Εκτύπωση του άρθρου

 

«Δεν υπάρχει βασιλικός δρόμος, δεν υπάρχει λεωφόρος Συγγρού που να οδηγεί ίσια στην ποίηση», μεταφράζει ο Γιώργος Σεφέρης (Δοκιμές, τ. πρώτος,  «Μονόλογος Πάνω στην Ποίηση», σελ. 153), ενώ ο Ελύτης προσθέτει τη δική του παρεμφερή άποψη: «Συχνά για ν' ακολουθήσεις την ευθεία οδό στην Ποίηση χρειάζεται να παίρνεις τις παρακαμπτήριες»  (Ανοιχτά Χαρτιά, "Πρώτα-Πρώτα", σελ. 37) και, φυσικά, πώς αλλιώς, όλα έχουν προλάβει και τα έχουν πει οι αρχαίοι μας∙ «Μή εἶναι βασιλικήν ἀτραπόν ἐπί γεωμετρίαν/Δεν υπάρχει βασιλική οδός για τη γεωμετρία» απάντησε ο Ευκλείδης στον Πτολεμαίο Α΄ όταν του ζήτησε έναν πιο εύκολο τρόπο από τα Στοιχεία του για να μάθει γεωμετρία.

«Θέλω ένα βιβλίο που να έχει όλη τη μόρφωση», ακούστηκε κάποτε να λέει αθώα, αλλά φιλομαθής κυρία. Να μία ευθεία –«όλη η μόρφωση»- της οποίας τις παρακαμπτήριες δεν είχε υποψιαστεί η κυρία.

Λοιπόν, τα λες όλα με παραμύθια και παραβολές από τα αρχαία χρόνια γιατί ο μύθος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να περάσει το μήνυμα από τον πομπό στον δέκτη. Από τον ποιητή στον αναγνώστη. Ο Όμηρος έπλασε μια Ωραία Ελένη, τη στόλισε με όλα τα ερεθιστικά χαρακτηριστικά και τα χρησιμοποίησε ως δόλωμα των Αχαιών στα ψάρια … Για να πιάσουν το μεγάλο λαβράκι που ήταν η Τροία με τους θησαυρούς της. Ο Δίας χρειάστηκε να αποπλανήσει – να βιάσει- όλες τις νεαρές παρθένες για να καταλάβει ο κόσμος πως η δύναμη της ερωτικής επιθυμίας συνέχει τον κόσμο και χωρίς αυτήν ζωή δεν υπάρχει. Ο Πλάτων έβαλε τον Πρωταγόρα να λέει τον δικό του μύθο για τη δημιουργία του κόσμου με όλα τα ζώα να κυοφορούνται στην κοιλιά της γης, ενώ ο Ησίοδος διάλεξε έναν άλλο τρόπο όπου ο έρωτας, ο θάνατος, η βία , ο φόνος έχουν μεγάλο μερίδιο στον μύθο της ζωής.

 Οι Μνηστήρες της Πηνελόπης δεν είναι άλλοι από τους άρχοντες του νησιού που διεκδικούν τον θρόνο της Ιθάκης (και όχι την χήρα καλά και σώνει), με άλλα λόγια είναι η εποχή που η αριστοκρατία διεκδικεί από τη βασιλεία το μερίδιό της στην εξουσία. Το  ίδιο επαναλαμβάνεται και στα ιστορικά χρόνια τον Μεσαίωνα, όταν οι άρχοντες, οι Δούκες και άλλοι τιτλούχοι ξεσηκώνονται και ζητούν από τον βασιλιά περισσότερα δικαιώματα,  αρμοδιότητες και παρουσία στην πολιτική σκηνή.

Η Ζαν ντ’ Αρκ, ας πούμε, τηρουμένων των αναλογιών, είναι αυτή  οδηγεί τον στρατό σύμφωνα με τις υποδείξεις του Αγίου Μιχαήλ, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος   με το «Εν τούτω νίκα». Και ποιο είναι τούτο το «εν τούτω»; Η θεολογική παρακαμπτήριος από την πολιτική ευθεία, τύποις, βεβαίως. Χωρίς μύθο, η ευθεία  είναι ένας αλληλοσπαραγμός. Ντυμένη με τον μύθο  όμως αποκτά  νόημα ηθικό στα μάτια των πολλών: «Για τον βασιλιά, για την Πατρίδα, για τον Θεό». «Νυν υπέρ πάντων ο αγών» σε μια εποχή που αυτά είχαν σημασία.

«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές /είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει», γράφει ο Σεφέρης βαδίζοντας την παρακαμπτήριο και όχι την ευθεία που οδηγεί κατευθείαν στη συμφορά.

Όταν ο Όμηρος μας έλεγε πως τα φύλλα πέφτουν και η «πολυάνθεμος ώρη άλλα φύει», μας εξηγούσε την αλυσίδα των γενεών και τον τρόπο που εναλλάσσονται οι γενιές των ανθρώπων. Όταν κατέβαζε τον Οδυσσέα στον Άδη να μιλήσει με τους πεθαμένους, γιατί δεν του φτάναν οι ζωντανοί για να τον αρμηνέψουν (και να πώς κρύφτηκε κι ο Σεφέρης εδώ μέσα), ήταν η επιθυμία της επικοινωνίας με τους προγόνους που τα ήξεραν όλα. Ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος και πολύτροπος ήταν αυτός που ξέφυγε από την ευθεία και γύρισε όλο τον κόσμο, κυριολεκτικά πάνω και κάτω και δεν επέστρεψε  κατ’ ευθείαν στην Ιθάκη, μέσω της εθνικής οδού.  Έπρεπε να ταξιδέψει, αλλιώς δεν θα είχε γίνει αυτό που έγινε με το ταξίδι. Ήθελε και αυτός με τον τρόπο του, να παραβιάσει το Άγνωστο, για το οποίο μπορεί και στη φωτιά να πέσει αρκεί να μάθει:  

Au fond du gouffre, enfer ou ciel, qu’importe? Au fond de l’inconnu pour trouver du nouveau, καθώς έλεγε ο Baudelaire, παρακάμπτοντας κι εκείνος την ευθεία.  Στο βάθος του σκότους, δεν με νοιάζει Κόλαση ή Παράδεισος, στο άγνωστο βάθος για να βρω το καινούριο.

Λέμε, λοιπόν, πως η Ποίηση έχει πιο κομψούς τρόπους για να μας πει την αλήθεια, περισσότερους δρόμους από τον ευθύγραμμο, μονόδρομο, μονότροπο, τετραγωνισμένο λόγο της ορθής λογικής. Γιατί η Ποίηση και η Τέχνη, γενικά, έχει έναν τρόπο να στέλνει τα μηνύματά της, να στρογγυλεύει τις οξείες γωνίες, να λειαίνει τις αγριάδες και να κάνει πιο όμορφο το τρομακτικό.

Ο Δάντης επιχείρησε να κατεβεί στον Άδη με συντροφιά και οδηγό του τον Βιργίλιο που κι εκείνος είχε πρότυπο τον Όμηρο κι έπειτα κατέβηκε και ο Μπεργαδής και πολλοί άλλοι. Ο Ελύτης, χρόνια μας λέει ότι κρυφοκοιτάζει, ότι απλώνει το χέρι να αγγίξει και καίγεται, ότι πέταξε γένι καλογερικό περιμένοντας σήμα, ότι μηχανεύεται ένα κλειδί… Να κάνει τι; Με «μια σκέψη οξεία», μια έκλαμψη δηλαδή, μια ιδέα τέλος πάντων,  ουρανοκατέβατη και ευθύγραμμη, να μάθει τι γίνεται πέρα από τούτη τη ζωή. Ιδού η ευθεία που απαίτησε όλες τις παραπάνω παρακαμπτήριες.

Πολλοί είναι και εκείνοι που βάλθηκαν κατά καιρούς να μας ενημερώσουν τι κρύβουν οι ρίζες μιας τριανταφυλλιάς, πόσα σκουλήκια λιπαίνουν το χώμα της, πόσα βρώμικα ρυάκια κυλούν κάτω από τις καλά ασφαλτοστρωμένες λεωφόρους, κάτι ξέρει επ’ αυτού ο Μάριος Μιχαηλίδης. Αναποδογυρίζοντας τα ροδοπέταλα και τα κλαδιά με τα πράσινα φύλλα και τ’ αγκάθια, παίρνω για παράδειγμα τον Νάσο Βαγενά που επίσης μας άνοιξε στο υπέδαφος τα μάτια.  Κοιτάζοντας κάτω από τη λάμπουσα επιφάνεια, μας δείχνει το λίπασμα της ζωής, τάφοι κεκονιαμένοι, που λένε, και  υπόγειοι αγωγοί της αποχέτευσης. Εκεί είναι ο Άδης, από τα σκοτάδια του θα περάσει η Ευρυδίκη, η Madam Eurydice Reviendra d’ Enfer και στο αρκτικόλεξό τους οι λέξεις μας δίνουν τη λέξη MERDE. Βρόμικη υπόθεση το λίπασμα. Από εκεί «θα ξαναφέρουμε την  Ευρυδίκη στο φως» όπως λέει ο Ελύτης, αλλά δεν το λέει ο Βαγενάς… Λέτε ο Ελύτης δεν  το ξέρει; Δείτε το δεύτερο μέρος του ποιήματος «Ο Ύπνος των Γενναίων» στην πρώτη γραφή και έπειτα δείτε την παραλλαγή… Μας λυπήθηκε κι εμάς και τους «Γενναίους» του και έπλασε μια παρακαμπτήριο που είναι ο δρόμος της Ποίησης και απέφυγε την ευθεία που πάει  κατ’ ευθείαν στην κόλαση και Γενναίους και κοινούς θνητούς.  Με μια φράση του Βαγενά,  θάνατος είναι η «μεταξωτή φόδρα του φωτός», η οποία, θέλοντας και μη, μας πάει στο «Μετάξι στον κήπο» του Γιώργου Βέη, να μια ακόμα παρακαμπτήριος που υπαινίσσεται πολλά και αποφεύγει να μιλήσει πικρά. Και ο Βέης, και ως ποιητής και ως διπλωμάτης, αποφεύγει την ευθεία. Ο λαός το έχει πει με δικά του λόγια: «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε».

Βέβαια, την παρακαμπτήριο επιλέγει η τέχνη γενικά, για να μη πω πως και η καθημερινή ζωή το ίδιο κάνει, καθώς και η πολιτική, γι’ αυτό συχνά οι εκπρόσωποί της δανείζονται ή την ποδοσφαιρική ή την ποιητική παρακαμπτήριο. Αλλά ας παρεκκλίνω προς τα εκεί που μου αρέσει∙ στον κινηματογράφο και στον  Φεντερίκο Φελίνι, σε όλα τα έργα του, κυρίως σ’ εκείνο που με είχε καταγοητεύσει και μετά απογοητεύσει. Ήταν ένα λαμπερό καράβι, με επιβαίνοντες τους λαμπερούς καλλιτέχνες της Όπερας, τον πρίγκιπα και άλλους πολιτικούς, στην πρώτη θέση, ενώ  στην τρίτη χόρευαν και τραγουδούσαν οι τσιγγάνοι, και πιο κάτω στις μηχανές οι μαυροκαπνισμένοι  από το κάρβουνο στη μηχανή. Αυτό το πλοίο, πλήρωμα και επιβάτες, διέσχιζε την Ιστορία. Επρόκειτο για μία τελετή, θα σκόρπιζαν την τέφρα της σπουδαίας αοιδού Εντμέα Τέτουα στη θάλασσα.  Όλα έβαιναν καλά και το πλοίο πήγαινε, πήγαινε  μέχρι που ο φακός έκανε στροφή από την παρακαμπτήριο της τέχνης στην ευθεία της πραγματικότητας, στα εντόσθια του πλοίου, του κύτους, του στούντιο με άλλα λόγια, για να μας δείξει, εγκαταλείποντας την καλλίγραμμη ελικοειδή, την ευθεία που οδηγεί κατευθείαν στην έξοδο από τη μαγεία:  Ένα μεγάλο γαλάζιο πανί εκεί που βλέπαμε θάλασσα, ένα συνηθισμένο μαγνητόφωνο πάνω σε ένα τιποτένιο τραπεζάκι σε μια άκρη, από όπου εκπέμπονταν οι θεϊκές άριες… Ούτε θάλασσα ούτε πλοίο, ούτε αριστοκρατικά σαλόνια, κολλαριστά γκαρσόνια, ούτε  αστραφτερά μαχαιροπήρουνα, κρύσταλλα και πορσελάνες, ούτε όπερα, κοστούμια, καλλιτεχνικές αντιζηλίες, τεντωμένα λαρύγγια σε άριες, ούτε «Ωδή… στην υπέροχη καμπύλη μιας υψηλής νότας από τον λαιμό μιας διάσημης Ιταλίδας αοιδού» (Βαγενάς), ούτε περίεργες και περίτεχνες ερωτοτροπίες ούτε, ούτε, ούτε, ούτε. Τίποτα∙ μόνο ένα αδιάφορο στούντιο σαν εργοστάσιο.  Η απομυθοποιητική ευθεία σκότωσε τον ανύπαρκτο παράδεισο που έβλεπαν τα μάτια πάνω στο τεντωμένο πανί της οθόνης του μαγικού σινεμά.

Θυμηθείτε πώς σούρωνε ο αέρας το πορτρέτο του Στάλιν στο πανό στην ταινία Ψεύτης Ήλιος του Νικήτα Μιχάλκοφ! Αποφεύγοντας τα ενοχοποιητικά λόγια, τα είπε όλα. 

Ίσια ναι, πάει η ζωή αλλά η Ποίηση από την παρακαμπτήριο

Και για να ζήσεις έχεις ανάγκη από την Ποίηση. Πες μου ότι μ’ αγαπάς κι ας είναι ψέμα. «Πεθαίνω για σένα κι ας είσαι απάτη/ δεν πα να είσαι ψέμα εγώ σε λέω αγάπη», τραγουδάει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Θα έλεγα μάλιστα πως ο Λαυρέντης σ’ αυτό το τραγούδι έχει αναλύσει πλήρως το γιατί προτιμά το ψέμα και την απάτη, παρά τις φιλοσοφικές και ορθολογιστικές ερμηνείες. Σημασία έχει τι λέω εγώ πως είσαι και όχι ό,τι πραγματικά είσαι.  «Στην αυταπάτη ενός τρελού θα ζω μέχρι να λήξεις…». Μα σε ποιαν απευθύνεται … «η δόλια η καρδιά μου χτύπησε καραμπόλα»!  Α! περί αυτής επρόκειτο!  Σε βαφτίζω στην κολυμβήθρα της καλλιτεχνικής μου διάθεσης μου «αγάπη», «καρδιά μου» και ας είναι, με σιγουριά, αναμενόμενη η προδοσία σου. Όπως και να ’χει, προτιμώ τις μεταμορφώσεις. Το μήλο δεν είναι φρούτο, η Εύα  δεν είναι αθώα, ο Αδάμ δεν είναι αφελής, το φίδι απλώς μας ενημερώνει… Δαγκώστε, παρακαλώ, γιατί  η ζωή είναι λίγη και φεύγει ολοταχώς.

Η περίφημη Illusion  με πλήρη ορθολογισμό αποδεκτή. Με ανοιχτά τα μάτια μπαίνω στην παρακαμπτήριο. Όταν ο Όσκαρ Ουάιλιντ αποφασίζει να παντρέψει τη μητέρα της Λαίδης Γουίντερμιρ, μια γυναίκα με ταραχώδη και σκανδαλώδη  ζωή, όλοι σπεύδουν να ενημερώσουν τον Λόρδο γαμπρό, και εκείνη η ίδια,  για όσα έχει διαπράξει στη ζωή της. Εκείνος όμως  της απαντά αφοπλιστικά: δεν με ενδιαφέρει τι έκανες πριν∙ από εδώ και μπρος μόνο με νοιάζει. Θέλω να πιστεύω στην παρθενικότητα εκείνου που γεννιέται τώρα… Τώρα αρχίζει και πάλι ο χρόνος να μετράει από το ένα…

Η σύγχρονη ποίηση, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο, επιθυμεί να εκφραστεί, άψυχα, λογικά, αποσυναισθηματοποιημένα. Προσπαθεί να μας ενημερώσει ότι η ζωή ΔΕΝ είναι ωραία.  Νέοι ποιητές νομίζουν πώς έπιασαν τον ταύρο από τα κέρατα και θα αλλάξουν τον ρουν της ιστορίας. Το ένα ρεύμα έρχεται να καταργήσει το προηγούμενο, αλλά χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κι έτσι όλα επιβιώνουν καλά χωνεμένα στο νέο που δεν είναι καθόλου νέο, απλώς είναι θολό…

Είναι άσχημα τα γηρατειά; Ε και λοιπόν; Μας το έχει πει ο Μίμνερμος και όχι μόνο (ας πέθαινες νωρίς για να τα αποφύγεις!).  Έχει βάσανα ο έρωτας; Μας το έχει πει η Σαπφώ και όχι μόνο (μην ερωτευθείς ποτέ για να μην πληγωθείς). Είναι κακός ο πόλεμος μας το έχουν πει όλοι και ο Θουκυδίδης για τον Πελοποννησιακό∙ ήταν λέει ο χειρότερος από όλους τους προηγούμενος και κάθε επόμενος επίσης είναι χειρότερος και η ιστορική μνήμη δεν βοηθάει να απαλλαγούμε από κανέναν (λοιπόν μπορείς να τον αποτρέψεις;). Η ζωή έχει από όλα, ανάπαυλες για περισυλλογή και δημιουργία και πορεύεται σαν γυναίκα με  «περπάτημα περισπωμένης», όπως έγραφε ο Σεφέρης που ήξερε πού να εστιάζει το βλέμμα και στην περιπατούσα «περισπωμένη» έβλεπε την πρόκληση και τη σαγήνη, σαν να έβλεπε την Κίρκη.  Κοιτούσε στους ώμους στους μηρούς, στη μέση και στα γόνατα…  Χωρίς Καλυψώ και Κίρκη και Σκύλλα και Χάρυβδη τι θα ήταν το ταξίδι; Μονομαχία στο Ελ Πάσο  για έναν μονόφθαλμο Πολύφημο και έναν πολύτροπο Κανένα;  Θέλει και τις παρακαμπτήριες του και τα απαραίτητα stimulant του το ταξίδι, αλλιώς θα ήταν η ζωή μακρά οδός απανδόκευτος και ο βίος ανάλατος και το νερό γλυφό και ο αέρας δεν μας δροσίζει… Όλα, λοιπόν, από την παρακαμπτήριο γλιστρούν  πιο εύκολα και «τα ακούς γλυκότερα», γιατί a spoonful of sugar makes the medicine go down,  τραγουδούσε και μας μάγευε η Mary Poppins. Βλέπετε, ποιητές και καλλιτέχνες έθεσαν την πένα τους στην υπηρεσία του αιώνα τους, λέει ο Μπαλζάκ, αναφερόμενος στους μεγάλους αλλά κι οι μικρότεροι πάλι κι αυτοί σπουδαίοι είναι. Στα ελικοειδή δρομάκια ενός κήπου κρύβεται ένα ζευγαράκι για να φιληθεί. Κι αυτό είναι και Ποίηση και ζωή.

Ανθούλα Δανιήλ

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Σεπτεμβρίου 2022