Εκτύπωση του άρθρου

 

Η λειτουργία του συμπλεκτικού συνδέσμου «και» ορίζεται  στη γλώσσα  μας ως «συμπλοκή». Η  συμπλοκή αυτή  μπορεί κατά περίπτωση να είναι « καταφατική» ή  «αποφατική». Πώς φαίνεται να λειτουργεί  υπό τον τίτλο Ποίηση και Πολιτική;  Καταφατικά, αποφατικά…    


H Ποίηση, ως το αρχαιότερο λογοτεχνικό είδος, η πρώτη μορφή τέχνης του λόγου, εμφανίζεται ήδη στον προϊστορικό κόσμο με προφορικές λυρικές επικλήσεις σε θεούς, ωδές, εγκώμια, παιάνες και μεγαλειώδη έπη. Από τότε συνεχίζει, προφορικά και γραπτά, να  συνδέει  ποιητικά  την αθέατη πλευρά των πραγμάτων με τον εσώτατο κόσμο της  ψυχής  του ακροατή ή του αναγνώστη. Δεν σχετίζεται με την κοινή νόηση και λογική ή μάλλον απέχει. Τον ρόλο αυτό, από αρχαιότατους  επίσης χρόνους, διαδραματίζει η Πολιτική. Με καταγωγή την αρχαιοελληνική λέξη «πόλις» και προϋπόθεση το «άρχειν» και το «άρχεσθαι» καθορίζει μεθοδικά από τότε τα πολιτικά  πράγματα, ώστε  άρχοντες και αρχόμενοι να συνυπηρετούν ενεργά τη δημόσια ζωή της πόλης τους. 


H Ποίηση δεν καθορίζει και δεν καθορίζεται. Είναι τέχνη, διάθεση, στοχασμός, διαίσθηση, πραγμάτωση …  Είναι κόσμος. Ο μυστηριακός κόσμος των λέξεων, ανοιχτός σε όλους,  ποιητές,  αναγνώστες και περαστικούς. Και αν οι λέξεις της Ποίησης δείχνουν με την πρώτη ματιά αόριστες κι άγνωστες μεταξύ τους,  έχουν κατά βάθος  και λόγο και νόημα. Ποτέ δεν αρκεί μια πρώτη και μοναδική ανάγνωση του ποιήματος.  Άλλωστε το ποιητικό νόημα δεν είναι μόνο ένα. Απλό ή δυσνόητο, κάθε ποίημα είναι ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις, προσεγγίσεις και ερμηνείες. Γιατί ο ποιητικός λόγος  συνεχίζει να κινείται υπερβαίνοντας τον δημιουργό ποιητή του και τον αναγνώστη του. Βαθειά εσωτερικός, αισθαντικός, πολλαπλός,  ιδιόμορφος, μετέχει στο αέναο γίγνεσθαι της ποιητικής γλώσσας.


Η Πολιτική είναι  επιστήμη και τέχνη και  πράξη και επάγγελμα. Ο σύγχρονος λόγος της ορθός, προφορικός ή γραπτός,  εκφράζεται  με κύριο στόχο την πειθώ. Επικοινωνιακά,  χρησιμοποιεί τη ρητορεία, την επιχειρηματολογία, τη συναισθηματική φόρτιση, και περιστασιακά την προπαγάνδα. Στον  Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, η Πολιτική  αφορούσε και άρχοντες και αρχόμενους, με κοινή ευθύνη την αξιόπιστη συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή, το ενδιαφέρον τους για τα «κοινά», τη  συμβολή τους στη σχέση πολιτικής και ηθικής.  Στην εποχή μας,  η Πολιτική περιορίζεται  στις αρμοδιότητες   του κράτους, εξουσιοδοτημένες να υπαγορεύουν  και να ελέγχουν τις ενέργειες του λαού. Η συνύπαρξη Πολιτικής και Ηθικής θεωρείται πλέον ως ουτοπία.


Η συνύπαρξη Ποίησης και Πολιτικής υποθέτει σχέση; Επιδρούν οι πολιτικές  συνθήκες στην ποιητική δημιουργία; Είναι ρεαλιστική η κατηγοριοποίηση τη Ποίησης με  όρους που εμφανίστηκαν κατά καιρούς όπως Στρατευμένη ποίηση, Επαναστατική ποίηση, Αριστερή ποίηση, Γυναικεία ποίηση… Ισχύει ο όρος «Πολιτική» ή «πολιτικοποιημένη» Ποίηση»;  Φυσικά οι  ποιητές  συμβιώνουν με τα πολιτικά πράγματα της εποχής τους.  Η ποιητική ιδέα προκύπτει συχνά μέσα από έντονες ιστορικές  και κοινωνικές συνθήκες. Ο ποιητικός λόγος, λιγότερο ή περισσότερο,  εκφράζει και καταγράφει τους προβληματισμούς και τα υπαρξιακά  ερωτήματα που προκύπτουν. Τον ποιητικό αυτό λόγο, κάποιοι μελετητές, κριτικοί ή ιδεολόγοι της εποχής προσδιορίζουν επιλεκτικά ως πολιτική πράξη.


Ως πολιτική πράξη θεωρείται  και  η ποίηση που γράφεται με στόχο να περάσει στον κόσμο συγκεκριμένα πολιτικά  μηνύματα. Αλλά  αυτή η επιτακτική ποίηση προπαγάνδας, όσο εμπνευσμένη κι αν είναι, είναι και παρα-ποίηση.   Όπως  δεν είναι ποίηση και οι στίχοι γνωστών ποιητών, όπως παρεμβάλλονται συχνά σε ομιλίες πολιτικών προσώπων προς εντυπωσιασμό του κοινού. Όπως δεν αξιώθηκαν την ποίηση και αξιόλογοι πολιτικοί  που επιδόθηκαν ατυχώς στην ποιητική τέχνη. Και όπως, αντίστροφα,  αξιόλογοι ποιητές απέτυχαν όταν ανέλαβαν πολιτικές θέσεις.  Εκ των πραγμάτων,  δεν φαίνεται  να εμφανίστηκε στον κόσμο η Πολιτική με προοπτική να συνυπάρξει με τα ποιητικά, όπως και η  Ποίηση δεν δείχνει να επικοινωνεί με το ανείπωτο, υπό το βάρος της λογικής σκέψης.

Άλλοτε,  ο ποιητικός λόγος είχε άμεση επαφή με τον κόσμο της φύσης  με την  αρχαιοελληνική σημασία της, φύομαι- αναπτύσσομαι. Σήμερα ζει προσαρμοζόμενος στο τεχνητό περιβάλλον πνιγηρών  πόλεων και μεγαλουπόλεων. Και επιζεί. Η Πολιτική, από την πλευρά της, ακολουθεί πλέον υποχρεωτικά  τις επιταγές ενός εξελισσόμενου διεθνούς πολυπολιτισμικού συστήματος. Ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές συντελούνται με κύριους καθοδηγητές την οικονομία και την τεχνολογία. Διαφαίνεται στον 21ο αιώνα αξιοσημείωτη σχέση Ποίησης και Πολιτικής;  Είναι νωρίς να απαντήσει κανείς με στοιχεία.  Το βέβαιο είναι ότι η Ποιητική συνεχίζει τη διαδρομή της από σημείο σε σημείο, αναζητώντας  πάντα το απροσδιόριστο και τις λέξεις που θα το εκφράσουν.

Μάρω Παπαδημητρίου

 

 

Παρά τη θρησκευτική προέλευσή της, η αρχαία δραματική ποίηση μέσα σε μία ορισμένη περίοδο, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του 5ο αι., εξελίχθηκε σε ένα γραμματειακό είδος που είχε τόσο στενούς δεσμούς με την αθηναϊκή δημοκρατία, όσο είχαν μαζί της η ρητορική τέχνη και η σοφιστική φιλοσοφία. Η δημοκρατία και το θέατρο άκμασαν παράλληλα στην πόλη και ειδικά στην ειρηνική περίοδο ανάμεσα στο τέλος των Μηδικών πολέμων (479) και την αρχή του Πελοποννησιακού (431). Στο διάστημα αυτό δημιούργησαν και παρουσίασαν τα έργα τους στο αθηναϊκό κοινό οι τρείς μεγάλοι δραματουργοί, (Αισχύλος, Ευριπίδης, Σοφοκλής) όχι στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, αλλά εντός της και μάλιστα χάρη σε έναν κοινωνικό θεσμό, όπως ήταν αυτός των δραματικών αγώνων.

Σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση της κλασικής Αθήνας,  πατρίδας του θεάτρου και της δραματικής ποίησης, αποτέλεσε η εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη, που συνεχίζοντας το έργο των πρώτων νομοθετών -Δράκοντα (624) και Σόλωνα (594)- και επηρεασμένος από το πνεύμα και τον κοινωνικό παλμό της εποχής του (αμφισβήτηση της παραδοσιακής αριστοκρατίας, πικρή εμπειρία από την περίοδο των τυράννων), επέφερε με τις μεταρρυθμίσεις αυτές σαρωτικές αλλαγές στην κοινωνία, τις οποίες όμως αυτή η κοινωνία υποδέχτηκε ευνοϊκά, τουλάχιστον στην αρχή. Στον πυρήνα αυτών των αλλαγών ήταν η κατάργηση των δεσμών της τοπικής αλληλεγγύης και η υπονόμευση της δύναμης της παλιάς αριστοκρατίας. Με τον πολιτικό σχεδιασμό του Κλεισθένη και τα μέτρα που τον συνόδευαν, οι πολίτες που δεν είχαν σχέση με την παλιά αριστοκρατία και κάποιοι νεοφερμένοι στην πόλη (χάρη στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας) απόκτησαν πολιτικά δικαιώματα που τους εξίσωναν με τους έως τότε ισχυρούς. Ο Κλεισθένης αύξησε τις φυλές και έδωσε με αυτόν τον τρόπο στην πλειοψηφία των πολιτών τη δυνατότητα της συμμετοχής στα όργανα λήψης των  αποφάσεων  (Βουλή και Εκκλησία του Δήμου).

Η εικόνα της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου αι. καθρεφτίζεται στα δραματικά έργα και παρόλο που αυτά αντλούν τα θέματά τους από τους μεγάλους μυθικούς κύκλους (Τρωικός-Θηβαϊκός), τα ερωτήματα που προβάλλουν σε κάθε υπόθεση έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με την ταυτότητα της πόλης και τους θεσμούς παρά με τη θρησκευτική παράδοση και τα διδάγματα που αντλούμε από αυτή. Έτσι κι αλλιώς με την απομάκρυνση του είδους από τις ρίζες του διθύραμβου κατά την εξέλιξή του σε τραγωδία, είχαν ήδη  επικρατήσει οι απροσδιόνυσες υποθέσεις και ο τελετουργικός χαρακτήρας των επιτελέσεων προς τιμήν του Διόνυσου είχε παραμεριστεί.

Όταν αργότερα- και στην ακμή της τραγωδίας- θα επιστρέψει ο θεός ως κύριο πρόσωπο στην τραγωδία Βάκχες του Ευρυπίδη, λίγα πράγματα στο ποιητικό κείμενο θα μεταφέρουν την ιερότητα και τη μυσταγωγία των θρησκευτικών τελετών. Η δράση θα τοποθετηθεί στη Θήβα κατά τη βασιλεία του Πενθέα, γιού της Αγαύης και εγγονού του Κάδμου που ήταν ο ιδρυτής της πόλης. Εκεί φτάνει ο θεός Διόνυσος και παρουσιάζεται σαν ξένος από τη Λυδία. Σ’ ένα έργο με το οποίο ο Ευριπίδης μιλά μεταξύ άλλων για τον ρόλο της παράδοσης, για την απόρριψή της και για την αντίσταση απέναντι στον νεωτερισμό, ένας θεός εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή ως πρόσωπο του δράματος και μάλιστα στον πρόλογο  (θεατρικό παράδοξο), ενώ στη συνέχεια αναμιγνύεται και συνομιλεί με τους θνητούς χρησιμοποιώντας επιχειρήματα για να «απαντήσει» στην εχθρική στάση του Πενθέα, τα οποία επιχειρήματα ο ίδιος ο Πενθέας χαρακτηρίζει «σοφιστείες»(489). Αυτό το σχήμα και μόνο δείχνει την πορεία που διαγράφει η κοινή αντίληψη στη δημοκρατική Αθήνα της εποχής, από τον μύθο στο λόγο. Υπό την επίδραση των σοφιστών και του Σωκράτη, ο Ευριπίδης ορθώνει ερωτήματα απέναντι στην τυφλή αφοσίωση στο θείο, και παρόλο που βλέπει κριτικά τη συμπεριφορά και την ψυχοσύνθεση των θεών της εποχής του, με τα ανθρώπινα πάθη και τις κακίες τους, αντιμετωπίζει με σεβασμό τον θεοσεβούμενο άνθρωπο και διατυπώνει με σαφή τρόπο την πεποίθησή του ότι  η ασέβεια έχει ως συνέπεια μια βαριά κατηγορία, πραγματική καταστροφή. Με τη διαφορά ότι προτιμά μία θρησκεία λιγότερο παραδοσιακή και πιο κοντά στη λογική[1]. Τα λόγια του Τειρεσία προς τον Κάδμο στο πρώτο επεισόδιο      

Όσα μας παρέδωσαν οι πατέρες μας και τα κρατήσαμε, (201)
τόσο παλαιά όσο και ο χρόνος,
καμιά ρητορική δεν θα τα καταβάλει,
ακόμη και αν η σοφία της
είναι καρπός απαράμιλλης οξυδέρκειας.

αποδίδουν τα πρωτεία στις πατροπαράδοτες αξίες, αλλά αυτές βρίσκονται ήδη στην αρένα της αντιπαράθεσης με τη ρητορική και με τους κανόνες της λογικής που την καθορίζουν. Εξάλλου στη συνέχεια έρχεται η σειρά αυτής της λογικής να διεκδικήσει τα ηνία στη φρόνηση ενός άνδρα

Αν ένας άνδρας που κατέχει                              (261)
κληθεί να μιλήσει για θέμα που προσφέρεται,
δεν είναι μέγα κατόρθωμα να μιλήσει ωραία.
Εσύ διαθέτεις ευγλωττία και μοιάζεις λογικός,
όμως η λογική απουσιάζει από τα λόγια σου.

που δεν πρέπει να ξεχνά ότι με αυτή τη λογική οπλισμένος θα πάρει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου υπερασπιζόμενος τη μία ή την άλλη γνώμη. Στη συνέχεια αυτός ο άνδρας θα ονομαστεί με τη λέξη που δηλώνει την κυρίαρχη ιδιότητα του άνδρα της εποχής του Ευριπίδη : «πολίτης».
 

Και ο άνδρας που αντλεί τη δύναμή του από το θράσος   (270)
και ξέρει να μιλά,
γίνεται κακός πολίτης, γιατί δεν έχει νου.

Η τέχνη της πειθούς, ακόμη κι αν υπηρετεί το ψέμα, εξακολουθεί να έχει το κύρος που της δίνει η λογική, αυτός ο ακρογωνιαίος λίθος του  ορθῶς νοεῖν  ως προϋπόθεση του πολιτικῶς πράττειν

Μην εγκαταλείπεις τις παραδόσεις μας.                   (331)
Τώρα δεν πατάς στη γη και η λογική σου είναι παράλογη.
Γιατί, και αν ακόμη, όπως λες εσύ, δεν υπάρχει ο θεός αυτός,
εσύ οφείλεις να λες πως υπάρχει.
Πες το το ψέμα με τρόπο που να πείθει.

Στο έργο του Ευριπίδη δεν επικροτείται η θεομαχία και η ασέβεια, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πόλη και θρησκεία αλληλεπιδρούν στην περίπτωση της κλασικής Αθήνας. Η αναμέτρηση  Πενθέα και Διόνυσου δεν αντανακλά κάποια περίπτωση ανταγωνισμού πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, όπως ίσως δίνεται η εντύπωση στον στίχο 1038

Ο Διόνυσος ο Διόνυσος με κυβερνά,
όχι η Θήβα

εφόσον σε κάποια αξιώματα οι δύο εξουσίες συμπίπτουν. Η ασέβεια εδώ, όπως και σε άλλα έργα, είναι μια μορφή παραλογισμού και το θέμα του παραλογισμού και της τρέλας βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο των Βακχών. Η τρέλα, η μανία και η παραφορά είναι όψεις της ανθρώπινης φύσης που αναζητούν ερμηνεία στο έργο του Ευριπίδη, όπως οι κώδικες του μύθου αναζητούν την αποκρυπτογράφησή τους με τη βοήθεια της επιστήμης. Ο Ευριπίδης βλέπει στον μύθο τη διαλεκτική σχέση έλλογου και άλογου στοιχείου, χρησιμοποιεί τον μύθο για να εκθέσει τα προβλήματα της κοινωνίας στην εποχή του. Θα μπορούσε εδώ η μανία να είναι μετωνυμία για τον φανατισμό, που οδηγεί σε πολιτικές περιπέτειες και διαιρέσεις και, ενδεχομένως, βρισκόταν πίσω από την εχθρότητα με την οποία αντιμετώπισαν το έργο του Ευριπίδη οι συμπολίτες του, λόγος που τον οδήγησε να αναζητήσει καταφύγιο στο μακεδονικό βασίλειο της Πέλλας και στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, όπου και συνέγραψε τις Βάκχες. Δεν είναι μικρή πρόκληση να υποθέσουμε ότι η φράση του Διόνυσου    

Και θα χαρείς να δεις κάτι που σε πληγώνει; (815)

απηχεί κάτι από τα συναισθήματα του Ευριπίδη στην ξενητειά, συναισθήματα κοινά σε όσους συμπολίτες του βίωσαν το τραύμα της απομάκρυνσης από την πατρίδα Αθήνα εξαιτίας των πολιτικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων.

Η αγάπη του πάντως για την Αθήνα και η προσήλωσή του στο δημοκρατικό πολίτευμα  βρίσκεται ίσως πίσω από τον κραυγαλέο αναχρονισμό στις Ικέτιδες (399-408) στον οποίο υποκαθιστά  ο ρόλος του εκπροσώπου της αθηναϊκής Δημοκρατίας τον ρόλο του βασιλιά, όταν ο κήρυκας-απεσταλμένος του Κρέοντα μεταφέρει μήνυμα του βασιλιά της Θήβας στον Θησέα, βασιλιά της Αθήνας, σχετικά με την τύχη των λειψάνων των Αργιτών στρατηγών και του Πολυνείκη λέγοντας

Ποιος είναι ο δυνάστης της χώρας;
Σε ποιον να ανακοινώσω το μήνυμα του Κρέοντα,
που κυβερνάει τη γη του Κάδμου,
από τότε που ο Ετεοκλής έπεσε πλάι στις επτάστομες πύλες
από το χέρι το αδελφικό του Πολυνείκη;

και ο Θησέας του απαντά :

Πρώτα-πρώτα, ξένε, άρχισες το λόγο σου μ᾽ ένα λάθος,
όταν ζητάς δυνάστη εδώ·
η πόλη αυτή δεν εξουσιάζεται από έναν άνδρα,
είναι ελεύθερη. Εδώ κυβερνούν οι πολλοί
που εναλλάσσονται στα αξιώματα χρόνο το χρόνο·
δεν δίνουν πιο πολλά στον πλούτο, και ο φτωχός έχει τα ίδια.

Ένα ακόμη μήνυμα που προβάλλεται στις Βάκχες είναι η προειδοποίηση για τις καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής εξουσίας. Πολύ νωρίτερα από τον Ευριπίδη, ο Αισχύλος γράφει την τραγωδία Πέρσες πάνω στην ιδέα αυτή και με θεματολογία που αντλεί από ιστορικά γεγονότα, πράγμα ασυνήθιστο για τραγωδία. Προσπαθεί ο Αισχύλος να στείλει ένα μήνυμα στους Αθηναίους τη στιγμή που μεθυσμένοι από τον ηγεμονικό ρόλο της πόλης τους στον πόλεμο εναντίον των Περσών, συμπεριφέρονται στις συμμαχικές τους πόλεις με αλαζονεία αντίστοιχη αυτής του Πέρση βασιλιά.  

Με την σοφιστική φιλοσοφία το ενδιαφέρον των σοφών στρέφεται γύρω από τους όρους και τις αρχές οργάνωσης της κοινωνίας, επομένως γύρω από τα μεγάλα ζητήματα της πολιτικής, αλλά και της ηθικής καθώς αυτά τα δύο πεδία επικοινωνούν και αλληλοεπηρεάζονται ως όψεις της πρακτικής φιλοσοφίας.

Το κυρίαρχο ερώτημα των σοφιστικών θεωριών είναι ποιο από τα δύο είναι ισχυρότερο, ο νόμος ή η φύση, με τους σοφιστές να τοποθετούνται άλλοτε υπέρ του πρώτου και άλλοτε υπέρ του δεύτερου, αλλά σε κάθε περίπτωση να ασκούν κριτική στις κατεστημένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις των Αθηναίων. Το ποιο από τα δύο υπερισχύει, είναι το κεντρικό θέμα στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η πολιτική για μια ακόμη φορά αναμετριέται με τη δύναμη της παράδοσης και της καταγωγής βάζοντας σε δοκιμασία την αντοχή της πολιτικής, που σίγουρα δεν θριαμβεύει σ’ αυτή την αντιπαράθεση.

Η απογοήτευση από την ανισότητα και την αδικία που εξακολουθούσαν να υφίστανται στην επικράτεια του πολιτικού κατά την εποχή της ακμής της αθηναϊκής δημοκρατικής πολιτείας, η αθέτηση πολλών από τις υποσχέσεις που έδωσε το πολίτευμα της δημοκρατίας στους ανθρώπους και η επιβίωση των στρεβλών στοιχείων, που κρύβονται μέσα στην ανθρώπινη φύση και που δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν ο Λόγος και η κριτική ικανότητα, άφησαν κάποιο χώρο στο υπέρτατο και απρόβλεπτο που κυβερνάει τη ζωή μας και την ιδέα ότι πρέπει να το σεβόμαστε και να αισθανόμαστε την ταπεινότητα ενώπιόν του, αλλιώς δεν θα πάψουμε ποτέ να ζούμε τη μία δυστυχία μετά την άλλη. Φαίνεται πως οι ποιητές σε μια εποχή ανάτασης του πνεύματος, άνθησης του πολιτισμού και μεγάλης ευμάρειας θέλησαν ν’ αφήσουν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές αυτό που εκφράζεται με τους παρακάτω στίχους από τις Βάκχες :   

Ποτέ δεν πρέπει να σκέφτεσαι και να πράττεις               (890)
ό,τι είναι πάνω από τους νόμους.
Δεν σου στοιχίζει να πιστεύεις ότι αυτό έχει δύναμη,
ό,τι κι αν είναι το θείο,
και πως ό,τι καθιερώθηκε μέσα στο χρόνο το μακρό
είναι ριζωμένο για πάντα στη φύση.


[1] Βλ. Σκέμπη Δήμητρα, Θρησκειολογικές αναφορές στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, Μεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2012

Εύη Μανοπούλου

 


Το ερώτημα ίσως θεωρείται κοινότοπο, αλλά καθόλου δεν είναι, εφόσον τίποτα δεν υπάρχει που να μην εντάσσεται στην πολιτική. Όλα είναι πολιτική και εκείνοι που μίλησαν για «καθαρή ποίηση» στην ουσία αλλού είχαν στο στόχο και όχι στο ν μπορεί ή δεν μπορεί να είναι η ποίηση  πολιτική. Εκκινούμε, λοιπόν, από το ότι τα πάντα είναι πολιτική∙ αρχή της πολιτικής είναι η πόλις και από αυτήν αρχίζει η εξέλιξη και ο πολιτισμός  και ο πατήρ πάντων πόλεμος. 

Και μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα παίρνω για παράδειγμα έναν ξεχασμένο ποιητή, κατ’ εξοχήν πολιτικό, τον Αλέξανδρο Σούτσο, ο οποίος μεταξύ άλλων έγραψε και τους παρακάτω στίχους:

Ο Κάλβος και ο Σολωμός, ωδοποιοί μεγάλοι,
Κ’ οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη·
Ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι,
Δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι

Οι στίχοι αυτοί δείχνουν σαν να επαναλαμβάνουν τον μεγάλο Μαλαρμέ και τη δική του ρήση για την ποίηση, όπως θα δούμε στη συνέχεια. 
Ο Σούτσος στους στίχους του ασκούσε κριτική στους δυο μεγάλους Ζακύνθιους ποιητές μας, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο, στον ένα για τη τρέχουσα γλώσσα του λαού, στην οποία έγραφε, και στον άλλο για την ανάμειξη των λόγιων και παραδοσιακών γλωσσικών στοιχείων στην οποία μας παρέδωσε τις Ωδές του. Το στιχούργημα έχει κατατεθεί σε μια επιστολή του προς την Α. Μ. τον βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα, στην οποία  σχολιάζει τις ιδέες και το γλωσσικό ντύμα των έργων –τις λέξεις δηλαδή- των δύο Επτανήσιων ποιητών. Ωστόσο, με το δικό τους γλωσσικό όργανο και οι δύο Ζακύνθιοι άσκησαν κριτική και στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης γενικώς. 
Η άποψη του Σούτσου είναι παντελώς εσφαλμένη, όσον αφορά τη γλώσσα του Σολωμού, ο οποίος είναι γνωστό πόσο σκληρά αγωνίστηκε να γράψει στη γλώσσα του λαού, για να περισώσει τον λαϊκό γλωσσικό θησαυρό, ενώ ο Κάλβος, αναμειγνύοντας στη γλώσσα του τη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων, προσπαθούσε να  συγκινήσει τους Ευρωπαίους προς τους οποίους απευθυνόταν και να κεντρίσει τον Φιλελληνισμό τους για να τρέξουν να προσφέρουν βοήθεια στην πατρίδα, για την οποία ο Σατωμπριάν έγραφε τα χρόνια εκείνα «όλοι οι άνθρωποι της φιλολογίας πατρίδα έχομεν την Ελλάδα». 
Χωρίς πολλά λόγια η πολιτική πράξη έχει μπει στην ποίηση για συγγενείς λόγους στους δύο ποιητές που δεν αντιλαμβάνεται ο Σούτσος, ο οποίος αρχαιομυθεί  πολιτικολογώντας. Διότι αν και έγραψε Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (Histoire de la revolution greque),  για την οποία τον επαίνεσε ο προαναφερθείς Σατωμπριάν και τον συνέκρινε με Τάκιτο και τον Σαλούστιο, ασχολήθηκε πάρα πολύ με την πολιτική σάτιρα, για την οποία συχνά διώχτηκε από τις αρχές. Η παρέμβασή του στη Ποίηση συνιστά αντιπολιτευτικό εργαλείο στρεφόμενο εναντίον του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια που τον πολεμά με στίχους ανηλεώς.  
Παρόλα αυτά ο ποιητής του οποίου  οι ιδέες ήταν πλουσίως ενδεδυμέναι και «δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι» έχει ξεχαστεί και μαζί με άλλους έχει βουλιάξει στο «προγονικό μελάνι»,  όπως έχει απαγγείλει ο Νάσος Βαγενάς, από το δικό του πανεπιστημιακό και ποιητικό εφαλτήριο. 
Ο Αλέξανδρος Σούτσος είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής που εισήγαγε στην Ελλάδα τον γαλλικό κλασικισμό και ρομαντισμό. Αγωνίστηκε για τα συμφέροντα και για την ελευθερία του λαού, την κατάργηση των πολέμων και εξέφρασε σοσιαλιστικές ιδέες (δες και Δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι» - Ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος, 1803-1863, Εισαγωγή-Ανθολόγηση: Γιάννης Στρούμπας, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος- Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2019).
  Η ζωή του Σούτσου είχε όλα τα ρομαντικά χαρακτηριστικά: ταξίδια και περιπέτεια, αγώνες για το Έθνος και για την ποίηση. Ιδεώδες του ήταν ο «βυρωνισμός», ήτοι η φυγή σε τόπους αρχαίους, ιστορικούς και θρησκευτικούς. Η ποίησή του όμως, λόγω της καθαρεύουσας γλώσσας του και άλλων παθογενειών που την διακρίνουν έγιναν αιτία να ξεχαστεί, στον 20ο αιώνα και να παραμεριστεί. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά στοιχεία ευρωστίας, όπως η διαχρονικότητα των διανοημάτων του, αφού η εξάρτηση της Ελλάδας από τους δανειστές, τα δάνεια και οι τόκοι διακοσίων ετών συνδέονται με τα σύγχρονα μνημόνια, όπως πρόσφατα ξαναείπε ο Ρόντρικ Μπήτονσε ομιλία του στο Πολεμικό Μουσείο.
 Η Λογιοσύνη και η Ευρυμάθεια του Σούτσου αποδεικνύουν γνώσεις ιστορικές, εθνολογικές,  θρησκευτικές, λαογραφικές. Η Καυστικότητα, ο Κυνισμός, η Ειρωνεία, η Σάτιρα δεν λείπουν. Οι ιδέες του που συγκινούσαν τα πλήθη τον 19ο αιώνα τότε δεν απέχουν πολύ από εκείνες που συγκινούν τα πλήθη και σήμερα. 
 Ο Σούτσος παρομοίασε τους Έλληνες πολιτικούς με τους κολασμένους του Δάντη:
Αλλ’ οι Έλληνες μισούνται ως του Δάντου κολασμένοι ,
…………………………………………………………
Όλοι τρέχουσι συνάμα και του δάκνουσιν έν μέλος,
Άλλος την ισχνήν του κνήμην, άλλος το ξηρόν του σκέλος…  
                       (Ποιητικά Απομνημονεύματα)
 Τη σκηνή αναπαριστά με πολύ ζωντάνια ο Γάλλος ζωγράφος Ουίλλιαμ -Αντόλφ Μπουγκερώ (1825 –1905), με τον Τζιάνι Σκίκι να δαγκώνει τον Καπότσιο στον λαιμό, υπό το βλέμμα του Δάντη και του Βιργίλιου. Ο Τζιάνι Σκίκι είναι επίσης ήρωας της ομώνυμης κωμμικής όπερας του  Τζοακίνο Πουτσίνι.   
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Σούτσος χαιρέτησε τον ερχομό του Όθωνα αλλά και πάλι απογοητεύτηκε και συνέχισε, ποιητικά πάντα  την πολιτική κριτική του.
Όμως, σαν φτάσουμε στον προαναφερθέντα Μαλαρμέ (Stéphane Mallarmé. 1842–1898) και στην εμβληματική του ρήση: Η Ποίηση δεν γράφεται με ιδέες αλλά με λέξεις, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε σ’ αυτό που θέλει να πει ο ποιητής. Και μπορούμε να την μελετήσουμε και να την  αναλύσουμε, διότι οι λέξεις ποτέ δεν απομακρύνθηκαν από την πολιτική, αφού όλα είναι πολιτική: και η τραγωδία και η κωμωδία, και τα θούρια και κάθε τι που κινεί την ψυχή και βγάζει τον κόσμο στον δρόμο και  ανατρέπει καθεστώτα και ας παραπονιέται ο Τίτος Πατρίκιος για το αντίθετο: «Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα/ κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες». 
Ο Σικελιανός είναι μια άλλη μεγάλη περίπτωση που κινητοποίησε τον κόσμο και μετέβαλε την κηδεία του Παλαμά σε παλλαϊκό συλλαλητήριο. Είναι αυτός που, συνεχίζοντας τον Παλαμά και την μακρά σειρά των προγόνων που έβαλε μέσα στο ποίημα την πατρίδα, το έθνος, τους αγώνες. Ο Σικελιανός μίλησε μέσα από την Ποίησή του πολιτικά πάνω στο σκήνωμα του Παλαμά που κηδευόταν μέσα στην Κατοχή και κάτω από το βλέμμα του κατακτητή. Κι εδώ, βεβαίως, θα συμφωνούσε και ο Γιώργος Σεφέρης, που υποστήριζε πως είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας (στην πραγματικότητα ο Σεφέρης επανελάβανε την άποψη του Ώντεν), ωστόσο, όσο κι αν ο ίδιος ήταν μακράν της πολιτικής ποίησης, συμπλήρωνε πως ένας αληθινός ποιητής μπορεί να παρουσιάσει «ένα έργο   που εκτός από τις ουσιαστικές αρετές του, οδηγεί, ακόμη και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες».  Για να αποφύγει το σκόπελο της επικαιρότητας, αντλεί το παράδειγμά του από τον Αισχύλο και τους Πέρσες, πρόσωπο κατ’ εξοχήν πολιτικό και θέμα κατεξοχήν εθνικό.   

Ποτέ το θέμα της πατρίδας και της κοινωνίας δεν έμεινε έξω από την Ποίηση. Αντιθέτως αυτή -η πατρίδα και η κοινωνία-είναι πάντοτε το θέμα της ποίησης και εδώ δεν μιλάμε  κρίνοντας την ποίηση σε καλή ή κακή αλλά σε ποίηση με περιεχόμενο. Ο Θούριος του Ρήγα δεν είναι ποίηση αξιώσεων αλλά είναι ποίηση που κινεί και το πνεύμα και την ψυχή. 

Οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη από Το Άξιον Εστί

 Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη!
Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ!

Δεν είναι για την ποιητική τους πρωτοτυπία ή για τη μουσικότητά τους  που συγκινούν –αν και το να βάλει ιστορικά πρόσωπα στο εικονοστάσι των ηρώων είναι πρωτοτυπία- εντυπωσιάζουν όμως περισσότερο τα κύματα ιστορίας που φουσκώνουν στη θάλασσα τα πανιά των αγώνων στα πλεούμενα του Κάναρη, του Μιαούλη, της Μαντώς  και αναδύονται στα μάτια και στη μνήμη όλα τα πάθη του Ελληνισμού, σε μια μεγάλη ιστορική στιγμή,  120 χρόνια μετά την Επανάσταση, στο Έπος της Αλβανίας όπου και ο ίδιος δοκιμάστηκε.

Ο Ελύτης  έγραψε λίγα χρόνια μετά το Άξιον Εστί τους εξής αποκαρδιωτικούς στίχους στη συλλογή Μαρία Νεφέλη: 

Στροφή της κεφαλής αριστερά:/ όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά: / όλα είναι σκατά.
Εις θέσιν εν! Συμπέρασμα κανέν-/α. Του ζυγούς λύσατε./ Τα κορίτσια φιλήσατε. 

Οι λέξεις δεν είναι ποιητικές, αν και δείχνουν σολωμικές και πανάρχαιες ελληνικές, φέρουν μήνυμα απαισιοδοξίας από την τρέχουσα πολιτική που κυριαρχεί στην εποχή. 
Και φυσικά μας τρομάζουν, με τον έντονο δραματικό τόνο τους οι άλλοι στίχοι που δείχνουν την αγωνία του ποιητή για τα πολιτικά-κοινωνικά μας πράγματα από Τα Ετεροθαλή  «Αιώνος είδωλον»

Δώσετέ μου τη δύναμη 
 Ν’ αφαιρέσω απ’ τους μάντεις το δεινό  μέλλον 
Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω …
Φτάνει πια, φτάνει πια…
Ευθεία μπροστά και τραγουδώντας μόνον 
Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι 
Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι 
Στο φως, στο φως, στο φως. 

Ο ποιητής, αν και στέκεται μακριά, παρατηρεί από ψηλά και αγγίζει τις ιδέες –αν αγγίζονται- με διακριτικότητα, μιλά με μεγάλο πάθος και δραματική ένταση και αγωνία, βάζοντας μας στο κλίμα του σύγχρονου και διαιωνιζόμενου προβλήματος ταυτοχρόνως. 

Ο Αρθούρος Ρεμπώ βρίσκεται στη σκέψη του, αν για λίγο δούμε κάτω από την επιδερμίδα : 

Μην περιμένετε από την πολιτική … τίποτε…  
 
Η ράτσα μου δεν εξεγέρθηκε παρά για να λεηλατήσει-Ma race ne souleva jamais que pour piller…
Φυλάξου από την εξουσία / Plutôτ, se garder de la justice 
Βαστώ από ράτσα που τραγούδησε στα βασανιστήρια/ je suis de la race qui chantait dans le supllice.  

Εξακολουθώ να επικαλούμαι και τον κατατρεγμένον Νίκο Εγγονόπουλο και  το  πιο πολιτικό ποίημά του, τον διάσημο Μπολιβάρ, αλλά και τόσα άλλα μικρότερα συνθέματα όπως    

Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου  δεν … διέκρινε … των ροδόδενδρων την αρμονία…/ όχι – όχι- μιαν απέραντη ηθικολογία /δεν θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο/ άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζωνται πως κάνουν κάτι/ συ σκέψου – τώρα πια – με τι γλυκειά γαλήνη/προσμένεις νάρθ’ η ώρα να ξαπλώσης στο παρήγορο του θάνατου   /  κρεββάτι.

Όμως, πριν πέσω «στο παρήγορο του θάνατου κρεββάτι», θα επιχειρήσω  αυτό που είπε ο Ελύτης, πιο πάνω… Θα φιλήσω,  όχι τα κορίτσια μόνο, αλλά όλον τον κόσμο. Γιατί το σύνθημα της νιότης μας, «κάνε έρωτα μην κάνεις πόλεμο», πίσω από την αμφίσημη, αμφίθυμη ή αστεία επιφάνειά του, είναι και σοβαρό και πολιτικό και ποιητικό. Είναι ο έρωτας  η πιο πολιτική ποιητική πράξη που ενώνει τους ανθρώπους. 
Βέβαια,  δεν είπα τίποτα για τον Γιάννη Ρίτσο, κυρίως πολιτικό ποιητή, για τον Μανώλη Αναγνωστάκη και τη γενιά του και γενικά για όλους εκείνους τους αγανακτισμένους με το κοινωνικό σύστημα που καρφώνουν  στους στίχους τους.  Το θέμα δεν τελειώνει εδώ, παρά μόνο προσωρινά. 

Ανθούλα Δανιήλ 

 

 
 
Αναζητώντας κανείς την πρώτη συνάντηση των εννοιών της ποίησης και της πολιτικής, συνάντηση που, βεβαίως, έθεσε τους όρους και τα όρια της μεταξύ τους σχέσης, μπορεί, χωρίς δεύτερη σκέψη, να οδηγηθεί στον Πλάτωνα και στην περίφημη Πολιτεία του. Εκεί, ο Αθηναίος φιλόσοφος είναι σαφής και κατηγορηματικός. Αν η πολιτική ζωή πρόκειται να αρθεί σε ύψη ανώτερα των συγκαιρινών, αν επιδιώξει και θέλει να αγγίξει το ιδανικό, αν αποφασίσει να αφήσει πίσω τις παθογένειες και τα πάθη εκείνα που τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα το ανθρώπινο «γίγνεσθαι», τότε, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να απορρίψει και την τέχνη, την ποίηση, τη δημιουργία. Ο ίδιος ο Πλάτωνας, ακριβώς για να διαδηλώσει την πίστη του σε αυτήν την επιλογή, έκαψε, όταν ήταν νέος και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον Σωκράτη, τις τραγωδίες που είχε γράψει, σε μια κίνηση απόλυτης κατάφασης απέναντι στον ανώτερο σκοπό που θα πρέπει να έχει και να υπηρετεί η ανθρώπινη κοινωνία, την υγιή, την ανόθευτη, την αψεγάδιαστη δηλαδή πολιτική ζωή, την πρόκριση στον πολιτικό στίβο ανθρώπων οι οποίοι θα έχουν κατακτήσει τη γνώση του Αγαθού, της πρωτογενούς και αρχετυπικής γνώσης, και δεν θα χρειάζονται, ούτε θα απολαμβάνουν την τέχνη επειδή ακριβώς αυτή αποτελεί ένα αντίγραφο, ένα ψέμα, μια σκιά, ένα απείκασμα.
 
Ο στόχος υπήρξε υψηλός και το τίμημα μεγάλο. Ο εξοβελισμός της τέχνης μοιάζει αδιανόητος και εξωπραγματικός, μοιάζει αδύνατος και αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται όχι μόνο ιστορικά, αλλά και θεωρητικά. Καμία εποχή και καμία κοινωνία δεν μπορεί να νοηθεί και να υπάρξει χωρίς την καλλιτεχνική δημιουργία, χωρίς αυτήν την έμφυτη επίδοση στην δημιουργική ανάπλαση της πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει είτε ότι ο Πλάτωνας υπήρξε πράγματι ουτοπιστής και ανεδαφικός, ότι συνέλαβε και περι-έγραψε μια θεωρητική κατασκευή η οποία κανένα ρεαλιστικό αντίκρισμα ή εφαρμογή δεν είχε, είτε ότι, αντίθετα, υπήρξε απόλυτα ρεαλιστής και προσγειωμένος βλέποντας την ποίηση στην σωστή και ακριβή της διάσταση, στον πάγιο και παγιωμένο ρόλο της να λειτουργεί ως άλλοθι και δικαιολογία του ανθρώπου για την αποτυχία του να διαμορφώσει μια κοινωνική πραγματικότητα που θα εξασφαλίζει για όλα της τα μέλη την πρόοδο και την ευημερία, ή, με όρους καβαφικούς ως δοκιμή «νάρκης του άλγους», ως προσωρινή ανάπαυλα σε μια ζωή που ματαιώνει, ακυρώνει, καταργεί την ανθρώπινη ουσία και προοπτική.
 
Το δίλημμα, ωστόσο, αυτό – ρεαλισμός ή ουτοπία – θα πρέπει να ξεπεραστεί καθώς είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη περίπτωση η ποίηση εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να δίνει το παρόν, να διεκδικεί και να διατηρεί μια πάγια θέση μέσα στο ανθρώπινο «γίγνεσθαι». Κι αυτό είναι κάτι που ο Πλάτωνας γνωρίζει καλά. Ίσως, λοιπόν, εκείνο που απορρίπτει και εξοβελίζει να μην είναι η ποίηση, αλλά ακριβώς ο περιθωριακός της, δευτερεύων ρόλος, η ύπαρξή της ως παραμυθίας, αναλγητικού ή παυσίπονου που δρα καταπραϋντικά, συμπληρωματικά, ψευδαισθητικά. Ίσως, όπως έκανε και με όλες τις απτές εκδηλώσεις του ανθρώπινου βίου, να πιστεύει βαθιά στην Ιδέα της Ποίησης και όχι στις γήινες εκφάνσεις της, στην Ποίηση ως αρχέτυπο, ως μήτρα της γνώσης του ωραίου και όχι ως εκδοχής του. Κι αυτό γιατί στις εκδοχές βλέπει τον υποκειμενισμό και όχι τη βεβαιότητα, βλέπει το προσωπικό και όχι το τυπικό, βλέπει το άτομο και όχι την υπέρβασή του. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο Πλάτωνας καταφάσκει στην ποίηση και την τέχνη ως πολιτικές πρακτικές περισσότερο, ως εκδήλωση του δημιουργικού πνεύματος στη διευθέτηση και την εναρμόνιση της κοινωνίας και της πολιτικής ζωής, παρά ως ευκαιριακές προσεγγίσεις που προτείνουν και προκρίνουν μία και μόνη οπτική η οποία μπορεί να αντιπαρατίθεται σε μιαν άλλη, θολώνοντας έτσι το τοπίο της κρίσης και της κριτικής, το τοπίο της αλήθειας.

Ευσταθία Δήμου         

 

 
 
Από κάπου οφείλει ν’ αρχίσει κανείς, έστω κι αν δεν υφίσταται σαφώς ορισμένο σημείο αφετηρίας, έστω κι αν είναι πλέον ρευστές όλες μας οι συντεταγμένες, έστω κι αν θα ’πρεπε, όπως θα ’λεγε ο Saul Bellow, αν θέλαμε να μιλήσουμε για ένα ποτήρι νερό,
 
συμπτύσσω παραφράζω
 
να ξεκινήσουμε απ’ τη Γένεση, το μήλο, τον Αβραάμ, τον Μωυσή, τον Ιησού, τη Ρώμη, τον Μεσαίωνα, την πυρίτιδα, την επανάσταση, τον Νεύτωνα και τον Αϊνστάιν, τον πόλεμο, τον Λένιν και τον Χίτλερ.
Έστω, λοιπόν, κι αν δεν υφίσταται σημείο αφετηρίας, με αυστηρή ακρίβεια ορισμένο, έστω κι αν η πορεία των πραγμάτων και η ζωή των ιδεών, η εξέλιξη των σκέψεων, η εξάτμιση των αξιών, ο παρδαλός χορός τους, ο ρόγχος της εναγώνιας συγκυρίας
 
όλα
 
καθοδηγούνται από συνέχειες και όχι από ρήξεις, από διαδοχές και όχι από τομές, πρέπει κανείς
 
εγώ
 
ν’ αρχίσει από κάπου και να μιλήσει για το θέμα, μιλώντας, θέλοντας και μη, σε πρώτο ενικό: ΕΓΩ πώς βλέπω την πολιτική, ΕΓΩ πώς την αντιλαμβάνομαι σε σχέση με την ποίηση, πώς γράφω ΕΓΩ και πώς ΕΓΩ διαβάζω.
Μιλώντας, όμως, σε πρώτο ενικό, έρχομαι αντιμέτωπος με την επαπειλούμενη ρευστότητα του ίδιου του εαυτού μου, την αποσάθρωση του νου, και αναζητώ, σαν κάθισμα, μια θέση στέρεη στον χώρο και στον χρόνο και δείκτες συμπαγείς και σταθερούς σε μια εποχή που, αν το σκεφτούμε, 
 
κι όταν να το σκεφτούμε αποφεύγουμε
 
είναι αβέβαια όλα και όλα επισφαλή.
Τι λέω, λοιπόν, ΕΓΩ; Τι έχω να πω; Χωρίς ν’ αρχίσω, παρότι θα μπορούσα,
 
αυτά, εξάλλου, μού ’τυχαν
 
ούτε απ’ τις συνελεύσεις των Αχαιών στην Ιλιάδα, ούτε απ’ τον Αλκαίο και τον Αρχίλοχο, ούτε απ’ τον Σόλωνα, ούτε απ’ την τραγική μεταφορά της πόλης, πλοίου κλυδωνιζόμενου, και με τον βασιλιά της καπετάνιο. Οφείλω να περιορίσω το θέμα μου, να το αναλογιστώ στα δεδομένα του τώρα και του εδώ (μ’ εμένα μέσα και μαζί τους). 
Είναι άποψή μου πως η ποίηση υποχρεούται σε μια αμφίθυμη εμπλοκή με την επικαιρότητα: να την παρακολουθεί, δηλαδή, και –ενημερωνόμενη– να τη διυλίζει, ν’ αναζητά την τεθλασμένη πρόσληψή της, να μην καταδέχεται την πορνογραφία της δυστυχίας και της εξαθλίωσης και ν’ αποφεύγει
 
ο διάολος το λιβάνι
 
την εργαλειοποίηση της ιδεολογίας.
Δημοσιεύω ποίηση από το 2011. Όταν θέλησα, ζώντας την εποχή της κρίσης χρέους, να εκφραστώ για το αποτύπωμά της στην καθημερινή ζωή της πόλης, των περιπατητών, των διαδηλωτών 
 
και μη
 
και των κατοίκων της, συνομίλησα, σε μορφή σονέτου, με τ’ αγάλματα των πλατειών και των πεζοδρομίων της (Το σύνδρομο Σταντάλ, Πόλις, 2013). Και για να διαχειριστώ την έκτοτε διεθνή επικαιρότητα και την παγκόσμια διεσπαρμένη έγνοια μας, έστρεψα το βλέμμα μου στα χρόνια του κατά τον Έντσο Τραβέρσο επονομαζόμενου Ευρωπαϊκού Εμφυλίου των ετών 1914-1945 (η θήβα μέμφις, Πόλις, 2020).
Τι θα έγραφα, όμως, αν ήθελα ευθέως να εκφραστώ γι’ αυτά που ζούμε; Τι μορφή θα έπαιρνε ένα ποίημα υποχρεωμένο να ενταχθεί σ’ έναν πεπερασμένο χρονικό ορίζοντα (των τελευταίων, ας πούμε, δεκαπέντε χρόνων); Που θα ήταν υποχρεωμένο να σχολιάσει τα γεγονότα; Να μην τους εφαρμόσει τεχνικές υπεκφυγής κι υπαινιγμού, μα τα να πει όπως είναι;
Και δίχως, βέβαια, να ξεχνά
 
το ποίημα
 
ότι δεν έχει σημασία ή εμβέλεια, πως ινδικά χοιρίδια είμαστε όλες κι όλοι, τρέχουμε πάνω στον τροχό κι ιδρώνουμε για την ακινησία. 
Αν, όμως, αν: και για να νιώσουμε τη χώρα στη στιγμή της, να τη συλλάβουμε και να την αντικρίσουμε, δεν μας αρκεί να παρακολουθούμε την τρέχουσα πολιτική απ’ τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των πρωταγωνιστών και των παρατρεχάμενων, ούτε, ασφαλώς, να συμπεράνουμε ό,τι τυχόν μπορούμε, κρίνοντας και καταναλώνοντας τα προϊόντα των τεχνών και του πολιτισμού, των ιδρυματικών χορηγιών κι εμπνεύσεων.
Με το πυκνό τους βάρος, την εποχή μας σημαδεύουν ως ορόσημα ονόματα θυμάτων. Σήμερα στην Ελλάδα
 
την πατρίδα μας
 
πολιτική είναι αυτό, το ένα και μοναδικό: η βία που υφίσταται ο αδύναμος σε σπίτια και σε δρόμους. 
Αντλώντας, επομένως, από τις φιλολογικές καταβολές μου,
 
αυτά, εξάλλου, μού ’τυχαν
 
από τα πλοία της Ιλιάδας ώς τους ήρωες που προσφέρονται μέσα στον Δούρειο Ίππο να κρυφτούν, απ’ τις σχοινοτενείς θεογονίες του Ησιόδου μέχρι τους Πέρσες που στη Σαλαμίνα πνίγηκαν, από τα Αίτια ώς τις Μεταμορφώσεις, μια καταλογογράφηση, λοιπόν, ως το μοναδικό της σήμερον ποίημα πολιτικό, με όλη του τη φόρτιση, με όλο του τον κίνδυνο να ’ναι στο μέλλον δυσερμήνευτο εντελώς
 
σαν απολίθωμα μιας άγνωστης πανίδας
 
και να ζητά εξηγήσεις κι υπομνήματα, παραπομπές και υποσημειώσεις – και να ζητά όλο καινούριες συμπληρώσεις, να είναι πάντοτε απόσπασμα λειψό, να είναι, αυτή την ώρα, κάπως έτσι:
 
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΖΩΗ ΔΑΛΑΚΛΙΔΟΥ
ΠΕΤΡΙΤ ΖΙΛΦΕ
ΣΟΥΖΑΝ ΙΤΟΝ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΛΚΗΣ ΚΑΜΠΑΝΟΣ
ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ ΚΑΡΚΑΛΗ
ΚΑΡΟΛΑΪΝ ΚΡΑΟΥΤΣ
ΖΑΚ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΘΗ ΛΙΝΑΡΔΟΥ
ΣΑΧΖΑΤ ΛΟΥΚΜΑΝ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΓΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΑΖΑΡΑΚΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΕΛΑΚΗ
ΝΙΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
ΝΙΚΟΣ ΣΑΜΠΑΝΗΣ
ΕΛΕΝΗ ΤΟΠΑΛΟΥΔΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΑΠΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΣΣΑΣ
ΓΑΡΥΦΑΛΛΙΑ ΨΑΡΑΚΟΥ

Γιάννης Δούκας    

 

 

Όποιος επιχειρεί να μιλήσει για τη συσχέτιση της πολιτικής με την ποιητική τέχνη είναι αδύνατο να μην αναφερθεί στον Πλάτωνα, ο οποίος περιέγραψε αναλυτικά την πιθανή επιρροή που μπορεί να έχει η ποιητική παιδεία στη διαμόρφωση των φυλάκων της Πολιτείας, επισημαίνοντας κυρίως τους κινδύνους που προκύπτουν από διάφορα είδη τεχνών στην ψυχική τους διαμόρφωση. Εξετάζει μάλιστα στην Πολιτεία συνδυαστικά τον λόγο και τη μουσική συνοδεία και απαριθμεί όλα τα επικίνδυνα είδη και των δύο αυτών συνιστωσών. Από τη μουσική αποκλείονται η λυδική (λυδιστί) και οι παραλλαγές της (μειξολυδιστί, συντονολυδιστί), η ιωνική (ιαστί), οπότε απομένουν μόνο η δωρική (δωριστί) και η φρυγική (φρυγιστί) με απλούς ήχους οργάνων, όπως της κιθάρας και της λύρας, εξαιρωντας τις πολύπλοκες πολύχορδες αρμονίες των τριγώνων, των πηκτίδων και κυρίως των αυλών που χαλαρώνουν και διαβρώνουν την ψυχή. Όσον αφορά τον λόγο, επίκεντρο της κριτικής του είναι ο Όμηρος.

Συμβουλεύει ο Σωκράτης στην Πολιτεία τον Γλαύκωνα για το πώς θα έπρεπε να αντιδράσει αν συναντούσε τους θαυμαστές του Ομήρου. Αυτοί θα του έλεγαν ότι ο Όμηρος είναι αυτός που εκπαίδευσε όλη των Ελλάδα, ότι είναι αυτός στον οποίο πρέπει να προσφεύγουν  όλοι για να μάθουν την τέχνη της διοίκησης και της ουσιαστικής παιδείας, οπότε αυτός θα μπορούσε  ευγενικά να συμφωνήσει μαζί τους ότι όντως ο Όμηρος είναι ο μεγαλύτερος των ποιητών αλλά δεν θα έπρεπε να κάνει το λάθος να επιτρέψει τη διάδοση των ομηρικών επών στην ιδανική πολιτεία. Σε αυτήν θα έχει θέση μόνο η ποίηση που υμνεί τους θεούς και εγκωμιάζει το αγαθό και όχι η μελική και επική ποίηση που οδηγεί σε αισθήματα ηδονής ή λύπης, εκεί που πρέπει να επικρατεί μόνο ο νόμος και ο βέλτιστος λόγος.  Στη συνέχεια ο Σωκράτης δηλώνει ότι η προτιμότερη ποιητική εκφορά του λόγου είναι ένα μίγμα αφήγησης με μίμηση, με κυρίαρχη την αφήγηση, καθώς η μίμηση του υποκριτή θα πρέπει να υπεισέρχεται στην ποίηση μόνο όπου είναι απόλυτα αναγκαίο και ποτέ ως μίμηση αναξιοπρεπών καταστάσεων, όπως αυτές που παρουσιάζονται κατά κόρον στα ομηρικά έπη. Στον Ίωνα επίσης θεωρεί τους ποιητές ως απλούς μεσάζοντες που μεταδίδουν στους ανθρώπους θεϊκά μηνύματα, σε αντιδιαστολή με αυτούς που μυούνται στη φιλοσοφική αλήθεια.

Ποιο είναι το κύριο μέλημα του Πλάτωνα όσον αφορά την πολιτική; Είναι η κατασκευή μιας κοινωνίας, η οποία θα είναι αυτάρκης, θα βασίζεται δηλαδή στην ικανότητα των δικών της και μόνο πολιτών για τη συντήρηση και την ανάπτυξή της. Πρόκειται για μια πολιτεία με δύο βασικές τάξεις, τους φύλακες και τους δημιουργούς (παραγωγούς), όπου σαφώς το κύριο βάρος της επιτυχίας της πέφτει στην πρώτη. Από αυτήν μάλιστα θα επιλέγονται κάποιοι με ιδιαίτερη κλίση στη φιλοσοφία και τη διαλεκτική, οι οποίοι θα είναι και οι κυβερνήτες της, απαρνούμενοι κάθε υλικό αγαθό και απόλαυση προς όφελος των διοικουμένων. Βασικό στοιχεί της εκπαίδευσης των φυλάκων είναι η ισορροπία ώστε να είναι ανδρείοι χωρίς όμως να τους λείπει και η ευαισθησία, για την ανάπτυξη της οποίας ιδιαίτερο λόγο έχει η ποίηση αλλά μια ποίηση που δεν έρχεται σε σύγκρουση με την αλήθεια.  Δεν είναι δηλαδή η ελεύθερη ατομική έκφραση και ικανοποίηση ο κύριος άξονας αυτής της πολιτείας αλλά η διαμόρφωση ανθρώπων, οι οποίοι θα συλλειτουργούν ακολουθώντας αιώνιες κοσμολογικές αρχές. Δεν είναι ο στόχος η ατομική ηδονή αλλά εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας  που θα λειτουργεί με μαθηματική ακρίβεια μιμούμενη τους θείους κύκλους. Και για να επιτευχθεί αυτό στον κόσμο της τυχαιότητας και της μεταβολής απαιτείται διαρκής εγρήγορση και εμμονική προσήλωση στην αποφυγή των κινδύνων που μπορούν να αναιρέσουν αυτό το πολύτιμο και αξιοθαύμαστος εγχείρημα. Η ποίηση θα είναι ένα από τα κύρια εργαλεία για τη διαμόρφωση ανθρώπων που θα ζουν σύμφωνα με τα κελεύσματα του ορθού λόγου σε ένα θρησκευτικό πλαίσιο θεών και ηρώων που δεν θα περιέχει κανένα μυθολογικό στοιχείο που να οδηγεί στην υπερβολή και την απόκλιση από το μέτρο.

Είναι ένα τέτοιο σύστημα ολοκληρωτικό με κύριο μοχλό τη λογοκρισία, όπως λεχει κατά καιρούς παρουσιαστεί; Στον Πλάτωνα και την αρχαία σκέψη μια τέτοια αξιολογική θέση δεν γίνεται κατανοητή με τον τρόπο του σήμερα. Η ύψιστη ανάγκη ήταν η διατήρηση της πόλης –κράτους και οτιδήποτε υποβοηθούσε αυτή την κατάσταση ήταν εύλογο και αποδεκτό. Γι’ αυτό το λόγο ο χαρακτηρισμός του προτεινόμενου από τον Πλάτωνα συστήματος ως ολοκληρωτικού και φασιστικού, σύμφωνα με τη σύγχρονη πολιτική ορολογία, είναι τουλάχιστον ατυχής. Άλλωστε ο πλατωνικός Σωκράτης θέτει την τυραννίδα στη χειρότερη και απεχθέστερη αξιολογική βαθμίδα των πολιτευμάτων με ανώτερο την πνευματική αριστοκρατία. Είναι επίσης τέτοια η συνοχή και η λεπτομερειακή επιθεώρηση του προτεινόμενου συστήματος που αποτέλεσε τη βάση όλων των μελλοντικών ουτοπιών της Αναγέννησης και του νεότερου κόσμου αλλά και το μόνιμο σημείο αναφοράς τόσο των υπερασπιστών όσο και των αντιπάλων του.

Μάρκος Δενδρινός

 

 

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Ιανουαρίου 2023