Εκτύπωση του άρθρου

 

 

Παρά τη θρησκευτική προέλευσή της, η αρχαία δραματική ποίηση μέσα σε μία ορισμένη περίοδο, το μεγαλύτερο μέρος του 5ο αι., εξελίχθηκε σε ένα γραμματειακό είδος που είχε τόσο στενούς δεσμούς με την αθηναϊκή δημοκρατία, όσο είχαν  η ρητορική τέχνη και η σοφιστική φιλοσοφία. Η δημοκρατία και το θέατρο άκμασαν παράλληλα στην πόλη και ειδικά στην ειρηνική περίοδο ανάμεσα στο τέλος των Μηδικών πολέμων (479) και την αρχή του Πελοποννησιακού (431). Στο διάστημα αυτό δημιούργησαν και παρουσίασαν τα έργα τους στο αθηναϊκό κοινό οι τρείς μεγάλοι δραματουργοί, (Αισχύλος, Ευριπίδης, Σοφοκλής) όχι στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, αλλά εντός της και μάλιστα χάρη σε έναν κοινωνικό θεσμό, όπως ήταν αυτός των δραματικών αγώνων.

Σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση της κλασικής Αθήνας,  πατρίδας του θεάτρου και της δραματικής ποίησης, αποτέλεσε η εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη, που συνεχίζοντας το έργο των πρώτων νομοθετών -Δράκοντα (624) και Σόλωνα (594)- και επηρεασμένος από το πνεύμα και τον κοινωνικό παλμό της εποχής του (αμφισβήτηση της παραδοσιακής αριστοκρατίας, πικρή εμπειρία από την περίοδο των τυράννων), επέφερε με τις μεταρρυθμίσεις αυτές σαρωτικές αλλαγές στην κοινωνία, τις οποίες όμως αυτή η κοινωνία υποδέχτηκε ευνοϊκά, τουλάχιστον στην αρχή. Στον πυρήνα αυτών των αλλαγών ήταν η κατάργηση των δεσμών της τοπικής αλληλεγγύης και η υπονόμευση της δύναμης της παλιάς αριστοκρατίας. Με τον πολιτικό σχεδιασμό του Κλεισθένη και τα μέτρα που τον συνόδευαν, οι πολίτες που δεν είχαν σχέση με την παλιά αριστοκρατία και κάποιοι νεοφερμένοι στην πόλη (ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας) απόκτησαν πολιτικά δικαιώματα που τους εξίσωναν με τους έως τότε ισχυρούς. Ο Κλεισθένης αύξησε τις φυλές και έδωσε με αυτόν τον τρόπο στην πλειοψηφία των πολιτών τη δυνατότητα της συμμετοχής στα όργανα λήψης των  αποφάσεων  (Βουλή και Εκκλησία του Δήμου).

Η εικόνα της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου αι. καθρεφτίζεται στα δραματικά έργα και παρόλο που αυτά αντλούν τα θέματά τους από τους μεγάλους μυθικούς κύκλους (Τρωικός-Θηβαϊκός), τα ερωτήματα που προβάλλουν σε κάθε υπόθεση έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με την ταυτότητα της πόλης και τους θεσμούς παρά με τη  θρησκευτική παράδοση και τα διδάγματα που αντλούμε από αυτή. Έτσι κι αλλιώς με την απομάκρυνση του είδους από τις ρίζες του διθύραμβου κατά την εξέλιξή του σε τραγωδία, είχαν ήδη  επικρατήσει οι απροσδιόνυσες υποθέσεις και ο τελετουργικός χαρακτήρας των επιτελέσεων προς τιμήν του Διόνυσου είχε παραμεριστεί.

Όταν αργότερα και στην ακμή της τραγωδίας θα επιστρέψει ο θεός ως κύριο πρόσωπο στην τραγωδία Βάκχες του Ευρυπίδη, λίγα πράγματα στο ποιητικό κείμενο θα μεταφέρουν την ιερότητα και τη μυσταγωγία των θρησκευτικών τελετών. Η δράση θα τοποθετηθεί στη Θήβα κατά τη βασιλεία του Πενθέα, γιού της Αγαύης και εγγονού του Κάδμου που ήταν ο ιδρυτής της πόλης. Εκεί φτάνει ο θεός Διόνυσος και παρουσιάζεται σαν ξένος από τη Λυδία. Σ’ ένα έργο με το οποίο ο Ευριπίδης μιλά μεταξύ άλλων για τον ρόλο της παράδοσης, για την απόρριψή της και για την αντίσταση απέναντι στον νεωτερισμό, ένας θεός  εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή ως πρόσωπο του δράματος και μάλιστα στον πρόλογο  (θεατρικό παράδοξο), ενώ στη συνέχεια αναμιγνύεται και συνομιλεί με τους θνητούς χρησιμοποιώντας επιχειρήματα για να «απαντήσει» στην εχθρική στάση του Πενθέα, τα οποία επιχειρήματα ο ίδιος ο Πενθέας χαρακτηρίζει «σοφιστείες»(489). Αυτό το σχήμα και μόνο δείχνει την πορεία που διαγράφει η κοινή αντίληψη στη δημοκρατική Αθήνα της εποχής, από τον μύθο στο λόγο. Υπό την επίδραση των σοφιστών και του Σωκράτη, ο Ευριπίδης ορθώνει ερωτήματα απέναντι στην τυφλή αφοσίωση στο θείο, και παρόλο που βλέπει κριτικά τη συμπεριφορά και την ψυχοσύνθεση των θεών της εποχής του, με τα ανθρώπινα πάθη και τις κακίες τους, αντιμετωπίζει με σεβασμό τον θεοσεβούμενο άνθρωπο και διατυπώνει με σαφή τρόπο την πεποίθησή του ότι  η ασέβεια έχει συνέπεια μια βαριά τιμωρία, πραγματική καταστροφή. Με τη διαφορά ότι προτιμά μία θρησκεία λιγότερο παραδοσιακή και πιο κοντά στη λογική[1]. Τα λόγια του Τειρεσία προς τον Κάδμο στο πρώτο επεισόδιο      

Όσα μας παρέδωσαν οι πατέρες μας και τα κρατήσαμε, (201)
τόσο παλαιά όσο και ο χρόνος,
καμιά ρητορική δεν θα τα καταβάλει,
ακόμη και αν η σοφία της
είναι καρπός απαράμιλλης οξυδέρκειας.

αποδίδουν τα πρωτεία στις πατροπαράδοτες αξίες, αλλά αυτές βρίσκονται ήδη σε αντιπαράθεση με τη ρητορική και με τους κανόνες της λογικής που την καθορίζουν. Εξάλλου στη συνέχεια έρχεται η σειρά αυτής της λογικής να διεκδικήσει τα ηνία στη φρόνηση ενός άνδρα

Αν ένας άνδρας που κατέχει                              (261)
κληθεί να μιλήσει για θέμα που προσφέρεται,
δεν είναι μέγα κατόρθωμα να μιλήσει ωραία.
Εσύ διαθέτεις ευγλωττία και μοιάζεις λογικός,
όμως η λογική απουσιάζει από τα λόγια σου.

που δεν πρέπει να ξεχνά ότι με αυτή τη λογική οπλισμένος θα πάρει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου υπερασπιζόμενος τη μία ή την άλλη γνώμη. Στη συνέχεια αυτός ο άνδρας θα ονομαστεί με τη λέξη που δηλώνει την κυρίαρχη ιδιότητα του άνδρα της εποχής του Ευριπίδη : «πολίτης».
 

Και ο άνδρας που αντλεί τη δύναμή του από το θράσος   (270)
και ξέρει να μιλά,
γίνεται κακός πολίτης, γιατί δεν έχει νου.

Η τέχνη της πειθούς, ακόμη κι αν υπηρετεί το ψέμα, εξακολουθεί να έχει το κύρος που της δίνει η λογική, αυτός ο ακρογωνιαίος λίθος του ορθῶς νοεῖν  ως προϋπόθεση του πολιτικῶς πράττειν

Μην εγκαταλείπεις τις παραδόσεις μας.                   (331)
Τώρα δεν πατάς στη γη και η λογική σου είναι παράλογη.
Γιατί, και αν ακόμη, όπως λες εσύ, δεν υπάρχει ο θεός αυτός,
εσύ οφείλεις να λες πως υπάρχει.
Πες το το ψέμα με τρόπο που να πείθει.

Στο έργο του Ευριπίδη δεν επικροτείται η θεομαχία και η ασέβεια, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πόλη και θρησκεία αλληλεπιδρούν στην περίπτωση της κλασικής Αθήνας. Η αναμέτρηση  Πενθέα και Διόνυσου δεν αντανακλά κάποια περίπτωση ανταγωνισμού πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, όπως ίσως δίνεται η εντύπωση στον στίχο 1038

Ο Διόνυσος ο Διόνυσος με κυβερνά,
όχι η Θήβα

εφόσον σε κάποια αξιώματα οι δύο εξουσίες συμπίπτουν. Η ασέβεια εδώ, όπως και σε άλλα έργα, είναι μια μορφή παραλογισμού και το θέμα του παραλογισμού και της τρέλας βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο των Βακχών. Η τρέλα, η μανία και η παραφορά είναι όψεις της ανθρώπινης φύσης που αναζητούν ερμηνεία στο έργο του Ευριπίδη, όπως οι κώδικες του μύθου αναζητούν την αποκρυπτογράφησή τους με τη βοήθεια της επιστήμης. Ο Ευριπίδης βλέπει στον μύθο τη διαλεκτική σχέση έλλογου και άλογου στοιχείου, χρησιμοποιεί τον μύθο για να εκθέσει τα προβλήματα της κοινωνίας στην εποχή του. Θα μπορούσε εδώ η μανία να είναι μετωνυμία για τον φανατισμό, που οδηγεί σε πολιτικές περιπέτειες και διαιρέσεις και, ενδεχομένως, βρισκόταν πίσω από την εχθρότητα με την οποία αντιμετώπισαν το έργο του Ευριπίδη οι συμπολίτες του, λόγος που τον οδήγησε να αναζητήσει καταφύγιο στο μακεδονικό βασίλειο της Πέλλας και στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, όπου και συνέγραψε τις Βάκχες. Δεν είναι μικρή πρόκληση να υποθέσουμε ότι η φράση του Διόνυσου    

Και θα χαρείς να δεις κάτι που σε πληγώνει; (815)

απηχεί κάτι από τα συναισθήματα του Ευριπίδη στην ξενητειά, συναισθήματα κοινά σε όσους συμπολίτες του βίωσαν το τραύμα της απομάκρυνσης από την πατρίδα Αθήνα εξαιτίας των πολιτικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων.

Η αγάπη του πάντως για την Αθήνα και η προσήλωσή του στο δημοκρατικό πολίτευμα  βρίσκεται ίσως πίσω από τον κραυγαλέο αναχρονισμό στις Ικέτιδες (399-408) στον οποίο υποκαθιστά  ο ρόλος του εκπροσώπου της αθηναϊκής Δημοκρατίας τον ρόλο του βασιλιά, όταν ο κήρυκας-απεσταλμένος του Κρέοντα μεταφέρει μήνυμα του βασιλιά της Θήβας στον Θησέα, βασιλιά της Αθήνας, σχετικά με την τύχη των λειψάνων των Αργιτών στρατηγών και του Πολυνείκη λέγοντας

Ποιος είναι ο δυνάστης της χώρας;
Σε ποιον να ανακοινώσω το μήνυμα του Κρέοντα,
που κυβερνάει τη γη του Κάδμου,
από τότε που ο Ετεοκλής έπεσε πλάι στις επτάστομες πύλες
από το χέρι το αδελφικό του Πολυνείκη;

και ο Θησέας του απαντά :

Πρώτα-πρώτα, ξένε, άρχισες το λόγο σου μ᾽ ένα λάθος,
όταν ζητάς δυνάστη εδώ·
η πόλη αυτή δεν εξουσιάζεται από έναν άνδρα,
είναι ελεύθερη. Εδώ κυβερνούν οι πολλοί
που εναλλάσσονται στα αξιώματα χρόνο το χρόνο·
​δεν δίνουν πιο πολλά στον πλούτο, και ο φτωχός έχει τα ίδια.

Ένα ακόμη μήνυμα που προβάλλεται στις Βάκχες είναι η προειδοποίηση για τις καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής εξουσίας. Πολύ νωρίτερα από τον Ευριπίδη, ο Αισχύλος γράφει την τραγωδία Πέρσες πάνω στην ιδέα αυτή και με θεματολογία που αντλεί από ιστορικά γεγονότα, πράγμα ασυνήθιστο για τραγωδία. Προσπαθεί ο Αισχύλος να στείλει ένα μήνυμα στους Αθηναίους τη στιγμή που μεθυσμένοι από τον ηγεμονικό ρόλο της πόλης τους στον πόλεμο εναντίον των Περσών, συμπεριφέρονται στις συμμαχικές τους πόλεις με αλαζονεία αντίστοιχη αυτής του Πέρση βασιλιά.  

Με την σοφιστική φιλοσοφία το ενδιαφέρον των σοφών στρέφεται γύρω από τους όρους και τις αρχές οργάνωσης της κοινωνίας, επομένως γύρω από τα μεγάλα ζητήματα της πολιτικής, αλλά και της ηθικής καθώς αυτά τα δύο πεδία επικοινωνούν και αλληλοεπηρεάζονται ως όψεις της πρακτικής φιλοσοφίας.

Το κυρίαρχο ερώτημα των σοφιστικών θεωριών είναι ποιο από τα δύο είναι ισχυρότερο, ο νόμος ή η φύση, με τους σοφιστές να τοποθετούνται άλλοτε υπέρ του πρώτου και άλλοτε υπέρ του δεύτερου, αλλά σε κάθε περίπτωση να ασκούν κριτική στις κατεστημένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις των Αθηναίων. Το ποιο από τα δύο υπερισχύει, είναι το κεντρικό θέμα στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Η πολιτική για μια ακόμη φορά αναμετριέται με τη δύναμη της παράδοσης και της καταγωγής βάζοντας σε δοκιμασία την αντοχή της πολιτικής, που σίγουρα δεν θριαμβεύει σ’ αυτή την αντιπαράθεση.

Η απογοήτευση από την ανισότητα και την αδικία που εξακολουθούσαν να υφίστανται στην επικράτεια του πολιτικού κατά την εποχή της ακμής της αθηναϊκής δημοκρατικής πολιτείας, η αθέτηση πολλών από τις υποσχέσεις που έδωσε το πολίτευμα της δημοκρατίας στους ανθρώπους και η επιβίωση των στρεβλών στοιχείων, που κρύβονται μέσα στην ανθρώπινη φύση και που δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν ο Λόγος και η κριτική ικανότητα, άφησαν κάποιο χώρο στο υπέρτατο και απρόβλεπτο που κυβερνάει τη ζωή μας και την ιδέα ότι πρέπει να το σεβόμαστε και να αισθανόμαστε την ταπεινότητα ενώπιόν του, αλλιώς δεν θα πάψουμε ποτέ να ζούμε τη μία δυστυχία μετά την άλλη. Φαίνεται πως οι ποιητές σε μια εποχή ανάτασης του πνεύματος, άνθησης του πολιτισμού και μεγάλης ευμάρειας θέλησαν ν’ αφήσουν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές αυτό που εκφράζεται με τους παρακάτω στίχους από τις Βάκχες :   

Ποτέ δεν πρέπει να σκέφτεσαι και να πράττεις               (890)
ό,τι είναι πάνω από τους νόμους.
Δεν σου στοιχίζει να πιστεύεις ότι αυτό έχει δύναμη,
ό,τι κι αν είναι το θείο,
και πως ό,τι καθιερώθηκε μέσα στο χρόνο το μακρό
είναι ριζωμένο για πάντα στη φύση.

 


[1] Βλ. Σκέμπη Δήμητρα, Θρησκειολογικές αναφορές στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, Μεταπτυχιακή εργασία, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2012

© Poeticanet

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Ιανουαρίου 2023