Εκτύπωση του άρθρου


 

Η πάλη για την αποτύπωση του εγκόσμιου χρόνου και την άχρονη αγωνία της σιωπής είναι ασφαλώς πολύ παλιά. Και εμφανίζεται συνεχώς με ένα οξύμωρο σχήμα: από τη μια νιώθουμε ότι όλα έχουν ήδη ειπωθεί και από την άλλη αισθανόμαστε ότι πάντα κάτι μάς/και τους διαφεύγει. Ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να εκφράσουμε πλήρως αυτό που μας συγκινεί ή/και μας πονά, αυτό που γνωρίζουμε, τουλάχιστον έτσι όπως το στήνει μπροστά στα μάτια της ψυχής μας, με τα άυλά του υλικά, ο συναισθηματικός μας βίος.

Και με άλλη ευκαιρία είχα πει ότι αυτά που ορίζουν τις συντεταγμένες της γραφής μας, το προσωπικό βίωμα κοιταγμένο μέσα από την θέρμη του συναισθήματος και το συλλογικό βίωμα φιλτραρισμένο μέσα από την έμφρονα οπτική της συνείδησής μας, είναι εξ ορισμού άπιαστα όσο και ασύμπτωτα, μια που ανάμεσά τους μένει πάντα ένα κενό αδιόρατο που είναι ο αχαρτογράφητος χώρος του ασυνειδήτου, γεγονός που όσο μπορεί να μας παρηγορεί, άλλο τόσο ίσως και να μας απελπίζει. Στα τρία αυτά κοιτάσματα της ποιητικής έμπνευσης βυθίζεται συνεχώς η βιωματική και η συμβολική μας γλώσσα, εξορύσσοντας τις ψηφίδες εκείνες με τις οποίες αγωνίζεται να κτίσει τον καινούργιό της κόσμο∙ που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χωροχρονικό ασυνεχές, διάτρητο και γεμάτο σιωπές.

Αυτή η επίγνωση του άρρητου, του μη δυνατού εν τέλει να εκφραστεί, κάποιες φορές μας αποθαρρύνει και κάποιες φορές μας οπλίζει με την πείσμονα εμμονή του ψυχαναγκασμού. Παραθέτω ενδεικτικά κάτι σχετικό που είχα σημειώσει για τον Μανόλη Αναγνωστάκη και την απόσταση ανάμεσα στην επιθυμία και την πράξη του.[1] (Ο Αναγνωστάκης προέτρεπε τον ποιητή Άνθιμο Φιλητά να σπάσει την σιωπή του και να ξαναγράψει, ενώ συγχρόνως ο ίδιος επέλεγε οριστικά την ποιητική σιωπή. Χαρακτηριστικά έγραφε: κάποτε πρέπει ο ίδιος ο Άνθιμος […] να μας δώσει την κατάθεσή του […] τις συγκλονιστικές του προσωπικές περιπέτειες, που όμως τελικά είναι οι περιπέτειες και τα πάθη μιας ολόκληρης γενιάς: αυτό το βιβλίο π ρ έ π ε ι να το γράψει ο Άνθιμος, μας το χρωστά και του το ζητάμε.[2])

[…] «Είναι η ίδια η αγωνία της σιωπής που βασάνισε πολλούς από τους ποιητές της γενιάς αυτής [της μεταπολεμικής], οι οποίοι πιεσμένοι από τα γεγονότα, που τους άνδρωσαν, εκφράστηκε ποιητικά πολύ νωρίς. Και αισθάνθηκαν, ίσως, πως ό, τι είχαν να πουν, το είχαν ήδη πει. Άλλοι καιροί επέβαλλαν άλλους ρυθμούς και ήταν αυτός ένας τρόπος πρόληψης της επανάληψης. Έτσι, όφειλαν να σωπάσουν.[3] […] Ας μη λησμονούμε την αγωνία που εξέφρασε και ο Σινόπουλος στο Νυχτολόγιό του: Σπάσε λοιπόν τον φαύλο κύκλο. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς πάνω στη γλώσσα, να φτιάξεις κάτι «άλλο» με τη γλώσσα σου, και ξαφνικά πεθαίνεις.

Ενώ ο Μίλτος Σαχτούρης παλινδρομούσε με τον δικό του τρόπο:

Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα […] κατάρα για τις εφτά σκιές
πάντα θα γράφω ποιήματα
 (Χρωμοτραύματα).

Ενώ στην ίδια συλλογή υπογράμμιζε για τους ποιητές:

όσο παν’ και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν.

Λιγοστεύοντας και ο ίδιος ολοένα τα ποιήματα που έγραφε μέχρι την τελική του αναχώρηση, για εκεί όπου οι ποιητές δεν πεθαίνουν πια.»[4]

Με έναν ομόλογο τρόπο επέλεξε, αλλά και έσπασε την ποιητική σιωπή, ο παλιός φίλος και συνοδοιπόρος του Μανόλη Αναγνωστάκη, ο ποιητής Θεοτόκης Ζερβός. Παραθέτω ένα απόσπασμα από ένα κείμενό μου για την ποιητική συλλογή που δημοσίευσε μετά από 20 περίπου χρόνια ποιητικής απουσίας:

[…] «Ο Θεοτόκης Ζερβός με την εξάρθρωση της Σκόνης της σιωπής του [...] θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι θέλει να ρίξει γέφυρες ανάμεσα στα παρελθοντικά είδωλα της μνήμης, στα παροντικά σπαράγματα της πραγματικότητας και στις εικονικές προβολές του μέλλοντος. Ωστόσο. Κάποια πράγματα δεν επιδέχονται εξηγήσεις. Έτσι έγιναν και έτσι οφείλουμε να τα δεχτούμε. Εξάλλου, πολλές φορές πρόκειται για

ένα όνομα που το ξέρω μόνο εγώ […]
[για μια λέξη] από όλες τις λέξεις την πιο λησμονημένη
αυτή που φάνηκε χρήσιμη μόνο για μια στιγμή
δίνοντας σήμα σε ώρα κινδύνου.[5]

Όπως η λέξη-κλειδί στην ταινία Magical girl του Κάρλος Βερμούτ (μια σκληρή όσο και ποιητική αλληγορία για την σύγχρονη Ισπανία) λέξη η οποία θα προφυλάξει την ηρωίδα από την εξόντωση και που όσο πιο αργά στην ροή του χρόνου την προφέρει, τόσο περισσότερο και θα ανταμειφθεί.»[6]

Κλείνοντας, θυμίζω τα λόγια του πρωταγωνιστή της ταινίας Η σκόνη του χρόνου (της δεύτερης από την τελευταία τριλογία, η οποία και έμελλε να μείνει ημιτελής) του Θ. Αγγελόπουλου:[7] Τίποτα δεν τέλειωσε. Τίποτα ποτέ δεν τελειώνει. Ξαναγυρίζω σε μια ιστορία που άφησα να γλιστράει στο παρελθόν, να χάνει σε διαύγεια από τη σκόνη του χρόνου κι έπειτα απρόσμενα κάποια στιγμή επιστρέφει σα σκοτεινό όνειρο…

Και αντιγράφω από την Μπαλάντα του Θεοτόκη Ζερβού:[8]

[…] Αν έρθω, ούτε από πείσμα ούτε από σχέδιο
αναζητώντας τον άδειο θώκο της ψυχής μου
και της ευγένειας την ταπεινή εκδοχή
εκτεθειμένος στην εχθρότητα του χρόνου
του ίδιου που μού κλέβει τη σπαργή
αδιάφορος για την κλοπή του,
να με δεχτείς, αν έρθω
.[9]

Κι είναι σα να παίρνω μιαν εκδοχή απάντησης για τη δική μου αγωνία∙ ή έστω να μου ανοίγεται ένα πλάγιο μονοπάτι, μήπως μπορέσω και αναζητήσω το γιατί της γραφής και της σιωπής μου.

Άννα Αφεντουλίδου
© Poeticanet

 

[1] Άννα Αφεντουλίδου, Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και το βιολί του Ένγκρ, ηλεκτρ. περ. bookpress, τελευταία πρόσβαση: 22-07-2018, 17:12.

[2] Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα Συμπληρωματικάσημειώσεις κριτικής, εκδ. στιγμή, 1985, σ.155 (η υπογράμμιση δική μου).

[3] Εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, ο Τίτος Πατρίκιος.

[4] Από τη συλλογή του Εκτοπλάσματα όπου και η ρήση του Νίτσε: […] να μην πεθάνουν πια.

[5] Θεοτόκης Ζερβός, Στη σκόνη της εικονοστασίας, Γαβριηλίδης, 2016, σ.24.

[6] Κάρλος Βερμούτ, Magical girl (Ισπανία, 2014)

[7] Θόδωρος Αγγελόπουλος, Η σκόνη του χρόνου (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, 2008)

[8] Θεοτόκης Ζερβός, ό.π.,σ.26.

[9] Άννα Αφεντουλίδου, Αποτινάσσοντας τη σκόνη της σιωπής: για τον Θεοτόκη Ζερβό, ηλεκτρ. περ. ο αναγνώστης (τελευταία πρόσβαση: 22-07-2018, 17:06).

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Ιουλίου 2018