Εκτύπωση του άρθρου



ANN SEXTON (Anne Gray Harvey)

 

Έξι ποιήματα

Μετάφραση Λαμπρινή Μίχου
Επιμέλεια Λιάνα Σακελλίου

 

H Ann Sexton είναι Αμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας (1928-1974). Σημαντική εκπρόσωπος της εξομολογητικής ποίησης κερδίζει το Βραβείο Πούλιτζερ το 1967 για τη συλλογή της “Live or Die” (Ζήσε ή πέθανε). Σημαντική επιρροή στην ποίησή της αποτελούν τα ποιήματα των Sylvia Plath, Robert Lowell και W. D. Snodgrass που ανήκαν στον στενό ποιητικό της κύκλο. Στα έργα της μετασχηματίζει ποιητικά την εμπειρία της ως γυναίκα και τη μεγάλη της μάχη με την κατάθλιψη. Ύστερα από επαναλαμβανόμενες προσπάθειες,  αυτοκτονεί το 1974.  

 

WHERE IT WAS AT BACK THEN 

Husband,
last night I dreamt
they cut off your hands and feet.
Husband,
you whispered to me,
Now we are both incomplete.

Husband,
I held all four
in my arms like sons and daughters.
Husband,
I bent slowly down
and washed them in magical waters.

Husband,
I placed each one
where it belonged on you.
"A miracle,"
you said and we laughed
the laugh of the well-to-do. 

ΟΠΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ

Άντρα,
χτες βράδυ ονειρεύτηκα
έκοψαν τα χέρια και τα πόδια σου.
Άντρα,
μου ψιθύρισες,
Τώρα είμαστε και οι δύο ατελείς.

Άντρα,
τα κράτησα και τα τέσσερα
στην αγκαλιά μου σαν να΄ταν γιοί και κόρες.
Άντρα,
αργά, έσκυψα κάτω 
και τα έπλυνα σε μαγικά νερά.

Άντρα,
τοποθέτησα κάθε ένα 
πάνω σου εκεί οπού ανήκαν
‘Θαύμα’,
είπες και γελάσαμε
το γέλιο των ευημερούντων.  


LOVE SONG FOR K. OWYNE 

When I lay down for death 
my love came down to Craigy's Sea
and fished me from the snakes.
He let me use his breath.
He pushed away the mud and lay with me.
And lay with me in sin.

I washed lobster and stale gin
off your shirt. We lived in sin 
in too many rooms. Now you live in Ohio
among the hard fields of potatoes,
the gray sticks and the bad breath
of the coal mines. Oh, Love, you know
how the waves came running u the stairs
for me, just as the nervous trees
in Birnam wood crept up upon Macbeth
to catch his charmed head turning and well aware.
I was not safe. I heard the army in the sea
move in, again and again, against me.

Shuffled between caring and disgrace 
I took up all our closet space.
What luxury we first checked into, 
to growl like lawyers until I threw 
my diamonds and cash upon the floor.
You'd come for death. I couldn't suit you
until the sun came up as mild as a pear
and the room, having hurt us, was ours.
You sang me a song about bones, dinosaur 
bones. Though I was bony you found me fair.
In the bay, the imported swans drank for hours 
like pale acrobats or gently drunken flowers. 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ Κ. ΟΓΟΥΑΪΝΙ 

Όταν παραδόθηκα στο θάνατο
ο αγαπημένος μου κατέβηκε στη θάλασσα Κρέιγκι
και με ψάρεψε από τα φίδια.
Με άφησε από την πνοή του να ανασάνω.
Έσπρωξε μακριά τη λάσπη και πλάγιασε μαζί μου.
Και πλάγιασε μαζί μου στην αμαρτία.

Ξέπλενα αστακό και ξινισμένο τζιν 
από το πουκάμισο σου. Ζούσαμε στην αμαρτία
σε πάρα πολλά δωμάτια. Τώρα ζεις στο Οχάιο 
ανάμεσα στα τραχιά χωράφια πατάτας,
τα γκρίζα κλωνάρια, το δυσάρεστο χνότο
των ανθρακωρύχων. Ω, Αγάπη μου, ξέρεις
με τι τρόπο ανέβηκαν τα κύματα 
ξωπίσω μου στις σκάλες
ακριβώς όπως τα νευρικά δέντρα 
στο δάσος Μπέρναμ σιωπηλά ακολούθησαν τον Μακμπέθ 
το μαγεμένο του κεφάλι να αρπάξουν, στραμμένο αλλού ενώ γνώριζε καλά. 
Δεν ήμουν ασφαλής.  Άκουγα το στρατό μέσα στη θάλασσα 
μετακινούνταν, ξανά και ξανά, εναντίον μου.

Μπερδεμένη ανάμεσα στη φροντίδα και στον εξευτελισμό
κατέλαβα ολόκληρο το καμαράκι μας.
Σε τι πολυτέλεια μέναμε αρχικά, 
σαν δικηγόροι να γρυλίζουμε μέχρι που πέταξα 
τα διαμάντια μου και τα μετρητά μου στο πάτωμα.
Προετοιμαζόσουν για τον θάνατο. Εγώ δεν σου ταίριαζα 
ώσπου ο ήλιος σε ώριμο ανήλθε αχλάδι 
και το δωμάτιο, αφού μας είχε πονέσει, δικό μας έγινε.
Ένα τραγούδι για κόκκαλα, δεινοσαύρων 
κόκκαλα τραγούδησες. 
Οστέινη, μα όμορφη με βρήκες.
Στον κολπίσκο οι εισαγόμενοι κύκνοι έπιναν για ώρες 
χλωμοί ακροβάτες ή ήπια μεθυσμένα λουλούδια.  Μετάφραση: Λαμπρινή Μίχου


LOVE SONG

I was
the girl of the chain letter,
the girl full of talk of coffins and keyholes,
the one of the telephone bills,
the wrinkled photo and the lost connections,
the one who kept saying–
Listen! Listen!
We must never! We must never!
and all those things…
the one
with her eyes half under her coat,
with her large gun-metal blue eyes,
with the thin vein at the bend of her neck
that hummed like a tuning fork,
with her shoulders as bare as a building,
with her thin foot and her thin toes,
with an old red hook in her mouth,
the mouth that kept bleeding
in the terrible fields of her soul…
the one
who kept dropping off to sleep,
as old as a stone she was,
each hand like a piece of cement,
for hours and hours
and then she’d wake,
after the small death,
and then she’d be as soft as,
as delicate as…
as soft and delicate as
an excess of light,
with nothing dangerous at all,
like a beggar who eats
or a mouse on a rooftop
with no trap doors,
with nothing more honest
than your hand in her hand–
with nobody, nobody but you!
and all those things.
nobody, nobody but you!
Oh! There is no translating
that ocean,
that music,
that theater,
that field of ponies.


ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ήμουν 
το κορίτσι της αλυσιδωτής επιστολής,
το κορίτσι όλο λόγια για φέρετρα και κλειδαρότρυπες,
αυτή των τηλεφωνικών χρεώσεων,
της τσαλακωμένης φωτογραφίας και των χαμένων συνδέσεων, 
αυτή που έλεγε συνέχεια –
Άκου! Άκου!
Εμείς δεν πρέπει ποτέ! Εμείς δεν πρέπει ποτέ!
και όλα εκείνα τα πράγματα…
αυτή
με τα μάτια κάτω από το παλτό, μισοκρυμμένα,
με τα τεράστια μεταλλικού όπλου γαλάζια μάτια,
με την λεπτή φλέβα στην κλίση του λαιμού
σαν διαπασών να σιγομουρμουρίζει,
με τους ώμους της, κτίσμα εκτεθειμένο,  
με το αδύνατό της πέλμα και τα λεπτά της δάχτυλα,
με ένα αγκίστρι παλαιό κόκκινο μέσα στο στόμα της,
το στόμα που συνέχιζε να αιμορραγεί
μέσα στα τρομερά λιβάδια της ψυχής της…
αυτή 
που συχνά αποκοιμιόταν,
τόσων ετών όσο μια πέτρα ήταν,
κάθε χέρι ένα κομμάτι τσιμέντο,
για ώρες και ώρες
και κάποτε ξυπνούσε,
ύστερα από το μικρό θάνατο, 
και τότε γινόταν τόσο απαλή όσο,
τόσο λεπτεπίλεπτη όσο…
τόσο απαλή και τόσο λεπτεπίλεπτη 
όσο  ένα πλεόνασμα φωτός,
εντελώς ακίνδυνη,
όπως ο ζητιάνος που τρώει 
ή ένα ποντίκι στο πατάρι
χωρίς καταπακτές,
χωρίς τίποτα πιο ειλικρινές
από το χέρι σου μέσα το χέρι της-
χωρίς κανέναν, κανέναν εκτός από εσένα!
και όλα εκείνα τα πράγματα.
κανέναν, κανέναν εκτός από σένα!
Ω! Τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει 
εκείνον τον ωκεανό,
εκείνη τη μουσική,
εκείνο το θέατρο 
εκείνο το λιβάδι από πόνυ. 


FROM THE GARDEN

Come, my beloved, 
consider the lilies.
We are of little faith.
We talk too much.
Put your mouthful of words away
and come with me to watch
the lilies open in such a field,
growing there like yachts,
slowly steering their petals
without nurses or clocks.
Let us consider the view: 
a house where white clouds 
decorate the muddy halls.
Oh, put away your good words
and your bad words. Spit out
your words like stones!
Come here! Come here!
Come eat my pleasant fruits. 


ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ

Έλα, αγαπημένε μου,
αναλογίσου τα κρίνα,
Αμφιβάλουμε.
Μιλάμε πολύ.
Μπουκιές ολόκληρες, οι λέξεις σου,  παραμέρισέ τες
έλα να δεις μαζί μου
τα κρίνα ν’ ανοίγουν σε ένα τέτοιο αγρό,
να μεγαλώνουν εκεί, θαλαμηγοί,
να κατευθύνουν αργά με τιμόνι τα πέταλα τους 
χωρίς νοσοκόμες ή ρολόγια τοίχου.
Ας αναλογιστούμε τη θέα·
ένα σπίτι όπου σύννεφα λευκά
διακοσμούν τους λασπωμένους διαδρόμους.
Ω, παραμέρισε τα καλά σου λόγια 
και τα κακά λόγια σου. Φτύσε 
τις λέξεις σου σαν πέτρες!
Έλα εδώ! Έλα εδώ!
Έλα να φας τα απολαυστικά μου φρούτα.

HORNET

A red-hot needle
hangs out of him, he steers by it
as if it were a rudder, he
would get in the house any way he could
and then he would bounce from window
to ceiling, buzzing and looking for you.
Do not sleep for he is there wrapped in the curtain.
Do not sleep for he is there under the shelf.
Do not sleep for he wants to sew up your skin,
he wants to leap into your body like a hammer
with a nail, do not sleep he wants to get into
your nose and make a transplant, he wants do not
sleep he wants to bury your fur and make
a nest of knives, he wants to slide under your
fingernail and push in a splinter, do not sleep
he wants to climb out of the toilet when you sit on it
and make a home in the embarrassed hair do not sleep
he wants you to walk into him as into a dark fire. 

Ο ΣΚΟΥΡΚΟΣ

Μια κόκκινη καυτή βελόνα
κρέμεται από αυτόν, τον καθοδηγεί
ως πηδάλιο, αυτός
θα έμπαινε στο σπίτι με κάθε τρόπο 
και τότε από το παράθυρο θα αναπηδούσε 
στο ταβάνι, βουίζοντας και γυρεύοντας εσένα.
Μην κοιμάσαι γιατί είναι εκεί τυλιγμένος μέσα στην κουρτίνα.
Μην κοιμάσαι γιατί είναι εκεί κάτω από το ράφι.
Μην κοιμάσαι γιατί θέλει να γαζώσει το δέρμα σου,
θα ήθελε να αναπηδήσει όπως το σφυρί με το καρφί 
μέσα στο σώμα σου, μην κοιμάσαι θέλει να μπει μέσα 
στη μύτη σου μεταμόσχευση να κάνει, θέλει μην 
κοιμάσαι θέλει να θάψει το τρίχωμά σου και 
μια φωλιά μαχαιριών να φτιάξει, θέλει να γλιστρήσει κάτω από 
το νύχι σου και να σπρώξει μέσα μια αγκίδα, μην κοιμάσαι 
θέλει έξω από την λεκάνη της τουαλέτας να σκαρφαλώσει όταν κάθεσαι 
και να αποικίσει το αμήχανο τρίχωμά σου μην κοιμάσαι 
σε θέλει μέσα του σαν σε μαύρη φωτιά να περπατήσεις. 
 

THE BALANCE WHEEL 

Where I waved at the sky
And waited your love through a February sleep,
I saw birds swinging in, watched them multiply
Into a tree, weaving on a branch, cradling a keep
In the arms of April sprung from the south to occupy
This slow lap of land, like cogs of some balance wheel.
I saw them build the air, with that motion birds feel.

Where I wave at the sky
And understand love, knowing our August heat,
I see birds pulling past the dim frosted thigh
Of Autumn, unlatched from the nest, and wing-beat
For the south, making their high dots across the sky,
Like beauty spots marking a still perfect cheek.
I see them bend the air, slipping away, for what birds seek. 


O  ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Όπου έγνεψα στον ουρανό
Και περίμενα την αγάπη σου μέσα σ ’έναν ύπνο του Φλεβάρη,
Είδα πουλιά να αιωρούνται, τα παρακολούθησα να πολλαπλασιάζονται 
Μέσα σ’ ένα δέντρο, υφαίνοντας πάνω σ ’ένα κλαδί, μαζεύοντας με δρεπάνι φαγητό
Στην αγκαλιά του Απρίλη ανάβλυζαν από τον νότο για να κατοικήσουν
Αυτή την αργή κοιλότητα γης, μεταλλικά δόντια κάποιου οδοντωτού τροχού.
Τα είδα να χτίζουν τον αέρα, με εκείνη την κίνηση που νιώθουν τα πουλιά.

Όπου γνέφω στον ουρανό
Και καταλαβαίνω την αγάπη, γνωρίζοντας τη ζέστη του Αυγούστου μας,
Βλέπω πουλιά να προσπερνούν το θαμπό κρυσταλλωμένο μηρό 
Του Φθινοπώρου, αποκομμένα από τη φωλιά, χτυπούν τα φτερά τους 
Για τον νότο, τυπώνοντας τις ψιλές κουκίδες τους στον ουρανό,
Όπως οι ελιές τονίζουν ένα ήδη τέλειο μάγουλο.
Τα βλέπω να λυγίζουν τον αέρα, δραπετεύοντας, για ό,τι γυρεύουν τα πουλιά. 
 

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Απριλίου 2021