Εκτύπωση του άρθρου

. Γράφει η Ευσταθία Δήμου

 

Ποιητική της  ζωής

Δήμητρα Κωτούλα, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος. Ποιήματα της λευκής σελίδας, Πατάκης, Αθήνα 2021.

 

 

Η ευθεία αποστροφή, την οποία προτάσσει ως τίτλο της τρίτης, κατά σειρά, ποιητικής της συλλογής η Δήμητρα Κωτούλα, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος, πέρα από την άμεση οικείωση και εμπλοκή του αναγνώστη, διαμορφώνει μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στη σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή, καθώς διαφοροποιείται αισθητά από τα ποιητικά δεδομένα, στο μέτρο και στο βαθμό που επιλέγει και επιχειρεί να ανοίξει, ευθύς εξ αρχής, έναν διάλογο με τον (επίδοξο) αναγνώστη της. Ο υπότιτλος, Ποιήματα της λευκής σελίδας, συμπληρώνει και βαθαίνει το νόημα, ολοκληρώνοντας ουσιαστικά αυτό το κάλεσμα της ποιήτριας προς τον αποδέκτη της να αποτελέσει το ποιητικό υποκείμενο και να συνθέσει από κοινού μαζί της το ποίημα ή, πιο σωστά, να το νοηματοδοτήσει κατά το δοκούν. Οι δύο αυτές φράσεις, ενώ μοιάζουν συμπληρωματικές, στην πραγματικότητα αντιπαρατίθενται μεταξύ τους με την πρώτη να δηλώνει και να αναγνωρίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από την ποίηση, στην οποία προσδίδεται ο χαρακτήρας και τα χαρακτηριστικά ενός καταφυγίου, και με τη δεύτερη να απελευθερώνει τη δημιουργική διάθεση και τάση προς την κατεύθυνση της (ανα)σύνθεσης της στιχουργίας.

Το βιβλίο, αρκετά μεγάλο σε έκταση, αποτελείται εξ ολοκλήρου από ελευθερόστιχα ποιήματα τα οποία, εκτός κάποιων αξιοσημείωτων εξαιρέσεων, αποτελούνται από σχετικά λίγους στίχους. Το ολιγόστιχο των ποιημάτων σε συνδυασμό με το ολιγοσύλλαβο των στίχων διαμορφώνουν μια προσωπική ποιητική που συνίσταται στην εξεικόνιση και τη συμβολική αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ίδια η σκέψη, όχι πλέον ως ανάλυση, αλλά ως έκλαμψη του νου. Ο πυρήνας και το κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται και πλέκεται η ποιητική σκέψη και έκφραση της Κωτούλα φαίνεται πως είναι η ίδια η τέχνη της γραφής, η ποίηση εν προκειμένω, η οποία απαιτεί τη συστράτευση όλων των δημιουργικών δυνάμεων, αλλά και όλης της ενέργειας του δημιουργού. Ενισχυτική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η συχνή, συχνότατη χρήση και παρουσία της λέξης «σελίδα» σε έναν μεγάλο αριθμό ποιημάτων, με την οποία νοείται προφανώς η ποιητική τέχνη ως δραστηριότητα και πράξη, ταυτόχρονα, όμως, και ως δημιουργική πρόθεση. Η ποιήτρια στέκεται απέναντι στη σελίδα με μια ποικιλία διαθέσεων και συναισθημάτων, πολλές φορές αμφίθυμων, και αναγνωρίζει τη δύναμη και τη δυναμική της, αλλά και τη βίωσή της ως παράγοντα καθοριστικού για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ιδωμένη από αυτήν την άποψη και μέσα από αυτό το πρίσμα η εν λόγω συλλογή θα μπορούσε εύκολα και εύλογα να θεωρηθεί πως αποτελεί ένα ποιητικό βιβλίο περί ποίησης και ποιητικής, ένα σύνολο ποιημάτων που στόχο έχουν να διερευνήσουν τη φύση και τη λειτουργία της τέχνης αυτής του λόγου, την καταλυτική της επενέργεια πάνω στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και ζωή. Αυτό, ωστόσο, συμβαίνει μόνο αν αντιληφθεί κανείς τη λέξη σελίδα με την κυριολεκτική της σημασία. Γιατί, όσο πιθανή είναι μια τέτοια ερμηνεία, άλλο τόσο πιθανή ή νόμιμη μπορεί να είναι η αντίστροφή της, η ερμηνεία δηλαδή που θέλει τη λέξει σελίδα να σηματοδοτεί και να παραπέμπει στην ίδια τη ζωή και τις ποικίλες εκφάνσεις της, στην ίδια την υπαρξιακή πράξη η οποία, όμως, δεν διαχωρίζεται και δεν διχάζεται από την αντίστοιχη δημιουργική: Μην ξεχάσεις/ στο ημίχρονο/ ανάμεσα σε δυο ποιήματα/ να θυμηθείς/ τι ακριβώς οφείλεις/ να πράττεις και να μην πράττεις/ ως ποιητής. («(Αντιθέσεις), ΙΙ»)

Είναι μια ιδιαίτερα υψηλή αντίληψη για την τέχνη αυτή που την αντικρίζει ως τρόπο και στόχο ζωής, που τη βλέπει σαν μέθοδο και μεθόδευση της ανθρώπινης πράξης και δράσης. Από αυτή την άποψη, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να προσδώσει στο όλο ποιητικό εγχείρημα τη βλέψη και την πρόθεση να αποτελέσει ή, έστω, να προσομοιάσει σε μία φιλοσοφική θέση που βάζει στη θέση της ζωής την τέχνη της γραφής η οποία, σε μια ακραία εκδοχή, μπορεί να φτάσει στο σημείο να χωνέψει και να αφομοιώσει εξ ολοκλήρου τον ανθρώπινο βίο και τον ίδιο τον άνθρωπο: Στρέψε την εστία φωτός που απέμεινε στο δωμάτιο/ σ’ αυτή τη σελίδα.// Σπλαχνοσκοπώντας/ θα δεις να ετοιμάζει την αφάνειά σου. («ΙΧ. (Πείνα)» Δεν πρόκειται για τον γνωστό στην ιστορία της τέχνης θάνατο του συγγραφέα. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την πλήρη και απόλυτη ένωση της τέχνης με τη ζωή, του δημιουργού με τον άνθρωπο, του στίχου με τον λόγο, της ύπαρξης με την πλαστότητά της. Από την ένωση αυτή μπορεί να προκύψει το περίφημο και πολυσυζητημένο νόημα τόσο της τέχνης, όσο και της ζωής. Γιατί μόνο αν η δεύτερη μετουσιωθεί στην πρώτη μπορεί να προκύψει η ελπίδα που έχει τόσο ανάγκη ο άνθρωπος και, κυρίως, η εποχή: Δεν είναι αργά να γεννηθούμε/ αλλιώς// κι αυτό απομένει ίσως η μόνη/ βεβαιότητα. («Βεβαιότητα»)

Για να υπηρετήσει αυτή τη στόχευση ο ποιητικός λόγος της Κωτούλα ακροβατεί ανάμεσα σε ποικίλες διαθέσεις και τάσεις και προσλαμβάνει διάφορες αποχρώσεις που έχουν στο ένα τους άκρο την εξομολόγηση και τη διείσδυση στην εσωτερικότητα και στο άλλο μια πιο ζυγισμένη και ισόρροπη ποιητική ανάπτυξη, μια πλαστικότητα, που, χωρίς να χάσει την ευλυγισία της, οδηγεί σε ένα ποιητικό αποτέλεσμα που διακρίνεται για την αρτιότητα και, ενίοτε, την αυστηρότητά του. Η πλαστικότητα, μάλιστα, αυτή απαντάται και στα περισσότερο αισθηματικά ή βιωματικά ποιήματα και διατρέχει, σαν κατευθυντήρια γραμμή της δημιουργίας, ολόκληρη τη συλλογή, αποτελώντας το ειδοποιό χαρακτηριστικό και γνώρισμά της. Γιατί πράγματι το σύνολο των ποιημάτων του βιβλίου ακολουθεί και υπάγεται σε μια τεχνοτροπία η οποία είναι μάλλον απομακρυσμένη από τον λυρισμό και από την εμφανή και έντονη ρυθμικότητα για να προσεγγίσει έναν τόνο περισσότερο μετρημένο, χωρίς εμφανείς εξάρσεις ή μεταπτώσεις. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι εκφάνσεις αυτές λείπουν, κινούνται, όμως, κάτω από την επιφάνεια του ποιήματος η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, μοιάζει αρυτίδωτη, γαλήνια, ατρικύμιστη ακριβώς για να μπορέσει να απευθυνθεί στο νοητικό μέρος της ψυχής του αναγνώστη, για να τον κάνει πρώτα να βιώσει συνειδησιακά και έπειτα να (δι)αισθανθεί το ψυχικό και συναισθηματικό φορτίο της ποιήτριας. Η τελευταία αυτή παρατήρηση, μάλιστα, φέρνει με άκρα ευθύτητα στο νου την κατευθυντήρια αρχή και γραμμή για την ποιητική δημιουργία που είχε χαράξει και ακολουθούσε ο Διονύσιος Σολωμός ο οποίος κατηγορηματικά υποστήριζε ότι θα πρέπει πρώτα με δύναμη ο νους να συλλάβει και έπειτα η καρδιά με θέρμη να αισθανθεί αυτό που ο νους συνέλαβε. Στην περίπτωση λοιπόν της Κωτούλα φαίνεται πως το δίδαγμα αυτό γίνεται κεντρική αρχή της ποιητικής δημιουργίας με την ποιήτρια να επιλέγει τη λογική, «τετράγωνη» αποτύπωση η οποία οδηγεί σε μια βαθιά ψυχοσυναισθηματική εμπειρία και βίωση: Κλεισμένος στο αμβλύ/ παραλληλόγραμμο/ της ποίησης/ είμαι αλλιώς ταραγμένος/ κι αλλιώς ευτυχής.// Πολύ συχνά ξεχνάω. («VII (Χρέος)»)


Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Δεκεμβρίου 2021