση των μεταφραστικών λαθών

Εάν θεωρήσουμε ότι μεταφραστικό λάθος είναι η αποτυχία εκτέλεσης του πακέτου μεταφραστικών οδηγιών και η ανεπαρκής επίλυση ενός μεταφραστικού προβλήματος, τότε μπορούμε να κατατάξουμε τα μεταφραστικά λάθη σε τέσσερις κατηγορίες:

  • Πραγματολογικά μεταφραστικά λάθη, τα οποία προκύπτουν από ανεπαρκείς λύσεις σε πραγματολογικά μεταφραστικά προβλήματα όπως π.χ. όταν δεν λαμβάνεται αρκούντως υπόψη ο δέκτης του μεταφράσματος […]
  • Πολιτισμικά μεταφραστικά λάθη, τα οποία προκύπτουν από μια αναποτελεσματική απόφαση σχετικά με την αναπαραγωγή ή την προσαρμογή των συμβάσεων […]
  • Γλωσσικά μεταφραστικά λάθη, που προκαλούνται από μια ανεπαρκή μετάφραση, όταν η προσοχή επικεντρώνεται στις γλωσσικές δομές (όπως συμβαίνει στα μαθήματα ξένων γλωσσών).
  • Ιδιάζοντα μεταφραστικά λάθη του εκάστοτε κειμένου, τα οποία συνδέονται με ένα ιδιαίτερο μεταφραστικό πρόβλημα του πρωτοτύπου και, όπως τα αντίστοιχα μεταφραστικά προβλήματα, μπορούν συνήθως να αξιολογηθούν μέσα από μια λειτουργική ή πραγματολογική προσέγγιση.

Μια ιεράρχηση των μεταφραστικών λαθών. Όπως και στην περίπτωση των μεταφραστικών προβλημάτων, έτσι και τα μεταφραστικά λάθη είναι δυνατόν να ιεραρχηθούν κατά κατιούσα σειρά. Κάτι τέτοιο θα ήταν χρήσιμο για την αξιολόγηση της δουλειάς των εκπαιδευόμενων μεταφραστών.

Η εμπειρία δείχνει ότι τα πραγματολογικά μεταφραστικά προβλήματα επιλύονται συνήθως σχετικά εύκολα (εφόσον βεβαίως τα εντοπίσει κανείς!). Συχνά αρκεί λίγη κοινή λογική […] Η σημασία των πολιτισμικών μεταφραστικών λαθών και των γλωσσικών μεταφραστικών λαθών εξαρτάται από το κατά πόσον επηρεάζουν τη λειτουργία του κειμένου-στόχου. […] Σε ένα μεταφρασμένο κείμενο όπου υπερισχύει η αναφορική λειτουργία, οι πληροφορίες που δίνονται στο κείμενο-πηγή θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας ή υπό-λειτουργίας. Αντίθετα, σε μια μετάφραση στην οποία υπερισχύει η κλητική λειτουργία, δικαιολογείται η υποβάθμιση ή ακόμη και η παράλειψη συγκεκριμένων πληροφοριών εάν αυτές παρεμποδίζουν την κλητική λειτουργία. […] Τα πολιτισμικά μεταφραστικά λάθη συνδέονται με το ερώτημα κατά πόσο οι συμβάσεις θα έπρεπε να προσαρμόζονται στα πρότυπα του πολιτισμού-στόχου. Η απόφαση εξαρτάται από την προηγηθείσα επιλογή της μεταφραστικής στρατηγικής, αν και η επιλογή αυτή δεν επηρεάζει πάντα όλες τις συμβάσεις που εμπλέκονται σε μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή διάδραση. […]

8. Λειτουργικότητα και συνέπεια. […] Το μοντέλο της λειτουργικότητας-και-συνέπειας αποτελεί επίσης μια απάντηση σε εκείνους τους επικριτές που ισχυρίζονται ότι η λειτουργική προσέγγιση δίνει την ελευθερία στους μεταφραστές να κάνουν ό,τι τους αρέσει με οποιοδήποτε κείμενο-πηγή ή, ακόμη χειρότερα, να κάνουν ό,τι επιθυμούν οι πελάτες τους. Η αρχή της συνέπειας λαμβάνει υπόψη τα εύλογα συμφέροντα και των τριών εμπλεκομένων μερών: του εμπνευστή (ο οποίος επιθυμεί έναν συγκεκριμένο τύπο μετάφρασης), του δέκτη-στόχου (ο οποίος αναμένει μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στο πρωτότυπο και στο μετάφρασμα) και του συγγραφέα του πρωτοτύπου (ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτεί σεβασμό απέναντι στις προσωπικές του προθέσεις και ο οποίος αναμένει ένα συγκεκριμένο είδος σχέσης ανάμεσα στο κείμενό του και στο μετάφρασμα). Σε περίπτωση σύγκρουσης των συμφερόντων των τριών εταίρων του μεταφραστή, ο μεταφραστής είναι αυτός που πρέπει να μεσολαβήσει και, όπου κρίνεται απαραίτητο, να επιχειρήσει να κατανοήσει όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

iii. Το βιβλίο του Σίμου Π. Γραμμενίδη Μεταφράζοντας τον Κόσμο του Άλλου (εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2009, σ. 274) έχει υπότιτλο «Θεωρητικοί προβληματισμοί. Λειτουργικές προοπτικές»  μοιράζεται και αναλύει περαιτέρω το λειτουργικό μοντέλο που παραθέσαμε με εξαντλητικό τρόπο από το βιβλίο της Christiane Nord Η μετάφραση ως στοχευμένη δραστηριότητα. Εισαγωγή στις λειτουργικές προσεγγίσεις (μετάφραση-προσαρμογή: Σίμος Π. Γραμμενίδης, Δέσποινα Δ. Λάμπρου, επιστημονική επιμέλεια: Σίμος Π. Γραμμενίδης, εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2014, σ. 336). Και γι’ αυτόν ο μεταφραστής είναι «διαπολιτισμικός μεσολαβητής» (σελ. 236).

iv. Το βιβλίο της Μαρίας Α.Μ. Τσίγκου Γλωσσολογία & Μετάφραση. Προσεγγίζοντας τη μεταφραστική μονάδα. Εφαρμογή στο ζεύγος Γαλλικής-Ελληνικής (εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 211, σ. 144) το οποίο καταλήγει στο αβίαστο συμπέρασμα πως «μόνη η σύνταξη δεν αρκεί για να μεταφράσουμε. Θα πρέπει πάντα να ανατρέχουμε και στη σύνταξη, και στη σημασιολογία και στην πραγματολογία. Αυτό, όμως, που επιχειρήσαμε να κάνουμε στην παρούσα μελέτη ήταν να υπογραμμίσουμε τη σημαντική, κατά την άποψή μας προσφορά της σύνταξης στη Διδακτική της Μετάφρασης» (σελ. 130).

v. Κεφαλαιώδους σημασίας όμως είναι το βιβλίο του Καθηγητή και ποιητή Γιώργου Κεντρωτή Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης (εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 1996, σ. 484), όπου διευκρινίζονται με διεξοδικό και κατατοπιστικό τρόπο τόσο οι θεωρίες όσον και οι πρακτικές στον απέραντο χώρο της μετάφρασης. Ιδιαίτερα ενδελεχής είναι η έρευνα, η ανάπτυξη και η συνοπτική ανάλυση της έννοιας της ισοδυναμίας (κυρίως στο 3ο κεφάλαιο).

vi. Για το φλέγον κι απολύτως επίκαιρο θέμα της Παγκοσμιοποίησης,  που αφορά κι ενδιαφέρει τους αληθείς επιστήμονες όλων των γνωστικών πεδίων, εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το βιβλίο του Michael Cronin Μετάφραση & Παγκοσμιοποίηση (μεταφραστής: Παναγιώτης Κελάνδριας, Αθήνα 2007, σ. 272).

vii. Στο ιδιαίτερα εκλαϊκευμένο κι ευθυμογραφικό σχεδόν βιβλίο των Kelly, Nataly & Zetsche, Jost, Για να μην είμαστε χαμένοι στη μετάφραση. Πώς η γλώσσα διαμορφώνει τη ζωή μας και μεταμορφώνει τον κόσμο (εισαγωγή-μετάφραση: Ελένη Τζιάφα, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2017, σ. 255) είναι σαφές ότι ούτε και οι εκάστοτε Πρόεδροι των Η.Π.Α. δεν γλιτώνουν από τους κακούς μεταφραστές τους (βλ. «Ο μύθος περί κακής μετάφρασης του Κένεντι» στη σελίδα 73).

Β. ΘΕΣΕΙΣ

Μελετώντας επί είκοσι συναπτά έτη το έργο του Λώρενς Ντάρελ (στα πλαίσια της εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής στο ΤΜΗΜΑ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑΣ της ΣΧΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ του ΙΟΝΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ – που απέσπασε άριστα δέκα) κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο μεγάλος και διάσημος παγκόσμιος Λογοτέχνης ήταν κυρίως Ποιητής, με την έννοια ότι έπλαθε την πρώτη ύλη της γλώσσας δημιουργώντας καινούργιους κώδικες, όχι πάντα αφομοιώσιμους από τους ιθύνοντες και καθ’ ύλην αρμοδίους κριτικούς και θεωρητικούς της εποχής του.

Ειδικά τα τρία θεατρικά του έργα καταδεικνύουν την βαθιά και επώδυνη πνευματική του οδύσσεια, την περιπέτειά του με την χαλιναγώγηση των εκφραστικών του μέσων. Η πρώτη ύλη κάθε συγγραφέα είναι η συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση, τόσο στο θυμικό όσο και στο νοητικό του.

Με τις «προσλαμβάνουσες εικόνες» επιχειρεί ως ηθοποιός κάθε φορά μία πρωτογενή αφήγηση, που – αν είναι τυχερός και επιδέξιος – είναι ΚΑΙ πρωτότυπη. Το αν είναι αφομοιώσιμη είναι άλλο διακύβευμα.

Ειδικά η θεατρική «Σαπφώ» του είναι έμμετρη και αυτοβιογραφική. Παιδεύτηκα να την αποδώσω σε σύγχρονη ιδιόλεκτο, αναγνωρίσιμη από τους ομιλούντες την νεοελληνική γλώσσα. Απέφυγα κάθε απόπειρα ομοιοκαταληξίας ή παραδοσιακής ρίμας και περιορίστηκα στην εξεύρεση αναλογίας / αναλογιών κυρίως στο επίπεδο των νοημάτων και των συναισθημάτων, στην πλοκή δηλαδή και στην εξιστορούμενη «υπόθεσιν». Αναγκαστικά, διαμόρφωσα μια άλλη, δική μου ρυθμολογία, που εναρμονιζόταν όμως με το πρωτότυπο στο επίπεδο της αναπνοής, του ομοιοπαθητικού συντονισμού με το πρωτότυπο κείμενο. Όλα στο σύμπαν χαρακτηρίζονται από μία ιδιοσυχνότητα κι ο συνδυασμός τους δημιουργεί νομοτελειακά κάποιου είδους ρυθμό, όχι απαραίτητα αναγνωρίσιμο. Η εξοικείωση, η επανάληψη και η τριβή με ένα «κείμενο» δημιουργεί τομές και ετερόκεντρα σφαιρικά τμήματα που ενώνουν πομπό/πηγή κι αποδέκτη/στόχο. Ό,τι φαινόταν ίσως δυσαρμονικό και ανοίκειο στην εποχή του, έρχεται ο καιρός που μπορεί και να φαντάζει «κλασικό» λειτουργώντας ως «πρότυπο» για τους μεταγενέστερους. Έχουμε πολλά παραδείγματα πάνω σ’ αυτό, ειδικά μετά τους επαναστατικούς «-ισμούς» και τα αισθητικά κινήματα τού εικοστού αιώνα.

Στον καιρό της επί-μετανεωτερικότητας ή υπέρ-μετανεωτερικότητας ή μετά-μετανεωτερικότητας, βιώνουμε έναν διαρκή αναβρασμό ηφαιστειακού τύπου. Ανακατάξεις σχεδόν σεισμικές αναταράσσουν τα όποια δεδομένα και τίποτα δεν είναι ασφαλές ή σίγουρο μέχρις αποδείξεως τού εναντίου. Η τυχαιότητα παίρνει ένα μεγαλύτερο ρόλο σε σχέση με την ντετερμινιστική ορθότητα και το λεγόμενο «διαφορετικό» θεοποιείται ή εξιδανικεύεται.

Στην εποχή μας είναι ευκολότερο να πειραματιστείς και το αποτέλεσμα κρίνεται στη σκηνή, στο τεντωμένο σκοινί τού ακροβάτη, στην ανάδραση-διάδραση τού κάθε επαρκούς αναγνώστη / θεατή που εξασφαλίζει την όποια ανατροφοδοτική ροή από και προς εμάς.

Όμως η αρχή «όλα είναι Τέχνη», «όλα είναι Λογοτεχνία», «όλα είναι Ποίηση» έχει επιφέρει ένα καθοριστικό, αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ παραγωγής και «προσλήψεως-υποδοχής» (reception) του πνευματικού μας κόπου.

Από την γλώσσα-πηγή στην γλώσσα-στόχο έχουμε πολλές κβαντικές επιλογές και δυνατότητες. Ποια είναι η σωστή και ποια η άστοχη; Εκ των προτέρων δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, παρά μόνον με την τριβή της μεταφραστικής πρόθεσης στον ανακλαστικό (κι ενίοτε παραμορφωτικό) καθρέφτη τής πραγμάτωσης μιας (τουλάχιστον) πλήρους επικοινωνίας με τον φυσικό της αποδέκτη: το κοινό.

Εκεί όμως τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο, γιατί το θέμα, το κυρίαρχο ερώτημα είναι «ποιο διαμορφώνει το γούστο του κοινού;». Οι πρωτοπόροι, οι ρηξικέλευθοι, οι τολμηροί;

Και γιατί (για να επανέλθουμε στον Ντάρελ) πέτυχε με το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» κι όχι με την «Σαπφώ», τον «Ιρλανδό Φάουστ» ή την «Ακτέ» του;

Κανείς δεν μπορεί να μας απαντήσει με ασφάλεια.

Κριτική ίσον διϋποκειμενική τέχνη (και σε καμία περίπτωση Επιστήμη, με την αυστηρή έννοια τού όρου).

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν μαθηματικές καμπύλες τού Gauss ικανές να αναλύσουν την πνευματική δημιουργία εν τη γενέσει της, ούτε καν μετά ως στατιστική απόπειρα ανατομίας.

Η ελευθερία όμως δεν σημαίνει ελευθεριότητα.

Γ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Στην χαοτική πολυμορφία τού σύγχρονου κόσμου με την ολοένα κι επιταχυνόμενη αύξηση τής εντροπίας αναμένουμε την καινούργια αποκρυστάλλωση / ανακρυστάλλωση μιας καινούργιας Αναγέννησης που θα δώσει πάλι ώθηση στα δημιουργικά πνεύματα να διακηρύξουν με διονυσιακό ενθουσιασμό την συνήθη χαρμολύπη τους.

Περί αυτού πρόκειται: ο καταστροφέας και αποδομητής Σίβα δίνει τη θέση του (εναλλάξ) στον δημιουργό Κρίσνα.

Όμως εμείς βρισκόμαστε σήμερα στην άχαρη θέση να ξαναχτίζουμε ευκτήριους οίκους, οικίες και ναούς με τα απομεινάρια των αρχαίων («πλίνθοι τε κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι).

Σύμφωνα όμως με την Θεωρία του Χάους τα συστήματα μετά από κάποια (απροσδιόριστη) περίοδο ανακατατάξεων ξαναβρίσκουν μια καινοφανή, άλλου είδους «ισορροπία» και σ’ αυτό ευελπιστούμε όλοι ενδομύχως, όσο κι αν δεν μαχόμεθα απαξάπαντες επί του ιδίου σκοπού.

Από τη σκοπιάς μας όμως ο κάθε ένας και η κάθε μία πρέπει να επιμείνουμε στην μετάφραση της Ποίησης, στην διαφύλαξη τής ουσίας της πάση θυσία, ακόμα κι αν κατακρεουργούμε την μορφή της. Οξύμωρον: μορφή και περιεχόμενο στην Ποίηση είναι αρρήκτως συνδεδεμένα. Ποιος όμως διατύπωσε αυτό το αξίωμα; Και γιατί πρέπει να το πιστεύουμε ακόμη;

Προτείνω λοιπόν να επιδιώξουμε την λεγομένη «λειτουργική μετάφραση» επαφιέμενοι στην μετά τη μετανεωρικότητα θεσμοθετημένη (τρόπον τινά) ελευθερία μας. Κι εδώ το θέμα δεν είναι απλώς εργαλειακό (τού τύπου «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»), αλλά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια των επαρκών μεταφραστών (και μεταφραστριών) να αυθαιρετήσουν υποβάλλοντας όμως τα εκφραστικά τους μέσα στην βάσανο της αντιπαραβολής με την τεχνική “try and error”. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να προτάξουμε, να τολμήσουμε σε αυτή τη φάση.

Τα υπόλοιπα θα τα κρίνει ο Πανδαμάτωρ Χρόνος, ο μόνος αδέκαστος και τελικός Κριτής.

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας

Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ

https://konstantinosbouras.gr

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Ιανουαρίου 2022