Εκτύπωση του άρθρου

 

Μετέχοντας στο πανηγυρικό  τεύχος του ωραίου ηλεκτρονικού περιοδικού poeticanet, το οποίο έχει ήδη κατακτήσει εξέχουσα θέση στις κεντρικότερες λεωφόρους του διαδικτύου, δικαίως διεκδικώντας τα διπλά εύσημα της εμπειρίας και της ποιότητας, εύχομαι στον ακάματο εκδότη του, ποιητή Ιωσήφ Βεντούρα, να συνεχίσει με την ίδια δύναμη και το ίδιο πάθος τη δημιουργική του πορεία και να γιορτάσουμε μαζί, οι συνεργάτες και φίλοι του,  πολλές ακόμα λαμπρές επετείους.

Το αφιέρωμα του παρόντος τεύχους στη μετάφραση  δίνει, μεταξύ άλλων, την ευκαιρία να αναδειχθεί το «δυσχερέστατον και ἀχαριστότατον» —κατά τον χαρακτηρισμό των παλαιών— μεταφραστικό έργο, το οποίο γίνεται ακόμα περισσότερο πολύμοχθο και συχνά δυσανάβατο για τον  μεταφραστή της ποίησης.

Είναι  βέβαια κοινός τόπος να αναφέρεται κανείς στο δυσμετάφραστο της ποίησης —πολύ περισσότερο όταν ἡ μετάφραση αφορά έργα που ο χρόνος παρέδωσε ως απόσταγμα ποιητικής ουσίας. Και είναι σε όλους  πλέον γνωστός —αποκομμένος όμως από το θεωρητικό του υπόβαθρο— ο αφορισμός του Robert Frost ότι «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση», ο οποίος, όπως παρατηρείται σε  όλες τις αποφθεγματικές γενικεύσεις, αποζητά στις φωτεινές εξαιρέσεις την ανατροπή του.

Όταν μάλιστα το κείμενο έχει παραδοθεί σε σπαραγμένους παπύρους, όπως συμβαίνει  με τα περισσότερα ποιήματα της Σαπφώς που έχουν ως γνωστόν σωθεί θρυμματισμένα, η συνομιλία με το κείμενο  μετατρέπεται για τους παπυρολόγους  και τους κλασικούς  φιλολόγους σε μια επίπονη διαδικασία αποκατάστασης λέξεων, ημιστιχίων ακόμα και στίχων  και για τον μεταφραστή σε μια βασανιστική περιπέτεια, που επιζητεί μονίμως να λύσει  το αίνιγμα  και να παγιδεύσει  το μονίμως διαφεύγον νόημα  του ποιήματος. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένα νέο σαπφικό παπυρικό εύρημα που περιλαμβάνει το ίδιο ποίημα ανατρέπει την προηγηθείσα ανάγνωση του άλλου σπαραγμένου επίσης χειρογράφου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι δύο εκδοχές του τραγουδιού της Σαπφώς για τη Γογγύλα, σύμφωνες με μια παλαιότερη και μια νεότερη αποκατάσταση του σαπφικού κειμένου, τις οποίες παραθέτουμε στη συνέχεια (προηγείται η μετάφραση συνοδευμένη από εντός αγκυλών ψευδότιτλο και ακολουθεί το πρωτότυπο):

Α. Πρώτη εκδοχή  σύμφωνα με την έκδοση: Théodore Reinach, Aimé Puech, Les Belles Lettres, 1966.

[σ’ἱκετεύω, Γογγύλα, φανερώσου μπροστά μου]

σ’ἱκετεύω, Γογγύλα,
φανερώσου μπροστά μου
μὲ τὸ φόρεμα ἐκεῖνο τὸ λευκὸ σὰν τὸ γάλα∙
ὀμορφούλα μου, ὁ πόθος
φτερουγίζει τριγύρω σου πάλι∙

θαμπωμένες ζαρώνουν οἱ ἄλλες
ποὺ σὲ βλέπουν
στὴν ἄσπρη σου ἐσθῆτα ντυμένη·
ὄχι ὅμως κι ἐγώ·
γιατὶ ἐγὼ εὐχαριστιέμαι
καθὼς ξέρω καλὰ
πὼς ἡ ἴδια ἡ θεὰ Κυπρογένεια
θὰ σὲ ψέξει, Γογγύλα,
ποὺ μᾶς θάμπωσες ἔτσι·

κι ἀπ’ αὐτήν θὰ ζητήσω αὐτὸ
ποὺ πολὺ τώρα θέλω

(μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου)

Σαπφώ 36. (Théodore Reinach, Aimé Puech)

  [][κ]έλομαι σ[ε ]
[Γογ]γύλα [πέφα]νθι λάβοισα μα
[γλα ]κτίναν͵  σέ δηὖτε πόθος τ[έαυτος]
ἀμφιπόταται
τὰν κάλαν· ἀ γὰρ κατάγωγις αὔτα
[ ἐπτόαισ΄ ἴδοισαν· ἔγω δὲ χαίρω·
 καὶ γὰρ αὔτα δή τ[ό]δε μέμφεταί σοι
Κυπρογεν[ηα

τᾶς ἄραμα[ι …
τοῦτο τῶ…
[β]όλλομα[ι …

Β. Δεύτερη εκδοχή σύμφωνα με την έκδοση:  David A. Campbell, Greek Lyric: Sappho and Alcaeus,. Vol. I. Loeb Classical Library 142, Cambridge: Harvard University Press 1982.

[τὴ Γογγύλα, Ἀβανθίς, σ’ ἱκετεύω νὰ ψάλλεις]

τὴ Γογγύλα, Ἀβανθίς, σ’ ἱκετεύω νὰ ψάλλεις
τὴ λύρα στὰ χέρια σου παίρνοντας,
ἐνῶ γύρω σου πάλι ὁ πόθος γι᾿αὐτὴν
φτερουγίζει —τὴν ὄμορφη·

τώρα  ἐσὺ τὴν ἐσθῆτα της βλέποντας
θάμπωσες  κι ἔχεις ζαρώσει,
ὅμως χαίρομαι ἐγώ· γιατὶ ἐμένα 
ἡ ἴδια ἡ Κύπρις μὲ  εἶχε μαλώσει

σὰν ζητοῦσα αὐτὸ
ποὺ πολὺ πάντα θέλω…

(μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου)[1]

 

Σαπφὼ 22 (David A. Campbell)

.]. ε .[ …. ] . [ … κ]έλομαι σ᾿ ἀ̣[είδην
Γο]γγύλαν̣ [Ἄβ]α̣νθι λαβοισαν ἀ . [
πᾶ[κτιν, ἆς̣ σε δηὖτε πόθος τ̣ . [
ἀμφιπόταται

τὰν κάλαν· ἀ γὰρ κατάγωγις αὔτ̣α[ς σ᾿
ἐπτόαισ᾿ ἴδοισαν, ἐγὼ δὲ χαίρω·
 καὶ γὰρ αὔτ̣α δήπο[τ᾿] ἐμέμφ[ετ᾿ ἄγνα
Κ]υπρογέν[ηα,

ὠ̣ς ἄραμα̣[ι
τοῦτο τὦ[πος
β]όλλομα̣[ι

Η παλαιότερη αποκατάσταση  του πρωτότυπου  σαπφικού κειμένου από τους Théodore Reinach και  Aimé Puech, επικεντρώνει το ενδιαφέρον στη λευκή σαν το γάλα εσθήτα της νέας (γλακτίναν), που κάνει να λάμπει η εξαίσια ομορφιά της στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο μιλάει στο όνομα μιας παρέας (συντεχνίας)  γυναικών. Είναι το ίδιο πρωτότυπο που συμβουλεύτηκε και  μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις στον περίφημο δίσκο του «Ο Μεγάλος Ερωτικός» (Νότος, 1972) και ερμηνεύτηκε μοναδικά από τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Η υποδειγματική μελοποίηση,  που μετέφερε αριστοτεχνικά την αισθησιακή ατμόσφαιρα,  και η έξοχη ερμηνεία πέτυχαν ώστε να γίνει προσιτή στους ακροατές,  που ιδιαίτερα  αγάπησαν το τραγούδι, ακόμα και η μάλλον δυσπρόσιτη για τους νεοέλληνες αναγνώστες αιολική διάλεκτος, η κυρίαρχη στη σαπφική ποίηση.

Η δεύτερη αποκατάσταση του σπαραγμένου πάπυρου στη νεότερη έκδοση του David A. Campbell προσθέτει στη σκηνή άλλη μια γυναικεία παρουσία, θαυμάστρια επίσης του κάλλους της Γογγύλας, φέρουσα το όνομα Ἄβανθις. Μια νέα  δηλαδή ανάγνωση του παπύρου αντικαθιστά το  πέφανθι (δεύτερο ενικό προστακτικής παρακειμένου) που σημαίνει «φανερώσου» με την κλητική προσφώνηση Ἄβανθι. Παράλληλα  το επίθετο γλακτίναν, που προσδιορίζει τη λευκή εσθήτα στην πρώτη εκδοχή,   διαβάζεται τώρα  ως πᾶκτιν, ουσιαστικό που αναφέρεται σε έγχορδο μουσικό όργανο. Η  Ἄβανθις λοιπόν κρατάει στα χέρια της την  πᾶκτιν ένα είδος λύρας,  και ετοιμάζεται να υμνήσει την ομορφιά της νέας που την αναδεικνύει έξοχα —εδώ συμφωνούν και οι  δύο εκδοχές— το υπέροχο φόρεμα: ἡ κατάγωγις (καταγωγίς -ίδος: γυναικεία ἐσθήτα).

Θα ήθελα να κλείσω επαναλαμβάνοντας  κάποια ευρύτερα ερωτήματα που θα μπορούσαν να στεγασθούν κάτω από τον τίτλο «Απορίες μεταφράζοντας Σαπφώ»:

«Μπορεί να μεταφρασθεί σήμερα η Σαπφώ και να ακουσθεί ο λόγος της χωρίς την υπόκρουση λύρας; Πώς, μια ποίηση μελική μεταφέρεται σήμερα  έχοντας στερηθεί την οργανική σύνδεσή της με το μέλος; Πώς είναι δυνατόν μια σύγχρονη μεταφραστική απόπειρα να χαρακτηρισθεί επάξια ως διάλογος με το έργο της; Τι απομένει τελικά από την αίσθηση εκείνη, η οποία στην πρωτότυπή της έκφραση κατορθώνει να συντηρεί τις ψυχικές δονήσεις του ποιητικού υποκειμένου και να μας μεταφέρεται ζεστή ακόμα και πάλλουσα; Και η παράδοση; Η δημοτική κατ' ουσίαν παράδοση της εποχής εκείνης, που η Σαπφώ ως ηγεμονεύουσα μορφή της ποιητικής συντεχνίας της πήρε και θαυμαστά αξιοποίησε, πώς μπορεί σήμερα να μεταφερθεί χωρίς να περιορισθεί η εμβέλεια της ποιητικής της δύναμης στον ήχο των δημοτικών δεκαπεντασυλλάβων;

Με άλλα λόγια, ποιο είναι το νεοελληνικό ποιητικό ανάλογο της Σαπφώς;

Τα ερωτήματα παραμένουν ανοικτά και σχετίζονται τόσο με την επιλογή της μετρικής μορφής, όσο και με εκείνη του γλωσσικού ύφους: Πρέπει να είναι έμμετρη  κατά τα παραδοσιακά μέτρα, ή σε λόγο πεζό αλλά εύρυθμo, μια τέτοια απόπειρα; Αν είναι έμμετρη, οφείλει να ακολουθεί τη μορφή της παραδοσιακής ή της ελεύθερης ποίησης; Πoια αρμόζει να είναι εκάστοτε η πλέον  κατάλληλη γλωσσική επιλογή; Πώς να αποδοθούν εκφράσεις που σχετίζονται με την ψυχοπαθολογία του έρωτα, χωρίς να εκπέσει η μετάφραση σε μελοδραματικούς τόνους; Μπορεί, λ.χ., να αποδοθούν ο μεν Έσπερος ως Απoσπερίτης, χωρίς να ενοχληθεί παράλληλα το σύγχρονο ποιητικό γλωσσικό αισθητήριο; Με άλλα λόγια, πως είναι δυνατόν ο λόγος που ανασαίνει τον αέρα της υπαίθρου, να μεταφερθεί, παραμένοντας αλώβητος αισθητικά, σε αναγνώστες που βιώνουν τη  σύγχρονη αστική καθημερινότητα και που ενδεχομένως αντιλαμβάνονται ανάλογες ποιητικές εκφράσεις ως φολκλορικές γραφικότητες; Και από την άλλη, πόσο επαρκής είναι η σύγχρονη αστική ποιητική γλώσσα στην απόδοση πραγμάτων και καταστάσεων που συνδέονται με  τον αγροτικό βίο; Τέλος, πόσο νόμιμη είναι η φιλολογική και η ποιητική αποκατάσταση στίχων σωσμένων σε σπαραγματική μορφή;»[2]

Σήμερα ετοιμάζοντας μια πληρέστερη μετάφραση του σωζόμενου σαπφικού έργου,  στα μετέωρα ερωτήματα θα προσέθετα δύο ακόμα: Θα μπορέσει άραγε η σύγχρονη νεοελληνική ποιητική γλώσσα να δεχθεί στους κόλπους της ατόφιες και αμετάφραστες έξοχες λέξεις,  όπως ἀλγεσίδωρος (για τον έρωτα που κερνάει καημούς),  ἰόκολπος (με τα μενεξεδένια στήθη), τὸ χάριεν ἄλσος,  ὁ ἀνθεμώδης μελίλωτος και τόσες άλλες που ανήκουν στο απειλούμενο είδος των πτεροέντων επών;  Θα μπορέσει εν τέλει η νεοελληνική ποίηση  να ˝μεταφράσει˝ στην πρωτότυπη της παραγωγή την απλότητα,  τη φυσικότητα,  τη χάρη και την αισθαντικότητα της σαπφικής ποίησης;


[1] Η μετάφραση δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

[2]Βλ. Σαπφὼ Ποιήματα, Ἐπιλογὴ -Μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου, Γαβριηλίδης 2009, σ.8-9.

© Poeticanet

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Σεπτεμβρίου 2021