Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Σημειώσεις κηπουρού

  
                                        1  
 
Εξάντας, εκείνα τα λευκά ροδόδεντρα  

                                        2  

Την πρώτη φορά πέρασα σχεδόν από πάνω του
σα να ήθελε να με τραβήξει,
να με πάρει στο φως και στις σκιές του-
δεν έδωσα και πολύ σημασία
το αεροπλάνο υποσχόταν άλλωστε νέους ορίζοντες
από το παράθυρο μου μπέρδευα ξανά
αποστάσεις κι επιθυμίες. 
 
Τώρα που περπατώ
ένα – ένα τα μονοπάτια του
και το ακούω,
δεν έχουν τέλος τα τραγούδια του 
 
μετρώ στους κορμούς δέος
και φρόνηση 
 
δάσος με τις σημύδες.  

                                        3  

Τώρα τουλάχιστον σε συναντώ συχνά,
δεν έχω παράπονο ούτε για το κρύο,
ούτε για τη βροχή,
έγινες κι εσύ παντός καιρού
(από παλιά συνήθεια βέβαια συνεχίζω
να σε διεκδικώ)
πας κι έρχεσαι στον κόσμο,
αλλά σ´ ακούω, σε μυρίζω, σ’ έχω
πάνω, μέσα, δίπλα στα νοτισμένα μούσκλα,
ίσως άφθαρτη,
σαν τη μνήμη ενός πρωτόλειου χαδιού 
 
ένα αεράκι από τον Υμηττό είσαι, 
 
χωρίς καμία απολύτως σημασία για τους άλλους
χωρίς καν όνομα για το ληξιαρχείο των παθών μας,
για μένα μόνο παραμένεις σταθερά
ένα ασπαίρον θέρος επίγνωσης.  
   
                                        4 

Το βουνό είχε γύρει προς τη δύση
πέρδικες πετούσαν άφοβα μες στα σπίτια
γαλάζιο φως γλιστρούσε πάνω στην πεδιάδα
σαν επιθυμία. 
 
Το αγιάζι τώρα, η ευεργεσία
ο κορυδαλλός αρχίζει τη μνήμη.  
   
                                        5 
 
Να πάρουμε μιαν ανάσα από το ένδοξο παρελθόν αυτού του κήπου,
ή εκείνης της δωρεάς στην παραλία,
στη σαγήνη να χωρέσουμε, στην απόλυτη θέα
που την λένε Κυριακή, το ήρεμο απόγευμα
 
Το βλέπω, έρχεται τώρα το βράδυ, σαν πλοίο ή μήπως είναι σφαγείο;
Οι χαρές μας, τα πένθη μας ένα άρθρο μεθαύριο  στην εφημερίδα- 
 να σου διαβάσω στο μεταξύ Ντίκινσον, ν´ ακούσουμε πάλι Μέντελσον:
Τόσο απαλό καθώς το μακελειό των Ήλιων
Σφαγμένων από τα σπαθιά του Δειλινού, η Έμιλυ σαν εδώ- 
 
ας πιούμε τώρα το χώμα με την άνεσή μας,
όλος ο χρόνος είναι επιτέλους δικός μας·
μα ασφαλώς θα επιστρέψουμε,
με άλλα ονόματα, με άλλα ρούχα, τα λευκά μας μαλλιά
θα λάμψουν τότε μέσα στο χρυσάφι τους,
με το άφθαρτο κινητό μας να κουδουνίζει ευτυχία
σαν πρωταπριλιάτικη ευωχία, μισή αληθινή, μισή πλάνη,
αλλά γιορτή θα είναι το κάθε σου νεύμα,
το κάθε βέβαιο βήμα σου προς τα άστρα του πρωινού,
με τον άνεμο να  μυρίζει ξανά Σάμο και
ευθανασία.  
   
                                        6 
 
Από αυτούς εδώ τους φοίνικες
έως τους πρώτους κέδρους,
ένα βιβλίο δρόμος-
κι όμως τώρα δίπλα – δίπλα στέκονται
στο ιδεόγραμμα του ταξιδιού.    
                                                                                                             
                                         7 
 
Του έπεσαν όλα σχεδόν τα μαλλιά,
αλλά συνεχίζει να σκάβει τα πρωινά,
να ραντίζει και να μπολιάζει,
θεός αγύριστο κεφάλι
να κάνει το χώμα ευωδία.  
                                             
                                         8  
   
Υπόσχεση
που ανανεώνεται κάθε μέρα
την ίδια ώρα -
είναι ο τρυποκάρυδος,
που ψάχνει ακόμη το όνομα,
το επίθετό σου,
στο όνειρο απέναντι,
στο πολυσύλλαβο δασάκι,
μετά το κλάμα.  
   
                                         9 
 
Εξάντας είναι η επιστροφή,
το χέρι σου καθώς με ψάχνει,
ρωτά, σφίγγει
σπρώχνει να με στηρίξει στη λεμονιά,
να με φυτέψει θέλει δίπλα της,
στο χώμα μπαμπάκι
στο πάντα.  
   
                                         10

Ο κήπος υπαινίσσεται σήμερα
πως ζούμε σ’ έναν κόσμο
με νόημα:
θυρεός της άνοιξης,
το φίδι μόλις ξύπνησε,
μας προσπερνά μειλίχιο,
ξέρει δικαιοσύνη, χάρη.  
   
                                         11 
 
Εννέα είναι οι άβυσσοι,
επιμένει ο κινέζος σοφός. 
Σε μια απ ‘ αυτές,
χορταριασμένο άνοιγμα, παρτέρι παγίδα,
ανεβαίνω.  
   
                                         12

Ένα ζευγάρι γαρδέλια
ακίνητα, με παρατηρούν:
εξημερώνοντας παρελθόν,
σκάλισα, πότισα έως εδώ ματαιοδοξίες,
διδακτορικό στα λασπόνερα.     

Γιώργος Βέης


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Απριλίου 2006