Εκτύπωση του άρθρου

                                    

 

                                                                          Στην Αθηνά Βογιατζόγλου

 

                                                                    α.

                                                                          Ένα σύμπαν δροσιάς
                                                                          και μέσα σε κάθε σταγόνα δροσιάς
                                                                          ένα σύμπαν ατελεύτητου αγώνα

                                                                                                                         Ίσσα

Η μεμβράνη. Το ευαίσθητο μεταίχμιο. Η ακίνητη πλεύση. Η κατ΄ εξαίρεση ακίνητη ροή. Εκεί ακριβώς δηλαδή όπου μαρτυρείται η ακραία ώσμωση: ναι, ο  ποιητικός νους αγγίζει το σώμα του χρόνου. Το αντιλαμβάνεται, διότι συνέχει τη φύση του. Το καταλαβαίνει πλήρως, Αλλά, εξ ορισμού, δεν το καταλαμβάνει. Πώς άλλωστε;  Ο απόηχος φτάνει ως εδώ και από όσα προηγήθηκαν αίφνης στον Μικρό Ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη. Τα δεδομένα των καιρών δεν αποθαρρύνουν τον οίστρο, πλην όμως είναι εκεί, στο βάθος του ποιητικού εγώ. Ήτοι: «Όπως και να  στον αιώνα ενός φιλιού / Δεν σε προφταίνω Τύχη»
(βλ. «Και με φως και με θάνατον», 8).

                                                                      β.

 Έχω από μήνες ξεχωρίσει ένα πρόσφορο δίστιχο, ανάμεσα σε πλείστα παρόμοια. Επαναφέρει εμμέσως πλην σαφώς το ζήτημα της συσχέτισης της εξόφθαλμης ροϊκότητας του όντος με την καταστατική ρυθμική τακτική του λόγου.  Το παραθέτω κατά λέξη: «Οι μέρες κι αν μερώσανε οι μνήμες τους πληγώνουν· / πληγές που δώσαν ευωδιές και χρώματα του χρόνου». Ανήκει στη συλλογή Τι είπε το ποτάμι του Γιώργου Γωνιανάκη, από τις εκδόσεις της στιγμής (2018). Ο ίδιος έχει διευκρινίσει ήδη στην τρίτη από τις εισαγωγικές σελίδες του ίδιου έργου ότι: «Αν και είμαι ξεκάθαρος μπερδεύω συνέχεια / την ποίηση με την πραγματικότητα. / Ευλογημένη σύγχυση κι ωφέλιμη αφέλεια. / Δεν κάνω πλάκα· /σοβαρά μιλάω. / Όταν βιώνεις τα ποιήματα / οι στίχοι ανασαίνουν». Η επαλήθευση είναι προφανής: το ποίημα υπάρχει και ως επαρκώς προμελετημένη απόπειρα χρονο-φωτογράφησης. Εξ ου και η συχνή αναγωγή του ποιητικού υποκειμένου στον φαντασιακά, αλλά πολλαπλώς χρήσιμο σταματημένο χρόνο. Ο στίχος δεν εξωραΐζει, δεν εξορκίζει. Ούτε αναπαλαιώνει αισθήσεις. Απλώς μνημονεύει την πεπρωμένη διασταύρωσή του με το χρόνο.  Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την πρόσφατη παραγωγή μας: «κι ό, τι ζήσαμε ως τώρα, αποκαΐδια στεγνά / μια καψάλα, της φωτιάς παρανάλωμα, ίδιο κάρβουνο / που αέρα ρουφά, που σφυρίζει στριγκιά κι όλη / νύχτα κουφοκαίει στα σπλάχνα». Ο χρόνος εδώ είναι το μέτρο της οδύνης, ο βηματισμός του σπαραγμού. Δεν υπάρχει χρόνος δίχως πόνο,  υπαινίσσεται η εξομολόγηση σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Είναι το συλλογικό πρόσωπο του χορού των υπάρξεων : μετρώ εδώ άλλη μια φορά όσα έχω υπογραμμίσει - κι είναι πολλά -  διαβάζοντας την θεματολογικά συναρπαστική Ψυχή στα δόντια του Δημήτρη Χουλιαράκη, των εκδόσεων Το Ροδακιό (2019).

                                                                        γ.

Ναι, το αδιανόητο εκείνο ποτάμι: η ποίηση ως το νερό του χρόνου, όπου ο καθένας μπαινοβγαίνει στο ίδιο σημείο. Στο ίδιο πάντα πέρασμα, οποτεδήποτε κι αν θελήσει. Η βούληση - ύδωρ των ατελεύτητων στιγμών. Το σταθερό όραμα της ανέκκλητης ακύρωσης της φθοράς. Ό,  τι δηλαδή τείνει να επικαλείται ο τυπικός στίχος. Έστω κατά τη γέννησή του. Το δευτερόλεπτο που θέλει κατά βάθος να ταυτιστεί με την αθανασία της Ορμής.  Η ποίηση της Τορά, της βιβλικής Πεντάτευχου, είναι, φέρ΄ ειπείν, η διεσταλμένη πραγματικότητα, το δυναμικό παρόν σε διάρκεια. Η  ίδια η σκέψη των φορέων της Τορά: το αεί. Εν κινήσει μάλιστα.

                                                                       δ.  

Η ποίηση, ως γνωστόν, αποτυπώνει, μεταξύ άλλων, ό, τι την ελκύει περισσότερο από την επικράτεια των αοράτων. Ο χρόνος διαμορφώνεται καταλλήλως, ώστε να χωρέσουν στις σχισμές, στα όποια ανοίγματα των εννοιών όσα κατάγονται από τη ζώνη των αφάτων, χωρίς να χαθεί τίποτε από την ευτυχή έκλαμψη. Αντιστοιχία τυπική με το σατόρι των Ιαπώνων. Ο χρόνος καθίσταται απόχη του ποιητικού νοήματος.  Αρκούν για την περίπτωση οι εξής ενδεικτικοί αφορισμοί από την πλευρά μιας αναστοχαστικής, φιλέρευνης γραφής: «όταν φεύγει η φωνή του, σαν δακτυλικά αποτυπώματα που βγαίνουν από τα χείλη, προχωρούν και διασκορπίζονται τα ηχητικά της κύματα. Γιατί και η φωνή από την αφή κατάγεται, που παραμένει σταθερά η πρώτη των αισθήσεων. Πρώτη η αφή των δαχτύλων και ακολουθεί η αφή των χειλιών σαν μιλούν και προπαντός σαν φωνάζουν για να ακουστούν από αυτήν που βρίσκεται μακριά. Γι΄ αυτό και βλέπουμε κάποιες φορές, όσοι έχουμε την ικανότητα να δούμε, τη φωνή σαν αφή να εκστομίζεται, μην πω και σαν όραση να προχωρά». Κοντολογίς, ο χρόνος του ποιητικώς οράν είναι ο πλούτος του χρόνου. Παρέθεσα απόσπασμα απο την ευφυώς οργανωμένη συλλογή του Σπύρου Λ. Βρεττού, με τίτλο Διαπραγματεύσεις, στις εκδόσεις του Σάμη Γαβριηλίδη (2019).     

                                                                        ε.

Η ενδιάθετη ροπή μας προς το αδύνατον, το καθ΄ υπερβολήν ονειρικό: εξ ου και η ποιότητα του ελυτικού προτάγματος φέρ΄ ειπείν στη  Μαρία Νεφέλη: «πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου / άνθρωπε δώσε της διάρκεια, μπορείς». Η  «ισόβια στιγμή» διαρκεί όσο επιταχύνεται η ορμή προς την υπέρβαση των ορίων του γραμμικού χρόνου. Εννοείται ότι έχουμε πάντα κατά νου την πολυπλοκότητα των εκφάνσεων περί το θέμα. Το προϊόν της αποτελεσματικής ποιητικής ρητορείας, όπως έχει κατατεθεί στις οικείες σελίδες, αποτελεί πολύσημο τεκμήριο πυκνώσεων. Τα μηνύματα συσσωρεύονται. Η μια λεκτική πρόσχωση  προκαλεί (ή προκαλεί) την επόμενη. Το ποιητικό κείμενο συνιστά ένα είδος συντελεσμένου χρονοφρονήματος. Διαβάζουμε επ΄ αυτών τα εξής αναλυτικά: «Τα περιθώρια ενός βιβλίου δεν είναι ποτέ ξεκάθαρα και αυστηρά περιχαρακωμένα: πέρα από τον τίτλο, τις πρώτες αράδες και το τελικό σημείο, πέρα από την εσωτερική του διαμόρφωση και την μορφή που την καθιστά αυτόνομη, έχει εμπλακεί σε ένα σύστημα παραπομπών σε άλλα βιβλία, σε άλλα κείμενα, σε άλλες φράσεις: κόμπος μέσα σε ένα δίχτυ [. . . ] Μάταια το βιβλίο προσφέρεται σαν ένα χειροπιαστό αντικείμενο· μάταια συρρικνώνεται σε αυτό το μικρό παραλληλεπίπεδο που το περικλείει: η ενότητά του είναι μεταβλητή και σχετική. Άπαξ και την ερευνήσουμε, χάνει την προφάνειά της· δεν υποδείχνει τον εαυτό της, δεν κατασκευάζεται παρά ξεκινώντας από ένα περίπλοκο πεδίο έκφρασης»: ο Μισέλ Φουκώ, στην Αρχαιολογία της γνώσης, όπως τη γύρισε στη γλώσσα μας ο Κωστής Παπαγιώργης στις εκδόσεις του Εξάντα.

                                                                      στ.

Από το ευρύτερο πλαίσιο της δημιουργικής γραφής, στην ενιαία μορφή της, όπου εννοείται ότι χαλαρώνουν αισθητά τα διακριτά όρια ποίησης – πεζογραφίας, συγκρατώ για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τις εξής χαρακτηριστικές επισημάνσεις. Αναφέρονται στην εσωτερική σχέση, η οποία συνδέει κατ΄ εξοχήν το ενδελεχές κείμενο - διακήρυξη με την υπόσταση του χρόνου: «Αν η ιστορία κάθε μέρας είναι η ιστορία όλων των σκέψεων που κάνουμε μέσα στη μέρα, τότε είναι αδύνατον να γράψουμε την ιστορία αυτής της μέρας, γιατί είναι αδύνατον να βάλουμε στη σειρά όλα τα ασήμαντα πράγματα που σκεφτήκαμε, όλους τους παραδρόμους στους οποίους ξεστράτισαν οι συνειρμοί μας – οπότε κρατάμε απλώς τα γεγονότα, και για την ακρίβεια ένα μικρό ποσοστό απ΄ τα γεγονότα, πιθανότατα παραποιημένο. Επειδή αδυνατούμε να αναπαραστήσουμε τον ίδιο τον χρόνο, παλεύουμε να ανασύρουμε τα πράγματα που τον γεμίζουν:γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα, ερμηνείες – μόνο που ο χρόνος δεν γεμίζει ποτέ εντελώς. Πάντα ένα κομμάτι του περισσεύει, ίσως γιατί οι σκέψεις και τα συναισθήματα μας (ιδίως μάλιστα και τα γεγονότα)συμβαίνουν μεν μέσα στον χρόνο αλλά δεν είναι απόλυτα σίγουρο ότι έχουν διάρκεια: δεν εξαντλούν τον χρόνο, δεν τον αντικαθιστούν. Όλα αυτά συνδέονται νομίζω με το πιο παράξενο όνειρο που έχω δει ποτέ για το Λουξεμβούργο – και δεδομένου ότι το παράξενο με αυτά τα όνειρα είναι πως δεν έχουν τίποτα το παράξενο, το πιο παράξενο όνειρο είναι ταυτόχρονα το λιγότερο παράξενο: κάθομαι απλώς στον καναπέ μου, μέσα σε ένα άγνωστο σαλόνι που στο όνειρο είναι γνωστό, και βλέπω τηλεόραση και δεν κάνω τίποτα κι ο χρόνος κυλάει με τον ρυθμό που κυλάει στην πραγματικότητα, αν και υποτίθεται πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε ένα όνειρο. Ή οπουδήποτε αλλού εδώ που τα λέμε, αφού το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί κανείς να προσπαθήσει κανείς να μιμηθεί είναι αυτό ακριβώς: ο χρόνος». (Βλ. Χρίστος Κυθρεώτης, Εκεί που ζούμε, εκδόσεις Πατάκη, 2019, σελίδα 266)

                                                                 ζ.

Ο χρόνος του ποιήματος είναι ο χρόνος των εξ αποκαλύψεως ποιοτικών του συνισταμένων. Το ποίημα αναπνέει χρόνο αξιών. Ή όπως έχει τονιστεί: «ένα ποίημα παίρνει την ελευθερία να σκεφτεί και να δει τα πράγματα όπως ποτέ κανείς δεν το έκανε πρωτύτερα, και καλεί τον σύντροφό του, τον αναγνώστη, να το μιμηθεί. Βοηθά το σκοπίμως παραθεωρημένο να κερδίσει την προσοχή που του αξίζει και το εκ πρώτης όψεως τετριμμένο να λάμψει». (Βλ. Γιαν Βάγκνερ Το σπουργίτι  του Γκέρικε μετάφραση-σημειώσεις-επίμετρο: Κώστας Κουτσουρέλης, εκδόσεις Κίχλη, 2018). Ο χρόνος του ποιήματος είναι οι πολλαχώς κερδισμένοι χρόνοι.      

_____________________________

Σημείωση:  όσα προηγήθηκαν, σπέρματα ιδεών· υλικό περαιτέρω αναπτύξεων.

Γιώργος Βέης
© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Αυγούστου 2019