Εκτύπωση του άρθρου

 

Αναζητώντας κανείς την πρώτη συνάντηση των εννοιών της ποίησης και της πολιτικής, συνάντηση που, βεβαίως, έθεσε τους όρους και τα όρια της μεταξύ τους σχέσης, μπορεί, χωρίς δεύτερη σκέψη, να οδηγηθεί στον Πλάτωνα και στην περίφημη Πολιτεία του. Εκεί, ο Αθηναίος φιλόσοφος είναι σαφής και κατηγορηματικός. Αν η πολιτική ζωή πρόκειται να αρθεί σε ύψη ανώτερα των συγκαιρινών, αν επιδιώξει και θέλει να αγγίξει το ιδανικό, αν αποφασίσει να αφήσει πίσω τις παθογένειες και τα πάθη εκείνα που τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα το ανθρώπινο «γίγνεσθαι», τότε, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να απορρίψει και την τέχνη, την ποίηση, τη δημιουργία. Ο ίδιος ο Πλάτωνας, ακριβώς για να διαδηλώσει την πίστη του σε αυτήν την επιλογή, έκαψε, όταν ήταν νέος και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον Σωκράτη, τις τραγωδίες που είχε γράψει, σε μια κίνηση απόλυτης κατάφασης απέναντι στον ανώτερο σκοπό που θα πρέπει να έχει και να υπηρετεί η ανθρώπινη κοινωνία, την υγιή, την ανόθευτη, την αψεγάδιαστη δηλαδή πολιτική ζωή, την πρόκριση στον πολιτικό στίβο ανθρώπων οι οποίοι θα έχουν κατακτήσει τη γνώση του Αγαθού, της πρωτογενούς και αρχετυπικής γνώσης, και δεν θα χρειάζονται, ούτε θα απολαμβάνουν την τέχνη επειδή ακριβώς αυτή αποτελεί ένα αντίγραφο, ένα ψέμα, μια σκιά, ένα απείκασμα.
 
Ο στόχος υπήρξε υψηλός και το τίμημα μεγάλο. Ο εξοβελισμός της τέχνης μοιάζει αδιανόητος και εξωπραγματικός, μοιάζει αδύνατος και αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται όχι μόνο ιστορικά, αλλά και θεωρητικά. Καμία εποχή και καμία κοινωνία δεν μπορεί να νοηθεί και να υπάρξει χωρίς την καλλιτεχνική δημιουργία, χωρίς αυτήν την έμφυτη επίδοση στην δημιουργική ανάπλαση της πραγματικότητας. Αυτό σημαίνει είτε ότι ο Πλάτωνας υπήρξε πράγματι ουτοπιστής και ανεδαφικός, ότι συνέλαβε και περι-έγραψε μια θεωρητική κατασκευή η οποία κανένα ρεαλιστικό αντίκρισμα ή εφαρμογή δεν είχε, είτε ότι, αντίθετα, υπήρξε απόλυτα ρεαλιστής και προσγειωμένος βλέποντας την ποίηση στην σωστή και ακριβή της διάσταση, στον πάγιο και παγιωμένο ρόλο της να λειτουργεί ως άλλοθι και δικαιολογία του ανθρώπου για την αποτυχία του να διαμορφώσει μια κοινωνική πραγματικότητα που θα εξασφαλίζει για όλα της τα μέλη την πρόοδο και την ευημερία, ή, με όρους καβαφικούς ως δοκιμή «νάρκης του άλγους», ως προσωρινή ανάπαυλα σε μια ζωή που ματαιώνει, ακυρώνει, καταργεί την ανθρώπινη ουσία και προοπτική.
 
Το δίλημμα, ωστόσο, αυτό – ρεαλισμός ή ουτοπία – θα πρέπει να ξεπεραστεί καθώς είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη περίπτωση η ποίηση εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να δίνει το παρόν, να διεκδικεί και να διατηρεί μια πάγια θέση μέσα στο ανθρώπινο «γίγνεσθαι». Κι αυτό είναι κάτι που ο Πλάτωνας γνωρίζει καλά. Ίσως, λοιπόν, εκείνο που απορρίπτει και εξοβελίζει να μην είναι η ποίηση, αλλά ακριβώς ο περιθωριακός της, δευτερεύων ρόλος, η ύπαρξή της ως παραμυθίας, αναλγητικού ή παυσίπονου που δρα καταπραϋντικά, συμπληρωματικά, ψευδαισθητικά. Ίσως, όπως έκανε και με όλες τις απτές εκδηλώσεις του ανθρώπινου βίου, να πιστεύει βαθιά στην Ιδέα της Ποίησης και όχι στις γήινες εκφάνσεις της, στην Ποίηση ως αρχέτυπο, ως μήτρα της γνώσης του ωραίου και όχι ως εκδοχής του. Κι αυτό γιατί στις εκδοχές βλέπει τον υποκειμενισμό και όχι τη βεβαιότητα, βλέπει το προσωπικό και όχι το τυπικό, βλέπει το άτομο και όχι την υπέρβασή του. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο Πλάτωνας καταφάσκει στην ποίηση και την τέχνη ως πολιτικές πρακτικές περισσότερο, ως εκδήλωση του δημιουργικού πνεύματος στη διευθέτηση και την εναρμόνιση της κοινωνίας και της πολιτικής ζωής, παρά ως ευκαιριακές προσεγγίσεις που προτείνουν και προκρίνουν μία και μόνη οπτική η οποία μπορεί να αντιπαρατίθεται σε μιαν άλλη, θολώνοντας έτσι το τοπίο της κρίσης και της κριτικής, το τοπίο της αλήθειας.

Ευσταθία Δήμου   

© Poeticanet     


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Ιανουαρίου 2023