Εκτύπωση του άρθρου

varthalitis giorgos | Βαρθαλίτης Γιώργος (Varthalitis Giorgos) Γράφει ο Γιώργος Βαρθαλίτης

 

 

ΣΑΤΙΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ: ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ PIXELS  ΤΟΥ Δ. ΚΟΣΜΠΟΥΛΟΥ

 

Ο Ιάκωβος Πολυλάς παρατηρούσε σχετικά με τη σατιρογραφία του Σολωμού: «Η διάθεσι αυτή του ποιητικού του πνεύματος να ενεργεί άμεσα, ως ηθικός διορθωτής, εις την κοινωνία, διάθεσι, μας οποίας δεν έλειψε ειμή μας πλατύτερος κοινωνικός κύκλος, για να γεννήση έργα άξια του παλιού Κωμικού μας, εβγήκε με τρομερά χρώματα εις τη Σάτυρα, την οποίαν έγραψε περίπου αυτή την εποχή (1826 ή 1827), Το Όνειρο. Του αισχρού και άρπαγος ανθρώπου ο πολυτελής ενταφιασμός άναψε την αγανάχτησι  μες εις την ψυχή του Σολωμού, κ’ ευθύς την ακόλουθην ημέρα εδιαδόθηκε εις πολυάριθμα αντίγραφα το επιτάφιο εκείνο ποίημα.  Αυτοσχεδίασμα, το οποίον, ως Η Φαρμακωμένη, επέζησε εις την πρώτη ζωηρότατην εντύπωσι την οποίαν επροξένησε. Κι ενώ σήμερα θαυμάζεται ως αριστούργημα μας σοβαρής Σατυρικής, οι σύγχρονοι συμπολίταις του αισθάνοντο εις αυτό ολοζώντανη την εικόνα μας ζωής, και ομολογούσαν ότι ο δίκαιος θυμός δεν είχε παρασύρει τον ποιητή εις την παραμικρή παραμόρφωσι ή υπερβολή.

Του άλλου είδους μας Σατυρικής, του γελαστικού, είχε ήδη δώσει δείγματα ο Σολωμός,  τα ελαφρά αυτοσχεδιάσματα Το Ιατροσυμβούλιο και Η Πρωτοχρονιά, όπου πλαστικότατα παρασταίνεται, με ταις πλέον ανώμαλαις και φανταστικαίς μορφαίς, η αξιογέλαστη φιλαυτία, εις το πρόσωπο του Ροϊδη».

Αυτές μας τελευταίες γραμμές, για τον σατιρισμό μας «αξιογέλαστης φιλαυτίας», μου έφεραν στο νου κάποιοι στίχοι του Κοσμόπουλου από το τελευταίο του βιβλίο, τα  Pixels:

Θα αναρτήσω στίχους για την πανδημία
στο facebook  και στο διαδίκτυο.
Με ύφος φυσικό θα ‘χω φωτογραφία
στη
chez-long με σώμο ημι-ύπτιο.

Όλη η συλλογή είναι διάσπαρτη από ξένες λέξεις του συρμού, μας likes, team, reality, laptop κτλ., μέσα σε ποιητικές πραγματώσεις  που προβάλλουν ακριβώς την δαψίλεια μας Ελληνικής. Είναι κι αυτό μέσα στην σατιρική πρόθεση του Κοσμόπουλου, που ουσιαστικά, με τον τρόπο του, καυτηριάζει  αυτό που είχε ήδη είχε καταγγείλει ο Κοραής: «Η από μας ξένους δάνεισις ή να το είπω καθαρώτερα ψωμοζήτησις λέξεων, από τας οποίας γέμουσιν αι αποθήκαι μας γλώσσης δίδει και παντελούς απαιδευσίας ή και ηλιθιότητος υπόληψιν… Τι ωφελεί των αλλοτρίων γλωσσών η είδησις, όταν λαμβάνει μας από αυτάς όχι ό, τι δύναται να διορθώση, αλλά ό, τι διαστρέφει και ασχημίζει την γλώσσαν; Η χρεία την οποίαν από τας άλλας έχει η ημετέρα είναι πολλά ολίγη, επειδή παραστέκει σιμά μας η υπέρπλουτος μας μήτηρ, έτοιμη να μας δώση ό, τι μας λείπει».

Σκέφτομαι πως σ’ αυτό το σημεία τον δρόμο τον άνοιξε πρώτος ο Καρυωτάκης, ο οποίος σατιρίζει, μέσα από πράγματα του τότε συρμού, τον τραγελαφικό εξευρωπαϊσμό μας εποχής:

Χορός ημιπαρθένων, δύο-δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο
dancing ή στο ωδείο.

Μας με συγχωρέσουν οι σχολαστικοί που γράφω επίτηδες με λατινικούς χαρακτήρες μια λέξη που ο αυτόχειρας μας Πρεβέζης την γράφει με ελληνικούς.

Η μνεία μου στο Καρυωτάκη, μετά τον Σολωμό, που κι μας εγκατασπείρει μας ξένες φράσεις στα σατιρικά του, αλλά για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικά αποτελέσματα δεν είναι τυχαία. Αν ο Καρυωτάκης με τα Ελεγεία και Σάτιρες φιλοτεχνεί ένα δίπτυχο, με αυστηρή διαχωριστική γραμμή, ο Κοσμόπουλος επιχειρεί μια σύγκραση σάτιρας και λυρισμού, και μάλιστα μας λυρισμού που αντλεί ο βάθος του από την ορθόδοξη πνευματικότητα. Και το κάνει αυτό, όχι απλώς με την συμπαράθεση σατιρικών κομματιών στην ίδια συλλογή αλλά και με την συνύπαρξη σατιρικών και πολύ ωραίων λυρικών στίχων στο ίδιο ποίημα, προωθώντας την εκφραστική γραμμή, που είχε χαράξει με τα προηγούμενα βιβλία του, ιδίως το με το Θέριστρον.

Εδώ όμως θα χρειάζονταν κάποιες εξηγήσεις: ο λυρισμός του Κοσμόπουλου είναι ένας προσευχητικός λυρισμός, που και αυτός έχει ως άμεσο πρόγονό του τον Σολωμό, και κυρίως τον ιταλόγλωσσο Σολωμό, ο οποίος  έχει γράψει άφθονα «προσευχητικά» ποιήματα, όπως το σονέτο στον Άγιο Διονύσιο, που το παραθέτουμε στην μετάφραση του Στέφανου Μαρζώκη:

Ω Άγιε Διονύσιε, ψυχή αγνή και θεία
που σε κρατεί περήφανα μας ευσπλαχνίας ο θρόνος,
τούτο το δύστυχο νησί προστάτεψέ το μόνος
για μα μη τύχει...  πια σ’ αυτό παρόμοια δυστυχία. 

Άκου στα σπίτια! Άκουσε, εδώ κ’ εκεί στο δρόμο
πώς κλαίγει απαρηγόρητα η φοβισμένη πλάση! 
Βάστα το νου μας μη χαθεί, μη τύχει κι’ αφ’ τον τρόμο 
τα λογικά μας χάσουμε, μήπως η γη χαλάσει!

Ω! Συ, στο θρόνο του Άπλαστου τρέξε σιμά κι’ ειπέ Του
να μην αφήσει το νησί έρμο στη δυστυχιά του!...
Κι’ αν ίσως κι’ η παράκληση δεν φθάνει, θύμησέ Του
πως είχες έναν αδελφό, κι’ έκρυψες το φονηά του.

Ο προσευχητική αυτή ποίηση αναθρώσκει κάποτε και στη νεότερη παράδοση όπως λ. χ. στον Σεφέρη:

Κύριε, όχι μ’ μας. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
μας πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ’ μας, η φωνή μας
δε βγαίνει καν από το στόμα μας.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια

Αλλά στη σύγχρονή μας ποίηση δεν βρίσκω άλλο παράδειγμα από τον Κοσμόπουλο. Παραθέτω κλείνοντας  εμπνευσμένους στίχους του, για τον δικό του Άγιο, δηλαδή τον Πρόδρομο:

Άναψέ μου το σβησμένο λύχνο της ψυχής.
Στάξε λάδι στο λαμπρό της ερήμου σου άστρο.
Προβολείς και φωτορρυθμικά κίβδηλης εποχής
Δείχνουνε πιο κρύο του σκοταδιού σου το κάστρο.

Άγια τρυγόνα μου εσύ, χρυσή περιστερά
της ελιάς μου στο λιοπύρι ανασασμός.
Βαλτωμένα δηλητήριο, βρύσες και νερά
και καλπάζει του ολέθρου ο χαλασμός.

Πρόσεξε τη δέησή μου, λίγο χώμα φέρνω
τη θαλασσινή μου πέτρα με τα φύκια.
Όπως δέντρο στο αέρα παραδέρνω
Και ζητοκραυγάζουν γύρω τα επινίκια.

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Μαρτίου 2021