Εκτύπωση του άρθρου



 

Ότι η Μνήμη είναι θεά της Ποίησης και  κόρη της Μνημοσύνης είναι γνωστό, αν το δεχτούμε και δεν πιστέψουμε πως πρόκειται για την ίδια θεά με την οποία κοιμήθηκε ο Δίας και γέννησε τις Μούσες. Όπως και να ’χει είναι η μητέρα των Μουσών που προστατεύουν τις Τέχνες. Αυτήν επικαλείται ο Όμηρος και στα δύο έπη του, τη Μνήμη θεά και Μούσα του έπους Καλλιόπη για να μπορέσει να ψάλλει την οργή του Αχιλλέα -Νήνιν άειδε, θεά-  στην Ιλιάδα και τον άνδρα τον πολυμήχανο -Άνδρα μοι έννεπε Μούσα πολύτροπον- στην Οδύσσεια. Από εκεί και έπειτα, η επίκληση της Μούσας είναι πλέον κανόνας σε όλους τους ποιητές. Και οι νεότεροι, ακολουθώντας το παράδειγμα των παλαιότερων, ιδού πώς μπαινοβγαίνουν στην παράδοση:

Μνήμη θεά έλα κοντά / την ιστορία πες ξανά
για την Αθήνα, για την Αθήνα / και για την ήττα των Περσών  /
κοντά στη Σαλαμίνα.  
Κι ύστερα πες μας και για μας / και για τον Λεωνίδα μας,
το παλικάρι , το παλικάρι, που ήταν σαν άντρας δυνατός
 γενναίος σα λιοντάρι.
Στης Θερμοπύλας το στενό, /φώναξε κι είπε στον εχθρό
δεν θα περάσεις, δεν θα περάσεις / ένας αυτός κι εκείνοι
σαν την άμμο της θαλάσσης.

Χορεύει ο χορός των ανδρών και επικαλείται τη Θάλεια, θέα και Μούσα της κωμωδίας,  σε μία Λυσιστράτη του Αριστοφάνη από το  Κ.Β.Θ.Ε το 1983, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά και μουσική Γιώργου Κουρουπού.  Όμως, αν και για αρχαία κωμωδία πρόκειται, του 411 π.Χ. συγκεκριμένα, τοποθετημένη μέσα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο δηλαδή (431-404 π.Χ), αν  και θέλει ακόμα εφτά χρόνια για να τελειώσει ο φαρμακερός και χειρότερος όλων, όπως αποκαλεί ο Θουκυδίδης αυτόν τον πόλεμο  -«μέγαν τε και αξιολογώτατον των προγεγενημένων» και «κίνησις γαρ αύτη μεγίστη δη τοις Έλλησιν εγένετο»- με τραγωδία, μοιάζει και Μούσα της η Μελπομένη θα μπορούσε να είναι. Ωστόσο,  αφού κανείς δεν θα διαφωνούσε πως κρύβεται και η Ιστορία πίσω από τη κωμωδία, επόμενο είναι και η Κλειώ αυτοδικαίως να προσέρχεται! Η υπόθεση όμως εμπεριέχει και ωραία ερωτικά μέλη οπότε, ιδού, από κοντά και η Ερατώ και γενικώς όλες, πιασμένες εν χορώ, να  βοηθούν τον ποιητή και, αν είναι ραψωδός, ακόμα περισσότερο, να θυμηθεί κι εκείνος τα λόγια τα μεγάλα και να τραγουδήσει με γλυκοκαληκέλαδο λαρύγγι.

Η Μνήμη, λοιπόν, πανταχού παρούσα και χωρίς αυτήν έργο δεν γίνεται κανένα. Όλη η μεγάλη ποίηση έχει αντλήσει το υλικό της από τα πάθη της πατρίδας κυρίως. Και λέω «κυρίως» επειδή όλα τα μεγάλα έργα -ελληνικά και ξένα- από τα πάθη της πατρίδας ξεκινούν γιατί αν αυτή είναι  καλά τότε είμαστε και εμείς καλά και κάνουμε φίλους : «η δ’ έστιν η σώζουσα και ταύτης έπι/ πλέοντες ορθής. τους φίλους ποιούμεθα», μας λέει ο Σοφοκλής. Με τα πάθη της πατρίδας όλη η παραδοσιακή ποίηση και με αυτά και η  ανθρώπινη μοίρα υφαίνεται. Είχε δίκιο ο Αισχύλος που μόνο το Μαρθώνιον άλσος μνημόνευσε στο επιτάφιο επίγραμμά του και όχι τα έργα του που δεν θα έγραφε αν η πατρίδα δεν του έδινε την ευκαιρία.  

Στα χρόνια τα νεότερα, ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος θα επικαλεστούν τη θεά- Μνήμη-Μούσα και θα θέσουν τη Λύρα τους στην υπηρεσία της πατρίδας. Συχνά η ίδια η πατρίδα θα εμφανιστεί ως Μούσα

Το χάραμα πήρα του Ήλιου το δρόμο /κρατώντας τη λύρα/ Τη δίκαιη στον ώμο / Κι απ’ όπου χαράζει/ Ως όπου βυθά …ο Διονύσιος

Ω Φιλτάτη πατρίς, Ω θαυμασία νήσος, /Ζάκυνθε∙ συ μου έδωκας/ Την πνοήν και του Απόλλωνος/ Τα χρυσά δώρα … ο Ανδρέας.

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

                      Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί

Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει με την ιστορία, με τους μύθους με τις μυρωδιές, όπως αναδύονται από το γη, το χώμα και τα πεύκα. Την ίδια ιδέα θα βρούμε συχνά σε παραλλαγές. Στο ποίημα «Μνήμη Α΄», τον ακούμε:

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·/ ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση/  και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή./ Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,/ ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει, / ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».

Σ’ αυτούς τους στίχους (α΄ στροφή του ποιήματος) είναι προφανής η λειτουργία της μνήμης, η οποία παίζει μέσα από τον παρελθοντικό χρόνο του ρήματος «ήταν» και από την αναδυομένη ανάμνηση της μυρωδιάς από το βρεγμένο χώμα. Η φύση σε πλήρη σύνδεση με το  αίσθημα, το φεγγάρι στη χάση, δεν εμποδίζει με το φως του, όπως θολώνει τα πάντα,  όταν είναι  σε γέμιση. 

Στο ποίημα «Μνήμη Β΄» με την ένδειξη «Έφεσος», οι στίχοι θυμάμαι ακόμη / Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο /που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα, τίθεται το ερώτημα, σε ποιον αναφέρεται ο ποιητής; Στον Εφέσιο Ηράκλειτο ή στον Άγγελο Σικελιανό που και εκείνος ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων/ όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα», και μετά οι στίχοι «Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας: “αφήστε με ν’ ακούσω τον αδελφό μου”. Ποιον αδελφό εννοεί ο Σεφέρης; Τον πρόσφατα χαμένο αδελφό του Άγγελο στην Αμερική (19-1-1950), τον ένα χρόνο μετά Άγγελο Σικελιανό (19-6 1951) ή τον αρχαιότερο Ηράκλειτο που κάπου, εδώ γύρω, στην Έφεσο, η ψυχή του πετά;

Ο γύπας τρώει κάθε μέρα το συκώτι του Προμηθέα, αλλά εκείνο ξαναγεννιέται. Έτσι και ο ποιητής, κάθε μέρα χάνει το κουράγιο του και κάθε νύχτα το ξαναβρίσκει. Βρίσκει τη δύναμη να υπερβεί με τη σκέψη τη ζωή που τον υπερβαίνει με τα δικά της απρόοπτα και τον κάνει να απελπίζεται και μέσα από την απελπισία του να ξαναβρίσκει τη δύναμη να συνεχίζει. Με το αίμα του γράφει την ιστορία του, το ποίημα. Η μνήμη είναι η πηγή κάθε τέχνης.

Γυμνοπαιδίες. Πόσο βαθιά και πόσο μακριά πάει ο νους ακούγοντας τη λέξη «Γυμνοπαιδία»; Από πού μας έρχεται; Από την αρχαία Σπάρτη ή από την αρχαία Βαβυλώνα; Από πού καταφθάνουν εκείνοι οι έφηβοι που παλεύουν ή παίζουν γυμνοί;

Ο Σεφέρης μας δίνει δύο ποιήματα με τίτλο αυτό το αγωνιστικό παιχνίδι, την Γυμνοπαιδία ή Γυμνοπαιδιά. Από την πρώτη απομονώνω τους στίχους:

Βωμοί γκρεμισμένοι / κι οι φίλοι  ξεχασμένοι/ φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη (Α΄ Σαντορίνη)

Τι φέρνει η μνήμη του ποιητή στο ποίημα; Πέραν των όσων ιστορικών και  αρχαιολολογικών στοιχείων, κάτι πιο σύγχρονο φέγγει στους στίχους. Είναι ο απελπισμένος Κώστας Καρυωτάκης: 

«Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους».

Οι «γκρεμισμένοι βωμοί» έρχονται κατευθείαν από το «Ιωνικόν» του Κ. Π. Καβάφη: Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,/γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. Σαν μίτος διατρέχει η ιδέα τα ποιήματα, συνδέοντας τον ένα ποιητή με τον άλλο. Ο Καβάφης άλλωστε έχει μιλήσει για τις «αγαπημένες «Φωνές» και διόλου δεν μας παραξενεύει ο Σεφέρης που επίσης ακούει Φωνές από την πέτρα και από τον ύπνο/ βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,/ μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό (Γυμνοπαιδία Β΄ , Μυκήνες)

Κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά, μας υπενθυμίζει στο «Όνειρο» και είναι πολλοί οι λόγοι της ξαγρύπνιας του. Άλλοτε συλλαβίζει τα άστρα, να βρει τη μοίρα του, άλλοτε αστρονομίζεται, να βρει τον δρόμο του, άλλοτε είναι τα αηδόνια που δεν τον αφήνουνε να κοιμηθεί στις Πλάτρες, πάντοτε είναι «οι ευθύνες που αρχίζουν από τα όνειρα». Με άλλα λόγια είναι επειδή  «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».

                                                  *

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

                     Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω

Ο παραπάνω στίχος από το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη, Ε΄» του Οδυσσέα Ελύτη δεν μας θυμίζει απλώς τη σημασία της Μνήμης, αλλά και την τοποθετεί στο ψηλότερο βάθρο, στα ψηλά και αθάνατα βουνά, προσδίδοντάς της ηγετική και ακατάλυτη δύναμη. Τόσο ψηλή, τόσο αγέρωχη, τόσο δυνατή, τόσο θεϊκή∙ παρακαταθήκη και θησαυροφυλάκιο εθνικών και θρησκευτικών τιμαλφών, όπως φαίνεται και από τους στίχους του ίδιου ποιήματος Τα θεμέλιά μου στα βουνά   / και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους / και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος! (Ψαλμός Ε΄)

Από το σύνολο των αγωνιστών ο ποιητής θα επιλέξει αντιπροσωπευτικά την τριάδα των θαλασσομάχων: Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη!/ Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη/ Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ! (Ψαλμός ς΄), προβάλλοντας τη θαλασσινή πλευρά της Ελλάδας, όπου και κρίθηκε -στο Ναβαρίνο- το τέλος του Αγώνα. Επίσης δεν θα λησμονήσει να υπενθυμίσει τους δυο κορυφαίους των Γραμμάτων μας για τη λαλιά που δεν ξέρει από ψέμαΌπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,/ όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Ψαλμός ΙΑ΄).

Προηγουμένως έχει υμνήσει τη γλώσσα την ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου (Ψαλμός Β΄) και εκεί έχει αναφερθεί συνολικά στο ελληνικό τοπίο –θαλασσινό και στεριανό-,  παράδοση και αγώνες των Κλεφτών, Χριστός Ανέστη και Δόξα Σοι  με καταληκτικά τα πρώτα λόγια του Ύμνου.

Και με τον Ύμνο υποδηλώνεται ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν και με τα πρώτα λόγια η αρχή του: Σε γνωρίζω από την κόψι / Του σπαθιού την τρομερή και ο χαιρετισμός του ποιητή: Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.

Ο Ελύτης άνοιξε τον ψαλμό με τον  Όμηρο, τον γενάρχη της Ποίησης, στην κορυφή και τον έκλεισε με τον Εθνικό μας Ποιητή Διονύσιο Σολωμό, αφού διέτρεξε όλη τη ράχη της Ελλάδας, στεριά και θάλασσα, γη και ουρανό, θρησκευτική και εθνική παράδοση. Να μην ξεχάσουμε ότι η αφορμή του ποιητή είναι ο πόλεμος πάνω στα βουνά που και ο ίδιος πολέμησε. Τα  λόγια του Ύμνου, καθώς και όλος ο Ψαλμός, συνιστούν ένα είδος Αντίστασης, ο καθείς και τα όπλα του. Και έτσι φτάνει να είναι ο ίδιος ένα άλλο είδος εργάτη, όχι με ξινάρι στα χέρια ούτε με ντουφέκι, αλλά με πένα, για να γράψει, να γίνει νέος Όμηρος και νέος Σολωμός. 

Η συνταύτιση ενός φυσικού στοιχείου –βουνό και βάτος- με το εθνικό χρέος και την ευθύνη  του καθενός, δεμένα με τη θρησκευτική παράδοση  δίνουν στη Μνήμη τρισυπόστατη ιερότητα. Αν η Μνήμη είναι θεά για τον αρχαίο ποιητή, θεά και φύση και εθνικό χρέος ταυτοχρόνως είναι και για τον νεότερο.   Με τη δύναμή της ενισχυμένος θα μπει στη φωτιά και χωρίς αυτήν, τη Μνήμη, θα πράξουν το «Κακό» οι «Άλλοι». Ο Ελύτης θα μιλήσει γι’ αυτούς αντιπαραβάλλοντάς τους με τους Έλληνες, και προβάλλοντας τι έχουν οι Έλληνες που δεν έχουν «Κείνοι»: 

Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύννεφο./ Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά/…/ παππού  δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο,/ στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα / με πικραμένα μάτια/ … δεν είχαν πίσω τους αυτοί/ θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή/ ή  μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό / χορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Έτσι ο Ελύτης συνθέτει το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και μέσα από τον έπαινο του παλικαριού υμνεί όλους εκείνους τους ανώνυμους που έπεσαν για την πατρίδα. Όπως ο  Θουκυδίδης, μας παρέδωσε τον Επιτάφιο του Περικλή, που εκφώνησε στο Δημόσιο Σήμα για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου, αρχίζοντας τον έπαινο από τους προγόνους και την πόλη, έτσι και ο Ελύτης άρχισε από τους προγόνους και την Ελλάδα.  Γιατί και στο Άξιον Εστί και στο Άσμα και σε όλο το έργο του η Ελλάδα είναι το κέντρο και ο μύθος της. Έτσι, δεν αρπάζει απλώς την ευκαιρία, για  να υμνήσει το τοπίο και τους ανθρώπους του, το έχει καταγεγραμμένο στο DNA του,

Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
………………………………………………………..

Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα

δείχνοντας πώς ο ίδιος ο τόπος επιβάλλει το ήθος του στον άνθρωπο που το κατοικεί και ο άνθρωπος που το κατοικεί έχει ευθύνες για την υπεράσπισή του.

                Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω

Σημείωση. Δεν χρειάζεται να το πω, αλλά θα το πω: Το κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλο αλλά ο χώρος δεν επιτρέπει μεγαλύτερη επέκταση…

Ανθούλα Δανιήλ

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Ιανουαρίου 2022