Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει ο Κωνσταντίνος Β. Μπούρας

 

 

Τα πράγματα με «Το όνομά τους»
Σάρα Θηλυκού, Το όνομά τους, Αθήνα 2019

 

 

Η ξεχωριστή και ιδιαίτερη αυτή ποιητική συλλογή δείχνει με ανάγλυφο τρόπο τις θεολογικές καταβολές της ποιήτριας με το άκρως βιβλικό αλλά και συμβολικό όνομα Σάρα Θηλυκού, που δεν είναι ψευδώνυμο, λειτουργεί όμως σε πολλά επίπεδα.

Κι ως motto διαλέγει η έμπειρη λογοτέχνις το «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γέν 1, 27). Κι εδώ αυτός ο διαχωρισμός των φύλων ως υπόμνησις ή «υπόθεσις εργασίας» καθώς λέμε εμείς οι τεχνοκράτες λειτουργεί ως μουσική εισαγωγή σε ένα έργο καλαίσθητο και με ιδιαίτερη φροντίδα της δημιουργού του για την αρμονία και την ευταξία. Ζούμε σε καιρούς χαοτικούς. Η διαρκώς επιταχυνομένη αύξησις της εντροπίας «χτυπάει κόκκινο». Προσπάθειες σαν αυτή είναι απολύτως επαινετές γιατί λειτουργούν σαν πυροσβέστες, ψυκτικοί, μειώνοντας με πνευματικό τρόπο την υπερθέρμανση του πλανήτη και λόγω της ολοένα εντεινόμενης επιθετικότητας κι άλογης βίας.

Και τώρα ας διατρέξουμε ένα προς ένα αυτά τα κομψά τεχνουργήματα, αρχής γενομένης από τους τίτλους τους (σε εισαγωγικά):

«Οιδίπους» προφητικός. Οιδίπους ομιλών ως Τειρεσίας. «Μεταφυσικός» κι ανωθρώσκων. Κορεσμένος από την Ύλη και τα σαθρά φαινόμενά της.

«Οδυσσέας» ομφαλοσκοπούμενος. Μεταφέρων την δράσιν εις τα εσώτερα πεδία. Αρνούμενος την ανούσια κι ανοίκεια περιπλάνηση μόνο και μόνο για να αποφύγεις να αντικρίσεις τον εαυτό σου όπως πραγματικά είναι. «Γνώθι σαυτόν». Επιτακτική ανάγκη για την καλή ποιήτρια, καθώς και δια κάθε υγιώς σκεπτόμενον άνθρωπον.

 «Νάρκισσος» που δεν ναρκισσεύεται, που δεν επαναπαύεται στις παλαιές του δάφνες, δεν αρκείται στις ξεφτισμένες δόξες της νιότης, μόνο συμφιλιώνεται με αυτό που βλέπει κι αυτό που είναι τού φαίνεται αρκετό. Ικανοποίηση της αποδοχής του εαυτού. Απαραίτητη παραδοχή. Ικανή κι αναγκαία συνθήκη για να βρεις τη γαλήνη μέσα κι έξω. Ακόμα κι όταν δεν ταυτίζεται με την «ολύμπια ηρεμία» ή με το «ωκεάνιο συναίσθημα». Είναι όμως γνώση και σοφία. Καθόλου λίγο για τον σύγχρονο άνθρωπο στις ταραγμένες εποχές μας.

«Ύπνος», αδελφός του Θανάτου, αλλά και ζωοδόχος πηγή ονείρων που μας επιτρέπουν να συνεχίσουμε τη ζωή μας και να αντέξουμε τη μέρα μας.

Ο «Κρίτων» προτρέπει τον αγαπημένο του Σωκράτη να φύγει αμέσως προς την αιωνιότητα, να θυσιαστεί «για όσους ποτέ τους δεν θα καταλάβουν». Να φύγει, πριν τον προλάβει η τόση φωτεινιά, η δροσιά που υπόσχεται ο αφρός τού κυμάτου τον καθηλώσει πάλι στην ίδια ηδονική αποχαύνωση του ελληνικού-μεσογειακού τοπίου. Υπέροχο ποίημα. Με βαθιά νοήματα. Η ψυχή μας άνω-θρώσκει, ενώ το υλικό μας σώμα ακολουθεί αντίθετη, ακριβώς αντίρροπη κατεύθυνση…

«Φλωμπέρ» ή ύμνος στην αδυναμία, στο λάθος εκείνο που αποδεικνύεται σωστό. Κι αυτό κάνει τη λογοτεχνία θελκτική. Όχι το στρωτό και το λειασμένο, το αναμενόμενο, όχι.

 Ο «Γουέμπστερ» υποδηλώνει σαφώς τον φόβο μήπως απομυθοποιηθούν τα πάντα κι απογυμνωθούν ανεπιστρεπτί κι αναπότρεπτα.

 «Μαγκρίτ», σαν πίνακας με λέξεις. Επιτυχημένος ωστόσο.

Ο δικός της «Τενεσή Ουίλιαμς» [με την δική της ορθογραφία] μου φέρνει δάκρυα στα μάτια με στίχους όπως:

«Μπορώ να κατοικήσω σε μια μέρα;

Για πάντα
με τον τρόπο που κατοικεί
ένα πουλί
ή ένα κλαδί
στην επικράτεια του ανέμου;

Και όμως υπάρχει
μπορεί να υπάρξει

η κάθε μέρα της ζωής
μια διαρκής ιεροτοπία»

Και τι είναι ακριβώς «μια διαρκής ιεροτοπία»; Ένα τοπίο καθαγιασμένο μακριά από τα ανθρώπινα; Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ρυπαίνει; Ακόμα και η πνευματική δραστηριότητα;

«Γκωγκέν», όπως παιχνίδι με το Φως και το φάσμα του Θανάτου. Κι ο Χρόνος μια ακαθόριστη κηλίδα. Σαν αιώνια κουκίδα.

Ο «Οράτιος» συμβουλεύει τη στωϊκή υπέρβαση των πάντων μέσα από την διαλογιστική απόσταση, που δεν ταυτίζεται και με την απραξία.

Αυτό ήταν το «άρσεν». Μέχρις εδώ φτάνει η χάρη του. Τώρα περνάμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου βασιλεύει και κυριαρχεί το «θήλυ». Για να δούμε πώς αλλάζει – αν αλλάζει – το ύφος κι ο τόνος εδώ. Ας γίνουμε εξερευνητές και σε αυτήν την άγνωστη χώρα της Σάρας Θηλυκού.

Διαβάζουμε τα ποιήματα κατά σειράν:

Η «Δανάη» της ποθεί την ανυπαρξία και τον εκμηδενισμό της σάρκας έτσι ώστε να γλιτώσει από την περιπλάνηση.

 Η «Γιουρσενάρ» ταυτίζεται με τα στοιχεία της φύσης, που δεν είναι πάντα ρομαντικά, αλλά και καταστροφικά-αναζωογονητικά.

 Η «Πολυδούρη» της Σάρας Θηλυκού είναι ένα ποίημα κραυγαλέο, εκκωφαντικό, ουρλιάζει στα αυτιά της ψυχής μας με έναν πόθο παλαιό, σχεδόν αρχαίο, παράταιρο στις σύγχρονες καταναλωτικές ζωές μας. Το παραθέτω αυτούσιο:

           

ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Το πρώτο βράδυ μέθυσα με τα ποιήματά μου
τα επαναλάμβανα συνέχεια μέσα μου
καθώς περπατούσα με βήμα γοργό
βρίσκοντας συνεχώς νέα νοήματα
φουσκώνοντας από υπερηφάνια
σε πεδίο αναπεπταμένο
Το δεύτερο βράδυ μέθυσα με τα ποιήματα
των άλλων, των μεγάλων
τους διάβασα τους ερωτεύτηκα τους έκλαψα
Το τρίτο βράδυ
ζητούσα κιόλας ένα χέρι να μ' αρπάξει

Τι να τα κάνω τα ποιήματα
δεν έχουν σάρκα
ούτε μπορούν να σβήσουν
τη δίψα
το βράδυ ενός καλοκαιριού
ψέματα όλα
πως τάχα μπορεί να περνά η ζωή
δίχως καθόλου να τη ζεις

Τι να τα κάνω τα ποιήματα
την ποίηση εγώ ζητώ

Δεν έχω ακούσει ποτέ στη μέχρι τώρα ζωή μου ποιητική φωνή τόσο δυνατή, τόσο εκφραστική, τόσο απελπισμένη. Ξέρετε, εμείς που γράφουμε κατά συρροήν καθ’ έξιν και κατ’ επανάληψιν, αλλά όχι και κατ’ επάγγελμα, φτάνουμε καμιά φορά στο τείχος, στο φράγμα εκείνο της γλώσσας το τρομερό, όταν ο κώδικας εξαντλείται και δεν μπορείς να εκφράσεις την καταιγίδα που σου τρώει την καρδιά και την θύελλα που σαρώνει τα νεύρα, δεν μπορείς να βασιστείς για να χτίσεις την οργή σου πάνω στις ίδιες τριμμένες, λειασμένες λέξεις. Δεν σου αρκούν αν ζητάς να στηρίξουν το βάρος μιας ύπαρξης, μιας ζωής χαμένης, ενός βίου αβίωτου. Ναι, ετούτο το ποίημα της Σάρας Θηλυκού θα το προσυπέγραφε θαρρώ η ίδια η Πολυδούρη. Μεγάλος άθλος. Μέγιστος.         

Η «Κυρά της Θάλασσας» επιδεικνύει την λογική αντιστροφή του Celan: δεν είναι ο ήλιος που δύει πάνω στη θάλασσα αλλά η θάλασσα αυτή καθ’ εαυτή «δύει». Έντεχνος στοχασμός, ανεστραμμένος.

Τρίπτυχος «Φαίδρα» ερωτευμένη με έναν ιδανικό Ιππόλυτο, με το είδωλό του, με ένα όραμα που δεν έχει αγγίξει ποτέ, αφού έχει εξαϋλωθεί, χωρίς σάρκα και οστά πλέον, όπως ο στοχασμός της, η στείρα επιθυμία της που δεν βρίσκει δρόμο να εκπληρωθεί. Όμως αρνείται να βουλιάξει στην απελπισία. Την σώζει η ποίηση. Σωσίβιο και παραμυθία ψυχής.

Η «Αχμάτοβά» της εγκεφαλική και χαμένη, με συνείδηση όμως της νοητικής υπεροχής της.

Συνταρακτικό «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»:

«…η παγωνιά μουδιάζει την απόγνωση
α, δεν ανάβω τo καλοριφέρ απόψε
να πιάσει το μολύβι μου φωτιά
να γίνω
το κοριτσάκι του παραμυθιού
που έχει γιαγιά και γιορτινό τραπέζι
έχει εκείνον να της κρατά το χέρι

το χέρι μου που έτσι άεργο
όλο ποιήματα σκαρώνει»

Έντονο το στοιχείο της δραματικότητας, σ’ αυτό και σε άλλα, σχεδόν σε όλα τα ποιήματα αυτού του τόμου, όπου διαφορετικές φωνές ενορχηστρώνονται σε μία: αυτή της ποιήτριας που ασφυκτιά σε αντιπνευματικούς καιρούς.

Η «Ιφιγένεια» σέρνει «φωνή στην έρημο εντός βοά».          

Η «Ντόροθυ Πάρκερ» μας προτρέπει να επανέλθουμε στα στοιχειώδη, που δεν είναι όμως πρωτόγονα και πρωτοβάθμια.

Η άκρως θεατρική «Λαίδη Microsoft» συνομιλεί με τον ηλεκτρονικό συνδετήρα τής φωτεινής της οθόνης.

Η «Pham Thi Tra» επιθυμεί να αποδράσει από τη θανατίλα του Βιετνάμ, ξέρει όμως πως είναι μακρύς ο δρόμος προς τη Δύση και κρύος. Έτσι λοιπόν αποφασίζει αναρωτώμενη:

 

«…παγώνουν κάποτε οι ψυχές μες στην ελευθερία;

Πεθαίνω γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω
η αιωνιότητα μου προκαλεί ασφυξία
η ύπαρξη όλη είναι ένας πόνος
το βάρος της πού να ακουμπήσω;
θέλω να αποδράσω στην ανυπαρξία […]

Πεθαίνω γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω
κανένας άλλος κόσμος δεν υπάρχει
στου Βιετνάμ τη δύση χρώματα λαμπερά μετρώ
ο εαυτός μου είναι ο τόπος που μου ανήκει
κι εκεί στην ομορφιά θα ζω για πάντα ευτυχισμένη».

Και περνάμε αισίως στο τρίτο και τελευταίο μέρος της φράσης που χρησιμοποιείται σαν μόττο, μεταβαίνουμε στο «εποίησεν αυτούς».

Εδώ τα πράγματα είναι πιο κοινωνικοποιημένα, πιο περίπλοκα, τα άτομα δεν είναι μόνα τους, αλλά σε συνάφεια, αν όχι και σε σχέση με τους άλλους. Ας το διατρέξουμε αργά κι ηδονικά αυτό το κορεστικόν (αλλά ουχί κεκορεσμένον) τριμερές βιβλίον:

«Εσύ κι εγώ» «…Με τα φτερά του έρωτα βαριά στους ώμους και τα πόδια μας στη γη. Βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στο χώμα». Απόηχος της γνωστής ταινίας του Βιμ Βέντερς.

Στο ποίημα «Εξόριστοι και άλλοι» επιχειρείται μια λογική-νοητική αντιστροφή. Το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας οδηγεί σε λογοτεχνική ακροβασία. Στην αρχή η ποιητική φωνή μιλάει για «αυτοεξορία». Μετά όμως αναρωτιέται μήπως δεν είναι εκείνη η εξόριστη αλλά οι άλλοι. Το θέμα της αλλοτρίωσης και της εφηβικής αγωνίας για την ενηλικίωση επανέρχεται εδώ αργά και σταθερά, πιο καθαρό παρά ποτέ.

Το «ωκεάνιο συναίσθημα» όμως ξεχειλίζει στο πόνημα «Γη και ουρανός». Η σύζευξις των τεχνητώς κεχωρισμένων πεδίων επιτυγχάνεται δια της εκπληρώσεως ενός πόθου εντελώς νόμιμου, δικαίου, σαρκικού. Εδώ αίρεται ο τριμερής χωρισμός του ανθρώπου σε σώμα-ψυχή-πνεύμα και το δημιούργημα του Θεού εισέρχεται δια της προσευχής, της επιμονής και της προσήλωσης στη αγάπη του για τον άλλον στην παραδείσια εκείνη ευδαιμονία που κανένας δεν απεμπολεί οικειοθελώς. Γιατί, ναι, υπάρχει ευτυχία στη γη, αναφωνεί η καλή ποιήτρια. Κι έτσι είναι! Η ποίηση για πρώτη φορά αισιόδοξη και προτρεπτική για ζωή, έρευνα, μελέτη των συνθηκών κι αναδημιουργία του χαμένου αλλά όχι κι εσαεί απολεσθέντος Κήπου της Εδέμ.

Το αίτημα της αγάπης επιτακτικό στο ποίημα «Αίμα και νερό».

«Ψυχή και σώμα». Η ψυχοσωματική ενότητα αδήριτη.

«Πρόσφυγες και ιθαγενείς» όλοι μας. Αθώοι κι ένοχοι. Επείγουσα η επινόηση μιας νέας γλώσσας, ποιητικής, καθομιλουμένης.

«Άγγελοι και διαβάτες» να είμαστε πάντα, αλλά σε έναν κόσμο μαγικό, αναζωπυρωμένο από την αγάπη. Αλλιώς θα είμαστε σκιές.

«Χώματα και νερά» ανιαρά και βαρετά στην πληκτική καθημερινότητα εναλλαγής εικόνων και ήχων. Μόνον η αγάπη, η αγάπη που μας αναλογεί κι εκείνη που μας υπερβαίνει δίνει νόημα, σκοπό και στόχο στη ζωή μας.

 «Μαζί και μόνοι» στην καθημερινή μας μάχη με την Ύλη, την αδηφάγο, τη βίαιη, την επιθετική. Και πώς να το συνηθίσεις κάτι τέτοιο;

«Ρήγας και Ρήγισσα» στο «ταξίδι όνειρο στην Ελευθερία».

Το τελευταίο αυτής της συλλογής αλλά όχι και στερνό ποίημα «Ωραία και Ελένη» επικοινωνεί υπογείως (ή διακειμενικώς, για να το πω πιο επιστημονικά) με την «Ελένη» του Ρίτσου, αλλά και με τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», χάρη στον ασίγαστο ρομαντισμό που αποκαθηλώνεται διαρκώς χάρη στην υπαρξιακή αγωνία και στην επίγνωση της φθοράς, της τυχαιότητας, του μοιραίου εν τέλει των πραγμάτων, που ακολουθούν απλώς την μόνη νομοτέλεια, του Θανάτου.

Έρως και Θάνατος διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε αυτή την ποιητική συλλογή που αξίζει τον τίτλο και τον χαρακτηρισμό της ως μεγαλειώδους, προφητικής νέων καιρών, ηθών κι εθίμων που θα έρθουν για να μας αναζωογονήσουν. Επιτέλους, μια ποιήτρια που δεν μεμψιμοιρεί για το χθες και δεν μαυρίζει το τώρα, αλλά οραματίζεται ένα μέλλον φωτεινό, συμβατό με τα όνειρά μας.

Σάρα Θηλυκού, θα γεννάς πάντα, αθάνατα έργα, αντάξια των πόθων και των ελπίδων μας.

Ευτυχώς, υπάρχει ακόμη σύγχρονη ελληνική Ποίηση.                       

Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας

© Poeticanet 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Μαΐου 2020