Εκτύπωση του άρθρου
 
NADIA RADULOVA

Ποιήματα
Εισαγωγή, μετάφραση: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
 
 
H Nadia Radulova είναι μια από της πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της νεότερης γενιάς της Βουλγαρίας. Γεννήθηκε το 1975, έχει σπουδάσει βουλγαρική και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Αγ. Κλήμεντ Όχριντσκι» και έχει κάνει μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης στη Βουδαπέστη και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιου του Λονδίνου. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη συγκριτική λογοτεχνία και τη μελέτη του κοινωνικού φύλου (gender studies). Συγκαταλέγεται στους δόκιμους μεταφραστές αγγλόφωνης ποίησης. Η διδακτορική της διατριβή πραγματεύεται «μορφές θηλυκότητας» στον λογοτεχνικό μοντερνισμό. Έχει εργαστεί ως συντάκτρια στο περιοδικό για θέματα φύλου, γλώσσας και λογοτεχνίας Altera.

Διακρίθηκε με το εθνικό βραβείο ποίησης «Ιβάν Νικόλοβ». Χαρακτηριστικές για την ποίησή της είναι οι φιλοσοφικές νύξεις που συνυπάρχουν με μια ματιά που προσέχει τη λεπτομέρεια και τις περιστάσεις της καθημερινής ζωής. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Όνομα που βουβάθηκε» (1997), «Άλμπι» (2000), «Βαμβάκι, γυαλί και ηλεκτρισμός» (2004) και «Μπαντονεόν» (1997). Ποιήματά της μαζί με επιλογή της δημιουργίας άλλων τριών αντιπροσωπευτικών για τη σύγχρονη βουλγάρικη ποίηση, των Γεόργκι Γκοσποντίνοφ, Βασίλ Βίντινσκι και Κριστίν Ντιμιτρόβα, έχουν κυκλοφορήσει στην ανθολογία “Balkan Exchange” (Art Publications, 2010, Μεγάλη Βρετανία) και στην ανθολογία “At the End of the World” (Μεγάλη Βρετανία, 2012), έχουν μεταφραστεί επίσης στα γερμανικά, ρωσικά, τσέχικα, σέρβικα, τούρκικα.

Η τελευταία της συλλογή με τίτλο «Μπαντονεόν δίνει το στίγμα της σύγχρονης βουλγαρικής φεμινιστικής ποιητικής γραφής. Οι κριτικοί επισημάνουν τη μεταφορά του μπαντονεόν, «ενός μουσικού οργάνου που θυμίζει το ακορντεόν και παραπέμπει σε κάθε χάρτινο σώμα με δύο εξώφυλλα, φέροντας ταυτόχρονα ομοιότητες και με το ανθρώπινο σώμα».

Θέτοντας το ερώτημα γιατί η ποιήτρια διάλεξε τον τίτλο «μπαντονεόν» και όχι, παραδείγματος χάρη «ακορντεόν», ο κριτικός λογοτεχνίας Νικολάι Ατανάσοβ κάνει το τόλμημα να υποθέσει πως η πρώτη από τις δύο εικόνες διαθέτει μεγαλύτερο δυναμικό να «εικονογραφήσει» τις ιδεολογικές προτιμήσεις του βιβλίου. «Ειδωμένο στα συμφραζόμενα και των προηγούμενων ποιητικών συλλογών της Ραντούλοβα, το άνοιγμα του μπαντονεόν μπορεί να εννοηθεί και ως μεταφορά της γυναικείας γραφής, όπως τη γνωρίζουμε από τις θεωρητικές τοποθετήσεις της Τζούλια Κρίστεβα. Το μπαντονεόν, διαφορετικά από το ακορντεόν, μπορεί να σωρεύσει ιδιόμορφες μουσικές διχοτομίες, παραβιάζοντας όρια (του γένους) στην ήχηση (τη γραφή). Και αντίστοιχα να αποτελέσει την ιδανική μεταφορά για μια λογοτεχνία, η οποία προσπαθεί να υποσκάψει τον φαλοκρατικό λόγο». Λογική και ταιριαστή σε μιαν τέτοια αντίληψη είναι και η επιλογή χρήσης ελεύθερου στίχου, χαρακτηριστικού για όλη σχεδόν την ποιητική συλλογή.
 
Το ποίημα «Πλατεία Γαριβάλδη» με γεύση παλιάς εποχής από το ιστορικό κέντρο της Σόφιας, δοσμένη με τις αλληγορικές μορφές των δύο αστών κυριών/πολυκατοικιών, αποτελεί και ποιητική μεταφορά για το πέρασμα του χρόνου. Παρόμοια είναι η ατμόσφαιρα του «Victoria Inn», ενώ το ποίημα «Σαντορίνη», που αναφέρεται σε ελληνικά μοτίβα, είναι αφιερωμένο στην ποιήτρια και μυθιστοριογράφο Γιάννα Μπούκοβα, η οποία ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

ΠΛΑΤΕΙΑ ΓΑΡΙΒΑΛΔΗ
 
Δύο ενενηντάχρονες αστικές πολυκατοικίες
στηρίζουν τους ώμους τους στα πλαστικά τραπεζάκια έξω
από το καφενείο από κάτω. Στάζει το τελευταίο μακιγιάζ τους
απ’ τα παράθυρα και τους φεγγίτες –
υγρασία με χρώμα κάρβουνου. Ο σοβάς
πέφτει σαν πούδρα που αγοράστηκε πριν χρόνια στην ίδια αυτή πλατεία,
με αφορμή την πρώτη τους επανάσταση.
 
Τότε
η μια φορούσε μεταξωτή φούστα και βυσσινί παλτό,
η άλλη – τα υπέροχα
κοστούμια του άνδρα της, από υφάσματα αγγλικά, ειδικά
εισαγόμενα για τον βασικό μέτοχο των μελλοντικών
σιδηροδρόμων. Δε θυμάμαι πιά
αν μοιραζόντουσαν τον ίδιο εραστή, την κοινή
ερωμένη των συζύγων τους, τα μεταπολεμικά δελτία
για ψωμί και γάλα ή κάτι άλλο, όμως με τα χρόνια
πήραν την απόφαση να μείνουνε μαζί, σκυμμένες
πάνω από τα φλιτζάνια του καφέ και την πλατεία.
Όλο και πιο βαρύκοες,
τυφλές για τον κόσμο, μονάχα το τραμ
τις προκαλεί σπασμούς και τρέμουλο. Γι’ αυτό
ένα μεγάλο κοινόχρηστο σκυλί με κοκκινωπό τρίχωμα ειδοποιεί πως
πλησιάζει αθόρυβα η αμαξοστοιχία.
Και οι δυό κολλάνε όλο και πιο σφιχτά
η μία δίπλα στην άλλη, οι βλεφαρίδες πέφτουν –
να ακούσουν καλύτερα, τεντώνουν τις κλειδώσεις
και πατούν στο τελευταίο σκαλοπάτι.
Αλλά από εκεί τόσο όμορφη δείχνει η πλατεία,
που αξίζει να ζήσουν, μια μέρα ακόμα
να μην πεθάνουν.

VICTORIA INN
 
ξενοδοχείο τρίτης διαλογής στο belgrave road
από το χωνί του φωνογράφου βγαίνει η βασίλισσα βικτώρια
με φόρεμα πρώτης μετάληψης
η αντανάκλαση της ξενοδόχας
στον θολωμένο καθρέφτη του τοίχου
χαμηλώνει τα μάτια
μάτια μπλε κασμιρένια κάτω από το γαλάζιο φωτιστικό
ύστερα δίνει ένα σκοινάκι, που παίζανε τα κοριτσάκια,
στη βικτώρια και κάνει μια κίνηση
να πιάσει το κλειδί του δωματίου μας
κάθε βράδυ εδώ και χρόνια
στις τριάντα οκτώ λίρες περιλαμβάνει πάντα τα ίδια
θέα στην πίσω αυλή
ακριβοπληρωμένα βογκητά από τα πάνω δωμάτια
πρωινό με μούσλι και μαρμελάδα δαμάσκηνο
αλλαγή σεντονιών το πρωί
αλλά πάντα τα ίδια νύχια το ίδιο αίμα στα σεντόνια
αν καμιά φορά γυρίσουμε τυχαία το μεσημέρι
θα δούμε τη βικτώρια
με νυχτικό ατημέλητη και γερασμένη
ανάσκελα στον καναπέ να ακούει
τη μουσική του φωνογράφου να βγαίνει
τη φορά αυτή κάπως βραχνά και χτικιασμένα
από το ίδιο εκείνο το χωνί
και σ’ εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις εσύ κλείνεις τα μάτια μου
με κατεβάζεις αργά στις σκάλες προς το δωμάτιό μας
ύστερα με ξαπλώνεις στο κρύο διπλό κρεβάτι
και φιλάς τα χέρια μου
μωβ καρπούς που κάποτε κάποιος έδενε
μ’ ένα σχοινάκι που παίζουνε τα κοριτσάκια
 
 
VINEA MEA ELECTA
 
Πάνω σε μια μουσική φράση του Carlo Gesualdo,
ευφυϊή και δολοφόνο
εκείνος ήτανε πολύ μικρός
αβάφτιστος
για τα δικά μου τριάντα τρία χρόνια
τον έψαχνα στην αυλή
πίσω από τους ψηλούς φράχτες
αλλά έβλεπα μόνο το δέρμα του να απλώνεται
και να στεγνώνει
ανενόχλητο στον ήλιο
πάνω του αράχνες, μέλισσες και εφήμερα έντομα
έριχναν πανηγυρικά τις εκκρίσεις τους
η συκομουριά έριχνε βαθείς άσεμνους
ίσκιους
ενώ η χαμηλή βλάστηση ροκάνιζε
τα πιο δίκαια χρώματα
από την υαλογραφία της κοιλιάς του
τον ζήτησα από τη μητέρα του
αλλοίμονο,
ήτανε, λέει, ακόμα πολύ μικρός
αβάφτιστος
για το κρασί που φανταζόμουν
ανάμεσα στις φτέρες υγρασία σκόνη
και ντροπή
 
ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ      
Στη Γιάννα

1.
αγοράζει φορέματα από τους πιο ευκατάστατους εμπόρους στο νησί
τα φοράει μια φορά μόνο
αλλά παραδίδει σ’ αυτά το κορμί της για πάντα
και με όλες τις πτυχές άμμος ουίσκι και φτηνά τσιγάρα
ύστερα ανοίγει τα κουμπιά και τις κορδέλες
και τους πιάνει κουβέντα στην καθαρεύουσα
για τους παράνομους διακινητές
για το χρυσό κάτω από τα νύχια τους
για τους δρόμους της κόκας
και για το απύθμενο των πλεούμενων
όπου όλα τελειώνουν
τους μιλάει για τον πελιδνό παραθεριστή με κορμί
ένα τεράστιο ζαχαρωμένο φρούτο
που έτσι και το δαγκώσεις
ο ήλιος εκρήγνυται μες στα κλωνάρια
και κάθε επόμενο δέντρο είναι στυλίτης
τους μιλάει πως το νησί
πως όλα τα νησιά πως η Ελλάδα
πάλλονται όλο και πιο αργά
και πραγματοποιούν ατιμωρητί
τις επιθυμίες τους,
πώς κι εκείνη το ίδιο κάνει
αγοράζει φορέματα από τους πιο ευκατάστατους εμπόρους στο νησί
και μετά τα μοιράζει στις γυναίκες των ψαράδων
τα δίχτυα φουσκώνουν στο ψάρεμα
πανάκριβα ανταμείβουν οι σύζυγοι
έχοντας ξεχάσει τους επιθαλάμιους όρκους
τα άνθη της πορτοκαλιάς
 
2.
στο νησί ετούτο ο ποσειδώνας γνώρισε την κλειτώ
και ύστερα την περιέβαλε με νερό ώστε
να μην τη φτάνει ούτε θεός ούτε θνητός
στο νησί ετούτο ο πλάτων γνώρισε
και τον ποσειδώνα και την κλειτώ
και ίσως αυτό να έγινε πριν η κλειτώ γνωρίσει τον ποσειδώνα
και ίσως να είμαι πρώτη μόνο εγώ
που αναγνωρίζω
εκείνο που πολύ αργά
αναδύεται από το νερό και με καλεί
αν είναι η κλειτώ
βαθιά σαν διάλογος
γλοιώδης σαν ελιά
ή είναι ο ποσειδώνας
ή είναι βουλιαγμένη μεταφορά και
την ανασηκώνω με την άκρη του ματιού
προς τη γλώσσα μου
που τρεμοπαίζει στον δίχτυ του ήλιου
 
3.
και πάλι
στο νησί ετούτο
όπου ερμηνευτές του φαίδρου και του τιμαίου
αναγνωρίζουν την ατλαντίδα
πάνω σε παλκοσένικο όπου ηχούν λάμπες πετρογκάζ 
όπου τα τζιτζίκια τρώνε σημαντικές συλλαβές
από τον εξάμετρο
λένε πως όμοια με δασεία
έσκυβε η αρχόντισσα αόρατα
πάνω από κάθε μια που τόλμησε να είναι ισόθεη
κι έτσι
την καταδίκη αναιρούσε

αλλά πιο μοιραίο από το νόημα του τελετουργικού αυτού
και ακόμα πιο μοιραίο
από την αργή βύθιση της νήσου
είναι ο ψίθυρος της αρχόντισσας
η φωνή της αναπαύεται
φλογισμένος καταπατημένος νάρκισσος
στηριγμένη στο δόρυ της 
κι εγώ την ακούω
από το οχυρό μου
μέσα από κείμενα και στρώματα της γης
μέσα από χάρτες και από σώματα
τόσο ανάλαφρα όπως ανάλαφρα
έχουν παιχτεί σε φλάουτο
οι ριγωτές μου κάλτσες
με ανάπαιστους
και με μαλλί της γριάς στα πανηγύρια
 
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΕΜΠΡΑΝΤ
 
Στον καθρέφτη απέναντι
παλιά
κουζίνα με ξυλοκάρβουνα
που από καιρό έχει να καθαριστεί
και ένας νεροχύτης στα δεξιά.
Πάνω στο μαύρο μάτι που κολλάει
τρεις πατάτες
δύο μεγαλύτερες και μια πιο μικρή.
Περνούν τα χρόνια
ώσπου στο νεροχύτη να τρέξει
το νερό καυτό.
Τα χέρια της μητέρας μου γίνονται
κόκκινα κατακόκκινα
και καθαρά 
ανάμεσα σε λιγδιασμένα σκεύη ψύχους.
 
© Poeticanet  τα περιεχόμενα του poeticanet προστατεύονται από copyright

Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Απριλίου 2019