Εκτύπωση του άρθρου

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΕΣΚΟΥ

   Όσοι έχουν προσέξει έστω και φευγαλέα το έργο του Μάρκου Μέσκου ξέρουν καλά ότι ο ποιητής παρακολουθεί από πολύ κοντά τη δημοτική παράδοση. Η στάση του, ωστόσο απέναντί της δεν είναι η υποταγή-η μηχανική αναπαραγωγή των μετρικών και των θεματικών της στερεοτύπων-αλλά η δημιουργική αφομοίωση: η ένταξη των παραδεδομένων μοτίβων και ηθικών αξιών στις αναζητήσεις της σύγχρονης ποίησης. Το αγροτικό τοπίο διατηρεί τη δύναμή του ως πηγή αθωότητας και πνευματικής υγείας, ενώ ταυτόχρονα, γίνεται πεδίο προβολής του άγχους και της σύγχυσης που βασανίζουν τη συνείδηση του ποιητικού ενώ οι περιγραφές της φύσης είναι ρεαλιστικές ή ανάγονται σε σύμβολα, χωρίς να χάνουν το ειδυλλιακό, αρκαδικό τους στοιχείο, τέλος, ο γενέθλιος χώρος μολονότι παραμένει πολύτιμη παρακαταθήκη μνήμης, παραμορφώνεται από τα αιματηρά γεγονότα της ιστορίας και, αν μπορώ να το πω έτσι, από τις αλλοτριωμένες σχέσεις της αστικής κοινωνίας.
   Από το γενικό αυτό πλαίσιο αποσπώ ένα χαρακτηριστικό στο οποίο και θα επιμείνω, επειδή, όπως τουλάχιστον το βλέπω εγώ, προσδιορίζει με σαφή τρόπο τη «δίβουλη» σχέση του Μέσκου με την παράδοση. Το 1971, ο Γιάννης Δάλλας, γράφοντας για τα «Ανώνυμα», χρησιμοποίησε ένα περίεργο εκ πρώτης όψεως όρο προκειμένου να αποδελτιώσει κάποιες από τις σταθερές παραμέτρους της συλλογής. Έκανε λόγο για μια «απωθημένη λεβεντιά» που διακρίνεται ως ήθος κάτω από την εξωτερική επιφάνεια των ποιημάτων, συμπληρώνοντας ότι το πρότυπό της πρέπει να βρίσκεται στη μορφή του ληστή-αντάρτη της δημοτικής φιλολογίας. Ο κριτικός δεν είχε καθόλου άδικο στην επισήμανσή του, αν και δεν φρόντισε να της δώσει συνέχεια. Πράγματι. Αρχηγός ληστών ή επαναστάτης, γενναίος στρατιώτης ή στρατηγός, Διγενής ή Προφήτης, μαντρόσκυλο που διαφεντεύει  άφοβα το κοπάδι του ή ιερωμένος που δεξιώνεται με αγάπη το ποίμνιό του, ο ποιητικός ήρωας του Μέσκου παραπέμπει, όχι μόνο στα «Ανώνυμα» αλλά και σε αρκετά από τα υπόλοιπα βιβλία του, στον αντρειωμένο κλέφτη του δημοτικού τραγουδιού ή συχνότερα, στο προικισμένο παλικάρι-βασιλόπουλο των ελληνικών λαϊκών παραμυθιών. Προσοχή, όμως. Το τραγούδι και τα παραμύθι  δεν εξαφανίζουν  το ατομικό στίγμα του δημιουργού. Αποτελούν μόνο ένα είδος πρώτης ύλης η οποία μέσω μιας περίπλοκης επεξεργασίας καταλήγει σε εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα. Η ιδιότητα του ληστή είτε υπονομεύεται εσωτερικά, με την παρείσφρυση ενός αντι-ηρωικού δεδομένου, είτε προβάλλεται εξ αρχής παρατονισμένη, εγκαταλείποντας τη θέση που κατέχει στη δημοτική παράδοση. Ο αλύγιστος αντάρτης μεταμορφώνεται σε μάνα που κλαίει τα παιδιά της ή σε αλαφροϊστιωτο που πάσχει από αγοραφοβία. Η κατάσταση αυτή σημαίνει κάτι περισσότερο από την αδυναμία, την ανημπόρια και την κατάρα που ταλαιπωρούν τους παραδοσιακούς αμαρτωλούς και τους μυθικούς βασιλιάδες. Στη δική τους περίπτωση τα εμπόδια και οι δυσκολίες τίθενται για να αρθούν: το σκήπτρο της ανδρείας κάποια στιγμή επιστρέφει αλώβητο στα χέρια τους. Στα ποιήματα του Μέσκου οι ήρωες δεν βρίσκουν ποτέ διέξοδο. Απομένουν μικροί, καθημερινοί και αβοήθητοι-ωχρά αντίγραφα των προγόνων τους, «απωθημένοι» της λεβεντιάς και του θάρρους για να παραλλάξω τα λόγια του Δάλλα.
   Το μοτίβο του ανάπηρου, παροπλισμένου αντάρτη εμφανίζεται από την πρώτη κιόλας συλλογή του ποιητή, μολονότι κάπως θολά ακόμη:

                                    Σήμερα ίσως γιόρταζα τα γενέθλια
                                    για τα είκοσι τρία σκοτωμένα παλικάρια μου.
                                                                                      (…)
                                    …………………………………………………………………..
                                    (…)
                                    μπήγοντας λουλούδια στα λευκά πουκάμισά τους
                                    και φιλώντας τα στο στόμα…
                                                             (Από το «Πριν από το θάνατο»-1958)


Η φυσιογνωμία του ήρωα δεν έχει ξεκαθαρίσει, αλλά οι πράξεις του είναι εύγλωττες:

(…)
και να σκοτώνω αδέρφια, εχτρούς κι αρνιά,
να τυραννιέμαι και να βασανίζομαι ψάχνοντας
την καρδιά μου στις πολιτείες με τριάντα δραχμές
                                                        (…)

Ο ήρωας έχει παλικάρια και θρηνεί σαν μικρό παιδί για τον χαμό τους ή πολεμάει  στα βουνά και το όπλο βαραίνει την καρδιά του. Είναι περήφανος για τη μοναξιά του, δεν φοβάται θεό και διάβολο, περιφρονεί τον θάνατο, η ζωή του, ωστόσο, μοιάζει φτενή και ασήμαντη: ένα καβούκι που δεν μπορεί να κρύψει τον πανικό του.
    Το πρότυπο του ληστή-μάρτυρα, που δεν θα κατορθώσει ποτέ να χρησιμοποιήσει όπως θέλει το σπαθί του, αλλά και που ουδέποτε θα ενδώσει στο εχθρό, αποσαφηνίζεται στο «Μαυροβούνι» (1963):

                               (…)
                               Αυτός δεν ήταν ληστής, (είχε μαντίλι ιδρωμένο στο λαιμό
                               άταχτα μαλλιά, ένα μέτριο μπόι) τους κοίταξεν όλους
                               έναν έναν στα μάτια
                               τόση ήσυχη σκλαβιά, σκέφτηκε, τόση φυλακισμένη
                                                                                       θάλασσα
                               γύρισε πίσω του και με δυσφορία είπε:
                               -Δεν έχει αέρα εδώ, πάμε.
                               Πήρε τα παλικάρια του κι έφυγε.

Χωρίς αμφιβολία, το φρόνημα εδώ δείχνει υψηλό, αν και ο πρωταγωνιστής δεν είναι ακριβώς αυτό που προβάλλει η σκηνική εικόνα. Ο αφηγητής σπεύδει να κόψει τα φτερά της φαντασίας μας σε ό,τι αφορά στο καθαρά πλαστικό της μέρος. Θα ακούσουμε τον νιόφερτο στο καφενείο να μιλάει με ασυνήθιστη πεποίθηση και θάρρος, ας έχουμε όμως υπόψη μας ότι πρόκειται περί κοινού, κοινότατου ανθρώπου. Να το πω διαφορετικά. Ένας στρατιώτης που φυλάει καραούλι ρεμβάζοντας και ένας πολεμιστής ο οποίος την ώρα που τον σέρνουν αλυσοδεμένο στη φυλακή κοιτάζει με άπληστο βλέμμα τα χωράφια, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, επαναστάτες αφοσιωμένοι σε κάποιο σπουδαίο σκοπό και ικανοί να αντιμετωπίσουν την οποιαδήποτε κακοτυχία. Το πνεύμα τους παραμένει ηρωικό, αλλά τα αισθήματά τους ταυτίζονται με τα αισθήματα των σύγχρονων ποιητικών ηρώων. Μιλούν, βέβαια, με τον τρόπο των κλεφτών. Ο κόσμος εντούτοις που τους περιβάλλει έχει κατακερματιστεί. Η ενότητα και η αρμονία της οργανικής κοινότητας στην οποία απευθύνεται η γλώσσα τους απουσιάζουν. Απόντες, κατ’ ουσίαν, είναι και οι ίδιοι: αναχωρητές, απόβλητοι ή σκιώδεις.
Ως ένα σημείο οι ληστές του Μάρκου Μέσκου ζουν διχασμένοι-ανάμεσα στην πρόθεση να σαρώσουν τον κόσμο και στην επίγνωση της αδυναμίας τους να υπερβούν την πραγματικότητα. Στα «Ανώνυμα» (1971), όπου ενδύονται τα άμφια μιας ανομολόγητης ιεροσύνης, συνειδητοποιούν κάτι επιπλέον: ότι ο ρόλος τους (όποιος κι αν είναι αυτός-του ταγού, του οπλαρχηγού ή του καπετάνιου) έχει εξαντληθεί. Χειρότερα έχει χρεωκοπήσει:

                                     Μ’ αυτούς τους στίχους πλένω τα πόδια σας
                                     αύριον έχουμε δρόμο
                                     ή όχι;
                                     Τη σάλπιγγα κρατώ στα χέρια μου και ραγίζω τον ουρανό
                                     -τι ωφελεί;
                                    Όταν ανθίσουν πάλι τα δέντρα θα μαι μόνος
                                    Θα μαι μόνος στις όχθες του καλοκαιριού
                                    ενώ το ρεύμα της ζωής
                                    παίρνει άλλη κατεύθυνση.

     Ωστόσο, πάντα μένουν κάποια ίχνη, ορισμένα υπολείμματα.
Τσακισμένοι επίγονοι ίσως, που μετά βίας θυμίζουν τους προκατόχους τους-πάντως, υπάρχουν:
      (…)
      Η θύρα κλειστή-ανοιχτή. Για το μεγάλο κλειδί που ανοίγει τα πάντα ως
του γουστάρει. Αρκεί με το χέρι η απόκοσμη βούλα στιγματίζοντας το σπίτι
θανατερά. Και παιχνίδι τα σκαλιά για το αερικό δεν καταδέχτηκε την όμορφη
γλάστρα μήτε τα ρούχα στη γωνιά κασκέτο παπούτσια σακάκι και που κανείς άλλος δεν μπορούσε να φορέσει.
     Σαν μπήκε στο δωμάτιο του έγνεψε να σηκωθεί. Επειδή το φως λιγοστό και τα παράθυρα σφαλιστά δεν εννόησε με το πρώτο. Έψαξε το στήθος κατά τη μεριά που το παλιό τραύμα. Τη δεύτερη εννόησε οριστικά…
Ρικνός ετοιμάστηκε παραμιλώντας και παραμιλώντας.
                                                           (…)
                                       (…Από το «Ιδιωτικό Νεκροταφείο»-1975)

Μπορεί ο Διγενής εν προκειμένω να είναι αποσκελετωμένος, να δυσκολευόμαστε να τον αναγνωρίσουμε να μας προκαλεί κατάθλιψη με την ηττοπάθεια και τη μιζέρια του, αλλά κάτι βαστάει από τη λεοντή του-στο τέλος σηκώνεται και πάει να τα βρει με το θάνατο, ο οποίος εδώ-αξίζει νομίζω τον κόπο να το σημειώσουμε-αντανακλά σε μεγάλο ποσοστό την αίγλη και την αλαζονεία του εκ παραδόσεως αντιπάλου του. Να, είναι, άραγε, και μια αντιστροφή που σκόπιμα επιχειρεί ο ποιητής; Δεν είμαι βέβαιος, μιαν ιδέα ρίχνω απλώς.
   Κάποτε ο αντάρτης γίνεται ποιμένας. Δεν παύει, ωστόσο, να κάνει ό,τι και οι ληστές ή οι αντάρτες της λαϊκής παράδοσης, υποταγμένος πάντοτε στο ήθος του Μέσκου: Προφυλάσσει τα αρνιά του θεού από το κακό, ξαγρυπνάει τις νύχτες για να εξασφαλίσει τον ειρηνικό ύπνο τους:

(…)
μετά αντίο έχετε γειά και ο Μίτιας προστατεύει τα ζώα από το φονικό
των λύκων που πηδάνε στο λαιμό τους και τα πνίγουν στης ομίχλης
τον καιρό
σκύλος μαντρόσκυλος φοβερίζει άγρια θηρία χιόνια ανέμους και κρύο.
                                                                                    (…)
Είναι, όμως, και πάλι δισυπόστατος, αυτή τη φορά πολύ καθαρά:
(…)
απρόσιτος γενναίος μακρυνός-τι μοναξιά!-σπάνια
           κλαίει πάνω στο βουνό
–βοήθεια! –βοήθεια!... όταν ζητάει τα δέντρα με τις φτέρες στα ποδάρια
           τρέχουν σωρό
–βοήθεια –βοήθεια!... μέσα του φωνάζει όταν ξεγεννάει της
           δαμάλας το μικρό
                               (…)
                                                                (…Από τα «Ισόβια Ποιήματα»-1977)

Ιδού, λοιπόν, ένας φανερός ζωομορφισμός («σκύλος μαντρόσκυλος φοβερίζει…») μέσω του οποίου διατηρείται στο ακέραιο το «αρχέτυπο» του δημοτικού ληστή και ο εσωτερικός κλονισμός του ήρωα που το υπονομεύει αμέσως μετά. Αναποδογυρίζω τα χαρτιά περνώντας στον «Ίσκιο της γης» (1986), την τελευταία προσώρας συλλογή του Μάρκου Μέσκου. Η εικόνα στρέφει στο αντίθετό της (λειτουργική βάση του ποιήματος είναι τώρα ένας ανθρωπομορφισμός), αλλά η ουσία δεν μεταβάλλεται στο παραμικρό:

Στα ονειρικά πετρώματα της Ιστορίας κυνηγημένοι απ’ τη φωτιά και το νερό πάρε μια στιγμή όταν μελανιάζουν τα βουνά από το κρύο και το κέρμα χρυσό βυθίζεται στον κουμπαρά του σύννεφου ποτέ μη σβήνοντας το φυτίλι της καρδιάς κρυφό μέσα στα κρυφά (κι ας λησμονηθεί παρακαλώ) το χωριό Τσέγανη στην ενδοχώρα με τα ψάρια κόκκινα-λοιπόν για το ψηλό μαύρο σκυλί να πούμε περήφανο και μυώδες μα ποιος αφιλότιμος του ‘κοψε το πίσω πόδι και σαν παπί φοβισμένο πέτρα την πέτρα πηδούσε λακίζοντας κάθε που το γάβγιζαν τ’ ανύπαρκτα μικρά ψωρόσκυλα.

Δεν χρειάζονται πιστεύω πρόσθετες αποδείξεις για το ότι ο Μέσκος διαμορφώνοντας μια σχέση αποδοχής-μεταστροφής με την παράδοση, κατορθώνει να υποβάλλει με πολύ πειστικό τρόπο τα θέματά του. Οι ληστές του, περιβεβλημένοι το φωτοστέφανο του αγίου, φορώντας ρούχα πληβείων και παραδομένοι στους φόβους και στις φαντασιώσεις τους μιλούν για τους νεκρούς της ιστορίας, για την ασφυξία της ζωής στη μεταπολεμική κοινωνία, για τον θάνατο, για τη μνήμη, ακόμη και για την υποχώρηση της φύσης ως γνωστικής και ηθικής οντότητας. Τονίζω ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο διότι με τη γενικώτερη συμπεριφορά και τη συγκεκριμένη υφή τους οι ήρωες του Μάρκου Μέσκου μας βοηθούν να αποκλείσουμε το έργο του από τον βουκολισμό. Αν τους παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι στη συνείδησή τους αντικατοπτρίζονται, αξεχώριστα πλεγμένες, η αντίληψη του αφελούς και η στάση του συναισθηματικού ποιητή, όπως τις περιγράφει στο ιδρυτικό του ευρωπαϊκού ρομαντισμού δοκίμιό του ο Σίλλερ. Προλαβαίνω πάραυτα την εύλογη ένσταση: οπωσδήποτε, ο Μέσκος δεν είναι ρομαντικός. Ας μη ξεχνάμε ωστόσο ότι η σιλλερική διάκριση δεν ήταν μόνο μεταξύ κλασσικών και ρομαντικών, αλλά και ευρύτερα, μεταξύ παλαιών-δηλαδή παραδεδομένων- και νέων-δηλαδή σύγχρονων. Και από αυτή την άποψη μας λέει κάτι ουσιαστικό για τον δικό μας ποιητή. Κατά το μέτρο που τα πρόσωπά του παραμένουν αφελή-αρματωλοί και κλέφτες του δημοτικού τραγουδιού ή πρίγκηπες του παραμυθιού-διασώζουν την τιμή, την ηθική ιδέα της φύσης-αγωνίζονται να προβάλουν την ανάμνηση ενός αδιαφοροποίητου και ισορροπημένου συνόλου. Κατά το μέτρο που τα ίδια πρόσωπα γίνονται συναισθηματικά, αποκαλύπτουν τον διασπασμένο και σπασμωδικό κόσμο που μας κυβερνά-προσπαθούν, επί ματαίω, να αποκαταστήσουν τη χαμένη ενότητα στο εσωτερικό τους. Τελικά, ο μόνος που κερδίζει την ενότητα (αντιθετική και, παράλληλα, συμπαγή) είναι ο δημιουργός στο πεδίο της τέχνης του. Και εν προκειμένω αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006